Φεβρουάριο 1927 και οι Ρεθεμνιώτες διαβάζουν στον τοπικό τύπο για την έναρξη λειτουργίας μιας κλινικής. Αναφέρει συγκεκριμένα η «Κρητική Επιθεώρηση»:
«Ήρξατο λειτουργούσα εν τη πόλει μας Μαιευτική Κλινική υπό την διεύθυνσιν του καλλίστου παρ’ ημίν Μαιευτήρος κ. Νικολάου Λυράκη.
Η νέα κλινική έρχεται πράγματι να αναπληρώση ένα κενόν εν τω νομώ μας, ως επίσης να δώσει προοδευτικήν ώθησιν εις σοβαρότατον κλάδον της Ιατρικής, υπό επιστήμονος γνωστής και δεδοκιμασμένης ικανότητος
Από της απόψεως ταύτης χαιρετίζομεν την ίδρυσιν ταύτης και ευχόμεθα λαμπράν πρόοδον εις τον ιδρυτήν της …».
Έτσι με τις ευχές όλων άνοιξε τις πύλες της η κλινική όπου είδε το πρώτο φως της ζωής πλέον του μισού Ρεθύμνου.
Είχε πάθος με την επιστήμη του ο Νικόλαος Λυράκης, που ευτύχησα να γνωρίσω και να απολαμβάνω τις υπέροχες και τόσο παραστατικές διηγήσεις του. Μα δεν ήταν μόνο ένα εξαιρετικός γιατρός, αλλά κι ένας φιλάνθρωπος σεμνός και διακριτικός κι ένας από τους πλέον ενεργούς πολίτες αυτού του τόπου με τεράστια προσφορά στα κοινά.
Ο Λυράκης γεννήθηκε το 1898 στα Φραντζεσκιανά Μετόχια Ρεθύμνου. Αυτό το χωριό του το λάτρεψε και το ευεργέτησε αρκετές φορές.Τέλειωσε το δημοτικό σχολείο στα Μετόχια και το γυμνάσιο στο Ρέθυμνο. Το 1918 γράφτηκε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά στρατεύθηκε αμέσως και υπηρέτησε σε πολλά στρατιωτικά νοσοκομεία Πήρε μέρος στον Μακεδονικό αγώνα και στη Μικρασιατική εκστρατεία Έφτασε μαχόμενος μέχρι το Σαγκάριο και το Εσκί Σεχίρ, ενώ αργότερα υπηρέτησε σε όλη τη διάρκεια του Αλβανικού έπους.Ανήκε στο πρώτο τάγμα του θρυλικού ταγματάρχη Αριστείδη Παναγιωτάκη.
Εκείνα τα βιώματα σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή του καθόρισαν την πολιτική ιδεολογία και τα πιστεύω του κι έμειναν τόσο ζωντανά στη μνήμη του ώστε κυριαρχούσαν στις αφηγήσεις του μέχρι τη δύση του βίου του.
Μετά από δυο χρόνια παραμονής στην κόλαση του μετώπου, επέστρεψε και μετά από εξετάσεις πέρασε στην Υγειονομική σχολή Αθηνών σαν υπαξιωματικός. Το 1930 έφυγε για το Παρίσι όπου και παρακολούθησε εξειδικευμένα μαθήματα μαιευτικής. Για μισό αιώνα θα διέπρεπε κοσμώντας την επιστήμη του και τιμώντας τον όρκο του Ιπποκράτη.
Δεν ήταν μόνο ο φλογερός πατριώτης ο Νικόλαος Λυράκης αλλά και ο φιλοπρόοδος πολίτης με εξαιρετική κοινωφελή δράση. Δεν είναι τυχαίο ότι είχε εκλεγεί επανειλημμένα στο δημοτικό συμβούλιο στο οποίο ήταν πρωτεργάτης. Διετέλεσε και πρόεδρος του Ιατρικού συλλόγου. Εξαιρετικές και οι νεκρολογίες του τιμώντας τη μνήμη συναδέλφων του «αναχωρητών».
