Ήταν κατανυκτική η ατμόσφαιρα στο Ρέθυμνο σε όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ιδιαίτερα την περίοδο της σκλαβιάς. Η επερχόμενη Ανάσταση του Θεανθρώπου ήταν ένα μήνυμα ελπίδας.
Όλη την ατμόσφαιρα μας τη δίνει μοναδικά ο ανεπανάληπτος στίχος του Γιώργη Καλομενόπουλου. Εκεί αναφέρεται στις προετοιμασίες του σπιτικού για το Πάσχα, από τα άξια χέρια της νοικοκυράς που έκαναν την Μεγάλη Πέμπτη όλα τα στενά της παλιάς πόλης να ευωδιάζουν μαστίχα και μαχλέπι. Μοναδικές και οι σκανταλιές από τα παιδιά της εποχής που τα πλακατζίκια και ο φανός ήταν από τις μεγάλες τους διασκεδάσεις. Αναφέρει ο αξέχαστος Σταύρος Βογιατζής στο βιβλίο του «Τα Πηγιανά»:
«Στα πρώτα δυο – τρία «αυγικά» δεν πήγαιναν πολλοί στην εκκλησία. Από τη Μεγάλη Τετάρτη αρχίζαμε να πηγαίνουμε και τη Μεγάλη Πέμπτη γέμιζε ο ναός του Αγίου Νικολάου από κόσμο, που πήγαινε να παρακολουθήσει τη Σταύρωση του Χριστού.
Τα πλακατζίκια, χειροποίητα τότε, που άρχιζαν από τσι προηγούμενες μέρες πλήθιαιναν πολύ τα βράδια τση Μεγάλης Πέμπτης. Βέβαια τα πολλά τα φυλάγαμε για την Ανάσταση.
Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής στόλιζαν τον Επιτάφιο και το βράδυ νέοι και νέες έψαλαν τη «Ζωή εν τάφω…». Για πολλά χρόνια ξεχώριζε η φωνή των κοριτσιών του Γιαννακάκη (Άννας, Άρτεμις και Μαρίκας). Όταν έψαλαν το «έρραιναν τον τάφον αι μυροφόροι…», ο Βούρβαχης πάνω από τον άμβωνα, έρραινε με ροδοπέταλα τον επιτάφιο και τους χριστιανούς που ήταν τριγύρω του.
Αφού τέλειωναν τα «εγκώμια» άρχιζε η περιφορά του Επιταφίου. Λίγο πριν βγουν από την εκκλησία βάζαμε φωτιά στον οφανό, που τότε τον καίγαμε στη βορειοανατολική πλευρά της αυλής του Αγίου Νικολάου, απέναντι από το σπίτι της Μύγιαινας.
Μεγαλύτεροι νεαροί από μας που κουβαλούσαν τα ξύλα, έβαζαν μέσα στον οφανό χιλιάδες σφαίρες, που κείνα τα χρόνια (1945-1946) βρίσκονταν εύκολα σε διάφορα μέρη τση Πηγής, τσ’ οποίες είχαν εγκαταλείψει οι Γερμανοί φεύγοντας από την Κρήτη. Μόλις άρχιζαν τα ξύλα να καίγονται, άρχιζαν να σκάνε και οι σφαίρες και νόμιζε κανείς ότι βρίσκεται σε πόλεμο.
Θυμούμαι μια τέτοια βραδιά που έβλεπα τον κόσμο να απομακρύνεται προς το δυτικό μέρος τσ’ αυλής τρομοκρατημένος από το μπαμ μπουμ, άκουσα τον Κόκκινο να λέει του Γρηγόρη Ματθιουδάκη: «Έλα Γρηγόρη, προς τα δω να μην πεταχτεί κανένας κάλυκας να σε σκοτώσει…».
