Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται αύξηση των αναπτυξιακών διαταραχών στα παιδιά. Διαταραχές με διάφορες διαβαθμίσεις που μπορούν να εκδηλώνονται με υπερκινητικότητα, ελλειμματική προσοχή ή συγκέντρωση, μέχρι και διαταραχές που βρίσκονται στο φάσμα του αυτισμού και φτάνουν μέχρι τη νοητική στέρηση.
Η διασφάλιση της υγιούς βιολογικής, διανοητικής και ψυχικής ανάπτυξης των παιδιών πρώτης σχολικής και προσχολικής ηλικίας, μέσα από την πρόληψη και την έγκαιρη διάγνωση, αποτέλεσε το επίκεντρο της Διεπιστημονικής Ημερίδας, που συνδιοργάνωσαν το περασμένο Σάββατο η Παγκρήτια Παιδιατρική Εταιρεία και η Κοινωνική Υπηρεσία Δήμου Ρεθύμνης, με θέμα: «Πρώιμη Παρέμβαση για Παιδιά Πρώτης Παιδικής και Προσχολικής Ηλικίας – Διεπιστημονικότητα και βέλτιστες πρακτικές».
Το ενδιαφέρον του κόσμου ήταν μεγάλο, αφού πραγματοποιήθηκαν 250 εγγραφές (δόθηκαν βεβαιώσεις παρακολούθησης) σε μια αίθουσα (Σπίτι του Πολιτισμού) των 150 θέσεων.
Στη διάρκεια της ημερίδας που πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του Ιατρικού Συλλόγου Ρεθύμνου, οι επιστήμονες τόνισαν την ανάγκη όλοι οι γονείς και οι γιατροί να βρίσκονται σε εγρήγορση, ώστε πολύ έγκαιρα να μπορούν να αντιλαμβάνονται τα σημάδια των παιδιών τους και ακολούθως επισημάνθηκε η διεπιστημονική προσέγγιση ζητημάτων που αφορούν στις αναπτυξιακές διαταραχές.
Απαιτούνται οργανωμένες δομές με εξειδικευμένο προσωπικό
Οι αναπτυξιακές διαταραχές των παιδιών ποικίλλουν και έχουν διαφορετικές διαβαθμίσεις διευκρινίζει η πρόεδρος της Παγκρήτιας Παιδιατρικής Εταιρίας διευθύντρια Ε.Σ.Υ. στην παιδιατρική του ΠΑΓΝΗ, γενετίστρια, Ελευθερία Παπαδοπούλου επισημαίνοντας ότι τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια αύξηση των περιστατικών. Σίγουρα, όπως προσθέτει, πλέον οι γονείς είναι ευαισθητοποιούμενοι και αναζητούν την επιστημονική βοήθεια και το προσωπικό εκείνο που μπορεί να βοηθήσει τα παιδιά τους. Όμως αυτό που λείπει από τη χώρα μας, όπως προσθέτει, είναι η οργάνωση. Δομές επαρκώς στελεχωμένες, οι οποίες θα μπορούν να καθοδηγήσουν τις οικογένειες για τα βήματα που πρέπει να ακολουθούν για να στηρίξουν τα παιδιά τους και εκεί απαιτείται η συστηματική παρέμβαση της πολιτείας.
Σε σχετικές δηλώσεις της η κυρία Παπαδοπούλου, τόνισε: «το πρώτο που παρατηρούμε εμείς είναι ότι ολοένα και περισσότερο διαγιγνώσκονται και προσέρχονται σε εμάς γονείς παιδιών που παρουσιάζουν αναπτυξιακά προβλήματα -τα οποία βέβαια έχουν διάφορες διαβαθμίσεις- από τις πολύ σοβαρές αναπτυξιακές διαταραχές που έχουν να κάνουν με βαρύ αυτισμό, νοητική στέρηση μέχρι πιο ήπιες διαταραχές που έχουν να κάνουν με ελαττωματική προσοχή, υπερκινητικότητα ή γενικότερα παιδιά που παρουσιάζουν μαθησιακές δυσκολίες στο σχολείο, γενικότερα προβλήματα ένταξης στο κοινωνικό σύνολο και την εκπαιδευτική διαδικασία. Επομένως δεν είναι όλα της περιστατικά ίδια βαρύτητας» διευκρίνισε και πρόσθεσε ότι: «Το σίγουρο είναι, όμως, ότι ακριβώς επειδή σήμερα γνωρίζουμε περισσότερα πράγματα σε σχέση με την ψυχοκινητική ανάπτυξη του παιδιού, όλο και περισσότερες γνώσεις έρχονται σε εμάς. Οι γονείς τώρα είναι ακόμα πιο ευαισθητοποιημένοι, όπως και οι εκπαιδευτικοί, στο να ανιχνεύονται αυτές οι δυσκολίες. Έρχονται στο προσκήνιο όλο και περισσότερο οικογένειες που ζητούν τη βοήθειά μας, τη διάγνωσή μας σε πρώτο επίπεδο και από κει και πέρα εμείς καλούμαστε να βάλουμε ένα πλάνο. Μας λείπουν αρκετοί κρίκοι στην αλυσίδα αυτή και δυστυχώς βιώνουμε πολλές φορές οικογένειες ολόκληρες να τραβούν μία ολόκληρη …Οδύσσεια, να δαπανούν πάρα πολλά λεφτά, χωρίς τελικά να βρίσκουν μία απάντηση και να βοηθούνται πραγματικά. Για εμάς το πρώτο και βασικό είναι ότι δεν υπάρχει δυστυχώς ένα πλαίσιο, μία οργανωμένη δομή, όπου όλοι εμείς οι επιστήμονες (ο παιδίατρος, ο εκπαιδευτικός, ο λογοθεραπευτής, ο φυσιοθεραπευτής, ο ψυχολόγος και ο σχολικός ψυχολόγος) να μπούμε σε μία ομάδα, σε ένα πλαίσιο, σε μία ιεράρχηση, όπου μέσα στο υπάρχον σύστημα (ιατρικό, εκπαιδευτικό) να ξέρει ο γονιός πού να απευθυνθεί και να προσανατολιστεί. Μας λείπουν οι εξειδικευμένες δομές, όπου ανάλογα με το πρόβλημα του παιδιού θα παρέχουν στήριξη. Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι να στοιβάζονται όλα τα παιδιά με ειδικές ανάγκες στα σχολεία, με ένα εκπαιδευτικό, ο οποίος θα πρέπει να βοηθήσει δέκα διαφορετικά παιδιά που θέλουν δέκα διαφορετικά πράγματα. Από κει πηγάζουν πολλά προβλήματα. Έχουμε εξειδικευμένο δυναμικό, όπου όμως μένει ανεκμετάλλευτο, χρειάζεται ένα πλαίσιο από την πολιτεία, ώστε να οργανωθεί και να ξέρει ο γονιός πιο πρωτόκολλο θα παρακολουθεί».
Απαιτείται διεπιστημονική προσέγγιση
Ο Αναστάσιος Ματσόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Σχολικής Ψυχολογίας, στο Παιδαγωγικό Τμήμα Προσχολικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης, τόνισε πως ο στόχος είναι οι επιστήμονες να εντοπίσουν νωρίς τα όποια κενά των παιδιών μέσα από διεπιστημονική προσέγγιση και αξιολόγηση, ώστε να σχεδιαστεί η παρέμβαση δηλαδή «πώς θα βοηθήσουμε το παιδάκι να αναπτυχθεί, στους τομείς που έχει κι ανάλογα τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει. Πώς θα βοηθήσουμε τον εκπαιδευτικό να διδάξει. Και μετά επικεντρωνόμαστε στους γονείς: τι πρέπει να κάνουν στο σπίτι, τι πρέπει να λένε στο παιδί, τι στάση πρέπει να κρατούν» και κατέληξε λέγοντας πως: «φαίνεται πως τα ποσοστά δείχνουν αύξηση συγκεκριμένων διαταραχών, όπως αυτές που είναι στο φάσμα του αυτισμού. Αυτό εντοπίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά έχουμε και κλασικές μαθησιακές δυσκολίες των παιδιών -δυσκολίες στην εκφορά και ανάπτυξη του λόγου και όμως τώρα έχουμε περισσότερα εργαλεία, περισσότερη τεχνογνωσία. Τώρα η πρόκληση στη Ελλάδα είναι πως οι δημόσιοι φορείς μπορούν να ανταποκριθούν για να παράσχουν υπηρεσίες. Αυτό είναι η πρόκληση της πρώιμης παρέμβασης».
Απαιτείται εγρήγορση από γιατρούς – γονείς και εκπαιδευτικούς
Η Ελισάβετ Γιαννούση, παιδίατρος, συντ. διευθύντρια Ε.Σ.Υ. στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, σημείωσε πως είναι κρίσιμο οι γονείς να είναι ενήμεροι, γιατί είναι αυτοί που μπορούν να αντιληφθούν έγκαιρα και να ανιχνεύσουν πρώιμα σημάδια πριν ο παιδίατρος ή ο αναπτυξιολόγος αντιληφθεί: «Ακόμα και σοβαρά αναπτυξιακά προβλήματα μπορούν να αντιμετωπιστούν και το παιδί να αναπτυχθεί σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό και να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του αργότερα. Άρα είναι σημαντικό αυτό για τους γονείς να αντιληφθούν τα ορόσημα ανάπτυξης, την ανάπτυξη λόγου, τις λεπτές δεξιότητες με τα χέρια τους, την αντίληψη, την επικοινωνία με τα τ’ άλλα παιδιά και το περιβάλλον. Ένα παιδί που δεν δείχνει ενδιαφέρον να παίξει με άλλα παιδιά, που δεν κάνει παιγνίδι μίμησης, που δεν αναπτύσσει τη φαντασία του, που δεν έχει βλεμματική επαφή, όλα αυτά είναι σημάδια που ο παιδίατρος τα ξέρει και τα αναγνωρίζει, αλλά και ο γονιός τα αντιλαμβάνεται. Βέβαια δεν είμαστε όλοι ίδιοι, ένα παιδί μπορεί να μιλήσει στους 12 μήνες και ένα άλλο στους 15 μήνες. Η αξιολόγηση γίνεται από τον παιδίατρο και έπειτα έρχονται οι παιδοψυχολόγοι και οι αναπτυξιολόγοι και εκεί αναπτύσσεται ομάδα παρέμβασης, και εκεί πάσχουμε, γιατί οι παρεμβάσεις είναι ακριβές: λογοθεραπείας, εργοθεραπείας, φυσικοθεραπείας. Αυτά θα πρέπει να παρέχονται στους γονείς».
Η ίδια τόνισε ότι είναι καθοριστικός ο ρόλος των εκπαιδευτικών, οι οποίοι, όπως είπε, είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένοι και αντιλαμβάνονται τυχόν διαταραχές των παιδιών και ενημερώνουν τους γονείς. «Στην αναγνώριση των προβλημάτων δεν υστερούμε, «στο …μετά έχουμε θέματα»: «Εκεί που πάντα υπάρχουν προβλήματα, είναι στο πότε θα έρθει ο ειδικός παιδαγωγός, πόσους ειδικούς παιδαγωγούς έχουμε στα σχολεία για παράλληλη στήριξη. Πώς χορηγείται η εργοθεραπεία για να είναι μία μακροχρόνια παρέμβαση στα παιδιά: ποιος το γράφει, ποιος το πληρώνει, πώς αποζημιώνει το κράτος».
Σύμφωνα με την ίδια πρέπει όλοι, γιατροί, γονείς, εκπαιδευτικοί να είναι σε εγρήγορση «χρειάζεται να είμαστε όλοι σε εγρήγορση, να ακούμε ο ένας τον άλλον -γιατί υπάρχουν φαινόμενα γονιών που δεν δέχονται πολύ εύκολα μία διάγνωση αναπτυξιακής διαταραχής στο παιδί τους. Πρέπει να αντιληφθούν ότι δεν είναι μειονέκτημα η διαταραχή. Είναι μια ιδιαιτερότητα, όπου πρέπει να την αποδεχτεί πρώτα ο γονιός. Αν δεν συνεργαστεί ο γονιός να κάνει τις παρεμβάσεις έγκαιρα στο παιδί του, τότε το παιγνίδι έχει χαθεί. Το ΚΕΔΑΣΥ προτείνει παρεμβάσεις. Δεν μπορεί όμως να τις επιβάλλει, αν το παιδί αρνείται πρέπει οι γονείς να καταλάβουν τι γίνεται κι όλοι μαζί να προχωρήσουμε στο αποτέλεσμα και το παιδί να έχει μια ακαδημαϊκή πορεία με ό,τι του επιτρέπει η νευρολογική του εικόνα».
«Όσο πιο γρήγορα διαγνώσουμε στα παιδιά αναπτυξιακές αποκλίσεις τόσο πιο εύκολο και αποτελεσματικά μπορούμε να τα βοηθήσουμε να τις αντιμετωπίσουν. Ο ειδικοί έχουν καταλήξει σε μια τέτοια μέθοδο που μπορεί να εφαρμοστεί ήδη από τη βρεφική ηλικία και την ονομάζουν πρώιμη παρέμβαση. Για να μπορέσει να λειτουργήσει ένα παιδί με αναπτυξιακά προβλήματα είναι απαραίτητη η επιστημονική υποστήριξη» τόνισε από την πλευρά της, στο χαιρετισμό της στη διάρκεια της εκδήλωσης, η πρόεδρος του ιατρικού συλλόγου Ρεθύμνου Αναστασία Καπελέρη.
Καθοριστικός ο ρόλος του Κέντρου διεπιστημονικής αξιολόγησης και συμβουλευτικής υποστήριξης Ρεθύμνου
Καθοριστικός είναι ο ρόλος του Κέντρου Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης Ρεθύμνου, όπου καταγράφονται όλες οι αναπτυξιακές διαταραχές των παιδιών. Τα παιδιά προσέρχονται εκεί με αίτημα γονέα μετά από προτροπή του σχολείου (από προνήπιο μέχρι το τέλος λυκείου). Από κει γίνεται ένα εξειδικευμένο πρόγραμμα για κάθε μαθητή. Το επιστημονικό προσωπικό κρίνει ανά περίπτωση μαθητή.
Σχεδόν 800 οικογένειες περνούν κάθε χρόνο από το Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης Ρεθύμνου ΚΕΔΑΣΥ. «Τώρα πια δεν υπάρχει προκατάληψη. Οι γονείς επιδιώκουν να εξεταστούν τα παιδιά τους. Είναι ένας πολύ μεγάλος αριθμός για το Ρέθυμνο, αλλά δεν δείχνει κάτι αυτό στατιστικά. Σε κάθε τάξη υπάρχουν παιδιά με μαθησιακά προβλήματα» σχολίασε η κα Δέσποινα Αντωνιάδου, ειδική παιδαγωγός – ψυχολόγος και απερχόμενη διευθύντρια του Κέντρου.
Η αξιολόγηση ενός περιστατικού γίνεται από τον εκπαιδευτικό, τον κοινωνικό λειτουργό και τον ψυχολόγο. «Στο ΚΕΔΑΣΥ Ρεθύμνου παρουσιάζονται όλων των ειδών οι νευροαναπτυξιακές διαταραχές. Ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να έχει φανεί επιδημιολογικά από έρευνες ότι έχουμε ένα μεγαλύτερο ποσοστό» είπε η Δέσποινα Αντωνιάδου, διευθύντρια του Κέντρου και συμπλήρωσε ότι «Γενικότερα, τα παιδιά έρχονται για αξιολόγηση, από προνήπια μέχρι και το τέλος του Λυκείου. Συνεργάζονται ουσιαστικά με το δίκτυο των σχολείων που γίνεται η πρώτη παρέμβαση. Αν αυτή η πρωτοβάθμια παρέμβαση δεν έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, τότε τα παιδιά παραπέμπονται στο ΚΕΔΑΣΥ για ολοκληρωμένη αξιολόγηση. Στη συνέχεια, αφού εμείς βγάλουμε τους άξονες του εξατομικευμένου προγράμματος, στο σχολείο οι εκπαιδευτικοί παίρνουν αυτούς τους άξονες και μαζί με τα τμήματα ένταξης, τους εκπαιδευτικούς και τις παράλληλες, διαμορφώνουν το εξατομικευμένο πρόγραμμα κάθε μαθητή: τους στόχους, τις προσαρμογές» και κατέληξε λέγοντας «Το πλαίσιο μπορεί να είναι η γενική αγωγή με τμήμα ένταξης, η γενική αγωγή μόνο με εξατομικευμένο πρόγραμμα χωρίς κάποιο φορέα, το τμήμα ένταξης ή η παράλληλη στήριξη, και κάποιες φορές ειδικό βοηθητικό προσωπικό. Μπορεί να είναι και το Ειδικό Σχολείο – σπάνια, αυτό αποφεύγεται».
Για το ΚΕΔΑΣΥ Ρεθύμνου το σοβαρότερο πρόβλημα είναι η έλλειψη επαρκούς χώρου. «Έχουμε ανθρώπινο δυναμικό και δεν μπορούμε να το αξιοποιήσουμε. Τα δύο διαμερίσματα, των 80 τετραγωνικών στην οδό Ψαρρού 50, δεν επαρκούν για την κάλυψη και την εξυπηρέτηση των διαρκώς αυξανόμενων αναγκών» είπε.
«Θέλουμε να κάνουμε δράσεις που να αφήνουν ένα αποτύπωμα στην κοινωνία»
Η αντιδήμαρχος Κοινωνικής Πολιτικής του Δήμου Ρεθύμνης, Άννα Ελευθεριάδου – Γκίκα, τόνισε πως η παρουσία του κόσμου επιβεβαιώνει πως το θέμα ενδιαφέρει και απασχολεί έντονα τις οικογένειες του Ρεθύμνου.
«Είμαι πάρα πολύ χαρούμενη από τη συμμετοχή του κόσμου. Προσπαθούμε να κάνουμε δράσεις που να έχουν ποιότητα και να αφορούν πολλούς. Δράσεις που να αφήνουν ένα αποτύπωμα στην κοινωνία. Ενώσαμε τις δυνάμεις μας με την Παιδιατρική Εταιρεία Κρήτης για να κάνουμε κάτι πιο ποιοτικό. Η ιδέα ξεκίνησε από την «πραγματική ανάγκη» που διαπίστωσα πέρσι όταν πήρα υπό την αντιδημαρχία μου τους βρεφονηπιακούς σταθμούς, ότι οι εκπαιδευτικοί χρειάζονται μία επιμόρφωση. Χρειάζεται μία επικαιροποίηση των γνώσεών τους, γιατί τα παιδιά με αναπτυξιακές διαταραχές δυστυχώς είναι πάρα πολλά και είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα διαχειριστείς αν δεν έχεις εμπειρία και ειδική γνώση».
Η κα Ελευθεριάδου έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον αυτισμό που παρουσιάζει αύξηση, όπως είπε χαρακτηριστικά «παρουσιάζει μία γεωμετρική αύξηση σε αριθμό, από χρόνο σε χρόνο. Δεν αυξάνεται απλώς· πολλαπλασιάζεται άναρχα! Τα παιδιά που μπαίνουν στους παιδικούς σταθμούς, στα 2,5 και αρχίζουν και εμφανίζουν συμπτώματα (είτε είναι διαγνωσμένα, είτε υπάρχει υποψία κάποιας αναπτυξιακής διαταραχής) είναι πάρα πολλά. Το πρόβλημα είναι ότι οι γονείς έχουν μεγάλη δυσκολία να το αποδεχτούν. Εκεί, ο εκπαιδευτικός καλείται να διαχειριστεί την εκάστοτε περίπτωση. Αυτό σημαίνει ότι απαιτείται ένας μεγάλος υποστηρικτικός κλοιός γύρω από το παιδί και την οικογένειά του, είναι λεπτό ζήτημα που θέλει έξυπνη διαχείριση. Ο δήμος Ρεθύμνης στο σταθμό ολοκληρωμένης φροντίδας είναι από τους ελάχιστους δήμους της χώρας που διαθέτει τεράστιους χώρους για τη λειτουργία τμήματος ΑμεΑ. Το τμήμα λειτούργησε πριν δυο χρόνια που είχαμε παιδιά. Φέτος δεν λειτουργεί γιατί δεν υπήρχαν ενδιαφερόμενα παιδιά, όμως, πάντα μπορεί να ανοίξει και να φιλοξενήσει παιδιά».