Πόσο δίκιο είχε ο αξέχαστος Κρητολόγος Γιώργης Εκκεκάκης, όταν έλεγε πως η ιστορική έρευνα δεν θα έχει ποτέ ημερομηνία λήξης. Το διαπιστώσαμε και πρόσφατα, όταν αρχειοθετώντας, κατά δεκαετίες, όσα στοιχεία υπάρχουν γύρω από το Ρεθεμνιώτικο Καρναβάλι και την πορεία του στον χρόνο, εντοπίσαμε ακόμα μια πηγή άγνωστη ως σήμερα.
Πρόκειται για την εφημερίδα «Πολιτεία» του Νικολάου Ανδρουλιδάκη που κυκλοφόρησε το 1949.
Εκεί στο φύλλο της 14ης Μαρτίου 1949, ο εκδότης που διακρινόταν για τα ρεπορτάζ του (για τους πρόσφυγες το 1922 – για τη ζωή σε ναζιστικό στρατόπεδο όπως τη βίωσε και ο ίδιος για δυο χρόνια – και ένα καταπληκτικό για τις φυλακές Ρεθύμνου, ανεκτίμητης ιστορικής αξίας) δημοσιεύει μια συνέντευξη με δυο από τους πρώτους καρναβαλιστές που ήταν ο Νικόλαος Αστρινός και ο Γεώργιος Λουκάκης.
Το δημοσίευμα αυτό εκτός των άλλων , επιβεβαιώνει την πληροφορία, που δεν έχει επαρκώς τεκμηριωθεί, για την υπογραφή του αξέχαστου δασκάλου Γιώργη Ζανουδάκη στις πρώτες εκείνες προσφωνήσεις και αντιφωνήσεις του Καρνάβαλου Αναφέρεται επίσης και στο τελευταίο «αποκριάτικο»έτος που ήταν το 1927 Και μας απαντά στην απορία γιατί δεν υπάρχει καμιά περιγραφή, έκτοτε, στην τοπικό τύπο καρναβαλικής διοργάνωσης μέχρι που παίρνει τη σκυτάλη η Περιηγητική Λέσχη πολλά χρόνια αργότερα Ενδιαφέρον και ό,τι αναφέρεται γύρω από το Καρναβάλι του 1902!
Το σημαντικό αυτό δημοσίευμα έχει ως εξής :
«Το 1927 ήτο το τελευταίον «αποκρηάτικον» έτος του Ρεθύμνου. Καρνάβαλος ο κ. Θ. Γρηγοριάδης. Ποιητής ο κ. Γ. Ζανουδάκις.
Ήτο μίας καλή αντιγραφή αυτού που εγίνετο άλλοτε, κυρίως κατά την εποχήν των Ρώσσων και ολίγον μετά ταύτα, μέχρι του 1909.
ΚΑΡΝΑΒΑΛΙ 1902
Το Καρναβάλι όμως του 1902 δεν έχει το προηγούμενόν του.
Ο Φιλεκπαιδευτικός σύλλογος υπό τον μακαρίτην Κωνσταντίνον Πετυχάκιν, πρόξενον της Ιταλίας, ήτο ο εμπνευστής της αλησμονήτου εκείνης εορτής την οποίαν και την φοράν αυτήν όπως κάθε χρόνο, ωργάνωσε ο ερασιτεχνικός Όμιλος.
Η επιτροπή κατά τας απόκρεω του 1902, παρηκολούθησε εκ της οικίας του κ. Γ. Χαμαράκι την παρέλασιν.
Από ενωρίς είχον καταληφθεί τα μπαλκόνια της οδού, τα παράθυρα, ως και αι στέγαι. Οι νέοι, μασκαρεμένοι οι περισσότεροι διέτρεχον την οδόν, με τραγούδια και φωνάς, σκορπίζοντας την ευθυμίαν. Βαρελότα δεν ερρίπτοντο κατά την ημέραν της εορτής, αλλά μόνον μικρά κουφέτα, ροβίθια -ή φασόλες- βολαί επικίνδυνοι διά τινάς πτωχούς συμπολίτας που ελάμβανον μέρος εις τον Καρνάβαλον με μόνην περιβολήν το αδαμικόν φύλλον συκής, ζητούντες με αυτό να παραστήσουν την πτωχείαν των και να κινήσουν τον οίκτον της Ελλανοδίκου Επιτροπής διά μερικάς… πενταροδεκάρας!… Η πρόγκα ήτο εις την ημερησίαν διάταξιν αλλά με επιφωνήματα, ιαχάς και γέλωτας, μόνον, καίτοι ο κόσμος ήτο μεθυσμένος, από την χαρά της εορτής και την φλόγα του οίνου. Σερπαντίνες πολύχρωμοι ερρίπτοντο μεταξύ των παραθύρων της οδού και από ενωρίς ολόκληρος η κεντρική οδός είχε γίνει μια φαντασμαγορική Γέφυρα. Δρόμος και άνθρωποι είχον γεμίσει από χαρτοπόλεμον ριπτόμενον με τις φούχτες.
Τον Καρνάβαλον προσεφώνησεν ο μακαρίτης (Ιωάν. Καλομενόπουλος, η ψυχή του Ερασιτεχνικού ομίλου) ειπών μεταξύ άλλων και ότι «μασκαρεμένοι και μη οι Ρεθεμιώτες καταγόμεθα από του Σήφη το στιβάνι και της Μαριώς το τσεμπέρι». Διά τους συμπολίτας της εποχής εκείνης το αστείον κατανεοήθη και κατεχειροκροτήθη.
Το πρώτον βραβείον εδόθη εις τον Χαραλάμπη ως γαμβρόν; Τα προικιά. Αισχρόν ιδείν, είχον φορτωθή εις 15 γαϊδουράκια τα οποία μετείχον εις την πομπήν, ερεθισθέντα δε υπό του πλήθους δι’ αγρίας πρόγκας, φασολών και ξύλου ήρχισαν να ογκανίζουν εις την διαπασών, χειροκροτηθέντα αγρίως και μπιζαρισθέντα!…
Διά τους μη γνωρίζοντας την προσωπικότητα του Χαραλάμπη, υπενθυμίζομεν την λαϊκήν προς «Χαράλαμπον» παραίνεσιν.
Έλα βρε Χαραλάμπη
να σε παντρέψωμε
να φάμε και να πιούμε
και να χωρέψωμε.
Δημιουργός της συνθέσεως ήτο ο μακαρίτης Κώστας Κούνουπας, ο αξέχαστος Ρεθεμιώτης Καλλιτέχνης.
Το 2ον βραβείον εδόθη εις μίαν απλήν αλλ’ ωραίαν και επίκαιρην σύνθεσιν του επίσης μακαριστού δικηγόρου Νικόλαου Κορωνάκη.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχεν εκδόσει μόλις προ μικρού (7 Δεκεμβρίου) τον Κήρυκα εφημερίδα αντιπριγκιππικήν Η έκδοσις του Κήρυκος με την ρωμαλέαν αρθρογραφία του Βενιζέλου είχε κατασυγκινήσει τους ενθουσιώδεις οπαδούς του.
Η βραβευθείσα σύνθεσις ήτο ένα φανάρι αναμμένο σε φόντο μέλαν όπου εδιαβάζοντο λευκά τα γράμματα «Και εγένετο φως» Η «σύνθεσις» εχαρακτηριζε την έκδοσιν του «Κήρυκος» ως φως εν σκότει (ο ήλιος εις την σκοτεινήν νύκτα της Αρμοστείας).
Ως τρίτον βραβείον εβραβεύθη η «Τρύπα του Νιζάμη» …».
Τόσο ο Αστρινός όσο και ο Λουκάκης ήταν από τα πιο σημαντικά πρόσωπα που θα μπορούσαν να δώσουν αξιόπιστες πληροφορίες για τα πρώτα εκείνα Καρναβάλια Ιδιαίτερα ο Νικόλαος Αστρινός ο περίφημος «Χασές» που αναφέρει ο βάρδος του Ρεθύμνου Γεώργιος Καλομενόπουλος στην ποίησή του:
Χρόνια παλιά. Καιρούς μακριά,
τη ρεθεμνιώτικη Αποκριά
με κέφι πάντα άκρατο
στην πόλη μας τη σκάρωνε
και τέλεια… τη μασκάρωνε
ένα άξιο «Κομιτάτο».
«Χασές», Καούνης, Γοβατζής,
Τίτος Ζακάκης, Δερμιτζής,
Καφάτος, Πενθερούδης,
ο Μανουσάκης κι ο Άστρινός,
Καλομενόπουλος Γιαννιός,
Κούνουπας και Σκουλούδης.
Εις του Σωτήρχο, επιτροπή,
στέκονταν όλοι χαρωποί
να δώσουν τα βραβεία.
O Νίκος Αστρινός
Για τον Νικόλαο Αστρινό, που ήταν από τους επιστήθιους φίλους του πατέρα του ο αείμνηστος Λεωνίδας Καούνης, είχε πάνω από όλα να θυμηθεί την έντονη παρουσία του Ρεθεμνιώτη αυτού στα γλέντια της παρέας.
Σ’ αυτόν κάνει ιδιαίτερο αφιέρωμα ο επίσης αξέχαστος Θεμιστοκλής Βαλαρής, στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Ήταν χαρισματικός άνθρωπος το Νικόλαος Αστρινός. Λάτρευε την τέχνη, αλλά εκείνη των υψηλών απαιτήσεων.
Ο Νίκος Αστρινός ήταν ένας ξεχωριστός τύπος, που είχε δημιουργήσει μόνος τους την οντότητά του. Βέβαια τέτοιοι τύποι, δεν ήσαν σπάνιοι στο παλιό αρχοντικό Ρεθυμνάκι, την πολυτραγούδιστη αυτή Εστία των Γραμμάτων.
Ο Νίκος Αστρινός είναι ο άνθρωπος που έχει δεθεί με το σπίτι, με τη φιλία, με τις ευγενικότερες ανατάσεις του πνεύματος και της σαρκός, όσο με την ημέρα του φωτός η εντύπωσις. Ένα μικρό παράδειγμα: «Ένας θίασος οπερέτας, του είναι σταθερά ανεπιθύμητος, όχι βέβαια από έλλειψη ζωικού ενδιαφέροντος αλλά περισσότερο από την εντύπωση ότι ένα ελαφρό θέατρο δεν μπορεί να κρατήσει την Τέχνη στην περιωπή που δύναται να την ψηλώσει ένα θέατρο πρόζας…».
Εδώ αναδεικνύεται το πάθος του Αστρινού για το θέατρο. Είναι μάλιστα όπως διαβάζουμε παρακάτω από τους στυλοβάτες του ερασιτεχνικού θεάτρου που άρχισε να ανθίζει το 1888.
Ο Νίκος Αστρινός που ήταν και προικισμένος από τη φύση με αρρενωπή ομορφιά, αναλάμβανε με τον Πέτρο Μανουσάκη τους γυναικείους ρόλους σε παραστάσεις, καθώς ήταν αδιανόητο για μια κοπέλα της εποχής να υποδυθεί κάποιο ρόλο στη σκηνή. Ο Αστρινός λοιπόν διηύθυνε όπως διαβάζουμε την ομάδα. Λειτουργούσαν σαν ένας άνθρωπος αυτοί οι λάτρεις της τέχνης. Ήταν μια διέξοδος το θέατρο για να ξεφεύγουν έστω για λίγο από την εφιαλτική πραγματικότητα.
Ο Αστρινός νοιώθοντας να ασφυκτιά στο Ρέθυμνο βρίσκεται στην Αθήνα το διάστημα 1896 και 1897.
Εκεί γίνεται διευθυντής της περίφημης «Αττικής Ίριδας» περιοδικού φιλολογικού, που θεωρείτο το καλύτερο της εποχής του ιδιοκτήτης ήταν ο ξάδελφος του Αστρινού Χρίστος Κονταξάκης.
Εκείνο το διάστημα, ο Αστρινός, γνωρίστηκε με όλους τους Αθηναίους λόγιους, τον Στέφανο Μαρτζώκη, τον Χρίστο Βαρλέντη, τον Σουρή, τον Αννινο. Και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης σαν ένας νέος διανοούμενος «πλήρης ελπίδων». Στην ευαίσθητη όμως ψυχή του Αστρινού αντιλάλησε πάντα γλυκύτερα και σαφέστερα ο αισθηματικός Πολέμης παρά ο φιλόσοφος Παλαμάς.
Ο Νίκος Αστρινός άφησε τη σφραγίδα της προσωπικότητάς τους όπου κι αν πέρασε.
Επιστρέφοντας στο Ρέθυμνο συνέχισε με τη δημοσιογραφία αυτή τη φορά συνεργάστηκε με τον Μενέλαο Παπαδάκη στην έκδοση της εφημερίδας «Ένωση». Ήταν από τις καλύτερες πολιτικές εφημερίδες που γνώρισε το Ρέθυμνο.
Ανήσυχο πνεύμα ο Αστρινός ασχολήθηκε και με τη Πολιτική ως ιδιαίτερος γραμματεύς του Μίνου Πετυχάκη εκπροσώπου του φιλελευθέρου κόμματος στην ανήσυχη εποχή των Θερισιανών.
Αργότερα διορίστηκε στο δημόσιο και εργάστηκε στα δικαστήρια.
Για έναν τύπο όπως αυτός ήταν σίγουρα δοκιμασία να είναι «εγκλωβισμένος» σε ένα γραφείο με καθήκοντα ρουτίνας.
Εκείνος όμως ήξερε να δίνει χρώμα και στην πιο άχαρη ασχολία που τον υποχρέωνε η ζωή να ακολουθήσει. Έτσι διακρίθηκε και στη θέση αυτή με τη συνέπεια και το ήθος του.
Για τον Γεώργιο Λουκάκη γνωρίζουμε από τον Γεώργιο Εκκεκάκη (Ρεθεμνιώτες που πέρασαν αφήνοντας ίχνη) ότι ήταν συμβολαιογράφος στο Ρέθυμνο με καταγωγή από τον Πρινέ Ρεθύμνου και σπούδασε από κληροδότημα του Μάρκου Καλούδη. Υπήρξε μέλος του Σκοπευτικού συλλόγου Ρεθύμνης. Περισσότερα αναφέρει ο Νίκος Αλ. Κοκονάς, αρχείο Χρήστου Τζιφάκη, Αθήνα 1986 σ. 60.
Κι ένας ακόμα σημαντικός καρναβαλιστής
Δεν ήταν αστός, δεν ήταν σπουδαίος αλλά ο Μιχάλης Ψιλλάκης, ο περίφημος «Πεντεφούντης» ήταν από τους σημαντικότερους καρναβαλιστές εκείνου του παλιού καιρού Ο Πεντεφούντης κυριολεκτικά «ξεσάλωνε» στη διάρκεια της Αποκριάς, αδιαφορώντας παντελώς για την προσβολή της δημοσίας αιδούς.
Μας αναφέρει γι’ αυτόν στην περίφημη ποίησή του ο Καλομενόπουλος.
Πεντεφούντης – παρατσούκλι. Το βαφτιστικό Μιχάληςμπέκρακας από τους λίγους και μπελάς απ’ τους μπελάδες
πουλητής εφημερίδων και διάσημος τελάλης
αναστάτωνε σοκάκια, δρόμους, κέντρα, μαχαλάδες.
