Σε εποχές που τα ταξίδια ήταν εξαιρετικά επικίνδυνα και επισφαλή, το περιηγητικό κείμενο λειτουργούσε πολλαπλά, τόσο για τον ταξιδιώτη/συγγραφέα, που ενδιαφερόταν να συγκρατήσει και να μεταφέρει μνήμες και εικόνες ενός κόσμου μακρινού, που γνώριζε ότι πολύ δύσκολα θα τον αντίκριζε ξανά, όσο και για τους αναγνώστες/αποδέκτες, που συμμερίζονταν την ταξιδιωτική του εμπειρία νοερά, εφόσον και γι’ αυτούς τα ταξίδια εκείνα τα χρόνια ήταν εγχείρημα ή και όνειρο, πρακτικά, συνήθως, απλησίαστο και όλως ανέφικτο.
Για τον λόγο αυτόν, τα κείμενα των περιηγητών, σε παλιότερες εποχές, έτυχαν ιδιαίτερα μεγάλης προσοχής και σημασίας. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το μυθιστόρημα, με την κλασική του μορφή και δομή, συχνά γίνεται επίπονο και κουραστικό. Αντίθετα, το περιηγητικό χρονικό, πολλές φορές, καθίσταται αφήγηση- με λογοτεχνική χάρη- τόπων, γεγονότων, εικόνων, προσώπων με αποτέλεσμα να έχουμε, τελικά, ένα εξαίσιο στο είδος του πεζογράφημα. Και αυτό, βέβαια, εξαρτάται σε έναν μεγάλο βαθμό και από τις περιγραφικές και λογοτεχνικές ικανότητες τού κάθε περιηγητή.
Παρακολουθούμε, λοιπόν, απλές και σύντομες αναφορές σε συγκεκριμένους τόπους, πλούσιες αρχαιογνωστικές αναλύσεις μνημείων και σημαντικών αρχαιολογικών χώρων ή γλαφυρές περιγραφές των ντόπιων ηθών και εθίμων, που κάνουν τα κείμενα αυτά να προσφέρουν σημαντικά πλούσιο υλικό για τον ιστορικό, τον αρχαιολόγο, τον φυσιοδίφη ή και τον απλό αναγνώστη. Έτσι -σύμφωνα με τα παραπάνω και την προσωπική τού κάθε περιηγητή οπτική γωνία- τα περιηγητικά κείμενα κατατάσσονται σε θεματικές ενότητες που άπτονται τόσο τού φυσικού και δομημένου χώρου, όσο και της αρχαιογνωσίας, της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, των εκφάνσεων τού καθημερινού βίου και πολιτισμού και των τρόπων πολιτικής εξουσίας. Λίγο – πολύ, και όλως σχηματικά, θα λέγαμε ότι συνθέτουν αυτό που συχνά ονομάζουμε «συνολική ιστορία».
Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα υπήρξε κατεξοχήν τόπος έλξης των περιηγητών σε κάθε εποχή, αλλά κυρίως επί Τουρκοκρατίας από το έτος 1500 μέχρι και το 1900. Είναι, περαιτέρω, γνωστό ότι η περιηγητική γραμματεία αποτελεί σημαντική πηγή πληροφοριών, αν και συχνά μονομερή, για τον ελλαδικό χώρο, που από την αρχαιότητα έχει σημαδευτεί με περιηγητές, όπως τον Ηρόδοτο και, στη συνέχεια, και με τους Αρτεμίδωρο, Διόδωρο Σικελιώτη, Μεγασθένη, Παυσανία, Στράβωνα και, αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, τους Επιφάνιο, Στέφανο Βυζάντιο και Ιωάννη Φωκά, ενώ ακόμα πιο αργά- και όσον αφορά ειδικότερα στην Κρήτη- και με τους ευρωπαίους Tournefort, Pococke, Sonnini, Simonelli, Savary, Olivier, R. Pashley, Scott, Sieber μέχρι και τον Βαυαρό Δέφνερ, των αρχών τού 20ου αιώνα.
Σήμερα, ο γνωστός Ρεθεμνιώτης και καλός φίλος Δρ. Αρχαιολόγος κ. Ιωάννης Ηλ. Βολανάκης έρχεται στον χώρο της περιηγητικής γραμματείας με ένα πολύ γνωστό -αλλά από άλλες γλώσσες- περιηγητικό κείμενο, που αφορά στις περιηγητικές εντυπώσεις, τα βιώματα και τις πληροφορίες που μας δίνει, για τον χρόνο διαμονής του στην Κρήτη, ένας νεότερος, της Τουρκοκρατίας, περιηγητής, ο αυστριακός ιατρός Franz W. Sieber.
Οι πληροφορίες τού Sieber ανάγονται ειδικότερα στο έτος 1817, καθ’ όλη τη διάρκεια του οποίου περιηγούνταν ανά την νήσο Κρήτη. Οι αναμνήσεις του δε αυτές, να σημειωθεί, δεν περιορίζονται σε μιαν απλή καταγραφή εντυπώσεων, όπως θα περίμενε κανείς από ένα περιηγητικό κείμενο. Ο Sieber, αντίθετα, κάνει Ιστορία, τονίζει με προσεκτικές και οξυδερκείς παρατηρήσεις του τον στενό δεσμό των Ελλήνων προς τον έξοχο και λαμπρό πολιτισμό των προγόνων τους και εκφράζει γενναία συναισθήματα έναντι κατακτημένων και κατακτητών, έναντι Ελλήνων και Τούρκων. Συχνά, μάλιστα -όπως συμβαίνει και με πολλούς άλλους Ευρωπαίους περιηγητές- αφήνεται να εκφράσει όλο το μίσος από το οποίο διακατέχεται η ψυχή του έναντι των Τούρκων αφεντάδων, φανερώνοντας, ταυτόχρονα, φιλέλληνα συναισθήματα πόνου για την επικρατούσα κατάσταση δουλείας και ξεπεσμού στην Ελλάδα.
Από τη μεριά αυτήν αξίζει να εξάρουμε το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τής Περιηγητικής Γραμματείας, που μας γνωρίζει τις δραστηριότητες και τις συνήθειες, τους νόμους και τους συνεκτικούς δεσμούς των Ελλήνων και των άλλων εθνοτήτων που διαβίωναν στις περιοχές τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, μέσα από τη ματιά που έριχναν στον τόπο και στα στοιχεία ετερότητας οι διάφοροι ξένοι περιηγητές. Μέσα από αυτήν τη ματιά τού άλλου, Ευρωπαίοι καλλιτέχνες, αρχαιοδίφες και διπλωμάτες, έμποροι και συλλέκτες, φυσιοδίφες, συχνά και ιερωμένοι καταθέτουν τις αναζητήσεις τους και τους τρόπους πραγματοποίησης των στόχων τους στις αποστολές τους και στις περιπλανήσεις τους, αποτυπώνοντας τα βιώματά τους και τις παρατηρήσεις τους στα περιηγητικά κείμενά τους, αλλά και τις σκέψεις τους που γεννιούνται από τη θέαση και τη συνάντησή τους με έναν άλλο κόσμο, διαφορετικό από τον δικό τους.
Βλέπουμε, έτσι, τον εν λόγω περιηγητή Sieber να αναφέρεται άλλοτε σε κλιματολογικές, εδαφολογικές, γεωργικές, βιοτεχνικές κ.λπ. πληροφορίες και άλλοτε να προχωρεί βαθύτερα σε εύστοχες ψυχολογικές για τους Κρητικούς παρατηρήσεις, να μελετά τα ήθη και τα έθιμα τού νησιού, τα οποία πλουσίως και επιμελώς φαίνεται να έχει γνωρίσει. μιλά, επίσης, για τους χορούς, τα φαγητά, τους αρραβώνες και τις διασκεδάσεις των Κρητικών (αναφέρεται, μάλιστα, σε αρραβώνα και γάμο στο Ρέθυμνο), ενώ παρακολουθεί και τα τής Εκκλησίας, παραθέτοντας θρησκευτικά έθιμα και λεπτομερείς περί νηστείας πληροφορίες. Έτσι, το παρουσιαζόμενο βιβλίο φαίνεται να έχει την αναφορά του στην Κρήτη συνολικά.
Ξέχωρη σημασία κατά την επίσκεψη του στην Κρήτη προσλαμβάνει και το ενδιαφέρον του και η ενδελεχής έρευνά του περί το φυτικό βασίλειο της Κρήτης και τη Βοτανολογία, οι εύστοχες παρατηρήσεις του οποίου γύρω από τις θεραπευτικές ιδιότητες των διαφόρων φυτών και βοτάνων είναι εξαιρετικά εντυπωσιακές. Περισυλλέγει, λοιπόν, μεγάλες ποσότητες από αυτά τις οποίες και συσκευάζει και παίρνει μαζί του στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Πράγα, προς χρήση στις ιατρικές εφαρμογές του, ενώ σημαντικό αποδεικνύεται και το ενδιαφέρον, τα συναισθήματα και οι σχέσεις που o Sieber, ως ιατρός, ανέπτυσσε με τους αρρώστους που συναντούσε κατά τις περιηγήσεις του ανά τη Μεγαλόνησο, τους οποίους φρόντιζε αδαπάνως ιατρικά, με αποτέλεσμα να υποχρεώσει και να δημιουργήσει γύρω του ένα μεγάλο φιλικό κύκλο.
Ειδικά ενδιαφέρουσα και επίκαιρη κρίνεται και η λεπτομερής του Sieber αναφορά στην επικρατούσα- τον καιρό της επίσκεψής του στην Κρήτη- φοβερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας) και των περιοριστικών μέτρων και προφυλάξεων που και τότε επιβάλλονταν (δεν κάθιζαν στο ίδιο κάθισμα και δεν έδιναν το χέρι σε άνθρωπο που υποπτεύονταν ότι νοσούσε από πανούκλα), πράγματα που ενθυμίζουν αντίστοιχα μέτρα και της δικής μας εποχής κατά της επιδημίας του κορωνοϊού.
Ο Μεταφραστής εκ της θεματολογίας του βιβλίου κινούμενος δράττεται τής ευκαιρίας και προσαρτά στο κείμενο καταπληκτικά υποσελίδια σχόλια, που επεκτείνουν, συμπληρώνουν και νοηματοδοτούν σπουδαία την υπό του περιηγητή παρεχόμενη γνώση, ενώ και αυτή τη μετάφρασή του εκ του Γερμανικού- με την άμεση και ουσιαστική βοήθεια της συζύγου του δρ. Μαρίας Gehlhoff -Βολανάκη– κάνει πολύ πιο κατανοητή με την προσθήκη, συχνά, λέξεων ή και ολόκληρων επεξηγηματικών φράσεων σε παρένθεση.
Για άλλη μια φορά συγχαίρουμε και θερμά ευχαριστούμε τον εκλεκτό και δόκιμο φίλο συγγραφέα δρα Ιωάννη Ηλ. Βολανάκη και του ευχόμαστε να έχει υγεία και δύναμη, για να συνεχίζει τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά του στον χώρο των ρεθεμνιώτικων και όχι μόνο Γραμμάτων, στα οποία τόσο μεγάλη και ουσιαστική είναι η μέχρι σήμερα συμβολή του.
* Ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης είναι φιλόλογος-θεολόγος
http://ret-anadromes.blogspot.com