Παπάς, κοινοτάρχης, δάσκαλος ήταν πάντα οι αρχές ενός τόπου. Ας ήταν και μια σταλιά χωριουδάκι αυτό. Κι όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο αυτοί ήταν στην πρώτη γραμμή της απόδοσης ευθυνών για κάθε παράτυπο και παράνομο που είχε συλλογικό χαρακτήρα. Όπως για παράδειγμα μια εξέγερση σε περίοδο δουλείας.
Με το ξέσπασμα της Επανάστασης, πολλοί αρχιερείς και ιερείς συμμετείχαν ενεργά σε ένοπλα σώματα, ενώ πολλά μοναστήρια εξελίχθηκαν σε κέντρα εξορμήσεων κατά των Τούρκων:
Από τους 200 αρχιερείς που υπήρχαν σε ολόκληρη την οθωμανική αυτοκρατορία, ενεργό μέρος στον Αγώνα, επώνυμα και αδιαμφισβήτητα, μαρτυρούνται να έλαβαν 73 ιεράρχες, δηλαδή ποσοστό 36,5%. Επίσης, δοκιμάστηκαν, φυλακίστηκαν και βασανίστηκαν 42 αρχιερείς, δηλαδή ποσοστό 21,0%, και μαρτυρείται ότι θυσιάστηκαν για την ελευθερία, είτε με βασανιστήρια και θανάτωση από τους Τούρκους είτε στις πολεμικές συρράξεις, 45 αρχιερείς, δηλαδή ποσοστό 22,5%. Συγκεντρωτικά, λοιπόν, έχουμε: α) Ποσοστό αγωνιστών ιεραρχών 36,5%. β) Ποσοστό μαρτύρων ιεραρχών 21,0%. γ) Ποσοστό θυμάτων ιεραρχών 22,5%.
Ανάμεσα στους νεοϊερομάρτυρες και ο Γεράσιμος Επίσκοπος Ρεθύμνης. Ελάχιστα γνωρίζουμε για τον βίο του και τα μόνα στοιχεία που τον αφορούν εντοπίζονται πριν από το μαρτυρικό του τέλος το 1822.
Σύμφωνα με τους καταλόγους της Επισκοπής Ρεθύμνης ο Γεράσιμος «Καστρινός» φέρεται με το επώνυμο Περδικάρης ή Κοντογιαννάκης, ενώ στο χειρόγραφο των Επισκοπικών Καταλόγων του ιατρού και εκκλησιάρχη Γεωργίου Νικολετάκη καταχωρίζεται με το επώνυμο «Μακριγιανναδάκης». Για τη διαφοροποίηση αυτή ο καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης διατυπώνει την άποψη ότι ένα από τα δυο θα πρέπει να θεωρηθεί ως παρώνυμο.
Μια επιστολή του μόνο διασώζεται προς τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο στην οποία ο Γεράσιμος τον παρακαλεί να βοηθήσει στις σπουδές του τον ανιψιό του κομιστή της επιστολής.
Ο Γεράσιμος ήταν από τα θύματα της τουρκικής θηριωδίας με την έναρξη της επανάστασης του 1821.
Σύμφωνα με τον Τρύφωνα Ευαγγελίδη «Ο Ρεθύμνης Γεράσιμος φυλακίστηκε (1821) σέ ἕνα «καταφρονεμένο, ἄχρηστο καί δυσῶδες σπίτι» τοῦ Ρεθύμνου ὅπου καί ὑπέμεινε βασανιστήρια, μέχρι τό Μάϊο τοῦ 1822, ὁπότε καί ἀπαγχονίστηκε στή «Μεγάλη Πόρτα» τῆς πόλης. Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, μετά τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Ἐπισκόπου Ρεθύμνης, οἱ Τοῦρκοι ἔλαβαν αἷμα ἀπό τήν καρδιά του καί ράντισαν, μέ ὑπόδειξη τῶν Ἑβραίων, τίς σημαῖες τους, προκειμένου νά νικήσουν τούς χριστιανούς στίς μάχες…».
Ο Γεράσιμος από 21 Σεπτεμβρίου 2000 έχει ενταχθεί στο Γενικό Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μαζί με τους άλλους εθνομάρτυρες της ίδιας περιόδου Η μνήμη όλων αυτών τιμάται στις 23 Ιουνίου.
