Μεγάλης Τρίτης στοχασμοί σε Ρεθεμνιώτικο φόντο είναι το σημερινό μας αφιέρωμα. Γιατί ο αγοραίος έρωτας άφησε έντονα τα ίχνη του και στο Ρέθυμνο. Εκείνη η ανηφοριά της Χειμάρρας, πόσα δεν έχει να αφηγηθεί. Ήταν μεγάλη «παγίδα» για κάθε καινουργιοφερμένο στον τόπο η γραφική κατά τ’ άλλα γειτονιά.
Δεν ήταν μόνο η κυρία Ντορεμί που παρασύρθηκε εν τη αφελεία της και λίγο έλειψε να εξοστρακιστεί βιαίως από την εκπαιδευτική κοινότητα, επειδή τόλμησε να βγάλει τις μαθήτριές της περίπατο στο κάστρο!!!
Θυμάμαι όταν πρωτοήρθα στο Ρέθυμνο, εντυπωσιασμένη από τα φώτα και άλλα που δημιουργούσαν ατμόσφαιρα εκεί στη Χειμάρρας, τόλμησα να ρωτήσω φιλικό πρόσωπο για να πάρω την απάντηση (πλάκα να γίνεται) πως επρόκειτο για οίκους …καλλωπισμού!
Άλλη μια φορά είχα πιάσει κουβέντα εκεί στον Πλάτανο (δεκαετία του ’70) για να συνεννοούμεθα, με μια κυρία που είχε ζητήσει τη βοήθειά μου. Κι εκεί που κουβέντιαζα ήσυχα και ειρηνικά, βλέπω μια από τις υπέροχες εκείνες γυναίκες, που με παράστεκαν ως άγγελοι φύλακες, να μου γνέφει απελπισμένα. Πάω κοντά και κείνη με επιτιμητικό ύφος μου εξήγησε γιατί πρέπει να πάρω δρόμο. Κινδύνευαν τα χρηστά μου ήθη βλέπετε.
Κι εγώ παρά τον σεβασμό και την αγάπη μου στην κυρία, τη μεγάλη φίλη μου, επέστρεψα να συνεχίζω την κοζερί μου και το βράδυ έγραψα και το πρώτο από τα ποιήματά μου, γύρω από τη Μεγάλη Τρίτη:
Αυτή τη νύχτα το φανάρι δεν θ’ ανάψει
κι ούτε πελάτες θα γυρέψει στη γωνιά
Αυτή τη νύχτα κάτι μέσα της θ’ αλλάξει
που θα της διώξει της ψυχής την παγωνιά
Σε μια γωνιά της Εκκλησιάς θα πάρει θέση
δεν την αγγίζουν οι περίεργες ματιές
όπου οι τίμιες κι εκείνη μες στη μέση
για Κείνον άνθρωποι λογιούνται κι οι κοινές
Κι αν μέσα εκεί για μερικές είναι η μόνη
που το φιλί της το πουλάει στα φανερά
δεν ξεχωρίζει από πολλές κι ας είναι πόρνη
είναι η επίσημη κι αυτή είναι η διαφορά
Όταν βγάζαμε με τον Δημήτρη Κορωνάκη και τον Χρήστο Λιονή το περιοδικό «Τα Ρεθεμνιώτικα Χρονικά», πρόκοψα να προτείνω στην ομάδα να κάνω ρεπορτάζ στα σπίτια.
Κι πήγα. Ευτυχώς για μένα είχε προηγηθεί συνεννόηση με τον τότε διοικητή Ασφαλείας τον πολυσήμαντο και πολυτάλαντο συμπολίτη κ. Γιώργο Καραβιώτη.
Γιατί περιμένοντας την κυρία, που θα της έπαιρνα συνέντευξη, λίγο έλειψε να γίνει μια τρομερή παρεξήγηση, από την οποία με αποδέσμευσε – ευτυχώς εγκαίρως – ο κ. Καραβιώτης. Τη συνέντευξη όμως την πήρα. Τώρα που τη διαβάζω δεν ήταν και τίποτα σπουδαίο, αλλά για τα δεδομένα της εποχής, μπορεί να θεωρηθεί και …«δημοσιογραφική επιτυχία».
Μια σπουδαία έκδοση
Ανέκαθεν ένοιωθα μια συμπάθεια για τις ταλαιπωρημένες αυτές γυναίκες. Μπορεί να με συγκινούσε η αδυναμία τους να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.
