Όταν δημοσιευθεί η ενότητα με τις συνεντεύξεις που μας είχε παραχωρήσει ο αείμνηστος Γιώργης Αγγελιδάκης, θα έχουν πολλά οι νεότεροι να διδαχθούν. Κυρίως ότι πίσω από κάθε μελανή σελίδα της ιστορίας μας κρύβονται πολιτικά συμφέροντα, λανθασμένες τακτικές, απίστευτες ανοησίες ηγετών, που τεχνηέντως αφέθηκαν να παρασυρθούν από τη λήθη.
Όταν όμως μνημονεύεις το γεγονός, δεν μπορεί να μην αναδειχθεί και η αφορμή. Οπότε είναι θέμα συνείδησης το αιώνιο ανάθεμα στον αίτιο μιας συμφοράς.
Ο τοπικός εμφύλιος, παρά την μικρή του διάρκεια, πρόλαβε να θερίσει ζωές και να ταλαιπωρήσει για χρόνια οικογένειες.
Ένα ακόμα θύμα του, ο σπουδαίος εκείνος εκπαιδευτικός με τη σεμνή αλλά γεμάτη παραγωγική δράση ζωή, ο Γιάννης Ευαγγελίδης,στον οποίο και θα αναφερθούμε σήμερα.
Ο Γιάννης Ευαγγελίδης γεννήθηκε το 1900 στο Βραδέτο, ένα ορεινό χωριουδάκι του Ζαγοριού της Ηπείρου. Τέλειωσε το δημοτικό στο χωριό του και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στα Γιάννενα. Ήταν άριστος μαθητής και είχε σκοπό να υπηρετήσει τον Ιπποκράτη. Θα γινόταν γιατρός για να βοηθά κάθε αναξιοπαθούντα που είχε την ανάγκη του.Ο πατέρας του όμως γρήγορα τον προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα. Δεν είχε χρήματα να βοηθήσει το παιδί του. Ας αναζητούσε ο μικρός άλλο δρόμο για να κάνει κάτι στη ζωή του.
Τι να κάνει κι ο Γιάννης; Αναγκάστηκε να περιοριστεί στο διδασκαλείο στα Γιάννινα και μετά από λαμπρές σπουδές τέλειωσε στα 18 του χρόνια και διορίστηκε δάσκαλος στο Ζαγόρι.
Το 1920 επιστρατεύθηκε για τη Μικρά Ασία. Εκεί πολέμησε δυο χρόνια με το βαθμό του λοχία. Εκτελούσε χρέη τηλεφωνητή στη Μεραρχία Κρήτης. Εκεί γνωρίστηκε και φιλεύτηκε με τον γιατρό Γεώργιο Τσουδερό αποκτώντας τον πρώτο του συνδετικό κρίκο με το Ρέθυμνο. Στα 1925 πέτυχε στην μετεκπαίδευση και φοίτησε για δυο χρόνια στο Πανεπιστήμιο. Στα 1928 πήρε το πτυχίο του με άριστα.
Από κει και μετά αρχίζουν τα δύσκολα για τον Γιάννη, που είχε από παιδί γαλουχηθεί με το νάμα του αγνού ιδεολόγου σοσιαλιστή, όπως ήταν κάποτε αυτή η ιδεολογία πριν την κουρελιάσουν οι σύγχρονοι «σωτήρες».
Αγνός ιδεολόγος-Η αντιστασιακή του δράση
Από τα θρανία του διδασκαλείου ακόμα εισχωρούσε όλο και βαθύτερα στο πνεύμα της προσφοράς στο συνάνθρωπο και στην ανάγκη για κοινωνικούς αγώνες για να σταματήσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Με τον ερχομό του στην Αθήνα προσχώρησε στο Δημοτικισμό. Έγινε μάλιστα μέλος του εκπαιδευτικού Ομίλου του Δημήτρη Γλυνού και ανέπτυξε συνδικαλιστική δράση σαν σύμβουλος και αντιπρόεδρος της διδασκαλικής ομοσπονδίας.
Μετά την μετεκπαίδευση υπηρέτησε ως δάσκαλος στο πρότυπο μονοτάξιο του διδασκαλείου στα Γιάννενα.
Στα 1931 διορίστηκε επιθεωρητής στη Λήμνο. Ενώ είχε μια τόσο σημαντική κοινωνική θέση και θα μπορούσε να απολαμβάνει τη σιγουριά του δημόσιου υπαλλήλου, δεν εννοούσε να προσαρμοστεί στα στενά περιθώρια που του επέβαλαν οι συνθήκες της εποχής. Ήθελε ν’ ανοίγει δρόμους προόδου. Οργάνωσε ετήσια συνέδρια εκπαιδευτικά και με τη βοήθεια άλλων προοδευτικών δασκάλων εφάρμοσε την πρωτοποριακή μέθοδο της «συγκεντρωτικής διδασκαλίας» σ’ ένα εξατάξιο Γυμνάσιο του Κάστρου Λήμνου. Εκείνη την εποχή γνωρίστηκε με τον Ηλία Ηλιού, νεαρό δικηγόρο, οπαδό τότε του Παπαναστασίου.
Η δράση του άρχισε να ενοχλεί το καθεστώς. Και στο δημοψήφισμα του 1935 κρίθηκε «επικίνδυνος για τη Μοναρχία» και εκτοπίστηκε για λίγες μέρες στη Μυτιλήνη.
Το 1937 ένας διορισμός του δίνει μεγάλη χαρά. Θα ερχόταν στο Ρέθυμνο να υπηρετήσει την εκπαίδευση. Γρήγορα όμως κατάλαβε ότι δεν ήταν το περιβάλλον που φανταζόταν. Κι εκείνος βέβαια δεν έπαυε να προκαλεί αρνούμενος να υποταχθεί σε φασιστικές εγκυκλίους. Ήταν πλέον «κόκκινο πανί» για το καθεστώς Μεταξά. Με την κήρυξη του πολέμου, τον Οκτώβριο του 1940 αρχίζει να αρθρογραφεί στον τοπικό τύπο κατά των επιδρομέων. Ήταν από τους πρώτους που οργανώθηκε στο ΕΑΜ κι έγινε μέλος της Ν.Ε. Ρεθύμνης. Ήταν επίσης αιρετός πρόεδρος του Συνεταιρισμού των Δημοσίων Υπαλλήλων Ρεθύμνης.
Η αντιστασιακή του δράση δεν άργησε να γίνει γνωστή. Έτσι τον Δεκέμβρη του 1941 συλλαμβάνεται με πολλούς άλλους πατριώτες και κρατείται προσωρινά σε στρατόπεδο του Ηρακλείου μέχρι να ολοκληρωθούν οι τυπικές διαδικασίες για να σταλεί στο Νταχάου.
Μια μέρα κατάφερε να τον επισκεφθεί μια δασκάλα που είχε συνεργαστεί μαζί του και εκτιμούσε τη δράση του. Εκείνος βρήκε την ευκαιρία να της δώσει κρυφά δυο πυκνογραφημένες σελίδες, που ήταν και η πνευματική του διαθήκη. Την έγραψε στις 21 Ιουνίου 1943, κρυμμένος σε μια λακκούβα του τείχους του Μεγάλου Κάστρου περιμένοντας το αρματαγωγό που θα τον μετέφερε στη Γερμανία. Την απηύθυνε στον επιστήθιο φίλο του και στενό του συνεργάτη Γιώργη Μανούσου Ζανουδάκη.
Όταν η κινητοποίηση σώζει
Τελικά ο Ευαγγελίδης δεν έφυγε,ε χάρις στην κινητοποίηση συναδέλφων του που έκαναν και τους Γερμανούς να σαστίσουν. Πρώτη φορά τους συνέβαινε κάτι σαν κι αυτό από τη μέρα που πάτησαν στο νησί. Δάσκαλοι, δημόσιοι υπάλληλοι, επιθεωρητές Ηρακλείου και Χανίων ακόμα κι ο γενικός επιθεωρητής Κρήτης, πάνω από 250 άτομα συνυπέγραψαν υπόμνημα για να παραμείνει στην Κρήτη ο Ευαγγελίδης. Και τα κατάφεραν.
Ο Ευαγγελίδης, όμως, ήταν στο μεταξύ ερείπιο από τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Οι βαριές αγγαρείες στο στρατόπεδο τον είχαν τσακίσει. Το έλκος του δωδεκαδακτύλου που τον ταλαιπωρούσε επιδεινώθηκε δραματικά. Δεν έλεγε όμως να μείνει αμέτοχος. Κι ας είχε φθάσει ένα βήμα πριν από το θάνατο. Κι ας είχε γλιτώσει τελευταία στιγμή το Νταχάου. Εκείνος επέμενε να αγωνίζεται στην αντίσταση ακόμα κι όταν έπαθε την τρίτη στη σειρά γαστρορραγία.
Στο μεγάλο μπλόκο του 1944 ο Ευαγγελίδης με κίνδυνο να εκτελεστεί επί τόπου αν τον εντοπίζανε κατάφερε να διαφύγει από τη στέγη του σπιτιού του. Βρέθηκε στο Ατσιπόπουλο κοντά στο φίλο του Τζιρίτα, που τον φιλοξένησε με απόλυτη ασφάλεια μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί.
Εξ οικείων τα βέλη
Μετά την απελευθέρωση πήρε ενεργά μέρος στην πολιτική οργάνωση σαν μέλος της Ν.Ε. του ΕΑΜ. Ούτε μια στιγμή όμως δεν κράτησε όπλο. Απέφευγε να οπλοφορεί…
Κι ήρθαν τα φρικτά γεγονότα του Γενάρη του ’45 που χάρις στον Γιώργη Αγγελιδάκη, στον Χρίστο Τζιφάκη, στον Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι και σε μερικούς ακόμα φωτισμένους Ρεθεμνιώτες και από τις δύο πλευρές δεν πήραν μεγαλύτερη έκταση αφαιρώντας περισσότερες ζωές.
Στις 15 Ιανουαρίου ο Ευαγγελίδης παθαίνει και πάλι γαστρορραγία και δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι. Δυο μέρες αργότερα ήρθε το τελεσίγραφο Γύπαρη για παράδοση μέχρι τις 4:00 το απόγευμα της ελάχιστης πια δύναμης του ΕΛΑΣ που υπήρχε στο Ρέθυμνο. Οι άλλοι συνέχιζαν τον αγώνα στα Χανιά. Το τελεσίγραφο απορρίφθηκε και είχαμε τα γνωστά γεγονότα με τον άδικο χαμό 17 παλικαριών. Επειδή ο Ευαγγελίδης δεν μπορούσε να παραδοθεί και να ήθελε, καθώς οι δυνάμεις του τον είχαν προδώσει, μια δύναμη από ΕΟΡΙΤΕΣ περικύκλωσε το σπίτι του κι άρχισαν να βάλουν. Οι σφαίρες περνούσαν ένα μέτρο από το κεφάλι του και χτυπούσαν στον τοίχο. Με κίνδυνο της ζωής του η γυναίκα του, ο γιος του Ερμής και ο πολύτιμος φίλος του Γιώργης Ζανουδάκης, «Κυρηναίος» του μαρτυρίου του, τον μετέφεραν σε ένα ασφαλέστερο δωμάτιο.
Την επομένη μια δύναμη από ΕΟΡΙΤΕΣ μπήκε στο σπίτι σαν να επρόκειτο να αντιμετωπίσει διμοιρία ληστών, για να συλλάβει τον ημιθανή από τα προβλήματα υγείας του Ευαγγελίδη.
Μάταια η γυναίκα του κι ο γιος τους παρακαλούσαν να τον αφήσουν ήσυχο. Έτσι κι αλλιώς βρισκόταν στο κατώφλι του θανάτου. Μάταια όλα. Εκείνοι βρίζοντας τον ταρακουνούσαν ζητώντας να τους παραδώσει τα όπλα που έκρυβε. Τότε εκείνος με τρεμάμενη φωνή τους είπε:
«Παιδιά ούτε να σταθώ μπορώ ούτε πιστόλι δεν έχω. Εδώ είναι σκοτώστε με αν θέλετε». Ενώ οι άλλοι λεηλατούσαν το σπίτι ο επικεφαλής έδωσε ένα τέταρτο της ώρας προθεσμία να του φέρουν χαρτί γιατρού. Είμαι σε δύσκολη θέση να αναφέρω ονόματα επιστημόνων που έδιωξαν κακήν κακώς την άμοιρη γυναίκα που ζητούσε έλεος για τον άνδρα της. Ευτυχώς ο γιος της στάθηκε πιο τυχερός. Βρήκε τον Τσουδερό και πήρε την πολυπόθητη βεβαίωση. Έτσι αναγκάστηκαν να φύγουν οι δήμιοί του αλλά άφησαν φρουρά για να μη …δραπετεύσει ο κρατούμενος.
Ο Γιάννης Ευαγγελίδης όμως είχε φθάσει στο τέλος της ζωής του. Πέθανε στις 18 Ιανουαρίου 1945 στις 4:00 το απόγευμα.
Πιστός του φίλος ο Γιώργης Ζανουδάκης
Από τους αφοσιωμένους φίλους του Ευαγγελίδη, ο σπουδαίος εκείνος δάσκαλος, αγωνιστής και κυρίως ΑΝΘΡΩΠΟΣ ο Γιώργης Ζανουδάκης.
Αναφέρομαι στη μεγάλη μορφή που δέσποζε στην πνευματική και πολιτιστική ζωή της πόλης, με έμπνευση, με ιδέες και αποτελεσματικότητα. Με τόλμη και προσωπικό μόχθο, χωρίς ποτέ να επιδιώξει την προσωπική του προβολή. Παράλληλα, απέδειξε τα αγνά πατριωτικά του αισθήματα σε δύσκολους καιρούς, με κίνδυνο της προσωπικής ελευθερίας και της σωματικής του ακεραιότητας, όταν ο φόβος και η απειλή οδηγούσαν άλλους ευυπόληπτους συμπολίτες να αδρανούν και να υποτάσσονται ή ακόμη και κάποιους να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο δυνάστη.
Ο Γιώργης Ζανουδάκης, ο σπουδαίος εκείνος δάσκαλος, για τον οποίο έχουμε κάνει εκτενείς αναφορές, ήταν ο άνθρωπος που έδινε σημασία στην ουσία. Πνεύμα πρακτικό, λειτουργούσε πάντα με γνώμονα την ανακούφιση του πάσχοντα συνανθρώπου.
Δεν είναι τυχαίο ότι το πρώτο πράγμα που έκανε στην τάξη ήταν να βάζει τους μαθητές να …ξύνουν τα μολύβια. Κι ήταν μεγάλη εκδούλευση αυτή και για το μαθητή και για το γονέα σε μια εποχή που η ξύστρα ήταν μεγάλη πολυτέλεια και απαγορευτική για τη μαθητική κασετίνα.
Στο ίδιο πνεύμα πάντα λειτουργώντας αρχές της δεκαετίας του 1930 εισηγήθηκε τη λειτουργία παιδικών κατασκηνώσεων. Το θέαμα των αδύνατων παιδιών, που υπέφεραν τα περισσότερα από αδενοπάθεια εξαιτίας της στερημένης από απαραίτητες τροφές για την ανάπτυξή του «στοίχειωνε» στη συνείδησή του.
Πρότεινε λοιπόν να εξασφαλιστούν κάποια χρήματα με κάθε τρόπο και να λειτουργήσουν παιδικές κατασκηνώσεις.
Κάθε αρχή και δύσκολη και ομολογουμένως δεν βρήκε άμεση ανταπόκριση ο σπουδαίος εκπαιδευτικός. Ο επιμένων όμως νικά και ο Ζανουδάκης μπόρεσε να εκπληρώσει το μεγάλο του όνειρο χάρις στη στήριξη δυο επίσης εξαίρετων συναδέλφων του, της Ευαγγελίας Δροσάκη και του Γιώργου Δαφέρμου.
Ο ίδιος είναι από τους πρώτους που ενστερνίστηκαν την ιδέα ίδρυσης Αθλητικού Σωματείου ήταν οι Μανούσος Χατζηγρηγόρης, Νίκος Κατσιράκης, Μάνος Μανουράς, Πάνος Δρούλιας, Ι. Σιγανός, Γεώργιος Δάβης και Νίκος Αθανασιάδης. Αυτοί αποτέλεσαν και τα ιδρυτικά μέλη τού συσταθέντος κατά τις αρχές τού έτους 1927 Αθλητικού Ομίλου Ρεθύμνου (Α.Ο.Ρ.). Διετέλεσε μάλιστα και μέλος του πρώτου Διοικητικού Συμβουλίου.
Μια θαυμάσια παρουσίαση είχε κάνει σε προηγούμενο αφιέρωμά μας ο εκλεκτός συνάδελφος, Κώστας Τσουράκης, όταν ζήτησα να μας μιλήσει για το δάσκαλό του που πρωτογνώρισε μόλις απελευθερώθηκε ο τόπος από τη γερμανική κατοχή, στη γειτονιά του, στην οδό Β. Κορνάρου. Δυο πόρτες πιο πέρα από το σπίτι του ήταν το γραφείο της Επιθεώρησης Δημοτικής Εκπαίδευσης, όπου είχε εγκατασταθεί ο Δάσκαλος ως αναπληρωτής Επιθεωρητής.
«Ο Γιώργης Ζανουδάκης, είχε υπάρξει δάσκαλος και του πατέρα μου. Και στα πρόσφατα συγκλονιστικά χρόνια της ναζιστικής κατοχής είχαν συμπορευθεί στις γραμμές της οργανωμένης εαμικής εθνικής αντίστασης.
Την επόμενη σχολική χρονιά τον είχα κι εγώ δάσκαλο στο 1ο Δημοτικό Σχολείο, στο ιστορικό «Τούρκικο σχολείο». Όπως ήταν φυσικό, το καταχάρηκα. Φάνηκε ότι το χάρηκε κι εκείνος. Με καλούσε συχνά τα απογεύματα στο σπίτι του, στη λεωφόρο Κουντουριώτη, όπου κυριαρχούσε η σεμνότητα και η αξιοπρέπεια της συζύγου του και της κόρης τους.
Στη σχολική αίθουσα το μάθημα του Γιώργη Ζανουδάκη άρχιζε με το… ξύσιμο των μολυβιών! Μόλις είχαμε βγει από το έρεβος και τη φτώχεια της κατοχής, για πολλούς μαθητές η ξύστρα ήταν απλησίαστη πολυτέλεια και η αντικατάσταση των μολυβιών ήταν κι αυτή δύσκολη. Γι’ αυτό δεν έπρεπε να εξαντλούνται γρήγορα με αδέξιο ξύσιμο από εμάς τους μαθητές ή τους γονείς μας.
Μόλις μπαίναμε στην αίθουσα, τοποθετούσαμε τα άξυστα μολύβια πάνω στην έδρα. Έμπαινε ο δάσκαλος, έβγαζε από την τσέπη του ένα καλοακονισμένο σουγιά, άρχιζε να ξύνει τα μολύβια και ταυτόχρονα να διαλέγεται μαζί μας. Το μάθημά του εν πολλοίς ήταν διάλογος. Το σύστημά του, όπως το αντιλαμβάνομαι εκ των υστέρων, εδραζόταν στη δεκτικότητα του μαθητή. Δίδασκε με τρόπο που να μη μας αιφνιδιάζει. Με την απλότητα της διατύπωσης, με την επιλογή των λέξεων και με τα παραδείγματα, «ακουμπούσε» τα θέματα σε προσλαμβάνουσες που ήταν λογικό να έχουμε, τα μπόλιαζε με εικόνες που ήταν βέβαιο ότι μας ήταν οικείες. Οι ερωτήσεις του διευκόλυναν την απάντηση του μαθητή, δεν ήταν σε απόσταση από εκείνα που γνωρίζαμε και με τη βοήθειά του κατανοούσαμε τις καινούριες έννοιες που ήθελε να εισαγάγει.
Μετά ήλθε η θύελλα, που δεν ήταν ξαφνική μπόρα. Τα σύννεφα -και οι βροντές- είχαν ήδη πυκνώσει πριν καλά καλά συνειδητοποιήσουμε την απελευθέρωση.
Μια μέρα, τα μολύβια έμειναν άξυστα πάνω στην έδρα, το μάθημα δεν έγινε, επιστρέψαμε στα σπίτια μας, χωρίς εργασία για το σπίτι. Περιέργως, δεν φάνηκε να το χαιρόμαστε σαν αναπάντεχο λαχείο. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, εξαιτίας, ίσως, και της απόλυτης σιωπής των αρμοδίων για την απουσία του Δασκάλου. Προφανώς, είχαν όλοι αιφνιδιαστεί. Ίσως όχι όλοι.
Τα νέα στην πόλη είχαν ήδη κυκλοφορήσει. Άλλωστε, τα γεγονότα διεξήχθησαν εν πληθούση αγορά. Τον Δάσκαλο είχαν συλλάβει παρακρατικά καθάρματα και τον είχαν οδηγήσει, δερόμενο εν μέση οδώ, στη φυλακή, όπου τον παρέδωσαν στο επίσημο κράτος! Το οποίο τον παρέλαβε και τον φυλάκισε!
Η πληγή ήταν βαθιά για την παιδική ψυχή μου και μπορώ να πω ότι και σήμερα ακόμη, στην ένατη δεκαετία της ζωής μου, δεν έχει κλείσει…
Μετά από αρκετές μέρες, ο Δάσκαλος εμφανίστηκε πάλι στην τάξη. Εμφανώς αδυνατισμένος και ταλαιπωρημένος. Του έλειπαν και μερικά δόντια… Αλλά το ύφος του απέπνεε, όπως πάντα, λεβεντιά και αξιοπρέπεια. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτε.
Τον Δάσκαλο τον έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα, καθώς εργαζόμουν, άμισθος, σ’ ένα μανάβικο που ήταν πολύ κοντά στο χαρτοπωλείο που είχε ανοίξει στην οδό Τομπάζη. Όταν αργότερα εργαζόμουν, αμειβόμενος, σ’ ένα καφενείο στη λεωφόρο Κουντουριώτη, πολύ κοντά στο σπίτι του, έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα τον Δάσκαλο και την οικογένειά του. Αυτό κράτησε μέχρι το φθινόπωρο του 1950, που -μετά την αποφυλάκιση της μητέρας μου- μεταναστεύσαμε οικογενειακώς στον Πειραιά.
Έκτοτε δεν ξανασυναντηθήκαμε. Από τη μνήμη μου, όμως, δεν έφυγε ποτέ ο Δάσκαλος…».
Κι όμως, αυτός ο εκπαιδευτικός που είχε δώσει τα πάντα στην εκπαίδευση και έφερε τους μαθητές του πολύ κοντά στην αγάπη για τη γνώση κρίθηκε από το καθεστώς «επικίνδυνος». Και με Βασιλικό Διάταγμα για την εξυγίανση της δημόσιας υπηρεσίας βρέθηκε στο δρόμο.
Αυτός ο αγνός ιδεολόγος θαύμαζε απεριόριστα τον Ευαγγελίδη και στις δύσκολες στιγμές του στάθηκε με παλικαριά στο πλάι του. Μέχρι που του έκλεισε τα μάτια.
Ενώ όμως ξεκίνησε τις διαδικασίες για την κηδεία βρέθηκε περικυκλωμένος για να συλληφθεί.
«Αφήστε με, τους είπε, να θάψω τον Ευαγγελίδη και με πιάνετε αύριο…».
«Να τον θάψει η γυναίκα του» ήταν η απάντηση που πήρε.
Τελικά τον άφησαν ελεύθερο για να τον συλλάβουν την επομένη μόλις βγήκε από την εκκλησία που γινόταν η κηδεία του φίλου του.
Τρεις μέρες μετά η γυναίκα του Ευαγγελίδη παρουσιάστηκε στην ανωτέρα αρχή και ζήτησε τα έγγραφα για να διεκδικήσει μια σύνταξη.
«Α η χήρα του Ευαγγελίδη που πέθανε προχθές τη ρώτησε ο διοικητής; Καλύτερα που πέθανε μόνος του παρά να τον σκοτώναμε εμείς…».
Αυτή ήταν η ιστορία του Γιάννη Ευαγγελίδη. Από αυτές που κάνουν τη σύγχρονη ιστορία να κοκκινίζει από ντροπή…
Πηγές:
Νίκου Περακάκη «Ήρωες και Μάρτυρες».
Νίκου Περακάκη: «Δροσουλίτες».
Μαρτυρίες: Κώστα Τσουράκη, Νίκης Ευαγγελίδη – Σκουρογιάννη