Ο Μελχισεδέκ Τσουδερός
Μεγάλη μορφή και πρωταγωνιστής των γεγονότων της έναρξης του αγώνα το 1821 ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός.Αναφέρει σχετικά ο Μιχαήλ Τσουδερός στην εφημερίδα «Ραδάμανθυς» 9 Ιουλίου 1873:
«Απαγχονισθέντος του Πατριάρχου Γρηγορίου η προς την φιλικήν εταιρίαν συνενόησις του Μελχισεδέκ μετά του Πατριάρχου εγένοντο γνωσταί ως εκ της κατασχέσεως της αλληλογραφίας του Πατριάρχου, ότε και πάραυτα διάταγμα του Σουλτάν Μαχμούτ φθάσαν εις Κρήτην και σώμα τριακοσίων Γιανιτσάρων υπό την οδηγίαν του περιβόητο Κουντουρό – Ισμαήλ διετάχθη εκ του Πασσά του φρουρίου Ρεθύμνης και μεταβαίνον υπό το πρόσχημα άλλης υπηρεσίας προς την επαρχείαν του Αγίου Βασιλείου και μετά επιτηδείου τρόπου και αδιαφορίας την 24ην Μαΐου το εσπέρας προσήλθον όπως διανυκτηρεύσωσιν εν τη μονή του Πρέβελη, πράγματι δε εκτελέσωσι την Σουλτανικήν διαταγήν και συλλάβωσι δεσμίους τον τε Ηγούμενον Μελχιδεσέκ και άπαντας τους Πατέρας και μοναχούς της Μονής και μεταφέρωσιν είς την αγχόνην, ο δε ηγούμενος αταράχως και φιλοφρόνως αποδεχθείς είς τούς ώς μουσαφιρέους ετοιμάσας εν τω άμα τα συνήθη άφθονα της φιλοξενίας φαγητά και γληκυτάτους οίνους η εις ταύτα δε κατά κόρον οινοποσία και εντρυφή των αγάδων έρριψεν αυτούς εις τα βάθη βαρέου ύπνου.
Τότε εις εξ αυτών ονόματι Αλή Αγάς Αζέμης γνωρίζων τας μυστικάς διαταγάς του αρχηγού των Ησμαήλ Αγά Κουντούρη, και ενθυμηθείς τα άπειρα χρηματικά και άλλα υλικά βοηθήματα και ευεργεσίας του Ηγουμένου Μελχισεδέκ εκοινοποίησεν επιτιδείως προς αυτόν ότι αι βούλαι του εφανερώθησαν εις Κωνσταντινούπολιν και τα μέτρα του να λάβη πριν ξημερόσι, διότι σιδεροδέσμιος μετά των λοιπών Πατέρων θέλει μεταφερθεί εις το φρούριον Ρεθύμνης.
Τη δωδεκάτην ώραν ακριβώς της νυκτός ταύτης ότε την προσευχήν του εδιάβαζεν ο Μελχισεδέκ δια να πλαγιάση του εκομίσθη η χαρμόσυνος δι’ εκείνον αγγελία του φίλου του Αλλή αγά Αζέμη, μη διακόψας την προσευχήν του, αλλά μετά το τέλος αυτής, χαρτί και πένα λαβών εις χείρας του και δραστηρίαν επιστολήν γράψας στιγμηδόν. Προς τους εν τω χωρίω Ασώματον διαμένοντας αδελφούς του Γεώργιον και Ιωάννην, δύο τέταρτα απέχον της Μονής διατάτων αυτούς εις αγρυπνίαν, τα όπλα των επί των ώμων και νύκτωρ οδοιπορούντες τατά σειράν τα χωρία συμπαραλαμβάνοντες τους κατηχουμένους να ξημεροθώσιν άνωθεν του Πευκιά (ή Αγ. Αντωνίου) Χαλάρων, όπου θέλει προφθάσει και αυτός λίαν πρωί μετά της συνοδείας των Μοναχών.
Ακολούθως δε μετά το πέρας της επιστολής ταύτης προς τους αδελφούς τους σπεύδων και προειδοποιών επιτηδείως άπαντας τους καλλογήρους και πατέρας είς τα κελία των και τους εις το καθολικόν της μεσημβρινής παραλίας Μοναστηρίου ετέρους διαμένοντας Πατέρας, και επιτηδιότατα αφήσαντες τους αγάδες εις τον γλυκύτατον ύπνον ανεχώρησαν μετά εξ φορτίων πολεμοφοδίων, άτινα εκ Σμύρνης είχε προμηθευθή ο ηγούμενος διά Σφακιανών πλοιαρίων. Περί δε την πρωίαν της 25ης Μαίου 1821 ανατείλαντος του ηλίου επρόφθασεν εις τον παρ’ αυτού ορισμένον τόπον του Πευκία των Χαλάρων και ευρών εκεί τους αδελφούς του Γεώργιον και Ιωάννην μετά 160 ετέρων οπαδών συνεπαρχιωτών τους, και οι περί αυτόν 46 Πατέρες και καλόγεροι το όλον διακόσιοι
Μετά δε την παράκλησιν οδεύσαντες προς το Άσκυφον των Σφακίων, τούτο πληροφορηθέντες και οι Καπεταναίοι των Σφακίων εν διαστήματι εξ ωρών συνήλθον εκεί άπαντες και συσκέψεως γενομένης εξέδοσαν προσκλητηρίους επιστολάς εις απάσας τας γειτονευούσας επαρχίας και ταχυδρόμους δραστήριους έστελλον εις τας ρίζας Αποκορώνου, Κυδωνίας, Σελύνου, Κυσάμου, Ρεθύμνης Αμαρίου, και Αυλοποτάμου. Εν διαστήματι δε οκτώ ημερών έφεραν όλους τους κατηχουμένους και επαναστάτας εις Άσκυφον, υπέρ τας τρείς χιλιάδας και γενομένης Συνελεύσεως και σχεδίου επετάχυναν την έκρηξιν της επαναστάσεως, την δε 4ην Ιουνίου γενομένης γενικής παρακλήσεως εδιηρέθησαν κατά την γενικήν της συνελεύσεως εκείνης απόφασιν εις τρία τμήματα και οι μεν προς δυσμάς της επαρχίας Σφακιώται μετά των Σεληνιωτών καί Κυδωνιατών έτρεξαν να επιτιθώσιν κατά των εν Χανίοις Τούρκων ή των εν Κανδάνω Καούριδων, οι δε Ασκυφιώται μετα των ριζιτών του Αποκορώνου έσπευσαν να πολιωρκίσωσι τους εν τω Πύργω του Αλληδάκη εν προσνέρω ευρισκομένους οθωμανούς υπό τον περιβόητον Αλληδάκην.
Ο δε ρασοφόρος Μελχισεδέκ μετά των προς μεσημ-Σφακιωτών των Ασφεδιωτών και Καλληκαρατιανών των αδελφών αυτού Γεωργίου και Ιωάννου μετά των συνεπαρχιωτών τους οδηγοί γενόμενοι των ως ανωτέρω Σφακιωτών και λοιπών ακολουθησάντων έσπευσαν προς απάντησιν των Ρεθυμνίων Τούρκων και θεία συνάρσει την πέμπτην Ιουνίου ώραν τρίτην Τουρκιστί της ημέρας φθάσαντες εις τον Άγιον Ιωάννην του καϊμένου διά του όρους Τσιλλήβδικα και του Κοτσιφού της φάραγγος, επιπεσόντες κατά του εκεί εστρατοπεδευμένου Ησμαήλ αγά μετά, 600 Οθωμανών, περιμενόντων την επικουρίαν του Ηρακλείου όπως ισβάλωσιν εις την επαρχίαν των Σφακίων διά να προλάβωσι την έκριξιν της επαναστάσεως.
Παρ’ ελπίδα δε και τη θεία αντιλήψει τα χρηστιανικά όπλα εθριάμβευσαν κατά των 600 Γιανιτσάρων υπό τον Κουντουρο Ησμαήλ μετά δίωρον πεισματώδη μάχην ετράπησαν εις άτιμον φυγήν εγκαταλείψαντες τον αρχηγόν των Ησμαήλ αγά (α) πεσόντα εις το πεδίον της μάχης και και καταστραφέντες το 1/4 του αριθμού αυτών καταδιωκόμενοι μέχρι των χωρίων Φωτεινού και Κούμων Ρεθύμνης. Τοιούτον το τρόπαιον της πρώτης μάχης των εν Κρήτη ελληνικών όπλων άτινα ως είδομεν προητοίμασε και διεξήγαγεν ο ηγούμενος Μελχισεδέκ μετά των συναδέλφων αυτού πατέρων της Ιεράς Μονής Πρέβελη και των λοιπών συμπατριωτών του.
Μετά πολλάς δε καθ’ας ηυτύχησε μάχας ο Μελχισεδέκ Τσουδερός επληγώθη θανατηφόρως την 1ην Απριλίου του 1823, εις την εν Πολεμαρχίω της επαρχίας Κυσάμου μάχην, (β) επιζήσας δε μετά την πληγήν 7 ώρας παρήγγειλε εις τους συνοδεύοντας αυτόν ενόπλους Μοναχούς και εξέλεξαν αντ’ αυτού ηγούμενον της Μονής αντικαταστάτην του τον αγαπητόν του Νείλον Μοσκοβίτην και συστήσας εις τους περικυκλούντες αυτόν συναγωνιστάς του και εξορκίσας αυτούς εις το όνομα της Αγίας Τριάδος να εξακολουθώσι τον κατά των απίστων πόλεμον με αδελφικήν ομόνοιαν και αγάπην μέχρι της απελευθερώσεως της πατρίδος των παρέδωκε το πνεύμα προς τον Κύριον».
Η μελέτη αργότερα από τους ειδικούς στοιχείων όπως το ανωτέρω δημοσίευμα διόρθωσε κάποιες ανακρίβειες όπως η θέση που υψώθηκε το ιερό λάβαρο. Είναι όμως οι άλλες λεπτομέρειες που κάνουν το δημοσίευμα αυτό πολύτιμη πηγή πληροφοριών εκείνης της περιόδου.
Ολόκληρη η Κρήτη θρήνησε τον χαμό του Μελχισεδέκ που έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Πολεμάρχη Κισσάμου. Ενδεικτικό το παρακάτω μοιρολόι:
Ίντα χουν και καταχτυπούν
του Πρέβελη οι καμπάνες
κοπέλια θα βαφτίζουσι
κι αντρόυνα ευλογούσι
κοπέλια δεν βαφτίζουσι
κι αντρόυνα δεν ευλογούσι
Ο Γούμενος σκοτώθηκε
μέσα στο Πολεμάρχι
που πολεμούσε την Τουρκιά
στον Πύργο το Μετόχι
Μελχισεδέκ τον λέγαμε
και κλαισι και θρηνούσι
Μια ακόμα θρυλική μορφή ήταν ο Μητροφάνης
Ο Μητροφάνης καταγόταν από τον Άγιο Ιωάννη Αμαρίου. Γεννήθηκε το έτος 1798 και σκοτώθηκε από τους Τούρκους το έτος 1829 σε ηλικία μόλις 31 ετών. Ο Μητροφάνης είχε επαναστατικό χαραχτήρα και γι’ αυτό διάλεξε τη χαΐνικη ζωή. Υπήρξε αρματωλός δηλαδή αντάρτης της εποχής, γιατί δεν άντεχε να βλέπει το σκλαβωμένο λαό να υποφέρει κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Υπήρξε και αρχηγός αντάρτικου σώματος με την έναρξη της Επανάστασης του 1821.
Πριν την έναρξη της Επανάστασης του 1821 είχε διαπράξει πολλά ανδραγαθήματα κατά των Γενιτσάρων και τους είχε κατατρομάξει και μόνο με την εμφάνισή του. Γι’ αυτό οι Γενίτσαροι επεδίωκαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν.
Σύμφωνα με τον κ. Σταύρο Φωτάκη που δημοσιεύει σχετικά στην «Άγονη Γραμμή»: «Ο Μητροφάνης σκέφτηκε ότι θα μπορούσε να αποφύγει και να προφυλαχτεί από τις ενέδρες που του έστηναν οι Γενίτσαροι της περιοχής Αμπαδιάς αν γινόταν μοναχός στη Μονή Ασωμάτων. Γι’ αυτό αποφάσισε και έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή Ασωμάτων, όπου και έλαβε το μοναχικό όνομα «Μητροφάνης», αλλά χωρίς να εγκαταλείψει τον ένοπλο αγώνα.
Από την έρευνά μου εντοπίστηκαν δύο νέα στοιχεία-έγγραφα, που συνέταξε ο Καπετάν Μητροφάνης με ημερομηνίες: 13 Αυγούστου 1823 και 9 Σεπτεμβρίου 1823 από το χωριό Μπισταγή όπου διέμενε για κάποιο διάστημα γιατί ήταν άρρωστος. Στο πρώτο απαντά στο φροντιστήριο των Εσωτερικών (Διεύθυνση των Εσωτερικών της τότε Γεν. Διοικήσεως Κρήτης), ότι δεν έχει ιδέα για την κατηγορία που του απευθύνουν ότι έκλεψε ένα μουλάρι και στο δεύτερο παραπονείται στο Φροντιστήριο των Οικονομικών ότι ξένοι (μη Αμαριώτες) ένοπλοι ταλαιπωρούν τους γέροντες καλογέρους της Μονής Ασωμάτων και τους ζητούν με απειλές χρήματα. Καταχωρούνται αυτούσια όπως είναι καταχωρημένα στο βιβλίο «Κρητικά Ιστορικά Έγγραφα» 1821-1830 του Νικολ. Τωμαδάκη και Ανθούλας Παπαδάκη – 1974.
Η δράση του Μητροφάνη δεν περιορίστηκε στην Κρήτη αλλά με τους επίλεκτους άνδρες του πήγε στην Πελοπόννησο και πήρε μέρος σε πολλές μάχες κατά του Ιμπραήμ Πασά και των Τούρκων εθελοντών, των λεγόμενων Καλοντζίδων, οι οποίοι είχαν πάει από την Κρήτη στην Πελοπόννησο για να καταστείλουν την επανάσταση. Αγωνίστηκε με τους πολεμιστές του πιθανόν για τρία (3) περίπου χρόνια, από το 1824 έως το 1827, στην Πελοπόννησο και κατάφερε σοβαρά πλήγματα στους Τούρκους. Μετά τη λήξη του αγώνα στην Πελοπόννησο επέστρεψε στην Κρήτη και συνέχισε τη δράση του κατά των Τούρκων.
Είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Τούρκων της περιοχής Αμπαδιάς οι οποίοι ήθελαν με κάθε τρόπο να τον εξοντώσουν. Μόλις πληροφορηθήκανε οι διαμένοντες στο Ηράκλειο Τούρκοι Αμπαδιώτες ότι ο Μητροφάνης με τα παλικάρια του επέστρεψε στη Μονή Ασωμάτων φοβηθήκανε σε μεγάλο βαθμό, γι’ αυτό και αποφασίσανε να τον εξοντώσουνε με κάθε τρόπο. Ανέθεσαν λοιπόν σε μια ομάδα Αμπαδιωτών να πάνε στην επαρχία Αμαρίου που η Επανάσταση τότε ευρίσκετο σε ύφεση και, ως μυστική Ζουρίδα, να κατορθώσουν να σκοτώσουν τον Μητροφάνη. Η επιθυμία της εξόντωσης του Μητροφάνη ήτανε μεγάλη γι’ αυτό υποσχεθήκανε μεγάλες αμοιβές στην ομάδα των Αμπαδιωτών εκτελεστών, εφόσον τον σκοτώσουν, του κόψουν το κεφάλι και το πάνε στο Ηράκλειο.
Φθάσανε πράγματι από το Ηράκλειο οι εντολοδόχοι Αμπαδιώτες και κρυφτήκανε κοντά στη Μονή Ασωμάτων σε κατάλληλη θέση όπου είχανε πληροφορίες ότι θα περνούσε ανύποπτος ο Μητροφάνης και θα έπεφτε στην ενέδρα τους. Πράγματι, ο Μητροφάνης πέρασε από το σημείο της ενέδρας και αμέσως δέχτηκε ομοβροντία πυρών από πίσω και έπεσε στους βάτους σε ένα ρυάκι και εξέπνευσε. Επειδή το όπλο που κρατούσε ο Μητροφάνης πήρε τέτοια θέση σαν να σκόπευε γι’ αυτό και διστάζανε για πολλή ώρα να τον πλησιάσουνε φοβούμενοι μήπως ήτανε ζωντανός.
Αφού πέρασε αρκετός χρόνος και πειστήκανε ότι ο Μητροφάνης ήτανε νεκρός πλησιάσανε και του κόψανε την κεφαλή την οποία τοποθετήσανε μέσα σε ένα σάκο (ντορμπά). Στη συνέχεια έτρεξαν και σε σύντομο χρόνο έφτασαν στο χωριό Άγιος Ιωάννης από όπου καταγόταν και συνάντησαν συγκεντρωμένες γυναίκες του χωριού. Αμέσως έβγαλαν την κεφαλή από τον σάκο, την έδειχναν στις γυναίκες και έλεγαν: «Γνωρίζετε κυράδες αυτήν την κεφαλήν;». Μεταξύ των γυναικών που ήταν συγκεντρωμένες ήτανε και η δύστυχη μητέρα του Μητροφάνη, η οποία μόλις είδε την κεφαλή του γιου της την αναγνώρισε και με κραυγές και οδυρμούς απάντησε: «Ποιος, σκύλοι, δεν γνωρίζει την κεφαλήν του παιδιού του; Μα τι θαρρείτε; Πως εσκοτώσατε τον Μητροφάνη θα χαθεί η Χριστιανότης; Όχι, δεν χάνεται».
