Μπορεί να έζησα μεγάλες συγκινήσεις στα 50 χρόνια της δημοσιογραφικής μου καριέρας, γνωρίζοντας από κοντά μεγάλες μορφές της Τέχνης και της διανόησης, αλλά εκείνη τη μέρα που βγήκα να υποδεχτώ στο Studio Ρέθυμνο τον Νίκο Ξανθόπουλο, δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Ούτε βέβαια και το χαμόγελό του, όταν κατάλαβε το τρακ που με είχε κυριεύσει.
Βέβαια όταν προσπάθησα να αναλύσω εκείνο το συναίσθημα, που δεν είχα νοιώσει μπροστά σε ένα Καστοριάδη, σε ένα Μινωτή, σε ένα Βρεττάκο, δεν νομίζω ότι μου έδωσε η επιστήμη μου τις απαντήσεις που ήθελα.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος δεν ήταν ο ηθοποιός που έκανε τις κοριτσίστικες καρδιές να χτυπούν, όπως ο Μπάρκουλης και ο Αλεξανδράκης. Ήταν η καρδιά της Ρωμιοσύνης. Ήταν το ρωμέικο φιλότιμο στην ενσάρκωσή του.
Εκεί στην προσφυγική γειτονιά του Κερατσινίου, που μεγάλωσα, κάθε ταινία του Ξανθόπουλου, δημιουργούσε ουρές στο ταμείο. Κι ας ήταν το πικρό αντίτιμο της εξόδου αυτής κάποια στέρηση αγαθού για να αντέξει ο οικογενειακός προϋπολογισμός. Αυτός ο ηθοποιός με την ντρέτα και, κάπως, στομφώδη φωνή, που έκανε σλόγκαν την ατάκα «για τη φουκαριάρα τη μάνα μου», ήταν το πρότυπο του ανδρός, που θα έκανε μια γυναίκα ευτυχισμένη και του γιου, που θα πρόσφερε μια ανάσα στην ταλαιπωρημένη από τα χτυπήματα της ζωής μητέρα του. Ήταν το δεοντολογικό πρότυπο μιας υγιούς ερωτικής σχέσης. Ήταν το απαύγασμα της θεωρίας καμιά εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Και όλα αυτά πριν από την «Ξεριζωμένη γενιά» και την «Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου», που απογείωσαν την καριέρα του. Είχαν βλέπετε με τις ταινίες αυτές, οι πρόσφυγες, κάτι να δείξουν στα εγγόνια τους, για να τα πείσουν πως οι ιστορίες από την Οδύσσεια καθενός, μετά την καταστροφή, δεν ήταν παραμύθια για να περνά η ώρα.
Αυτά με κάνανε εκείνο το πρωί στο ραδιοφωνικό σταθμό να δυσκολευτώ πολύ να ξεκινήσω την εκπομπή μου, έχοντας δίπλα μου τον μεγάλο Νίκο Ξανθόπουλο.
Κι όμως ήταν ο ίδιος απλός άνθρωπος που έζησα στην οθόνη. Σκέψη μεστή, λόγος κοφτός, και άποψη ποτισμένη από την αλήθεια της φυλής μας. Και μέσα σε λίγη ώρα ήταν σαν να γνωριζόμαστε από κοντά χρόνια και ανταλλάσαμε τα νέα μας.
Μου μίλησε για τα δύσκολα χρόνια στην Νέα Ιωνία που μεγάλωσε, γαλουχημένος με τους καημούς του Πόντου, βιώνοντας τον αγώνα της μάνας να υπάρχει καθημερνό στην οικογένεια και του πατέρα που ακολουθούσε τη μοίρα του ασυμβίβαστου ιδεολόγου, κάνοντας το χρέος του και στην Αντίσταση Κυνηγημένος, δεν βρήκε ποτέ την ευκαιρία να χαρεί όσο θα ήθελε το παιδί του.
Κατά τα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ. Εκτός από τον αθλητισμό, λάτρευε και το διάβασμα. Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, παρότι αρχικά τον γοήτευε η ιδέα να γίνει φιλόλογος. Ίνδαλμά του τότε υπήρξε ο Μάνος Κατράκης.
Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αν και ηθοποιός του θεάτρου από το 1957 έως το 1963, αφοσιώθηκε τελικά στον κινηματογράφο.
Μου είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για το ρόλο που είχε στην ταινία «Ο αετός των σκλαβωμένων» (1970), γιατί είχε να κάνει με την Κρήτη που λάτρευε «σαν να έχω συγγενικούς δεσμούς» μου είπε χαρακτηριστικά.
Εκείνη την περίοδο, που κατέβηκε στο Ρέθυμνο, ήταν για μια υποχρέωση να εμφανιστεί σε κέντρο, «αφού το τραγούδι λέω να το αφήσω τελευταίο…» πρόσθεσε γελώντας με κείνο το γνωστό ύφος που έδειχνε ξάστερη καρδιά.
Είχε όμως εξαιρετικές αναμνήσεις από το Ρέθυμνο, που είχε επισκεφθεί με το θίασό του αρκετές φορές στο παρελθόν.
«Λένε πως το Ρεθεμνιώτικο κοινό είναι δύσκολο, μου είπε μεταξύ άλλων. Εγώ έχω να πω πως ο κόσμος εδώ ξέρει από Τέχνη. Δεν την είπαν στη τύχη πόλη των Γραμμάτων… Κι όποτε ήρθα έφυγα πολύ ικανοποιημένος. Γιατί ένοιωθα το κοινό. Επικοινωνούσα μαζί του. Ξέρεις αυτό είναι μεγάλο πράγμα για τον καλλιτέχνη…».
Μου μίλησε και για τους φίλους που είχε αποκτήσει στο μεταξύ. Ανθρώπους που τον έκαναν να νοιώθει το Ρέθυμνο σπίτι του…
Αυτό που μου έκανε επίσης εντύπωση στον Ξανθόπουλο ήταν η αίσθηση ότι επικοινωνούσα με ένα σύμβολο που δεν θα μπορούσα ποτέ να το βάλω πλάι στους άλλους, που χωρίς τη γοητεία τους δεν θα είχαν τόση μεγάλη επιτυχία στο «πανί».
Σε κείνη τη συνάντηση μου είχε μιλήσει για την ανασφάλεια κάθε επιτυχημένου που σε κείνον φάνηκε ευεργετική. Γιατί φρόντισε να επενδύσει, σε γη, τα μεγάλα κέρδη από τις ταινίες του, ώστε να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στα παιδιά του, με τη σιγουριά της συνετής διαχείρισης.
Μου μίλησε για τη μεγάλη χαρά που του έδινε η οικογενειακή ζωή που δεν θα την άλλαζε «ούτε με… χολιγουντιανές δόξες». Ακόμα και μιλώντας για τα όνειρά του δεν ξεχώριζε από τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας.
Κι εκεί που μιλούσαμε, θυμάμαι τον Κωστή τον Ρακιντζή να μου κάνει απεγνωσμένα νοήματα που δεν κατάλαβα, παρά όταν τελειώσαμε τη συζήτηση με τον Νίκο Ξανθόπουλο και είδαμε τι γινόταν έξω.
Ο κόσμος που είχε μαζευτεί, για να δει τον αγαπημένο του ηθοποιό, είχε γεμίσει τη Γερακάρη από τη συμβολή της Βίκτωρος Ουγκώ και η ουρά κατέβαινε και στον Άγνωστο.
Αυτός ο κόσμος είχε αναστατώσει τις αρχές, και το τηλεφώνημα στον Κωστή ήταν να επισπεύσουμε τη συνέντευξη, για να μπορέσουν να επιβάλουν την τάξη. Να δει το ίνδαλμά του όλος αυτός ο λαός και μετά να διαλυθεί ησύχως.
Ποτέ δεν ξέχασα εκείνη τη μέρα, ούτε και το ύφος του Ξανθόπουλου. Δεν ήταν εκείνη την ώρα ο θριαμβευτής της μεγάλης οθόνης, αλλά ο τύπος που είδε την παρέα του και ανταποδίδει με ζεστασιά την αγάπη που δέχεται.
Παράδειγμα ανθρωπιάς το Σπήλι
Ο Νίκος Ξανθόπουλος ποτέ δεν έπαψε να δείχνει την αγάπη του για την Κρήτη. Και μια φορά μας ξάφνιασε ευχάριστα ανεβάζοντας στον προσωπικό του λογαριασμό στο F/B, πόσο τον είχαν εντυπωσιάσει οι δικοί μας Σπηλιανοί για το πνεύμα αλληλεγγύης που τους διέπει.
Όπως ανέφερε στην ανάρτησή του (21 Μαρτίου 2019) ο αγαπημένος ηθοποιός, σχολιάζοντας την σημερινή αδιαφορία και αποξένωση που συναντάμε, έφερνε σαν φωτεινό παράδειγμα το Σπήλι, όπου είχε εντυπωσιαστεί με την αλληλοβοήθεια που αντίκρισε κάποτε σε κάποιο του πέρασμα από την περιοχή.
Είχε δει στην πράξη το «ένα χέρι νίβει το άλλο» βοηθώντας όλοι στο κτίσιμο ενός σπιτιού κι έγραψε για τους Σπηλιανούς:
«Μου’ κανε εντύπωση. Τους χάρηκα. Θαύμασα την αλληλοβοήθειά τους.Οι καιροί αλλάξανε, δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμα αυτά στο Σπήλι ή αλλού. Εκείνο που ξέρω είναι πως όσο πιο φτωχοί είναι οι άνθρωποι, τόσο πιο αλληλέγγυοι είναι. Μόλις πιάσουν λεφτά κάτι τους χαλάει...
Θαρρείς γεμίζει η τσέπη κι αδειάζει η καρδιά…»..
Στην Κρήτη ο Ξανθόπουλος έκανε το 1999 και το γάμο της κόρης του Μαρίας, αρχαιολόγου, με τον Σκωτσέζο συνάδελφό της Sandy, που οι ντόπιοι είχαν μάθει να τον φωνάζουν Αλέξανδρο. Η επιστήμη της είχε φέρει στο νησί μας την Μαρία και δέθηκε με το νησί.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε σπουδαίος χάρις στην απλότητα και την αγάπη που τον διέκρινε για κάθε άνθρωπο. Πέρασε στην αιωνιότητα χωρίς ποτέ να προδώσει τον άνθρωπο μέσα του, όσο κι αν η επιτυχία θα μπορούσε να τον επηρεάσει σε βάρος των πιστεύω του και των ιδανικών του.
Όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη το 1958 βρέθηκε στο Ρέθυμνο
Μια ακόμα περίπτωση έμεινε στα χρονικά του τόπου, ξεπερνώντας τα όρια της σχέσης καλλιτέχνη με το κοινό του. Ήταν η περίπτωση της Αλίκης Βουγιουκλάκη, που όταν βρέθηκε στο Ρέθυμνο, την υποδέχτηκε η πόλη με …αψίδες ως να ήταν πολιτικό πρόσωπο.
Η «εθνική μας σταρ», μας επισκέφτηκε τον Οκτώβριο του 1958, για να παραστεί στην πρεμιέρα της ταινίας «Χαρούμενοι αλήτες».
Ούτε και η ίδια δεν περίμενε τέτοια υποδοχή στο αεροδρόμιο των Χανίων. Ήταν ακόμα στις αρχές της καριέρας της και ξαφνιάστηκε όταν συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί για να τη δει από κοντά και να τη χειροκροτήσει.
Εκείνη τη μέρα έβρεχε καταρρακτωδώς και κανένας από τη συντροφιά της Αλίκης δεν περίμενε να κοπούν ούτε πενήντα εισιτήρια. Κι όταν είδαν να φθάνουν οι όρθιοι μέχρι το δρόμο, έτριβαν τα μάτια τους και κυρίως η Αλίκη, που από τη συγκίνηση δυσκολεύτηκε να πει δυο λόγια στην έναρξη.
Η αίσθηση που έκανε η παρουσία της στο νησί, φαίνεται και από το τεράστιο δίστηλο της εφημερίδας «Βήμα» Ρεθύμνου, που αναφέρει μεταξύ άλλων:
«Από της παρελθούσης Κυριακής βρίσκεται εις τα Χανιά, η Κρητικοπούλα πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου δις Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία συνοδεύεται από τους οικείους της, τον σκηνοθέτη κ. Δημήτρη Δαδήρα και του παραγωγού κινηματογραφικών ταινιών κ. Παν. Δαδήρα…».
Και σύμφωνα με το ρεπορτάζ της τοπικής εφημερίδας είχε κατέβει και ολόκληρο κινηματογραφικό συνεργείο για να βιντεοσκοπήσει τα της υποδοχής και το προσκύνημα επίσης της Αλίκης στον τάφο των Βενιζέλων όπου θα άφηνε λίγα λουλούδια.
Τα Χανιά αποθέωσαν την Αλίκη αλλά αυτό που συνάντησε στο Ρέθυμνο δεν μπορεί να περιγραφεί.Η ίδια είχε δηλώσει για την εμπειρία αυτή, πως βλέποντας τις αψίδες αισθάνθηκε σαν βουλευτής μεγάλου κόμματος στο πλαίσιο προεκλογικής περιοδείας. Τέτοιο κλίμα είχε δημιουργηθεί.
Φυσικά στο «ΡΕΞ» που προβαλλόταν η ταινία επικρατούσε το αδιαχώρητο, αλλά ο «δαιμόνιος» και αξέχαστος Μάρκος Γιουμπάκης εκπροσωπώντας το «Βήμα» είχε καταφέρει και να την πλησιάσει και να της πάρει συνέντευξη.
Μόνο που λίγο πριν, συνειδητοποιώντας ότι έχει μπροστά του την Αλίκη, που εκείνο το βράδυ έλαμπε από νιάτα και ομορφιά, ομολογεί και ο ίδιος πως «έχασε» προς στιγμήν τα λόγια του και δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει.
Εκείνη όμως, που ακόμα δεν είχε αρχίσει να νοιώθει βεντέτα, με την απλότητά της, το κουκλίστικο προσωπάκι της και το γνωστό νάζι της, τον συνέφερε έτσι ως να ξεκινήσει η κουβέντα που έκανε και τη μεγάλη αποκάλυψη:«Η καταγωγή μου είναι από το Ρέθυμνο, και νοιώθω ξέχωρη χαρά και υπερηφάνεια που κατάγομαι από την ονομαστή πόλη των Γραμμάτων».
Όταν σε μια συζήτηση το είχα αναφέρει αυτό το στοιχείο με αμφισβήτησαν χωρίς όμως τεκμηριωμένη απάντηση.
Η αποκάλυψη αυτή όμως από στόματος της Αλίκης στον Μάρκο Γιουμπάκη, που δημοσιεύτηκε και πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «Βήμα» δεν πιστεύω ότι μπορεί να αμφισβητηθεί.
Ούτε και την ομολογία της ότι στο Ρέθυμνο και από την υποδοχή που της έγινε έζησε μερικές από τις σημαντικότερες στιγμές της ζωής της.
Αξίζει όμως να παραθέσουμε μερικά αποσπάσματα από την «ιστορική» αυτή συνέντευξη:
Η συνέντευξη της Αλίκης
Θα’ θελα δις Αλίκη ει δυνατόν δυο λόγια για την καταγωγή σας.
– Η καταγωγή μου είναι από το Ρέθυμνο και νιώθω ξέχωρη χαρά και υπερηφάνεια που κατάγομαι από την ονομαστή πόλη των γραμμάτων.
Πότε και ποσό χρονών είσαστε όταν για πρώτη φορά βγήκατε στο θέατρο;
– Αν και τελείωσα πριν τέσσερα χρόνια (1954) τη δραματική σχολή του Θεάτρου, μόνο πριν ένα χρόνο άρχισα την καριέρα μου στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Μπορείτε τώρα να μου πείτε πότε ζείτε τις πιο ευχάριστες επαγγελματικές σας στιγμές;
– Πιστέψτε με χωρίς να το θεωρήσετε ως υπερβολή, ότι ζω αυτή τη στιγμή που βρίσκομαι στην Κρήτη και ξέχωρα στο Ρέθυμνο.
Και κάτι άλλο δεσποινίς Βουγιουκλάκη, ποια νομίζετε εσείς ως τη μεγαλύτερη κινηματογραφική σας επιτυχία;
– Ακόμη δεν την έχω γνωρίσει, αφού δεν μπόρεσα να τη νιώσω.
Ποιος ρόλος νομίζετε ότι περισσότερο σας ανήκει; Γιατί αν δεν κάνω λάθος ο ρόλος σας ως «Μαρίας Πενταγιώτισσας» εσάς τουλάχιστον δεν ικανοποίησε.
– Πράγματι αυτό είναι αλήθεια. Οι ρόλοι που νομίζω μου ταιριάζουν είναι όταν υποδύομαι μικρά κορίτσια, μα περισσότερο οι δραματικοί ρόλοι.
Ποια είναι τα μελλοντικά σας όνειρα;
– Να κάμω οικογένεια και ει δυνατόν να συνδυάσω οικογένεια και τέχνη.
Εκτός από τα βιβλία της τέχνης σας τι άλλο σας αρέσει να διαβάζετε;
– Μ’ αρέσει ξέχωρα ο Καζαντζάκις, ο Μυριβήλης, ο Τερζάκης, ο Βενέζης, και με ενθουσιάζουν οι Ρώσσοι κλασικοί καθώς και οι Αμερικανοί θεατρικοί συγγραφείς.
Δε μου λέτε τώρα Δεσποινίς Βουγιουκλάκη ο γάμος δεν σας απασχόλησε ακόμη;
– Αυτό το πράγμα με απασχολεί συνεχώς, γιατί το όνειρό μου είναι να παντρευτώ, θέλω όμως να βρω ένα άνθρωπο που να μου ταιριάζει και να του ταιριάζω, γιατί επιθυμώ μια φορά στη ζωή μου να παντρευτώ.
Είναι αλήθεια δεσποινίς Βουγιουκλάκη ότι είσθε αρραβωνιασμένη και ότι διαλύσατε τον αρραβώνα σας;
– Αυτό είναι γεγονός, διέλυσα τον αρραβώνα μου γιατί αυτός ο άνθρωπος σε μένα δεν ταίριαζε. Δεν εκτιμώ τα χρήμα και τους τίτλους.
Τι άλλο θα είχατε να μου πείτε ακόμη;
– Σαν γεγονός πλέον σας γνωρίζω ότι η μελλοντική μου και πρώτη επιτυχία θα γυρισθεί στην Κρήτη κοντά στον τόπο της καταγωγής μου. Θα είναι μια έγχρωμη ταινία με γνήσιο κρητικό περιεχόμενο.
Πέρασαν τα χρόνια η Αλίκη Βουγιουκλάκη καθιερώθηκε ως η εθνική μας σταρ, αλλά το Ρέθυμνο ήταν πάντα μέσα στις πόλεις που είχε ξεχωρίσει. Όπως τουλάχιστον μου έλεγε και στις συναντήσεις μας ο βετεράνος φροντιστής της Finos Film, ο Σπηλιανός Παντελής Παλιεράκης. Ίσως γιατί «το αίμα νερό δεν γίνεται» και η καταγωγή ποτέ δεν ξεχνιέται.
Αυτός βέβαια που την ενδιέφερε πάντα να συναντήσει, ήταν ο αξέχαστος Βασίλης Πατεράκης. Για τη μητέρα του ιδιαίτερα έτρεφε μεγάλη αδυναμία. Κι εκείνη της το ανταπέδιδε με τις μοναδικές λιχουδιές που έφτιαχναν περίτεχνα τα «χρυσά» της χέρια.
Σημ. Οι φωτογραφίες είναι από δημοσιογραφική έρευνα Γιώργου Λινοξυλάκη.