Από τα πιο χαριτωμένα σημεία του κεφαλαίου αυτού που χαρισματικά αναπτύσσει ο κ. Βογιατζής είναι -τι άλλο- οι παιδικές σκανταλιές με «οφι της αμαρτίας» τα …δυναμιτάκια της εποχής. Αναφέρει σε κάποιο σημείο:
«Θυμάμαι μια φορά, ένα παιδί πέταξε ψηλά ένα πλαστραντζίκι υπολογίζοντας ότι, μέχρι να πέσει κάτω θα εκραγεί. Αυτό όμως καθυστέρησε λίγο κι έτσι εξερράγη στο σβέρκο τση γυναίκας του ενωμοτάρχη. Ευτυχώς αυτός το πέταξε. Ο Ε. Π. εξαφανίστηκε έγκαιρα και γλίτωσε τη σύλληψη από το χωροφύλακα. Με κάπως παρόμοιο τρόπο έσκασε και στη φαλάκρα του Μανόλη Κατσαδώρου ένα άλλο πλαστραντζίκι και μάτωσε λίγο το κεφάλι του, με αποτέλεσμα να μουρμουρίσει λίγο η γυναίκα του και τίποτ’ άλλο.
Μια άλλη χρονιά βάλαμε ένα χειροποίητο δυναμίτη στο χωράφι τση Μύγιαινας, εκεί που είναι σήμερα το σπίτι του παπά Παντελή κάτω από ένα σωρό κοπριάς. Αποτέλεσμα τσ’ έκρηξής του ήταν ο διασκορπισμός τση κοπριάς σ’ όλο το χωράφι, αλλά κι ένας θόρυβος, τόσο δυνατός που έτριξαν λίγο τα τζάμια τσ’ εκκλησίας. Αυτό έκαμε τον ενωμοτάρχη τον Ιωάννη Καντεράκη να πει:
«Είπα των (ε) μωρέ, τσι π…ας τα παιδιά να παίζουν που και που κανένα πλαστραντζίκι, αλλά όχι και βόμβες.
Εμείς όμως είμαστε κρυμμένοι στο περβόλι του Μύρου και γλιτώσαμε και τότε…».
Μεγαλοβδομάδα στις Μικρασιάτικες γειτονιές
Με το δικό τους ξεχωριστό τρόπο περνούσαν τη Μεγάλη Εβδομάδα και γιόρταζαν το Πάσχα στις Μικρασιάτικες γειτονιές.
Μπορεί η φτώχεια να τους γονάτιζε. Εκείνοι όμως δεν άφηναν τη θλίψη να τους στερήσει τη χαρά της Ανάστασης του Κυρίου.
Από το Σάββατο του Λαζάρου άρχιζαν να προετοιμάζονται με τη χαρά των παιδιών τα «Λαζαράκια». Τα γνωστά σκευάσματα σε σχήμα ανθρώπου με γαρύφαλλα (μοσχοκάρφια) που τόνιζαν τα χαρακτηριστικά.
Η φαντασία της νοικοκυράς έκανε φιλότιμες προσπάθειες για να αντισταθμίσει τις ελλείψεις με κάτι παρεμφερές. Δεν είχε ζάχαρη έλυνε το πρόβλημα το πετιμέζι.
Τα παιδιά την ίδια μέρα τραγουδούσαν το εγκώμιο του Λαζάρου ή λαζαρικό (ένα είδος καλάντων δηλαδή):
Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια,
ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
– Πού ‘σουνε, Λάζαρε, πού ‘ν’ η φωνή σου,
που σ’ ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;
– Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος
και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.
– Λάζαρέ μου, σαν τι είδες,
εις τον Άδη που ηπήες;
– Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι,
είδα βάσανα και πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,
τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
βάνω τ’ άσπρο μου βρακί.
Και μετά τα κάλαντα του Λαζάρου, ερχόταν η μέρα για το περίφημο μοιρολόι της Παναγίας που από τα παιδικά τους χρόνια ήξεραν απέξω οι Μικρασιάτες.
Τώρα ‘ν’ αγιά Σαρακοστή, τώρα ‘ν’ άγιες ήμερες,
που λουτουργούνε τσ’ εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες
και λένε τ’ άγιος ο Θεός και τ’ άγιο το Βαγγέλιο.
Όπου το ‘κούσει, σώζεται κι όπου το πει, αγιάζει
κι όπου το καλαφιγκριστεί, παράδεισο θα λάβει,
Η γενική καθαριότητα ήταν νόμος. Το σπίτι έπρεπε να λάμπει φρεσκοασπρισμένο. Η νηστεία ετηρείτο με ευλάβεια. Για το πασχαλινό τραπέζι ετοίμαζαν το κεσκέκι με κατσικάκι.
Έβαζαν στην κοιλιά τη γέμιση, με πατάτες, λεμονόκουπες για ευωδιά, κουκουνάρι και ό,τι άλλο μυρωδικό μπορούσε να βρει η νοικοκυρά. Έπειτα το έραβαν και το έβαζαν στο φούρνο.
Πίστη και ευλάβεια
Αναφορές πολλές γίνονται από τους χρονογράφους της εποχής και σε εκλεκτούς λευίτες. Ιδιαίτερα για τον παπα-Χρύσανθο Βιτσικουνάκη, λέγεται πως όταν έψαλε το «Σήμερον Κρεμάται» δάκρυζαν και οι πέτρες.
Ωραίες εικόνες από το Πάσχα στο Ρέθυμνο αρχές του περασμένου αιώνα μας δίνει ο αξέχαστος Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις». Εικόνες με έντονη την παρουσία των Ρώσων που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν μια κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα στη μικρή πολιτεία.
Εκείνες τις εποχές όμως ήταν έντονο και το πατριωτικό συναίσθημα. Ας μην ξεχνάμε τις εθελοντικές παρουσίες των νέων από το Ρέθυμνο σε κάθε κάλεσμα της πατρίδας.
Πάσχα με γεγονότα
Είχαμε όμως και αρκετά Πάσχα με συγκλονιστικά γεγονότα. Να θυμηθούμε τα διαδραματισθέντα στην Μικρή Παναγία που μας δίνει τόσο παραστατικά ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης:
Το βράδυ της Δευτέρας του Πάσχα 3 Απριλίου του 1917 το Ρέθυμνο ξύπνησε από δυνατές κωδωνοκρουσίες, πυροβολισμούς και φωνές.
Οι Τούρκοι φοβήθηκαν. Στην κεντρική είσοδο του τζαμιού είχε συγκεντρωθεί πλήθος κόσμου κι ο αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Βοργιαδάκης ψάλει το «Χριστός Ανέστη» με στεντόρεια φωνή κρατώντας στο δεξί του χέρι την εικόνα της Παναγίας.
Πλάι του ήταν ο στρατιώτης που είχε προκαλέσει το θόρυβο με το επαναλαμβανόμενο όνειρό του, στο οποίο εμφανιζόταν μια μαυροφορεμένη γυναίκα που τον παρακινούσε να ψάξει να βρει την εικόνα της Παναγίας. Εκείνος το είχε αναφέρει στους ανωτέρους του και όταν έψαξαν στην συγκεκριμένη θέση που υποδείκνυε η γυναίκα βρέθηκε η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας του 1850, που βρίσκεται και σήμερα στο ναό στο δεξί προσκυνητάρι. Αξίζει να διαβάσουν λεπτομέρειες οι νεότεροι στις τόσες αναφορές που γίνονται και στο διαδίκτυο.
Δυο γεγονότα εθνικής μνήμης
Συνέβησαν όμως και δυο μεγάλα γεγονότα Πασχαλιά στο Ρέθυμνο.
Γνωστή η αγριότητα των γενιτσάρων που ταλαιπωρούσαν τη Ρωμιοσύνη. Στα μέρη μας η συμπεριφορά των Τούρκων της Αμπαδιάς, δεν μπορεί να περιγραφεί. Σε κάποιες περιπτώσεις έσκυβε υποχρεωτικά ο ραγιάς το κεφάλι και ακολουθούσε τη μοίρα του. Ήταν όμως και περιοχές, όπως οι Μέλαμπες, που δεν άντεχαν την προσβολή από όπου κι αν προερχόταν.
Έτσι όταν κάποτε ένας θρασύτατος γενίτσαρος, ο Αγακάκης, είχε απαιτήσει από ένα Μελαμπιανό, τον Μαρκοδιακουμή, να του δώσει τη γυναίκα του κι επειδή εκείνος αρνήθηκε τον σκότωσε, οι συγχωριανοί του δεν το άφησαν να πέσει κάτω.
Πήραν στο κυνήγι το φονιά και τον πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα. Λέγεται μάλιστα ότι ήταν τόση η μάνητά τους που τον κατακρεούργησαν.
Απρίλη του 1822, δέκα μήνες μετά την επίσημη κήρυξη της επανάστασης και στην Κρήτη ο αγάς Χάνιαλης θέλησε να προσφέρει εκδούλευση στον πασά του Ηρακλείου. Γι’ αυτό συγκέντρωσε και εξόπλισε 2.000 άνδρες με σκοπό να λεηλατήσει τις Μέλαμπες και τα γύρω χωριά.
Οι Μέλαμπες ήταν από τους πρώτους στόχους των επιδρομέων για την εν γένει δράση τους. Είχε όμως επηρεάσει το συμβούλιο των μπέηδων η μάνα του σκοτωμένου Αγακάκη, που εμφανίστηκε απρόσκλητη κρατώντας στην αγκαλιά της τα ορφανά του γιου της.
Μίλησε σε σκληρή γλώσσα προκαλώντας τους πασάδες και έφυγε, αφού τους έβαλε ζήτημα τιμής να εξαφανίσουν τις Μέλαμπες από το χάρτη.
Ο Χάνιαλης ξεκίνησε την εκστρατεία του χωρίς κανένα πρόβλημα. Ανενόχλητος διέσχισε τη Μεσαρά, καθώς η επανάσταση εκεί δεν είχε εδραιωθεί και επέλεξε να επιτεθεί στις Μέλαμπες νύχτα της Ανάστασης, ένας συνήθης τρόπος των Τούρκων να αιφνιδιάζουν τους χριστιανούς όταν εκείνοι βρίσκονταν στην εκκλησία.
Οι Μελαμπιανοί, όμως ετοιμοπόλεμοι πάντα, είχαν κάποιες πληροφορίες για τις κινήσεις αυτές και έλαβαν τα μέτρα τους.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι Μελαμπιανοί δεν ήταν απόλυτα σίγουροι ότι και το χωριό τους θα ήταν στόχος των Τούρκων. Αποφάσισαν όμως να είναι έτοιμοι και τα γεγονότα τους δικαίωσαν.
Αυτό που δεν γνώριζαν ήταν το ακριβές σχέδιο των Τούρκων που ήταν 7.000 και ερχόμενοι από Τυμπάκι στον Πλατύ Ποταμό, χωρίστηκαν σε δυο ομάδες που κινήθηκαν κυκλωτικά.
Οι Μελαμπιανοί, αντιλήφθηκαν την παρουσία τους όταν πλέον η ομάδα που ερχόταν από Β-Α βρέθηκε στα πρώτα σπίτια του χωριού, στη θέση «Πόρος του Σταυρού», όπου και έγινε η πρώτη μάχη, λίγη ώρα μετά την Ανάσταση. Οι Μελαμπιανοί αμύνθηκαν, όμως οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό, έκαψαν, λεηλάτησαν, έσφαξαν και βεβήλωσαν την εκκλησία που λίγο πριν είχε γίνει η Αναστάσιμη Ακολουθία, καθώς και τις οικίες τους. Ήταν 12 Απριλίου 1822.
Ο χρόνος που οι Τούρκοι λεηλατούσαν το χωριό έδωσε τη δυνατότητα στους οπλαρχηγούς της περιοχής Σαχτουρίων, Κρύας Βρύσης, Ακουμίων και Μεσσαράς να σπεύσουν προς βοήθεια, στήνοντας ενέδρα μαζί με Μελαμπιανούς στην περιοχή Κακό Ρυάκι. Εκεί, έγινε η κύρια μάχη, στην οποία οι Τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και αποδεκατίστηκαν. Τον αρχηγό τους σκότωσε στη συνέχεια ο Ιωάννης Ασουμανής. Ο απολογισμός της θρυλικής αυτής μάχης που έγινε τη νύχτα του Μ. Σαββάτου και την Κυριακή της Λαμπρής, 12 και 13 Απριλίου του 1822, σε αριθμό νεκρών είναι 1.400 Τούρκοι και 120 Χριστιανοί.
Ο ήρωας Δράκος Ανυφαντής
Κάθε φορά που η ιστορική μνήμη πλησιάζει αλλοτινές πασχαλιές δεν μπορεί να μη δακρύσει συναντώντας μια τραγωδία που γράφτηκε βραδιά Ανάστασης στο Βιζάρι Αμαρίου, έναν ευλογημένο τόπο που απέχει περίπου 40 χιλιόμετρα από το Ρέθυμνο.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας αυτής ο Δράκος Ανυφαντής.
Ο ήρωας δεν ανεχόταν τις βδελυρότητες των Αμπαδιωτών Τούρκων που σκότωναν ακόμα και αλλόθρησκους και μέλη της οικογένειάς τους. Αυτούς τους αιμοσταγείς τουρκοκρητικούς δεν άντεχε ο Ανυφαντής. Κι αφού δεν γινόταν από τις συνθήκες να τους αντιμετωπίσει διαφορετικά εκπατρίστηκε στη Γαλλία τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βιζάρι με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βιζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί.
Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.
Ξαφνικά και ενώ εψάλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ… ακούτε;».
Όλοι τότε όρμησαν έξω, ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν…
Ο Λεκκομιχελής διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ’ ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.
Η άμυνα πια ήταν αδύνατη διότι ο ήρωας άυπνος, αποκαμωμένος, δίχως εφόδια, θα έπεφτε στα χέρια των εχθρών εντός ολίγου. Κι όταν μανιώδης με τα μαχαίρα ετόλμησε να βγει, αλαλαγμός φρικτός ακούστηκε και όλοι οι εχθροί έπεσαν πάνω του με πυροβολισμούς και μαχαίρια. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια… Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βιζαριανού.
Με αυτά τα στοιχεία η Ειρήνη Ταχατάκη, στην οποία οφείλουμε την εμπεριστατωμένη μελέτη, συμπληρώνει τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα που αποτελεί καύχημα του Βιζαρίου και οι συγχωριανοί του τον τιμούν ιδιαίτερα όπως του αξίζει.
Καλό Πάσχα σε όλους με υγεία και ελπίδα!
Πηγές:
- Θεόδωρου Πελαντάκη: Η μάχη στο Κακό Ρυάκι Μελάμπων
- Αντώνη Τσουρδαλάκη: Ανακάλυψη άγνωστου μέχρι σήμερα ιστορικού υλικού για τη Μάχη των Μελάμπων «Ρεθεμνιώτικα Νέα» 11/12/2018
- Εύας Λαδιά: Ρεθεμνιώτες ήρωες στην επανάσταση του 1821
- Πολιτιστικό Ρέθυμνο: Δράκος Ανυφαντής
- Εύας Λαδιά: Πασχαλινές νότες σε Ρεθεμνιώτικα καμπαναριά
- Σταύρου Βογιατζή: Τα Πηγιανά
- Γιώργη Καλομενόπουλου: Ποιήματα
- Ιστοσελίδα Ιεράς Μητρόπολης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου
- Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι: Μικρή Παναγία