Σαν δημοτικός σύμβουλος επέμενε και πέτυχε την δημοτικοποίηση του ιδιωτικού μέχρι τότε εργοστασίου ηλεκτρισμού της πόλης και την επίλυση άλλων σοβαρών θεμάτων του δήμου.
Είχε την ευκαιρία να συνεργαστεί αρμονικά με εκλεκτούς συναδέλφους του, όπως ο Γιώργος Τσουδερός, στην κλινική Μαρούλη, που αποτέλεσε για το Ρέθυμνο ένα θαυμάσιο νοσηλευτικό ίδρυμα. Εκεί αρχίζει να ασκεί την ειδικότητα του μαιευτήρα.
Από την αρχή είδε την επιστήμη του σαν λειτούργημα. Μέρα νύχτα ήταν αφοσιωμένος στο καθήκον προσφέροντας την επιστημονική του βοήθεια και στο πιο απομακρυσμένο χωριό.
Αργότερα ιδρύει τη δική του κλινική, η οποία δεν υπάρχει πια.
Μια υπέροχη γυναίκα
Από τις μεγάλες δωρεές της ζωής ήταν ο γάμος του με την Ελευθερία Αντ. Λαμπάκη, δασκάλα, μια υπέροχη γυναίκα και άνθρωπο. Από το γάμο του αυτό απόκτησε δυο γιους. Ήταν ο Γιώργος και ο Αντώνης του.
Η κλινική του άριστα οργανωμένη έδινε μια αίσθηση σιγουριάς στην μέλλουσα μητέρα. Εκτός από το γιατρό ήταν εκεί και η πανταχού παρούσα κυρία Ελευθερία, στην οποία έχουμε κάνει αφιερώματα για τη ζωή και το έργο της (Ιούλιος 1978). Εκεί και η Έλλη Βότζη είχε την ευκαιρία να καθιερώσει την εξέταση ομάδων αίματος που απομάκρυνε κάθε κίνδυνο σε περίπτωση μετάγγισης Μια καινοτομία από τις τόσες που συναντούσες στην κλινική Λυράκη.
Ήταν τόσο υψηλό το επίπεδο αντιμετώπισης και των πιο σοβαρών προβλημάτων, που μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις κατεφευγαν οι Ρεθεμνιώτες σε μεγάλα επιστημονικά κέντρα των Αθηνών.
Ο Νικόλαος Λυράκης είχε το «χάρισμα» να κάνει ακριβείς διαγνώσεις με μια απλή εξέταση και με τα πρωτόλεια μέσα εκείνης της εποχής.
Ο ιδρυτής των «Ρεθεμνιώτικων Νέων» Γιάννης Χαλκιαδάκης τον θυμάται να λέει σε νεαρή λεχώνα, χωρίς έπαρση, αλλά με αφοπλιστική σεμνότητα :
– Τοξερες μπρε κοπελιά ότι έχω ξεγεννήσει και τη μάνα και τη γιαγιά σου;
Το αναφέρει σε μια θαυμάσια νεκρολογία που είχε γράψει αποχαιρετώντας τον γιατρό.Και πρόσθετε ο Χαλκιαδάκης, ανάμεσα στα άλλα ότι: «Δεν είναι υπερβολή να γραφτεί αυτή την ώρα ότι η κλινική Λυράκη ήταν μιας άλλης μορφής εκκλησία, στην οποία ο τοκετός ήταν ιεροτελεστία στην οποία συλλειτουργούσαν ο γιατρός και η επίσης αξέχαστη συντρόφισσα της ζωής του κυρία Ελευθερία».
Κι ήρθε ο θάνατος να του ανοίξει πληγή αγιάτρευτη. Έχασε τον πρωτότοκο γιό του τον Γιώργο, από νεφρική ανεπάρκεια στα 38 του χρόνια. Μόλις που είχε αρχίσει να ασκεί την ιατρική.
Ο γιατρός με αξιοπρέπεια αντιμετώπισε τη μεγάλη αυτή απώλεια και με την αξέχαστη σύζυγό του Ελευθερία βίωσαν το πένθος τους με εγκαρτέρηση και υπομονή αντλώντας κουράγιο ο ένας από τον άλλο.
Ευτυχώς είχε μείνει ο Αντώνης τους, επίσης γιατρός, μικροβιολόγος, που κοντά του μέτρησε ο αξέχαστος μαιευτήρας τις τελευταίες του μέρες.
Ανιδιοτελής επιστήμονας
Ο Νικόλαος Λυράκης υπολόγιζε, πως είχε βοηθήσει να δουν το πρώτο φως της ζωής κάπου 6.500 παιδιά. Αυτό δεν το ξέρουμε με βεβαιότητα. Ο ίδιος το ανέφερε. Και θάλεγε κανείς πως η κλινική εκείνη ήταν χρυσορυχείο.
Κι όμως ο Λυράκης δεν είχε φροντίσει να εξασφαλίσει πηγές εσόδων, καθώς δεν άντεχε να λειτουργεί με κερδοσκοπικά κριτήρια Γι’ αυτόν όποιος πήγαινε στην κλινική του είχε τη μεταχείριση συγγενούς. Κάποιος είχε αναφέρει μάλιστα τη δική του περίπτωση. Ενώ είχε εξασφαλίσει τα χρήματα για τη γέννα της γυναίκας του, από την ασφάλειά του, ο Λυράκης του τα επέστρεψε διακριτικά, επειδή ήξερε πως περίμεναν πέντε ακόμα στόματα ψωμί στην οικογένεια, που πορευόταν με το μεροκάματο του πατέρα χωρίς κανένα άλλο έσοδο. Και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση αυτή. Αποτέλεσμα μιας ζωής προσφορά ήταν να αποζεί ο Λυράκης στα στερνά του από μια σύνταξη και μόνο.
Τα όποια κέρδη είχε, στην περίοδο ακμής της κλινικής του, κι αυτά τα διέθετε για νέα επιστημονικά όργανα και για την άνοδο των παρεχομένων από την κλινική του υπηρεσιών.
Κι όταν ανακοίνωσε τη λήξη της θητεία του στην υπηρεσία του Ιπποκράτη τον Ιανουάριο του 1973, πάγωσε η τοπική κοινωνία συναισθανόμενη ότι κλείνει και η ιστορική κλινική που γεννήθηκαν γενιές Ρεθεμνιωτών. Το άκουσμα ενέπνευσε στον επίσης σπουδαίο μας πολυγραφότατο αρθρογράφο Ανδρέα Σταυρουλάκη ένα συγκινητικό αφιέρωμα με αφορμή ένα γεγονός που έζησε ο ίδιος με το γιατρό στη διάρκεια της Κατοχής. Είχε δημοσιευτεί με τον τίτλο « Χειρουργείο στο χωριό».
Μια συγκινητική ιστορία
Ήταν τέλος Φλεβάρη 1943. Ένα φοβερό κατακαίρι βασάνιζε τα χωριά. Το χιόνι που έπεφτε πυκνό, δεν επέτρεπε να δεις σε απόσταση δυο μέτρων. Αυτός ο χειμώνας που συνδυαζόταν με πικρή σκλαβιά, πείνα και βασανιστήρια από τον κατακτητή ήταν ο πιο σκληρός που θυμόταν το Ρέθυμνο.
Η ζωή όμως συνέχιζε την ανοδική πορεία της στον χρόνο αδιαφορώντας για τις συνθήκες που επικρατούσαν. Και μέσα σ’ αυτή την ζοφερή χειμωνιάτικη ατμόσφαιρα μια γυναίκα στον Πλακιά προσπαθούσε μέσα σε φρικτούς πόνους να φέρει το παιδί της στον κόσμο. Βασανιζόταν τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς αποτέλεσμα. Τα νερά είχαν «σπάσει» οι πόνοι σταμάτησαν και η μαμή του χωριού, που πρόσφερε κάθε δυνατή βοήθεια, είχε αρχίσει να απελπίζεται. Θα έχανε την επίτοκο και δεν μπορούσε να αποτρέψει το μοιραίο.
Κάποιος τότε πρότεινε να ψάξουν για ένα γιατρό. Ένας όμως υπήρχε μόνο. Ο Νικόλαος Λυράκης. Και το χωριό απείχε τριάντα χιλιόμετρα από την πόλη. Πώς να τον φέρουν με τόσο άσκημο καιρό. Και πώς να μετακινήσουν τη γυναίκα στην απελπιστική κατάσταση που βρισκόταν ένα βήμα πριν από το θάνατο; Και πώς να τον ειδοποιήσουν αφού δεν υπήρχαν ούτε τηλέφωνα ούτε άλλο μέσον επικοινωνίας σε έκτακτες περιπτώσεις όπως αυτή.
Ο άνδρας της γυναίκας και τ’ αδέλφια της δεν κάθισαν με σταυρωμένα χέρια. Έτσι κι αλλιώς δεν είχαν άλλες επιλογές. Μάνα και έμβρυο κινδύνευαν. Με μια πατέντα που έκαναν στο σωμάρι του υποζυγίου, δημιούργησαν μια βολική κάπως θέση, σαν πολυθρόνα. Ανεβάζουν πάνω την επίτοκη που ήταν μισοπεθαμένη, τη δένουν με προσοχή να μην πέσει και ξεκινούν. Δυο άνδρες, η γυναίκα και το μουλάρι. Μπροστά ο ένας κρατώντας το χαλινάρι και πίσω ο άλλος παρακολουθεί να προλάβει κάποιον κίνδυνο. Εκτός των άλλων ήταν και τα μπλόκα του εχθρού. Δεν ήξερες εκείνους τους καιρούς από τι να φυλαχθείς.
Πέρασε η απελπισμένη συντροφιά το φαράγγι του Κοτσυφού, που κι αυτό δεν φαινόταν μέσα στη χειμωνιάτικη κατσιφάρα. Οδηγούνταν περισσότερο από το απειλητικό βοητό του άγριου ρεύματος. Το χιόνι εξακολουθούσε να πέφτει και η δύστυχη μέλλουσα μάνα κόντευε να ξυλιάσει πάνω στο ζώο. Στιγμές σταματούν οι άνδρες για να εξετάσουν αν ζει, όταν δεν άκουγαν το βογκητό της. Κάποια στιγμή κι οι ίδιοι αισθάνθηκαν ότι δεν αντέχουν. Οι δυνάμεις τους άρχισαν να τους εγκαταλείπουν. Ήταν όλοι τους χαμένοι να μείνουν σ’ εκείνη την ερημιά μέσα στη χιονοθύελλα.
Τα πράγματα χειροτέρεψαν όταν η επίτοκος τους παρακαλούσε να σταματήσουν και να την αφήσουν εκεί να πεθάνει. Δεν άντεχε άλλο. Είχε αποκάμει.
Οι άνδρες προσπαθούσαν να κάνουν κουράγιο για να δώσουν και σε κείνη. Και κει που νόμιζαν πως ήρθε το τέλος τους διέκριναν σπίτια στον ορίζοντα. Πλησίαζαν σε χωριό. Πράγματι είχαν φθάσει στον Άγιο Βασίλη. Σταμάτησαν σε μια πόρτα και χτύπησαν. Θα ήταν δέκα το πρωί. Μέσα στο σπίτι επικρατούσε απόλυτη ησυχία Σε μια μικρή κουζίνα προσπαθούσαν να ζεσταθούν μια οικογένεια με τέσσερα παιδιά. Η νοικοκυρά ακούγοντας τον χτύπο πετάχτηκε έξω και καλοδέχτηκε τους απρόσκλητους μουσαφίρηδες. Ο αδελφός της κοπέλας εξήγησε το πρόβλημά τους και ζήτησε βοήθεια να συνεφέρουν.
Η νοικοκυρά δεν περίμενε να ολοκληρώσει ο άλλος τη διήγηση. Τράβηξε και το άλλο φύλλο της πόρτας να ανοίξει καλύτερα και φώναξε τον άνδρα της να βοηθήσει. Έπρεπε να μεταφέρουν αμέσως την κοπέλα σε ένα πιο ζεστό περιβάλλον.
Αμέσως και χωρίς δεύτερη κουβέντα αποσύρθηκαν τα παιδιά σε άλλη κάμαρη και άφησαν τον τόπο γύρω από τη φωτιά στους ξένους που ζεστάθηκαν και αμέσως συνήλθαν. Μόλις πήρε μια ανάσα ο αδελφός ξεκίνησε αμέσως για το Ρέθυμνο να φέρει τον γιατρό. Βασανιστικά κυλούσαν οι ώρες. Μέχρι που κατά το απόγευμα φάνηκε ο αδελφός με τον γιατρό. Είχαν δεινοπαθήσει και οι δυο μέχρι να φθάσουν.
Ο Λυράκης εξέτασε τη γυναίκα και κοίταξε με συμπόνια τους συνοδούς της. Το έμβρυο ήταν νεκρό. Έπρεπε αμέσως να χειρουργήσει τη μητέρα για να τη σώσει από βέβαιο θάνατο.
Με τις σίγουρες κινήσεις που τον χαρακτήριζαν, εκεί χωρίς φως και χωρίς χειρουργικό τραπέζι, ετοίμασε τα εργαλεία του. Έβγαλε το νεκρό βρέφος και περιποιήθηκε τη μητέρα με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αντιμετωπίσει προβλήματα αργότερα σε μια επόμενη κύηση. Έτσι την έσωσε.
Η γυναίκα έμεινε δέκα μέρες στο φιλόξενο σπίτι. Οι νοικοκυραίοι με την αρχοντιά που χαρακτήριζε τη Ρεθεμνιώτικη ψυχή, μοιράζονταν μαζί της τα ελάχιστα που είχαν να συντηρηθούν και πάντα με το χαμόγελο και την παρήγορη κουβέντα. Πέρασαν τα χρόνια αλλά το περιστατικό δεν ξεχάστηκε. Από τότε η γυναίκα πήγαινε κάθε χρόνο και άναβε ένα κερί στον Άγιο Βασίλη που την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Και πάντα προσευχόταν για τον γιατρό και την οικογένεια που τη βοήθησαν.
Το χρονογράφημα αυτό του Ανδρέα Σταυρουλάκη με τίτλο «Χειρουργείο στο χωριό» έκανε αίσθηση. Οι πάντες συγκινήθηκαν. Πόσο μάλλον ο γιατρός που απάντησε αμέσως με επιστολή του στην ίδια εφημερίδα.
Όπως ανέφερε, όμως, με τις ευχαριστίες του στον Ανδρέα Σταυρουλάκη, την περίοδο της κατοχής, οι επεμβάσεις του τύπου αυτού ήταν μια ρουτίνα. Γιατί μέσα στη θύελλα του πολέμου και της κατοχής, δεν είχαν την πολυτέλεια οι άνθρωποι να προσέχουν όσο θα έπρεπε την υγεία τους. Και ιδιαίτερα οι έγκυες ήταν στο έλεος της μοίρας με τα δεδομένα της εποχής. Κι όταν έφθανε ο γιατρός ήταν πλέον αργά στις περισσότερες των περιπτώσεων. Με την επιστολή αυτή του γιατρού έγινε γνωστή και η ταυτότητα της οικογένειας που φιλοξένησε και βοήθησε τη γυναίκα. Ήταν αυτή του Ανδρέα Σταυρουλάκη που κατέγραψε στα χρονικά του τόπου το περιστατικό και με τη γλαφυρή πένα του το ανέφερε εν ήδη μυθοπλασίας όπως το συνήθιζε πάντα από σεμνότητα, όταν αναφερόταν στον ίδιο ή στην οικογένειά του.
Ο χαμός της Ελευθερίας κλόνισε την υγεία και το ηθικό του
Ο Νικόλαος Λυράκης, έχαιρε την εκτίμηση και τον σεβασμό όλης της τοπικής κοινωνίας. Η ζωή όμως δεν στάθηκε φιλική μαζί του. Το τελευταίο πλήγμα που του επέφερε ήταν ο θάνατος της Ελευθερίας του. Ήταν μια τραγική απώλεια, καθώς τη λάτρευε.
Θυμάμαι πόσο τον παρηγορούσε να μου μιλά γι αυτή και για τους κοινούς αγώνες να σώζουν ζωές. Ζούσε πράγματι με τη θύμησή της και ποτέ δεν κατάφερε να διαχειριστεί την απώλεια αυτή.
Η απουσία της Ελευθερίας του κλόνισε και την υγεία και το ηθικό του. Μοναδική του παρηγοριά ήταν να έρχεται, μόλις άνοιγε ο καιρός, στο Ρέθυμνο να φορτίζει τις δυνάμεις του από την αγάπη των συμπατριωτών του και να δίνει ενδιαφέροντα δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο. Αμέτρητα είναι αυτά τα δημοσιεύματα κυρίως ιστορικού περιεχομένου και όλα αξιοπρόσεκτα Η ερευνητική ομάδα του Πολιτιστικού Ρεθύμνου τα έχει συγκεντρώσει και ήδη τα επεξεργάζεται για να αναρτηθούν μέχρι τον ερχόμενο Μάιο. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το ημερολόγιό του από τη συμμετοχή του στο Αλβανικό μέτωπο.
Οι αναφορές του στον Ανδρέα Ροδινό ήταν από τις αγαπημένες του. Αναφέρει κάπου:
«…το έτος 1917-18 που τελείωσα το γυμνάσιο βρέθηκα στο δώμα του πατρικού σπιτιού ένα πρωινό και συνάντησα στο διπλανό δώμα της γιαγιάς τον Aνδρέα, παιδί 10 χρόνων, γεροδεμένο και καλόκαρδο, που κρατούσε μια λύρα μικρού μεγέθους χωρίς χορδές και δοξάρι και την περιεργαζόταν. Είχα ακούσει από καιρό πως προσπαθούσε να μάθει λύρα και για να τον αστειευθώ τον ρώτησα: Πότε επιτέλους θα την μάθεις αυτή τη λύρα; Nα την, μου απαντά, την αγόρασα πέντε δραχμές. Eγώ, Nίκο, συνεχίζει, θα τη μάθω τη λύρα. Δεν φοβούμαι και θα πάω στο φαράγγι τα μεσάνυχτα να παίξω χωρίς να μιλώ, όταν θα έρθουν οι διαόλοι να με κουτουλούν με τα κέρατά τους, εγώ θα παίζω και θα τη μάθω… Eγώ κατόπιν τα διηγήθην και στη συνέχεια προήλθε μία σύγχυση στο ιστορικό αυτό».
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο Νικόλαος Λυράκης, τα πέρασε στην Αθήνα όπου είχε μετοικήσει για να βρίσκεται κοντά στον γιο του. Συνήθιζε να κατεβαίνει στο Ρέθυμνο την άνοιξη, να κάθεται όλο το καλοκαίρι και να επιστρέφει στη βάση του μόλις φθινοπώριαζε.
Δεν πρόλαβε όμως να αποχαιρετήσει τον τόπο του, όπως το ήθελε.
Πέθανε στις 7 Απριλίου 1987 στην Αθήνα.
Έτσι στερήθηκαν την ευκαιρία χιλιάδες Ρεθεμνιωτών να τον συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία.
Υπάρχει οδός στο όνομά του στην περιοχή της Καλλιθέας, όπου το 6ο δημοτικό σχολείο.
Αλλά ο Νικόλαος Λυράκης, υπάρχει κυρίως, στη μνήμη πολλών που τον αναφέρουν πάντα με αγάπη και ιδιαίτερη συγκίνηση.