Πάντως η νεολαία κάθε εποχής, πολλά οφείλει στη γειτονιά αυτή, που σήμερα είναι ένας πανέμορφος χώρος για ρομαντικό περίπατο, καθώς τα σπίτια εκείνα, της εφήμερης χαράς, έκλεισαν δια παντός.
Ευτυχώς για τα χρονικά του τόπου ο εξαίρετος ιστορικός ερευνητής και συγγραφέας Χάρης Παπαδάκης δικηγόρος εκτός από τα βιβλία του «Νταραμανελίτης», «Τα Χασαπιά του Ρεθύμνου και όχι μόνο», «Το Νερό μια πολιτείας», «Χαλικούτες», «Ο αιγυπτιακός φάρος του Ρεθύμνου», «Ο Πλακιάς του χθες», «Οι λεπροί στην Κρήτη» μας έδωσε μια ακόμα πραγματεία με τίτλο «Οίκοι ανοχής στην πολιτεία της ανοχής».
Ο εκλεκτός συμπολίτης συγγραφέας μάζεψε ένα αξιομνημόνευτο υλικό, που είτε δανείστηκε από βιβλία άλλων συγγραφέων είτε κατέγραψε ο ίδιος ως βιωματικές εμπειρίες είτε ως μαρτυρίες τρίτων, για τους οίκους ανοχής στο Ρέθυμνο αλλά και τις υπόλοιπες πόλεις-πρωτεύουσες της Κρήτης, στην πορεία της ιστορίας και μέχρι τη δεκαετία του ‘90 οπότε, τουλάχιστον στο Ρέθυμνο, οι οίκοι ανοχής έπαψαν να λειτουργούν με τη μορφή των ετεροτοπιών.
Ένα κομμάτι της ιστορίας του Ρεθύμνου για τους οίκους ανοχής αλλά και την πορνεία γενικότερα. Στις σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε πως διαμορφώθηκε, ανάλογα με την κουλτούρα, την εποχή και την κοινωνία της οποίας υπήρξε μέρος. Ο συγγραφέας, αγνοεί την κυρίαρχη, υποκριτική, αντίληψη της καταδίκης της πορνείας και των χώρων στους οποίους λειτουργούσε και παρουσιάζει ενδιαφέρουσες, λεπτομερείς αλλά όχι «πιπεράτες», παρατηρήσεις για το κοινωνικό αυτό ζήτημα, δημιουργώντας εικόνες της πόλης έντονες στον αναγνώστη που δεν τις έζησε, και επαναφέρει μνήμες που πιθανόν να είχε «θάψει» μαζί με το τέλος εποχής των οίκων ανοχής, στον αναγνώστη που υπήρξε μέλος της κοινωνίας εκείνου του παρελθόντος.
Μια συγκινητική ιστορία
Με συγκινεί πάντα και μια ιστορία που μας άφησε ο αξέχαστος ιστοριοδίφης και χρονογράφος του Ρεθύμνου Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, για μια περίεργη διασκέδαση της νεολαίας του καιρού του, που αξίζει να θυμηθούμε λόγω και της ημέρας.
Αναφέρεται σε μια Πρωτοχρονιά του 1937 και στην παράτολμη απόφαση μερικών νέων να υποδεχτούν ξεχωριστά τη νέα χρονιά καταστρώνοντας ολόκληρη «επιχείρηση». Ούτε «ψύλλος στον κόρφο τους» βέβαια αν γινόταν γνωστή η κοινωνική τους αυτή αποκοτιά. Γι’ αυτό και έλαβαν όλες τις απαιτούμενες προφυλάξεις.
Στο δημοσίευμα αυτό παρουσιάζονται και οι κυρίες της χαράς με ξεχωριστό σεβασμό, σαν ανθρώπινα πλάσματα και αυτές. Αποφασίσαμε όμως την αναγκαία διασκευή για να προστατεύσουμε πρόσωπα που τυχόν «φωτογραφίζονται» στο αρκετά «σκανδαλιστικό» αυτό θέμα.
Γιατί όσο κι αν φαίνεται παράξενο σε μια μικρή πόλη, όσα χρόνια κι αν περάσουν οι οικογένειες γνωρίζονται καλά μεταξύ τους. Κάποια διακριτικότητα λοιπόν στην σχετική αναφορά επιβάλλεται.
Γυρίζουμε λοιπόν πίσω τον χρόνο, παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1937.
Μια δεκαριά νέοι της εποχής, επιστήμονες, διανοούμενοι, απόλυτα «καθώς πρέπει» κοντολογίς, αποφάσισαν να το «ρίξουν έξω» στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Εκείνη την εποχή αναφέρει ο Παπαδάκις, υπήρχαν δώδεκα κακόφημα σπίτια στο Ρέθυμνο.
Τρία ήσαν στην οδό Χειμάρρας. Εκεί έμεναν γυναίκες «ελευθερίων ηθών» από μια στο καθένα με την υπηρεσία της.
Η κυρία του «σπιτιού» είχε το δικαίωμα της επιλογής. Δεν δεχόταν τον καθένα. Και η υπηρεσία της είχε αποκλειστικό καθήκον μόνο την καθαριότητα.
Στα άλλα εννιά, υπήρχαν κοπέλες από δυο και πάνω με τη διευθύντρια του σπιτιού. Οι κοπέλες δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής του «πελάτη». Δούλευαν υποχρεωτικά. Η διευθύντριά τους δεχόταν όταν είχε κέφι. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να ασκήσει το «αρχαιότερο επάγγελμα».
Όλα τα σπίτια πάντως είχαν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα και δεν θύμιζαν σε τίποτα καταγώγια. Εξυπηρετούσαν, βλέπετε, καθώς πρέπει κυρίους που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στην εφήμερη χαρά του απαγορευμένου. Τυχόν «έκτροπα» ήταν σπανιότατα, καθώς υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος από την αστυνομία που είχε την παράδοση από τους Ιταλούς διοργανωτές της Κρητικής Χωροφυλακής. Και η ιατρική επιθεώρηση ήταν καθημερινή ρουτίνα. Απόλυτα προστατευμένοι επομένως οι κύριοι της εποχής απολάμβαναν τις απαγορευμένες τους αποδράσεις.
Στο κλίμα αυτό οι νεαροί της ιστορίας μας, δέκα τον αριθμό, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες, και τακτικότατοι επισκέπτες των σπιτιών που προαναφέραμε αποφάσισαν να υποδεχτούν τον νέο χρόνο συντροφιά με μερικές από τις κυρίες που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν και μια βραδιά αλλιώτικη από τις άλλες.
Διάλεξαν ακριβοδίκαια τα πρόσωπα που ήταν ακριβώς εννιά. Οι τρεις ήταν οι κυρίες της οδού Χειμάρρας άλλες τρεις ήταν «διευθύντριες» και οι υπόλοιπες κοπέλες διαφόρων σπιτιών.
Ο χώρος που επέλεξαν ήταν ένα παλιό εξοχικό, ιδιοκτησία, πασίγνωστου Ρεθεμνιώτη παράγοντα, που ήταν ιδανικό για την περίσταση, λόγω απόστασης από το κέντρο της πόλης. Κανόνισαν να το κλείσουν εγκαίρως χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες. Φρόντισαν επίσης και για τα εδέσματα να είναι εκλεκτά και άφθονα. Ήταν όλα έτοιμα λίγο πριν από την παραμονή. Ευτυχώς οι ίδιοι δεν είχαν να δώσουν εξηγήσεις στο οικείο περιβάλλον τους. Ήταν ανεξάρτητοι εντελώς. Γι’ αυτό και απολάμβαναν τις χαρές της νιότης τους με προσοχή πάντα και χωρίς να προκαλούν. Η θέση και η επιστήμη τους υποχρέωναν να δίνουν μια εξαιρετική εικόνα στην κοινωνία που ζούσαν. Έδιναν προτεραιότητα σε αξίες και κοινωνική αγωγή. Έτσι έχαιραν οι πάντες σεβασμού και υπόληψης. Για μια βραδιά θα έκαναν τη δική τους, σε αξιοπρεπή πάντα πλαίσια, εκτροπή. Και τι έγινε; Είχαν κάθε δικαίωμα. Σαν νομοταγείς πολίτες πάντως ενημέρωσαν και την αστυνομία για την πρωτότυπη ψυχαγωγία τους εξασφαλίζοντας και την τυπική άδεια αποκλειστικά για τη βραδιά εκείνη.
Η αγωνία να πετύχει η βραδιά δεν άφηνε και τους δέκα οικοδεσπότες να ησυχάσουν.
Από τις οκτώ μαζεύτηκαν όλοι και καθισμένοι τριγύρω από το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο κέντρο της αίθουσας, τα «κουτσόπιναν» περισσότερο για να καταλαγιάσουν το άγχος τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα έξω από το σπίτι και σε λίγο έμπαιναν και οι κυρίες η μια πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Καμιά σχέση με τις επιμελώς ατημέλητες γυναίκες που υποδέχονται τους νεαρούς άλλες βραδιές.
Αιθέριες υπάρξεις
Όλες ήταν κομψότατες στα καλοραμμένα ταγιέρ και φορέματα που φορούσαν, με τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ, το προσεγμένο χτένισμα και μακιγιάζ, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι γινόταν σουαρέ σε κοσμικό σαλόνι της υψηλής αριστοκρατίας. Οι οικοδεσπότες ανταποκρίθηκαν ανάλογα. Σεβασμός, χειροφιλήματα, φιλοφρονήσεις έκαναν τις κυρίες να νοιώσουν επιτέλους «Ανθρώπινα πλάσματα» και όχι κοινωνικά αποβράσματα. Αυτή η αίσθηση είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποδώσουν ανάλογα. Συστήθηκαν με τα κανονικά τους ονόματα ξαφνιάζοντας τους πάντες. Ποια η έκπληξη των νεαρών για παράδειγμα όταν έμαθαν πως η «Σάσα» τους ήταν η Ιταλίδα Άννα Τζιοβάνι. Αποδείχτηκε μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματική, καθώς φαίνεται πως της είχε ανατεθεί, από τις άλλες, ρόλος συντονίστριας.
Αυτή η κοπέλα είχε δυστυχώς περίεργη τύχη. Παντρεύτηκε αργότερα, λίγο πριν από τον πόλεμο με ένα πλούσιο Εβραίο από τα Χανιά και απέκτησε μάλιστα ένα παιδί. Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε. Συνελήφθη από τους Γερμανούς με τον άνδρα της και το παιδί της χωρίς να ξέρει κανένας έκτοτε την τύχη της.
Εκείνο το βράδυ όμως κυριαρχούσε με τη γοητεία της. Πήρε τη θέση της μαζί με τις άλλες στο τραπέζι απέναντι από τους κυρίους και όλοι μαζί απόλαυσαν τους μεζέδες που άρχισαν να καταφθάνουν συνοδευόμενοι με γλυκόπιοτο ανωγειανό κρασί. Η καλή διάθεση δημιούργησε μια ζεστή ατμόσφαιρα με το κέφι να κυριαρχεί και τη διάθεση όλων να συναγωνιστούν σε αναμνήσεις από εορτασμούς περασμένων χρόνων που είχαν έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Απολογισμό ζωής έκαναν οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ νιώθοντας περίεργα συναισθήματα και κυρίως ελευθερία σκέψης χωρίς τον φόβο παραβίασης του κοινωνικού πρωτοκόλλου. Στις αφηγήσεις βέβαια «έκλεψαν» την παράσταση οι κυρίες που με τις εμπειρίες τους από τα σπίτια που δούλεψαν είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες. Απέφευγαν επιμελώς ονόματα αλλά γοήτευσαν τους ακροατές τους με την αφηγηματική τους χάρη. Σχόλια και φιλοσοφικές ερμηνείες που διάνθιζαν τον μύθο έδειχναν πως και οι γυναίκες αυτές είχαν άποψη. Και το δικαίωμα να την υποστηρίξουν.
Γλέντι μέχρι πρωίας
Γλέντι όμως χωρίς μουσική δεν γίνεται. Ακολούθησαν τραγούδια και χοροί από όλη την Ελλάδα με τη λύρα και το λαούτο βέβαια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, μια κοπέλα από την Πόλη με το τραγούδι της μετέφερε στην ατμόσφαιρα ανατολίτικο χρώμα και η συνέχεια δόθηκε από ένα γραμμόφωνο που ξεσήκωσε τους πάντες για φοξ ταγκό και βαλς. Κι εδώ οι κυρίες έδωσαν ρεσιτάλ, καθώς είχαν αποκτήσει εξαιρετικές επιδόσεις μαθαίνοντας τους ευρωπαϊκούς χορούς.
Κατά καιρούς σταματούσε το γλέντι για ν’ αδειάσουν μερικές πιατέλες κι ύστερα πάλι χορός. Ήταν μια νύχτα ξεχωριστή για όλους με θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας και απόδραση από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που καταδυνάστευε τα μέλη της προς δόξαν του καθωσπρεπισμού.
Προς το ξημέρωμα σερβιρίστηκε κοτόσουπα αυγολέμονο με μπόλικο λεμόνι που όλοι απόλαυσαν, γιατί ήταν, εδώ που τα λέμε, ό, τι έπρεπε για το ταλαιπωρημένο από τις γευστικές υπερβάσεις στομάχι τους.
Και λίγο πριν φέξει η πρώτη μέρα του 1937, ήρθαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τις κυρίες για τα σπίτια τους. Οι κύριοι έμειναν φυσικά για να τακτοποιήσουν τον λογαριασμό.
Ήταν μια μοναδική βραδιά για όλους που την χάρηκαν. Και τον λόγο μας εξηγεί με την περίτεχνη γραφίδα του ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που αναφέρεται στο περιστατικό αυτό και το σχολιάζει:
«Ποτέ δεν έγινε στο Ρέθεμνος, τόσο εξευγενισμένη ψυχαγωγία. Ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβει κάποιος αυστηρά προσκολλημένος στις παραδόσεις ότι και τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα δεν ήταν απόλυτα βούρκος. Οι συμπεριφορές δημιουργούν καταγώγια. Οι άνθρωποι που κρύβονται εκεί ίσως να διαθέτουν ψυχικούς θησαυρούς αλλά η αδυσώπητη μοίρα, οι ανάγκες που παρακολουθούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, και θλιβερά γεγονότα είναι συνηθισμένο να τους οδηγούν στο χάος, σε τόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που τους προόριζε η θεία πρόνοια…».
Ένας άνδρας με φιλότιμο
Μια ακόμα περίπτωση μου έρχεται στο νου με αφορμή το αφιέρωμα αυτό.
Καλό μου φίλος και παλιός Ρεθεμνιώτης ήταν μέλος μιας ομάδας από τα πλέον επίλεκτα μέλη της τοπικής κοινωνίας.
Ανάμεσα τους και δικηγόρος, σπουδαίος επιστήμονας και εξαιρετικά φιλότεχνος.
Ήταν από τα πλέον ενεργά μέλη της πολιτιστικής ζωής του τόπου.
Μια μέρα ο φίλος μου έτυχε σε συζήτηση ενός ευυπόληπτου οικογενειάρχη που ετοιμάζοντας γιορτή στο σπίτι του, έκανε τη λίστα των προσκεκλημένων. Ο φίλος μου βλέποντας να λείπει το όνομα του δικηγόρου, που είχε και καλή σχέση με τον οικοδεσπότη απόρησε και έσπευσε να του το θυμίσει. Εκείνος τον κοίταξε καλά καλά και του είπε: «Μήπως κάτι σου διαφεύγει;».
Κι επειδή ο άλλος έδειχνε να μην καταλαβαίνει, του είπε το μεγάλο μυστικό που απέκλειε από κάθε κοινωνική εκδήλωση με οικογενειακό χαρακτήρα τη συμμετοχή του δικηγόρου.
Είχε τολμήσει να ενώσει τη ζωή του με μια γυναίκα από τα σπίτια της Φορτέτζας.
Οι καθώς πρέπει οικογενειάρχες δεν του συγχώρεσαν ποτέ. Εκείνος όμως έζησε τόσο ευτυχισμένος πλάι σε μια γυναίκα άξια σύντροφο και απόλυτα αφοσιωμένη ς’ αυτόν.
Κλείνοντας θα ήθελα να εκφράσω ακόμα μια φορά τον αποτροπιασμό μου, μελετώντας τα κατοχικά δρώμενα, για την εν ψυχρώ εκτέλεση μιας γυναίκας, από τους αντάρτες, που ψυχαγωγούσε τους Γερμανούς κατακτητές για να θρέψει επτά – θαρρώ – παιδιά.
Λες και ήταν η μοναδική αν εμβαθύνουμε – που δεν χρειάζεται πια – σε άλλα δρώμενα και ιστορικά τεκμηριωμένα.
Ο πλούτος και τα συμφέροντα στάθηκαν τελικά οι μοναδικοί εκτιμητές της κάθε περίπτωσης εθνικής αναξιοπρέπειας.
Καλύτερα τα ανείπωτα που λέει κι ο σοφός λαός μας κοντολογίς.