Το καίριο ερώτημα του αναγνώστη της «Ιθάκης» του Καβάφη είναι, αν ο ποιητής αναφέρεται σε μια ή πολλές Ιθάκες. Ο τελευταίος στίχος του «… οι Ιθάκες τι σημαίνουν» δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας, ότι οι Ιθάκες στη ζωή του ανθρώπου είναι πολλές, μέχρι να φτάσει η ώρα της τελευταίας. Και, φυσικά, ο ποιητής δεν μπορεί να αναφέρεται σε κείνη -ποιος ξέρει ποια θα είναι αυτή- αλλά στην εκάστοτε υπάρχουσα, που πρέπει ν’ αντιμετωπίζεται και βιώνεται κάθε φορά σαν να ήταν η τελευταία.
Τι είναι, λοιπόν, η Ιθάκη σύμφωνα με τον ποιητή; Είναι αυτό που σου δίνει τ’ ωραίο ταξίδι, που σε βγάζει στον δρόμο, το κίνητρο και το πλαίσιο να τοποθετηθείς. Αναγκαία βάση ή στήριγμα, αντίδοτο στον όποιο χαοτισμό. Δεν πρόκειται για αυτοσκοπό, αφού δεν αποκλείεται να τη βρεις και «πτωχική», δίχως αυτό να σημαίνει καθόλου ότι έχασες τον καιρό σου, μια και το νόημα που έχουν οι Ιθάκες είναι ακριβώς η εσωτερική καλλιέργεια, που εξαιτίας τους αποκομίζεις, και τίποτα περισσότερο.
Άραγε, το τελευταίο αυτό να απηχεί κάποια αντίληψη ότι το σημαντικό στη ζωή, ο αληθινός στόχος (πρέπει να) είναι ο εσωτερικός κόσμος, αυτό που λέμε ψυχή; Μπορεί. Σίγουρα, πάντως, είναι η ποιότητα της ζωής.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η «Ιθάκη» είναι ένας modus vivendi: Δίχως φόβο, όταν για συνοδοιπόρο έχουμε την υψηλή σκέψη, μια εκλεκτή συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα μας ν’ αγγίζει. Με την ευχή μέσα μας πάντοτε ο δρόμος να είναι μακρύς, μ’ ένα πλούσιο μπουκέτο από καλοκαιρινά πρωινά και πρωτοϊδωμένα λιμάνια να μας υποδέχονται, εξωτικές αγορές και άφθονα ηδονικά μυρωδικά, και ανθρώπους σοφούς να μας μεταλαμπαδεύουν τη γνώση τους.
Εκείνο που παραμένει όμως σταθερό είναι η (κάθε) Ιθάκη, πυξίδα και φάρος και προορισμός. Αλλά, όπως λέει ο ποιητής, «μη βιάζεις το ταξίδι διόλου». Ακριβώς αυτό είναι το κρίσιμο σημείο του όλου ποιήματος, το «Ρήμα το Σκοτεινόν» αυτού, για να χρησιμοποιήσουμε εδώ τον τίτλο ενός ποιήματος του Οδυσσέα Ελύτη, όπου -ω του θαύματος!- και ο γρίφος του πιο πάνω καβαφικού στίχου φωτίζεται.
Πραγματικά, ο Ελύτης στο ποίημά του αυτό αναφέρεται σε κείνους που πιστεύουν ότι οι βαριές υποχωρούν αμπάρες τρίζοντας και οι μεγάλες θύρες ανοίγονται, και καραδοκούν για ν’ ακούσουν της ευωδιάς των κίτρων τις μακρινές καμπάνες, να μάθουν τις γωνιές του κήπου όπου εναποθέτει τα νεογνά του δειλινός ο αέρας, να μπορούν να ονειρεύονται ένα καλοκαίρι απέραντο που να το τρέχουν μη γνωρίζοντας πια Ερινύες. Με άλλα λόγια, σε κείνους που πορεύονται για την Ιθάκη τους – πάντα με σκέψη υψηλή, με εκλεκτή συγκίνηση το πνεύμα και το σώμα τους να αγγίζει – δίχως να βιάζουν το ταξίδι διόλου, αλλά καραδοκώντας «στο φως του Ήλιου του Κρυπτού μια στιγμούλα, η φύση μας η τρίτη να φανερωθεί».
Σημείο σύγκλισης δυο κορυφαίων ποιητών.
*Ο Παρασκευάς Μαμαλάκης είναι συγγραφέας