Άρασε εις τις ταβέρνες σαν το βόδι στο γρασίδι
κι από το πρωί ως το βράδυ ήταν τύφλα στο μεθύσι
Κάθε Απόκριες γδυνόταν και γινότανε τσιτσίδι
τον Αδάμ του Παραδείσου θέλοντας να παραστήσει.
Για τον πρωτοπόρο αυτό πλακατζή των άκρων μας δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες ο Κώστας Μαμαλάκης στη σειρά των αφηγημάτων του « Η πόλη που δεν σβήνει» (Κρητική Επιθεώρηση Αύγουστος Σεπτέμβριος 1966).
Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Παντεφούντης».
Ανήκε στη συμπαθή κατηγορία των τελάληδων όπως μας πληροφορεί επίσης ο βάρδος του Ρεθύμνου Γ. Καλομενόπουλος.
«Καπαιδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά»
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός:
«Μπουμ η λίρα».
Και αθέμιτο ανταγωνισμό
Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και τη χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και …αθέμιτο ανταγωνισμό αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Στη διαφήμιση των πλοίων κυριολεκτικά δεν πιανότανε. Έβαζε τα δυνατά του και αλώνιζε επανειλημμένα και ευσυνείδητα τους κεντρικούς δρόμους.
«Το ταχύπλουν και ηλεκτροφώτιστον θαλαμηγόν ατμόπλοιον «Κανάρης», αναχωρεί».
Όταν διαλαλούσε εκείνο το «Παραααααάρτημα»με την αγριοφωνάρα του κοψοχόλιαζε επί το πλείστον τους Ρεθεμνιώτες που περίμεναν με αγωνία τη βόμβα της είδησης που θα μπορούσε να περικλείει.
Όταν ήταν νηφάλιος, γιατί εθεωρείτο από τα πολύ γερά ποτήρια του Ρεθύμνου, ήταν Βενιζελικός για τους Βενιζελικούς και ουδέτερος για τους αντιβενιζελικούς.
Αλά όταν τάχε κοπανήσει γερά-Βενιζελικός το φρόνημα άρχιζε να τραγουδά με φωνάρα βραχνή και στεντόρεια «Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας…».
Σαν να μην έφτανε αυτό πήγαινε να κάνει κόντρα με τους αντιβενιζελικούς τραγουδώντας και πετώντας στο τέλος το απαραίτητο « Μπουμ η λίρα».
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης.
Πως του κόλλησαν αυτό το παρατσούκλι;
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Ένας άκακος άνθρωπος
Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος δεν θύμωνε δεν αγρίευε είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Είχε κι άλλη περίεργη πλευρά ο Πεντεφούντης.
Μια φορά τον χρόνο ανήμερα το Πάσχα έβαζε το μοναδικό του τριμμένο κοστούμι, έπαιρνε τη γυναίκα του και τα δυο του παιδιά και σοβαρός σοβαρός ακουμπούσε όλα τα φιλοδωρήματα που είχε μαζέψει τις άγιες μέρες στον αμαξά που είχε την καλύτερη άμαξα για μια βόλτα μέχρι τον Πλατανιά.
Και τι περίεργο ….Κανένας δεν τολμούσε τότε να τον κοροιδέψει. Για μια φορά το χρόνο ήταν ένας αξιοσέβαστος οικογενειάρχης….Κι όμως έφτασε και στο έσχατο σημείο εξευτελισμού για ένα τσουβάλι αλεύρι που θα έδινε για καιρό ψωμί στην οικογένεια….
Μια απάνθρωπη πλάκα
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει – κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας – και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στον δρόμο – εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή ….
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ιντα εντεψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον ε πάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ΄ξυσε τη φαλάκρα του.
– Έντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας πουνε ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
-Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
– Να’ το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Και το αφιέρωμά μας στις παλιές Ρεθεμνιώτικες Απόκριες συνεχίζεται.