Στη συνέχεια έφυγαν από τον Άγιο Ιωάννη και μετέφεραν την κεφαλή του Μητροφάνη στο Ηράκλειο όπου οι Τούρκοι έστησαν πανηγύρι για το μέγα γεγονός της εξόντωσης αυτού του θρυλικού παλικαριού.
Τέτοιο μαρτυρικό θάνατο έτυχε ο φημισμένος αυτός ένδοξος αρματωλός και αρχηγός Μητροφάνης ο οποίος, αν και δεν αναφέρεται από τους ιστορικούς, όμως η μνήμη του θα παραμείνει αθάνατη….».
Στον ξεχασμένο καλόγερο καπετάν Μητροφάνη ο κ. Σταύρος Φωτάκης αφιέρωσε και τους παρακάτω στίχους:
- Γροικάτε για τον ήρωα που ’λέγαν’ Μητροφάνη,
γέννημα-θρέμμα τσ’ Αμπαδιάς, απού τον Άη-Γιάννη.
- Ήτον κι αυτός απ’ τσι πολλούς, απού αγωνιστήκαν’,
για λευτεριά και για πρεπειά κι όμως εξεχαστήκαν.
- Είχε χαΐνικη ζωή, σωστός επαναστάτης,
αρματωλός εις την ψυχή, της εποχής αντάρτης.
- Το σκλαβωμένο το λαό δεν άντεχε να βλέπει,
να κάθεται στο σβέρκο ντου, το Τούρκικο μιλέτι.
- Επαναστάτης φλογερός, είχε κατατρομάξει,
τσι Γενιτσάρους τσ’ Αμπαδιάς ελόγιαζε να σφάξει.
- Στο Μαναστήρι κλείστηκε απού ’ναι στσ’ Ασωμάτους
κι εντύθηκενε Μοναχός με κάμποσους νομάτους.
- Απόκειδα ’πολέμανε τα Τούρκικα φουσάτα,
μα με την Επανάσταση επήρεν’ άλλη στράτα.
- Πήρε ντα παλικάρια ντου κι ούλα ντου τα φυσέκια,
πήγε στη Πελοπόννησο κι έριξ’ αστροπελέκια.
- Μέσα στη μάχη του Μωριά ο Μητροφάνης μπήκε
και τον Πασά τον Ιμπραήμ κακός μπελάς τον βρήκε.
- Γύρισε στον Ασώματο, με δόξα και με χάρη,
μα τη ζωή ντου η Τουρκιά ήθελε να του πάρει.
- Ενέδρα του εστέσανε στη Μυστική Ζουρίδα,
τη κεφαλή να κόψουνε είχαν κρυφή ελπίδα.
- Γενίτσαροι της Αμπαδιάς ήσαν εντολοδόχοι,
το Μητροφάνη σκόπευαν στου τουφεκιού τη λόχη.
- Πισώπλατα του ’παίξανε κι έπεσε σ’ ένα ρυάκι,
μα το τουφέκι ντου ορθό ’στάθηκε σ’ έν’ αυλάκι.
- Αφού ’δανε κι από ’δανε πως τον εθανατώσαν’,
εις το ρυακάκι του λαγκού σιγά-σιγά ’σιμώσαν’.
- Τη κεφαλή ντου ’κόψανε και τηνε ντορμπαδιάζουν’,
στον Άη-Γιάννη φτάνουνε κι αρχίξαν’ να φωνιάζουν’.
- Κυράδες, τη γνωρίζετε τη κεφαλήν ετούτη;
εις τσ’ Ασωμάτους έπεσε με μιάς με το μπαρούτι.
- Ποιός, σκύλοι, τον εσκότωσε, το γιό μου Μητροφάνη;
το αίμα ντου η λευτεριά αγίασμα θα κάνει.
- Σκύλοι, θα το πλερώσετε κι η Χριστιανοσύνη,
όσο κι α ντη πληγώνετε η σπίθα τζη δε σβήνει.
- Στον ένδοξο κι αρματωλό, ήρωα Μητροφάνη,
η προτομή ντου να στηθεί, πρέπει στον Άη Γιάννη.
Μεγάλη η δράση της Εκκλησίας και στην Επανάσταση του 1821 και άξιοι κάθε τιμής οι ρασοφόροι που με τη ζωή τους υπερασπίστηκαν το υπέρτατο αγαθό της ελευθερίας.