Είναι πραγματική χαρά και αισιόδοξο νέο να βλέπεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης παλαιούς συμφοιτητές και άξιους δασκάλους να αναλαμβάνουν μαζικά θέσεις διευθυντών σχολείων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Ρέθυμνο, την Κρήτη και όλη την Ελλάδα. Είναι αν θέλετε η επιβράβευση, όχι μόνο λόγω ηλικίας, μιας γενιάς που οι ίδιοι, οι οικογένειές μας και η κοινωνία επένδυσαν στη γνώση. Τότε που το πανεπιστήμιο συνδύαζε, και καλώς, στο φαντασιακό μας την απόκτηση μόρφωσης με την κοινωνική άνοδο και δικαιοσύνη. Τότε που το όνειρο για μια θέση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν αλληλένδετο με την ατομική εξωστρέφεια και τη διάθεση για προσφορά κοινωνικό σύνολο.
Οι εποχές άλλαξαν και αυτοί οι άνθρωποι αναλαμβάνουν τα ηνία μιας σχολικής μονάδας γνωρίζοντας από την εμπειρία τους στην εκπαίδευση ότι το έργο τους είναι δύσκολο. Οι καθημερινές προσκλήσεις σε μια κοινωνία που η συνοχή της έχει διαρρηχθεί από τις πολλαπλές κρίσεις και τον προηγούμενο ή παρεπόμενο ατομικισμό, αντανακλώνται στα πρόσωπα των μικρών παιδιών και των εφήβων που προσπαθούν να βρουν τα εκπαιδευτικά και κοινωνικά πατήματά τους. Με μια πολιτεία, ειδικά τα τελευταία τέσσερα χρόνια, να απαξιώνει τη δημόσια εκπαίδευση, προωθώντας με λανθάνοντα τρόπο μια παιδεία δύο ταχυτήτων, που ευνοεί, όπως και στα ζητήματα δημόσιας υγείας, αυτούς που έχουν χρήματα.
Σε αυτό το πλαίσιο οι εκπαιδευτικοί καλούνται να ανταπεξέλθουν στις ελλείψεις και τις ανεπάρκειες του δημόσιου σχολείου, με τους διευθυντές να επωμίζονται το επιπλέον και σημαντικό βάρος της όσο το δυνατόν αρμονικότερης διοίκησης. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι τη τελευταία δεκαετία ένα σχολείο χαρακτηρίζεται «καλό» ή «κακό», λόγω της αποτελεσματικότητας του διευθυντή του να ισορροπεί καταστάσεις σε «τεντωμένο» σχοινί και της εφευρετικότητας των εκπαιδευτικών λειτουργών να κρατούν ζωντανό το ενδιαφέρον των μαθητών. Μια κατάσταση που δυστυχώς είναι δηλωτική της ασυνέχειας και της σπασμωδικού χαρακτήρα πολιτικής που επικρατεί στον χώρο της παιδείας, επιβεβαιώνοντας με αρνητικό πρόσημο την ακροτελεύτια διάταξη του συντάγματος.
Οι διευθυντές και οι δάσκαλοι των παιδιών μας πρέπει να νιώθουν την ασφάλεια της λειτουργίας τους σε ένα υγιές εκπαιδευτικό περιβάλλον. Προφανώς και δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ικανότητες. Ωστόσο, τις ατομικές ανεπάρκειες ή αστοχίες οφείλει να καλύπτει η διοικητική συνέχεια και συνέπεια. Οι διευθυντές, που το ιδανικό θα ήταν να συνδυάζουν την εμπειρία, τη συνεχή κατάρτιση και τη διοικητική επάρκεια, είναι μέρος του συνόλου και το συντονίζουν όχι μόνο ξέροντας πώς να κρατούν την μπαγκέτα αλλά και με τις δυνατότητες που η οργανωμένη πολιτεία τους δίδει. Οι χαμηλοί μισθοί, οι απαρχαιωμένες υποδομές και οι κοινωνικές ανισότητες μάλλον δεν αποτελούν το ιδανικό σκηνικό για να επιτελέσουν με τον καλύτερο τρόπο το έργο τους και φυσικά δεν αποτελούν τα συστατικά υλικά ενός σύγχρονου σχολείου…
Καλή δύναμη κι επιτυχία σε όλους!
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός