Κάθε άλλο παρά επιθυμία μας είναι να αποτελεί ένα από τα πιο συχνά πραγματευόμενα θέματα της αρθρογραφίας μας η Υγεία. Ωστόσο, η οικονομική κρίση, κυρίως η πανδημία αλλά και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές, σε συνδυασμό με τα λάθη και τις παραλείψεις, από την πλευρά της εκτελεστικής εξουσίας, το έχουν καθιερώσει μόνιμα στην κορυφή της τρέχουσας επικαιρότητας. Και δεν μας έφταναν όλα όσα έχουμε υπομείνει έως τώρα, ήρθε και η έλλειψη στα φάρμακα ως «κερασάκι στην τούρτα» της δυσχερούς υγειονομικής κατάστασης στη χώρα, με το μπαλάκι να επιρρίπτεται στη διεθνή συγκυρία, κάτι που δεν φαίνεται να είναι ακριβώς έτσι. Ωστόσο, η αφορμή για τη σημερινή μας παρέμβαση είναι άλλη.
Πριν από μία εβδομάδα η Διευθύντρια της Παθολογικής Κλινικής στο Γενικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, κα Ελένη Ιωαννίδου, δημοσιοποίησε την υποβολή της παραίτησής της προς τη διοίκηση του νοσοκομείου. Προσωπικά, δεν γνωρίζω την κα Ιωαννίδου παρά μόνο μέσα από τη δυναμική παρουσία της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, την ανάδειξη της καλλιτεχνικής της φύσης από τα έργα της με ληγμένα χάπια, κυρίως όμως από τις συγκλίνουσες μαρτυρίες ασθενών και συναδέλφων της, που ομονοούν στην επαγγελματική της αριστεία και στη έμπρακτη διάθεσή της για προσφορά στον συνάνθρωπο μέσα από το ιατρικό λειτούργημα.
Προσπερνώντας για την οικονομία του χώρου το γεγονός ότι ένα δημόσιο νοσοκομείο δεν έχει την πολυτέλεια να «χάνει» νοσηλευτικό προσωπικό και δη τέτοιας αξιοσύνης, είναι σημαντικό να δούμε προσεκτικά τους λόγους της παραίτησης-καταγγελίας της κας Ιωαννίδου.
Ο πρώτος εξαναγκασμός που καταγγέλλει, είναι αυτός, παρά την έγγραφη αντίθεσή της, στη συμμετοχή στη διακομιδή διασωληνωμένων ασθενών. Δηλαδή, σε μια έστω και μετα(;)πανδημική περίοδο, καλούνται όλοι να τα κάνουν όλα, όταν γνωρίζουμε πολύ καλά ότι βρισκόμαστε στην εποχή της εξειδίκευσης για να μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά τα περιστατικά. Ταυτόχρονα, αυτό που με έμμεσο, αλλά ταυτόχρονα εμφαντικό τρόπο αναδεικνύεται από αυτό το γεγονός είναι η συνήθεια στη «μεταμόρφωση» των γιατρών και νοσηλευτών σε «πολυεργαλεία», στο όνομα μιας ιδεοληπτικής πολιτικής αποδυνάμωσης του δημοσίου χαρακτήρα του συστήματος υγείας.
Στους υπόλοιπους εξαναγκασμούς και σε συνδυασμό και με τα παραπάνω, αναφέρεται μεταξύ άλλων στην εξάντληση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού. Συνεχείς εφημερίες, ο απαραίτητος χρόνος για επικαιροποίηση γνώσεων, μετεκπαίδευση και ώσμωση με την επιστημονική κοινότητα ανύπαρκτος, καθώς και προσωπική ζωή μηδέν είναι τρία βασικά συμπτώματα, όπως τα συνοψίσαμε, που μαζί με τη διαρκή κίνηση και την αγωνία για διατήρηση υψηλού επιπέδου παροχής υπηρεσιών κάνουν το «κοκτέιλ» εκρηκτικό. Και όχι μόνον αυτό, αλλά όπως συνεχίζεται στο κείμενο-καταγγελία «τρώει πόρτα» από τη διοίκηση σε ζωτικά ζητήματα ορθής άσκησης της δουλειάς της και λειτουργίας του νοσοκομείου.
Όπως όλοι μπορούμε να καταλάβουμε από αυτή την ηχηρή, λόγω αξιοπιστίας της κας Ιωαννίδου, παραίτησης, δεν είναι δυνατό σε αυτές τις συνθήκες να περιμένουμε από το άοκνο υγειονομικό προσωπικό των δημόσιων δομών υγείας να βρίσκονται συνεχώς στο εκατό τοις εκατό της ετοιμότητας και της επαγγελματικής τους επάρκειας, γιατί πολύ απλά καθίστανται σωματικά, διανοητικά και ψυχολογικά ράκη, όπως γράφει και η ίδια στο κείμενό της. Και συμπληρώνουμε εμείς, δεν είναι δυνατό εν έτει 2023 και μετά από την εμβληματική μεταρρύθμιση του ΕΣΥ, που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 από τον αείμνηστο Γιώργο Γεννηματά και τον Παρασκευά Αυγερινό, να επιστρέφουμε με το πρόσφατο νομοσχέδιο σε υγειονομικούς Καιάδες και πολίτες δύο ταχυτήτων. Γιατί ακόμη και οι ιδεαλιστές θεράποντες της Υγείας που τιμούν τον όρκο που έδωσαν στον Ιπποκράτη -και είναι η πλειονότητα αυτοί-, στο τέλος της ημέρας βρίσκονται απογοητευμένοι και κυρίως «προδομένοι»…
* Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός