Όλες αυτές τις ημέρες που μεσολάβησαν από τον θάνατο έως την κηδεία του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου Γκλύξμπουργκ, τη Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023, θα μπορούσε κάποιος ουδέτερος παρατηρητής να διαπιστώσει ότι τα κρητικά μέσα ενημέρωσης είναι αυτά που ασχολήθηκαν λιγότερο με το θέμα. Οι αιτίες αυτής της «αδιαφορίας» της κρητικής κοινής γνώμης δεν μπορεί παρά να εδράζεται σε ιστορικό-πολιτικά ερείσματα που φτάνουν έως τον 19ο αιώνα και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού, την περίοδο δηλαδή της Κρητικής Πολιτείας και μετέπειτα της ενσωμάτωσης του νησιού στην ελληνική επικράτεια και του Εθνικού Διχασμού. Δεν είναι τυχαίο ότι στο δημοψήφισμα το Δεκεμβρίου του 1974 καταγράφηκαν στην Κρήτη τα μεγαλύτερα ποσοστά υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, που σε μέσο όρο στους νομούς ξεπέρασαν το 90%, ενώ στο Ρέθυμνο το ποσοστό ήταν το υψηλότερο πανελλαδικά, 94,10%!
Οι Κρητικοί δεν τα πήγαν από την αρχή καλά με τη δυναστεία των Γκλύξμπουργκ. Χωρίς να διεκδικούμε δάφνες εμπεριστατωμένης ιστορικής παρουσίασης θα υπενθυμίσουμε μερικά γεγονότα και καταστάσεις που τεκμηριώνουν τη θέση μας. Όταν το 1898 συγκροτήθηκε η Κρητική Πολιτεία, διορίστηκε Ύπατος Αρμοστής με τη συμφωνία των εγγυητριών Μεγάλων Δυνάμεων και του βασιλιά Γεωργίου Α’, ο γιος του, πρίγκιπας Γεώργιος. Μια λανθασμένη και ανεπαρκής επιλογή όπως τελικά αποδείχθηκε. Ο πρίγκιπας, πέρα από την εμπιστοσύνη στους συμβούλους του που δυναμίτιζαν τη σχέση του με τους κατοίκους του νησιού, δεν κατάφερε να κατανοήσει την ψυχολογία των Κρητών, που η δίψα τους για ένωση με την Ελλάδα, πέρα από εθνική ταυτότητα και ομοιογένεια σχετιζόταν με την χειραφέτηση από την όποια κηδεμονία, πρώτα των Οθωμανών και των εγγυητριών δυνάμεων και έπειτα του κάθε υποψήφιου δυνάστη.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν και φυσικά η εμβληματική επανάσταση στο Θέρισο τον Μάρτιο του 1905, μέσω της οποίας καθιερώθηκε στα ελληνικά πολιτικά πράγματα η μορφή του Ελευθερίου Βενιζέλου, ράγισαν μια για πάντα το γυαλί μεταξύ των Κρητικών και της βασιλικής δυναστείας, ειδικά των βασιλοπαίδων. Ακόμη κι αν ο Βενιζέλος τον Σεπτέμβριο του 1910 επέμεινε στην ομιλία του στην πλατεία Συντάγματος σε αναθεωρητική και όχι συντακτική βουλή, ρίχνοντας «γέφυρα» στον Γεώργιο Α’, οι Κρητικοί είχαν ήδη περάσει στην όχθη του αντιμοναρχισμού και μετέπειτα της αβασίλευτης δημοκρατίας. Η επισφράγιση αυτής της στάσης θα έρθει με τον εθνικό διχασμό όταν θα δημιουργηθεί το δίπολο βενιζελικοί – αντιβενιζελικοί, όπου οι δεύτεροι ταυτίζονταν με τους φιλοβασιλικούς.
Αυτή η κληρονομιά του πολιτικού βενιζελισμού, παρόλο που ο ίδιος δεν ήρθε σε οριστική ρήξη με τον θεσμό, παρά τελικά μόνο με τα πρόσωπα, θα σηματοδοτήσει και την στάση του κρητικού εκλογικού σώματος στην μεταπολεμική περίοδο. Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι και ο γιος του Ελευθερίου Βενιζέλου και ένας εκ των ηγετών της Ενώσεως Κέντρου (ΕΚ), Σοφοκλής, θα έχει αγαστές σχέσεις με το παλάτι την περίοδο βασιλείας Παύλου και Φρειδερίκης, αλλά ούτε αυτό θα επηρεάσει τα αντιμοναρχικά συναισθήματα των Κρητών, όπως επίσης και η σχέση προσέγγισης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με το παλάτι ειδικά κατά την κρίση του καλοκαιριού του 1965 και μετά. Οι Κρήτες θα παραμείνουν αφοσιωμένοι στην αντιμοναρχική τους στάση που επιβεβαιώθηκε, όπως είδαμε παραπάνω, με τον πιο εμφαντικό και ηχηρό τρόπο στο δημοψήφισμα για το πολιτειακό του 1974.
* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός