Αφορμή για το σημερινό μας άρθρο αποτέλεσε το εξαιρετικά ενδιαφέρον ρεπορτάζ της καλής συναδέλφου Ελπίδας Αριστείδου και κεντρικό θέμα στην πρώτη σελίδα στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» του Σαββάτου 25 Μαρτίου 2023, με τίτλο «Οι υψηλές τιμές των ακινήτων περιορίζουν τη ζήτηση για νεόδμητες κατοικίες στο Ρέθυμνο». Ωστόσο, πέρα από το ενδιαφέρον για τις αγοραπωλησίες ακινήτων που αποτελεί βαρόμετρο για τον κατασκευαστικό και κτηματομεσιτικό κλάδο, ένα επίσης ζήτημα που σχετίζεται με τη στέγαση είναι τα υψηλά ενοίκια και η τάση της αγοράς να τα κρατά σταθερά ή να αυξάνονται. Με το πρόβλημα να αγγίζει αισθητά το Ρέθυμνο και ειδικά τους φοιτητές, θέμα με το οποίο έχουμε ασχοληθεί επισταμένως στα «Ρ.Ν.» και ο γράφων στα περσινά αφιερώματα «Διάλογοι στην πόλη, διάλογοι για το πανεπιστήμιο».
Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι το φαινόμενο δεν είναι μόνο ελληνικό, αφού σε επίπεδο κρατών Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) οι τιμές των ακινήτων την προηγούμενη δεκαετία ξεπέρασαν σε αύξηση το 15%, η Ελλάδα δεν παύει να ανήκει στις πρωταθλήτριες χώρες. Σύμφωνα με όλα τα πρόσφατα δημοσιευμένα στοιχεία και τος αναλύσεις των ειδικών του real estate, τα ενοίκια στη χώρα μας αυξάνονται σωρευτικά από το 2018, ξεπερνώντας σε ορισμένες περιπτώσεις το 40%. Το ενδιαφέρον είναι ότι υψηλότερες και από αυτό το ποσοστό αυξήσεις αφορούν στη μίσθωση μικρότερων ακινήτων, σπίτια που πανελλαδικά επιλέγουν συνήθως οι φοιτητές. Ένα φαινόμενο με κοινωνικές προεκτάσεις αφού άπτεται τόσο της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών όσο και της ισότιμης πρόσβασης στη δημόσια ανώτατη παιδεία.
Και αν σε πόλεις όπως η Αθήνα ή η Θεσσαλονίκη ένας από τις γενεσιουργούς λόγους είναι το αγγλιστί αποκαλούμενο «gentrification», η ανάπλαση δηλαδή των κέντρων των πόλεων στο πλαίσιο και της τουριστικής αναβάθμισής τους, στο Ρέθυμνο και την Κρήτη είναι κυρίως η έκρηξη μιας ανεξέλεγκτης τουριστικής ανάπτυξης, που σε πολλές περιπτώσεις έχει γίνει χωρίς μακρόπνοο σχεδιασμό. Αυτό το γεγονός, που έχει ήδη συνέπειες στην ποιότητα τα ίδιου του τουριστικού προϊόντος, έχει επιβάλει τους όρους του και στους ρυθμούς ανάπτυξης της πόλης, καθώς και στη διαμόρφωση των κοινωνικών και οικονομικών συμπεριφορών. Οτιδήποτε δεν προσφέρει πέραν του δέοντος υπεραξία «αποβάλλεται» με έναν κακώς εννοούμενο «κοινοτικό» αυτοματισμό, ξεχνώντας τη συνεισφορά στο εγχώριο οικονομικό προϊόν του Ρεθύμνου της φοιτητικής λ.χ. παρουσίας που έχει ξεκινήσει 46 χρόνια τώρα.
Από την άλλη πλευρά εύλογα θα αναρωτηθεί κάποιος και τι θα κάνουμε; Θα τα βάλουμε με τον τουρισμό; Φυσικά και όχι. Το αντίθετο. Το Ρέθυμνο οφείλει να αναβαθμίζει συνεχώς το τουριστικό του προϊόν, στην κατεύθυνση που έχουν δείξει και κινούνται οι Ρεθεμνιώτες πρωτοπόροι του κλάδου αλλά και ακολουθώντας τις σύγχρονες τάσεις βιώσιμης ανάπτυξης. Όπως παλαιότερα έχουμε ξαναγράψει με άλλα λόγια, θα είναι καταστροφικό το «πουκάμισο» του Ρεθύμνου και της ευρύτερης περιοχής να μείνει «αδειανό» από κατοίκους που έχουν μια κανονική ζωή με οικονομικές και κοινωνικές δραστηριότητες μιας κανονικής πόλης που λειτουργεί όλο τον χρόνο. Οι δημοτικοί άρχοντες, η Περιφέρεια της Κρήτης και οι παραγωγικοί φορείς χρειάζεται να διεκδικήσουν τρόπους που θα επιλύσουν το στεγαστικό πρόβλημα σε όσους αδυνατούν να πληρώνουν υψηλά ενοίκια – το κόστος στέγασης σε πανελλαδικό επίπεδο απορροφά σε πολλά νοικοκυριά πάνω από το 60% της αγοραστικής τους δύναμης.
Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, το στοίχημα για προσιτή στέγαση παραμένει μεγάλο. Θεσμοί όπως αυτός της κοινωνικής κατοικίας και άλλες πολιτικές που έχουν υιοθετηθεί και εφαρμοστεί στο εξωτερικό, καθώς και η πίεση προς την κεντρική εξουσία για ένταξη τέτοιων προγραμμάτων στο Ταμείο Ανάκαμψης, πρέπει να αποτελέσουν βασικά προτάγματα για τις τοπικές κοινωνίες. Κι επειδή ο κόσμος δεν έχει ξεφύγει από τις δίνες των αλλεπάλληλων κρίσεων, το πρόβλημα μπορεί να αφορά σήμερα πρωτίστως τους φοιτητές, αλλά η «μόλυνση» περνά με ταχείς ρυθμούς και σε υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. Μπορεί ο τόπος μας να είναι ευλογημένος και να τον προτιμούν συνάνθρωποί μας από άλλες χώρες, όχι μόνο για τουρισμό αλλά και για αγορά ακινήτων, ωστόσο, η ευλογία συνίσταται και στους ανθρώπους που τον κατοικούν και τον αναπτύσσουν. Χωρίς αυτούς δεν θα υπάρχει καν το «πουκάμισο»…
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός