Είναι πρώτοι οι περιηγητές που μας γνωρίζουν τον τόπο μας μέσα από τις τόσο παραστατικές περιγραφές τους. Κι έχουμε κάνει σχετικά αφιερώματα που καλύπτουν τις περιόδους από το 1415 μέχρι και την Κρητική Πολιτεία.
Πρόσφατα όμως εντοπίσαμε και μια σειρά δημοσιευμάτων στην εφημερίδα «Το Βήμα» από το 1953 μέχρι το 1957 που υπογράφει κάποιος Παλαιός. Απευθύνθηκα στους λόγιους και ερευνητές του τόπου μας αλλά δεν μπορώ να επιβεβαιώσω την ταυτότητά του. Εικάζω, από κάποιες αναφορές του, ότι πρόκειται για τον πολυγραφότατο Σταύρο Κελαϊδή (Νομικό, μακεδονομάχο, λόγιο, κρητολόγο (1884-1964).
Όπως αναφέρει μεταξύ άλλων ο Παλαιός, στο δημοσίευμά του (25/11/1953) ήρθε στο Ρέθυμνο περίπου το 1913. Κι ήταν τότε νέος επιστήμονας. Αγάπησε τον τόπο κι από ξένος έγινε ντόπιος.Όταν ήρθε στην πόλη έμεινε στο ξενοδοχείο «των ξένων» του Μανόλη Χατζηδάκη που ήταν στο λιμάνι και μέχρι το ’53 που γίνεται η αναφορά ήταν στην ίδια θέση. Ένα ακόμα ξενοδοχείο ήταν το Αρκάδι.
Νέος καθώς ήταν δεν μπορούσε να μην είναι και κομψευόμενος. Έτσι αναζήτησε έναν λούστρο για να του περιποιηθεί τα παπούτσια. Δυστυχώς όμως δεν βρήκε κανένα κι όπως πληροφορήθηκε λούστρος εμφανιζόταν μόνο κάθε Κυριακή, γιατί τις καθημερινές ασχολείτο σε άλλες δουλειές.
Στα 1953 όμως που γράφτηκε το άρθρο υπήρχαν όπως σημειώνει μεγαλοπρεπή, ευπρεπή και συστηματικά στιλβωτήρια σε πολλά μέρη της πόλης. Εξέλιξη βλέπετε.
Κι αφού βολεύτηκε ο νεαρός μας έπρεπε να κοιτάξει και τις δουλειές του και πρώτα να πάει σε μια υπηρεσία στο Πέραμα με κάποιον Αθηναίο πελάτη του (ακόμα ένα στοιχείο που με πείθει για την ταυτότητα που εικάζω, γιατί ο Κελαϊδής ήταν νομικός).
Για να πάει στο Πέραμα ήθελε αμάξι. Κι ήταν ένα όλο κι όλο για μια ολόκληρη πόλη.Αναζητώντας τον αμαξά του παρουσιάστηκε ένας λεβέντης Κρητίκαρος ηλικιωμένος αλλά με ωραία εμφάνιση και περιποιημένη παραδοσιακή φορεσιά, φορώντας και το κλασικό φέσι. Στο βλέμμα του ο νεαρός πελάτης διέκρινε μια κάποια ειρωνεία, μα δεν έδωσε σημασία. Είχε τόσο εντυπωσιαστεί από τον αμαξά που ήταν ο Γιωργάκης ο Λάριος. Είχε και κάποιο παρανόμι, αλλά δεν το ανέφερε στο κείμενό του, πιθανώς για λόγους αβρότητας.
Μετά τις πρώτες συστάσεις του εξήγησε τον σκοπό του ταξιδιού του και παρακάλεσε να ξεκινήσουν αμέσως.Ο Λάριος τον κοίταξε σαν να ερχόταν από άλλο πλανήτη κι έπειτα βάλθηκε να του εξηγεί:Η διαδρομή ήταν μεγάλη, 24 ολόκληρα χιλιόμετρα! Έπρεπε να ετοιμαστεί, να αχεροταίσει τα άλογα και να τους βάλει «ζέμι» για να φύγουν την επομένη το πρωί.
Τι να κάνει κι ο πελάτης; Έπρεπε να περιμένει. Μα και ο Αθηναίος έδειξε κατανόηση ευτυχώς.
Κλείνοντας το άρθρο κείνης της ημέρας ο Παλαιός, βλέπουμε να καληνωρίζει τους πρωτοπόρους της εξέλιξης που κοντά στα άλλα είχαν κάνει προόδους και στην συγκοινωνία και δεν χρειαζόταν πια μια ολόκληρη μέρα κάποιος για να μεταβεί σε κάποιο χωριό του νομού μας, από τα κοντινά εννοείται. Γιατί για τα πιο μακρινά μπορεί να ήθελε και βδομάδα!
Πράγματι την επομένη ο «Παλαιός» με τον πελάτη του βρήκαν τον Λάριο να τους περιμένει όπως είχαν συνεννοηθεί. Και ξεκίνησαν για τον Μυλοπόταμο.
Η διαδρομή ήταν ευχάριστη και κάποια στιγμή έφθασαν στο Πέραμα. Μπαίνοντας στη κωμόπολη ο Λάριος ρώτησε με ευγένεια τον πελάτη του που θα επιθυμούσε να τον ε-φκαιρέσει». Ο «Παλαιός» ακούγοντας τον ευχαρίστησε το Θεό που ο πελάτης του ήταν Αθηναίος και δεν είχε καταλάβει το φιλοφρόνημα. Γιατί όπως το διατύπωνε ο Γιωργάκης παρομοίαζε το αμάξι του με κάρο του δήμου και τους αναβάτες για το περιεχόμενο του που θα έπρεπε να το «φκαιρέσει».
Τώρα εδώ που τα λέμε δεν ήταν και τόσο δύσκολη η εκλογή για το «φκιάρεσμα». Ένα μαγαζάκι ήταν όλο κι όλο μπαίνοντας στο Πέραμα. Εκεί βρήκαν να κάθονται 2-3 άνθρωποι που κλαίγαν τη μοίρα τους γιατί εκείνη τη νύχτα μετετέθησαν «αι Αρχαί» στο Πάνορμο.
Αυτό βέβαια ήταν συμφορά για το Πέραμα γιατί από τους χωραίτες και άλλους που έφθαναν ως εκεί για να εξυπηρετηθούν, από μια υπηρεσία έβγαινε και καμιά δραχμή για τους μικρομαγαζάτορες. Ήτο πράγματι ένα περίεργο φαινόμενο με τις αρχές του Μυλοποτάμου της μεγαλύτερης επαρχίας του νομού.Στο Μελιδόνι ήταν η υποδιοίκηση Χωρ/φυλακής και το Αγρονομείο.Στο Πάνορμο, όλες οι άλλες.
Στο Πέραμα την ημέρα παρουσιαζόταν κάποια κινηση. Αμα νύκτωνε όμως οι γραμματικοί του Ειρηνοδικείου, οι δικηγόροι, οι συμβολαιογράφοι και οι διάφοροι μαγαζάτορες, έφευγαν και πήγαιναν στα χωριά των.Οικογένειες δεν υπήρχαν περισσότερες από δύο – τρεις και έτσι έμενε ο ειρηνοδίκης μόνος.
Επειδή φαίνεται πως δεν είχε διάθεση να γίνει ασκητής, ίσως να φοβόταν και το βράδυ τα …φαντάσματα έκανε κάθε μέρα και από μια αναφορά μετά δακρύων, ισχυριζόμενος μεταξύ των άλλων και ότι τον τρέλαιναν οι πυρετοί και έτσι η προϊσταμένη του Αρχή τον λυπήθηκε οπότε μετέφερε την έδρα στο Πάνορμο. Πρόκοψε βέβαια όταν πέτυχε τον στόχο του κι έφυγε νύχτα από το Πέραμα για να γλιτώσει το λιντσάρισμα, φορτώνοντας το αρχείο σε ένα μουλάρι.
Εκείνη τη μέρα που βεβαιώθηκε η αναχώρηση του ειρηνοδίκη και το Πέραμα έμενε παντέρμο και μόνο, βρέθηκε εκεί ο Παλαιός με τον πελάτη του και τον αμαξά τον Λάριο.
Η εικόνα αυτή φαίνεται πως καρφώθηκε στη μνήμη του Παλαιού γιατί στο δημοσίευμα του εκφράζει την ικανοποίησή του για την πρόοδο του Περάματος που τότε που γράφει το κείμενό του (δεκαετία του ’50) είχε αναπτύξει εμπορική ζωή με συγκέντρωση επαγγελματιών και ενεργή συνεταιριστική κίνηση. Και το κυριότερο συχνή και φτηνή συγκοινωνία.
Γιατί εκείνο το ταξίδι του είχε στοιχίσει ένα χρυσό ναπολεόνι!
Από της «Άμμος την Πόρτα» και έξω…
Σε άλλο του δημοσίευμα ο Παλαιός μας περιγράφει την πόλη από της Άμμος την Πόρτα και αναφέρει σχετικά:
Από της «Άμμος την Πόρτα» και έξω, από τον Άγνωστο στρατιώτη» δεν υπήρχε καμία οικοδομή.Εκεί που σήμερον είναι το σπίτι του δικηγόρου κ. Βασιλείου Σπανδάγου ήτο μόνο «η καλύβα» του μακαρίτη του Γέρω – Σχιζάρη τίποτε άλλο.Η έκτασής εκείνη άνηκε σε μια κυρία που διέμενε στην Αγγλία.
Ένας ευφυής και ικανός επιχειρηματίας, επικοινώνησε μαζί της και την ηγόρασε, την τεμάχισε και την πώλησε ως οικόπεδα. Τώρα βλέπω ωραίας οικοδομάς που θα τας ζηλέψουν πολλές πόλις.Εκεί που είναι σήμερον το Μέγαρον του Ορφανοτροφείου και προσωρινώς το Νοσοκομείον, ήτο ο «Ντεκές». Ένα τουρκικό Τέμενος, με μερικούς Τούρκους Μοναχούς υπό την ηγεσία του «Μπαμπά». Στον δρόμο δε απέναντι στου Συνατσάκη, 2-3 μικρομαγαζάκια του Μπαμπά τα ντουκινάκια. Υπήρχεν ακόμη εκεί το μαγαζί του Συνατσάκη και ένα πρωτόγονο κέντρο του μακαρίτη του Γέρω Καβρού. Σήμερον, από της «Άμμος την Πόρταν» και έξω είναι η καλύτερη συνοικία της πόλεως. Έχουν κτισθεί ωραίες οικοδομές, έχουν συγκεντρωθεί όλες σχεδόν οι κλινικές της πόλεως, με ωραία κέντρα και μαγαζιά.
Μόνο το «Κολωνάκι» αξίζει για πολλά αλλά με περιποίηση με προθυμίαν και συγχρονισμένο σε όλα. Και αφού λέμε για κλινικές, πρέπει να θυμηθούν οι μεμψίμοιροι, πως τότε προς 40 ετών δεν υπήρχε καμία. Σήμερα υπάρχουν περί τις δέκα. Σε ωραίες οικοδομές αρτίως εξοπλισμένες καθαρές και συγχρονισμένες εξυπηρετούσες όλες τις ανάγκες του νομού Ρεθύμνης. Θα είναι κανένας άδικος να αξιεί περισσότερα πράγματα. Και από της απόψεως επομένως αυτής του εξωραϊσμού πρέπει να μένωμεν απολύτως ικανοποιημένοι.
Τα τούρκικα νεκροταφεία
Σε άλλο του δημοσίευμα ο Παλαιός αναφέρεται στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα ο Δημοτικός Κήπος και αναφέρει σχετικά:
«Εκεί που βρίσκεται σήμερον ο Δημοτικός Κήπος, αληθινό κόσμημα της πόλεως και πολύ προς προ το Ανατολικό και Δυτικό σημείο ακόμη ευρίσκοντο τότε τα τουρκικά νεκροταφεία «τα Μεζαρλίκια» ως ελέγοντο τουρκικά.
Είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι δεν εθάπτοντο κατά το δικό μας σύστημα, δηλ. επί του αυτού τάφου, μετά πάροδον χρόνου, να θάπτεται άλλος νεκρός. Οι Τούρκοι όπου έθαπταν ένα νεκρό, δεν έθαπταν πλέον άλλο και έτσι τα νεκροταφεία των, έπιαναν τεράστιες εκτάσεις. Η έκταση αυτή έχει αξιοποιηθεί όπως πρέπει. Ποικίλα ωραία δέντρα, δεντροστοιχίες θαυμάσιες, δρόμοι, πλατεία, άνθη, που ξεκουράζουν και το μάτι και την ψυχή.
Η πείρα της ζωής καταλήγει ο Παλαιός με έχει διδάξει, ότι κάθε έργο «μικρό ή μεγάλο για να γίνει πρέπει να βρεθεί ο κατάλληλος άνθρωπος ο ένας».
Αν δεν βρεθεί ο «ένας» ο κατάλληλος εκείνος που θα το εγκολπωθεί. Θα το πάρει κατάκαρδα και να όλοι θέλουν την εκτέλεση δεν γίνεται. Αντίθετα . ο κατάλληλος ο «ένας». Θα αγνοήσει τα σχόλια, τα κουτσομπολιά τις ειρωνείες. Θα βαδίσει εμπρός και θα φέρει εις πέρας το έργο όποιο κι αν είναι. Έτσι και δω. Εάν τα τουρκικά νεκροταφεία μετεβλήθησαν σε ωραίο κήπο, τούτο οφείλεται στον ένα. Και ο ένας εδώ είναι ο κ. Τίτος Πετυχάκης. Η αγάπη του στο πράσινο, στα δέντρα στα φυτά έκαμε τον Κήπο, όπως προηγουμένως στον Αποκόρωνα άφηκε ίχνη διαβάσεως ως λάτρης του πρασίνου.
Ενώ λοιπόν, αρχές του αιώνα, όποιος έμπαινε στην πόλη, αντίκρυζε την ασχήμια των Μεζαρλικιών σήμερο (σ.σ. 1953) θαυμάζει τον μεγαλοπρεπή Κήπον. Αλλ’ όχι μόνο του το υπεράνω και προς Νότο της πόλεως υψώνεται ο ωραίος λόφος ο «Ευλυγιάς» νομίζω πως μετονομασθεί «Κολωνός» οπωσδήποτε ο λόφος ούτος ξερός κατάξερος ένα χλωρό δέντρο δεν είχε.
Τώρα κατάφυτος από πεύκα είναι ένα ωραιότατο δάσος. Εάν αποκτησει δρόμο θα μπορείς να συντηρήσεις ένα θαυμάσιο κέντρο στην κορυφή.
Και το δάσος τούτο είναι έργο του τότε δημάρχου κ. Πετυχάκη.
Αποκορύφωμα των χρονογραφημάτων αυτών του Παλαιού είναι και οι ιστορίες που γράφει όπως η παρακάτω.
Η ιστορία ενός τελωνοφύλακα
Όταν ο Θεός, έκαμε τον άνθρωπο, τον έκαμεν εγωιστήν καυχησιάρη το έκαμε να αρέσκεται να τον επαινούν να τον κολακεύουν.
Κανείς δεν αποτελεί εξαίρεση και αν ακόμη είναι σοφός. Αν όμως είναι σοφός προσποιείται τον μετριόφρονα και κάνει πως δεν θέλει να τον παινούν.
Όταν είναι ανόητος κουτός και ματαιόδοξος, λέει ο ίδιος για τον εαυτό του, «ψοφά» δε κυριολεκτικά, ν’ ακούει να τον επαινούν οι άλλοι. Τέτοιος, ήτο κάποτε ένα Τελωνοφύλακας στο Ρέθυμνο ας τον πούμε Σαλή – Αγά.
Κάποτε ένας καλός Μπέης, επήγε στη Κωνσταντινούπολη. Άμα δε επέστρεψε, διηγείτο τας εντυπώσεις του. Οι ακροαταί, με θρησκευτική ευλάβειαν, ήκουαν την αφήγηση στο τέλος, επειδή είδε πως μεταξύ των ακροατών, ήτο και ο Σαλή – Αγάς, πρόσθεσε και μερικά παραπάνω έτσι. για να σπάσει «πλάκα».
Εκείνο όμως που μου έκαμε περισσότερη εντύπωση είπε στο ακροατήριο που κρεμόταν από τα χείλη του είναι το εξής:
Μια Παρασκευή που πάει ο σουλτάνος στο τζαμί, για προσευχή, πήγα κι εγώ να τον δω, από κοντά. Επήγα πρωί-πρωί και έλαβα θέση εκεί που θα εστέλετο. Σε λίγο ήλθε και ο σουλτάνος με μεγαλοπρεπή συνοδεία. Επειδή όμως ήτο ενωρίς ακόμη, δεν άρχιζεν η προσευχή έτσι κουβέδιαζαν μεταξύ των και ακούω τον σουλτάνο να λέει: «Από όλους τους υπαλλήλους του κράτους ο καλύτερος είναι ο τελωνοφύλακας ο Σαλή – Αγάς στο Ρέθυμνο»!!!
Ο Σαλή – Αγάς καλοκάθησε και ξανά ρωτά τον Μπέη:
«Έλα-έλα Μπέη μου πώς το είπες αυτό;». Και ο Μπέης το επανέλαβε. Εκτύπησε «παλαμάκια» ο Σαλής, επήγε ο καφετζής και παρήγγειλε «καφέ και ναργιλέ» στον Μπέη για τον καλό του λόγο, υπό την γενικήν θυμηδίαν των λοιπών ακροατών.
Σε λίγες μέρες, βρέθηκε σε άλλον κέντρον ο Σαλής, περνούσεν ο Μπέης, τον οποίον εκάλεσεν μετά φορικότητος ο Σαλής να δεχθεί «καφέ και Ναργιλέ» και τον παρακάλεσε να επαναλάβει, την αφήγηση. Ο Μπέης δεν έχασε την ευκαιρία να την επαναλάβει να την ακούσουν και οι άλλοι.
Τούτο έγινε πολλές φορές. Στο τέλος ο Μπέης. έχασε την υπομονήν του και μια μέρα του λέει:
«Μα πιστεύεις μπρε Σαλή, πως εγώ πήγα κοντά στον σουλτάνο πως τον άκουσα να λέει αυτά που διηγούμαι:
«Βαλαη Μπιλάη Μπέη μου. Από την πρώτη μέρα, δεν επίστευσα τίποτε απ’ αυτά. Να τα ακούω και ας είναι και ψέματα».
Κι έτσι πήρε χαρά έστω και ψεύτικη ο τελωνοφύλακας εκείνος. Μήπως όμως είναι και ο μοναδικός; Στην κοινωνία σήμερο σε κάθε κοινωνία δεν υπάρχουν Σαλήδες;
Μνήμες από ένα φανάρι
Από τους χρονογράφους στον τοπικό τύπο που αναφέρονται στις παιδικές τους μνήμες που μας γνωρίζουν το παλιό Ρέθυμνο κι ένας που γράφει στην «Κρητική Επιθεώρηση». Γενάρη του 1945 με το ψευδώνυμο «Σαρανταπεντάρης».
Ας ακολουθήσουμε και το δικό του νοσταλγικό οδοιπορικό σε μια πόλη που δεν υπάρχει πια:
«Με ένα φαναράκι, σαν το αποψινό κάτω από μια σιγαλή βροχή, σαν την αποψινή, συνόδευα τη γιαγιά ως το γεροντικό της, τσ’ άμμος την πόρτα, πολλές φορές.
Το Ρέθεμνος, το φώτιζαν τότε μόνο τα φανάρια, με τις μικρές λάμπες πετρελαίου, που ήταν σαν κυριότερες γωνιές των δρόμων.
Ήτο ο δημοτικός φωτισμός της εποχής εκείνης. Λίγος αέρας χρειαζόταν, για να σβήσει η λάμπα του φαναριού, και τότε ολόκληρο τετράγωνο του δρόμου έμεινε θεοσκότεινο.
Αντί του σημερινού ηλεκτρικού διακόπτη που με ένα γύρισμά του, ανάβουν μονομιάς, από τα Μυσσίρια, έως τον Κουμπέ, τα μαγικά λαμπιόνια του ηλεκτρισμού, και τη σκοτεινή πολιτεία μας, την πλημμυρίζουν αστραπιαίως, από φως, στην εποχή εκείνη ο φαναρτζής – ένας Τούρκος ευσταλής – υπάλληλος του δήμου μας κρατώντας στον ώμο μια ανεμόσκαλα, κι ένα μεγάλο λαδωτήρι, γεμάτο πετρέλαιο,γυρνούσε βιαστικός, κατά τα ηλιοβασιλέματα, το Ρεθεμνος, σκαρφάλωνε με τη σκάλα του, στα φανάρια του δρόμου, σκούπιζε τα τζάμια τους, έβαζε πετρέλαιο στη λάμπα, την άναβε και κατέβαινε κάτω, για να συνεχίσει το άναμμα των «φανεργιών» με την ηλεκτρική ταχύτητα της εποχής.
Τα ξημερώματα ο ίδιος με τη σκάλα στον ώμο, πάλι ξανασκαρφάλωνε στα φανάρια για να τα σβήσει ολόκληρος Τάνταλος, ο φενεριτζής χρόνια ολόκληρα, ήτο ο ηνίοχος του άρματος του νυχτερινού μας ήλιου.
Το δημοτικό συμβούλιο, δεν συζητούσε για βολτάζ, ηλεκτρικά τόξα, ηλεκτρικούς υποσταθμούς. Το πετρέλαιο ήτο άφθονο και φθηνό, για λαμπόγυαλα, και φιτίλι και τζάμπα όσα ήθελε.
Ένας λοιπόν «φενεριτζής» και μόνο ένας και …εγίνετο φως.
Κάπου κάπου, μέσα στη νύχτα ένα μικρό φαναράκι φαινόταν στους δρόμους του Ρεθέμνου.
Ήταν η βεγγέρα – οι φίλοι – οι συγγενείς που πήγαιναν, στο φιλικό σπίτι, για να περάσουν την ώρα τους.
Κρατώντας το φαναράκι οι Βεγγεριστάδες εβοηθούσαν το δημοτικό φανάρι στο υπέρ αυτώ έργο του.
Συχνά, μια παρέα από γυναίκες, στα μαύρα ντυμένες, με ομπρέλες ανοικτές, σιωπηλές και μπροστά τους ένα παιδί δυο χρονών με το φανάρι στο χέρι νυχτοπερπατούσε για τη βεγγέρα κι αυτή. Ήτο το Τουρκικό χαρέμι με τον οδηγό τους, το χαρέμι ογλού όπως το λέγανε.
Τα φαναράκια, μέσα στα Ρεθεμνιώτικα στενά, δίδουν ένα χρώμα Βενετίας με τις φωτισμένες από φανάρια δρόμους της.
Κι όταν το ρολόι περνούσε τας 11 τα φαναράκια έσβηναν από τους δρόμους και τη νύχτα δεν ετάρασε πλέον παρά μόνον η κιθάρα του ρομαντικού τενόρου, ο οποίος σκεπασμένος εις το πέπλο της νύχτας, έψαλε το μινόρε και τις σερενάτες του, προς την Κοιμωμένην εκλεκτήν του, μέχρις ότου ο λαιμός του εστέγνωνε και η κιθάρα του, απεσυνετίθετο εις τα εξ ων συνετέθη….».
Νοσταλγικές περιπλανήσεις μέσα από τον τοπικό τύπος άλλης εποχής που δεν χορταίνεις να διαβάζεις, χωρίς βέβαια έστω και στο ελάχιστο να αποζητάς εκείνους τους καιρούς χωρίς τα δώρα της τεχνολογίας που κάνουν τη ζωή μας πιο εύκολη.
Σημ.Ευχαριστίες θερμές στον εκλεκτό φίλο κ. Κώστα Καλλέργη (ΚΙΓΚ) για τη διευκόλυνση να ερευνήσουμε στο αρχείο της εφημερίδας Βήμα που υπάρχει στον Δικηγορικό σύλλογο.
Πηγές:
Εφημερίδα Βήμα (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1853).
Εφημερίδα Κρητική Επιθεώρηση (4 Ιανουαρίου 1845).