Ήταν Μάρτης του 1986. Από μέρες ο Γιώργης Αγγελιδάκης δείχνει αφηρημένος κι ότι σαν κάτι να τον απασχολεί. Ήταν η έγνοια για τον φίλο του Παντελή Πρεβελάκη. Οι τελευταίες αδιαθεσίες του και το ιστορικό, που είχε ο μεγάλος μας συγγραφέας με την καρδιά του, δεν επέτρεπαν εφησυχασμό.Μάταια ο γιατρός, του ζητούσε να είναι κοντά του. Ο Πρεβελάκης δεν ήθελε να ενοχλεί κανέναν. Περνούσε μόνος τις δοκιμασίες αφήνοντας τους φίλους μόνο για μικρές και μεγάλες πνευματικές χαρές. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που μας είχε διηγηθεί η Άννα Σικελιανού.
Τον είχε επισκεφθεί μια μέρα στο σπίτι του όταν ήταν άρρωστος κι όταν σηκώθηκε να φύγει εκείνος επέμενε να την ξεπροβοδίσει. Εκείνη προσπάθησε να τον αποτρέψει αλλά ο Πρεβελάκης της είπε με την παροιμιώδη του ευγένεια: «Αλίμονο κυρία μου. Δεν μου εξέλιπε η ευπρέπεια».
Κι ο Γιώργης Αγγελιδάκης ήξερε καλά τον φίλο του και σεβόταν ακόμα και τις υπερβολικές απαιτήσεις να μείνει στη μοναξιά του.
Από μικρό παιδί άλλωστε τον γνώριζε. Ο Πρεβελάκης είχε στενούς δεσμούς φιλίας με τον αδελφό του γιατρού τον Στέλιο μέχρι που χώρισαν οι δρόμοι τους για να ακολουθήσει ο καθένας τους σπουδές στον τομέα επιλογής του. Η ζωή όμως τους έφερε κοντά και με τον Γιώργη κι ήταν περήφανος ο Αγγελιδάκης που τον είχε συμπεριλάβει στους ακριβούς του φίλους ο μεγάλος δημιουργός που από την εφηβεία του έδειχνε πως θα γίνει μεγάλος.
Ξέροντας κάθε λεπτομέρεια της ζωής του φίλου του θυμάμαι πόσο επέμενε τελευταία να αλλάξει η χρονολογία γέννησης του Παντελή Πρεβελάκη που ήταν γεννημένος το 1908 και όχι το 1909.
Ασήμαντη λεπτομέρεια αλλά για τον Αγγελιδάκη κάθε τι που αναφερόταν στον Πρεβελάκη είχε ξεχωριστή σημασία.Όταν επρόκειτο για τον φίλο του δεν κρατούσε ούτε τους τύπους.
Αξέχαστο εκείνο το απόγευμα στο Ωδείο Ρεθύμνου όπου το πανεπιστήμιο Κρήτης τιμούσε τον Παντελή Πρεβελάκη. Ο μεγάλος συγγραφέας είχε ανταποκριθεί στην πρόσκληση αλλά έδειχνε καθαρά πως δεν ήταν καλά στην υγεία του. Ο Αγγελιδάκης που δεν ξεκολλούσε το βλέμμα από πάνω του πρόσεξε κάποια στιγμή μια ξαφνική ωχρότητα στο πρόσωπο του φίλου του. Αδιαφορώντας για τους τύπους απομάκρυνε τον Πρεβελάκη από τον χώρο και τον οδήγησε σπίτι του. Εκεί στο ισόγειο, στην είσοδο σχεδόν χρειάστηκε να επέμβει προλαβαίνοντας το μοιραίο που απειλούσε ορατά να συμβεί.
Βέβαια για χρόνια είχαν χωρίσει οι δρόμοι τους. Πρόλαβαν όμως να ζήσουν γεγονότα και στην εφηβεία τους.
Ο Γιώργης Αγγελιδάκης μου έχει καταθέσει on camera ότι ο Πρεβελάκης τον μύησε στον χώρο της Αριστεράς. Καθοδηγητής τους ήταν κάποιος Δράγασης (ακόμα δεν έχω τεκμηριώσει στοιχεία που αναφέρονται σ’ αυτόν) και συνοδοιπόρος τους ο περίφημος Δημοκράτης Πέτρος Ταχτατζής, η φωνή της Δημοκρατίας.
Η πληροφορία αυτή ξενίζει επειδή ο Πρεβελάκης δεν έπαιρνε θέση ποτέ στις πολιτειακές μεταβολές. Από τυχαία γεγονότα διαπιστώναμε τη σταθερή προσήλωσή του σε ιδεολογικές θέσεις χωρίς κομματική ταυτότητα, αλλά που τιμούν και σέβονται τον άνθρωπο και τις αξίες του, την ανάγκη του για ελεύθερη έκφραση.
Αποτελεί όμως μια μαρτυρία από τον πλέον έγκριτο αντιστασιακό και οφείλουμε να τη σεβαστούμε.
Ήταν πνεύμα ελεύθερο ο Πρεβελάκης. Δεν είναι τυχαίο ότι δέθηκε με ισχυρά δεσμά φιλίας με τον άλλο τιτάνα της διανόησης τον Νίκο Καζαντζάκη, άλλη περίπτωση αδούλωτης σκέψης. Σαν άνθρωπος πέρασε από όλα τα στάδια σταθμούς στη ζωή του καθενός μας.
Αγάπησε με πάθος χωρίς ανταπόκριση μια πανέμορφη Αμαριώτισσα που «Την πρώτη φορά που τη φίλησε ήτανε στ’ όνειρο μέσα» (από τη Γυμνή Ποίηση) Βέβαια έτσι ήταν ο έρωτας κάποτε. Μόνο στο όνειρο βρισκόσουν κοντά στον ή στην αγαπημένη σου, καθώς τα ήθη της εποχής καταδίκαζαν και τις πιο αθώες ματιές. Λέγεται πως η κοπέλα που απεικονίζει το γλυπτό στον τάφο του έχει τη μορφή εκείνης της πρώτης του αγάπης. Ποιος ξέρει; Και τι σημασία έχει πια αυτό;
Ο ίδιος άθελά του σημάδεψε τη ζωή μιας από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές του Ρεθύμνου. Η γυναίκα αυτή τον αγάπησε με πάθος αλλά χωρίς ανταπόκριση. Ήταν όμως τόσο δυνατά τα συναισθήματα που ένοιωσε γι’ αυτόν ώστε δεν παντρεύτηκε. Κι έζησε προκαλώντας τους γύρω της με μια παραξενιά που την έκανε απόμακρη και παρεξηγημένη. Κι ας άφησε λαμπερό αποτύπωμα στον χώρο που υπηρέτησε με μεγάλη επιτυχία.
Ήταν η εμφάνισή του – πάντα κομψός και περιποιημένος – ήταν ο πλούσιος πνευματικός του κόσμος και σαν άνδρας είχε πολλές κατακτήσεις αλλά ήξερε να σέβεται τη γυναίκα. Είχε πάντα μπροστά του την εικόνα της μάνας του που έκανε τον δικό της εσπερινό κάθε απόγευμα καθήμενη στο παράθυρο του σπιτιού της που ήταν στη Λεωφόρο (πάνω από τα σημερινά φωτογραφεία) και αγνάντευε στον Ευλυγιά το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη.
Σεβόταν κάθε γυναίκα κι όταν εύρισκε πρόσφορο έδαφος, προσπαθούσε να εμπνεύσει για περαιτέρω πνευματική εξέλιξη και για λαμπρότερες λεωφόρους της γνώσης και της επιστήμης.
Ζούσε με άνεση
Ο Πρεβελάκης δεν γνώρισε τη στέρηση άλλων ανθρώπων της εποχής του. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, γεγονός που του επέτρεψε να σπουδάσει στην Αθήνα, φιλολογία.
Από το 1926 μέχρι και το 1961 ζούσε απομονωμένος συνειδητά. Μελέτη, διάβασμα, συγγραφή και ταξίδια ήταν το πρόγραμμα της ζωής του.
Εκεί στα 1961 θέλησε το Ρέθυμνο να τιμήσει τα 35 χρόνια πνευματικής προσφοράς του Πρεβελάκη. Κι εκείνος αποδέχτηκε την τιμή αλλά έστειλε μήνυμα που αναφέρει τα εξής:
«Θέλω να χαιρετίσω και να ευχαριστήσω με το μήνυμα τούτο όσους θα λάβουν τον λόγο κι όσους παρευρίσκονται στη σημερινή εορτή. Την τιμή που μου κάνουν τη δέχομαι με βαθιά ευγνωμοσύνη και ικανοποίηση. Το να αναγνωρίζει η Κρήτη την εικόνα της στα συγγράμματά μου αυτό αποτελεί την πιο έγκυρη επαλήθευση των μύθων και των μορφών που έπλασα. Στερούμαι την Κρήτη εδώ και τριάντα πέντε χρόνια, από την νοσταλγία μου τρέφεται η ιδανική εικόνα της που προσπάθησα να κάνω ορατή με τα έργα μου. Μέσα στις πράξεις ενός λαού, μέσα στον τρόπο της ζωής του, ακόμα και μέσα στο τοπίο που τον περιβάλλει φανερώνεται το ξεχωριστό πνεύμα της, το πνεύμα που δικαιώνει την ύπαρξή του και καταξιώνει τον ιστορικό βίο της. Αποστολή του συγγραφέα, αλλά οφείλω να τονίσω του Εθνικού συγγραφέα είναι να κάνει με τα έργα του εφικτό το πνεύμα του λαού να το προβάλλει στα ενδότερα φανερώματά του και έτσι να εγκαρδιώνει τον λαό και να τον οδηγεί στην αυτογνωσία του. Αυτό έπραξαν οι ποιητές της αρχαιότητας που μας κληροδότησαν τον ιδανικό κόσμο που εξακολουθεί να μας εξανθρωπίζει. Αυτό πράττει και σήμερα ο ποιητής του δημοτικού τραγουδιού που απαθανατίζει και εκείνος, με την απέριττη τέχνη του, πρότυπες μορφές και παραδειγματικές πράξεις. Και η συμφωνία προς την αρχαία αυτή και πάντα ζωντανή παράδοση προσπάθησα να εκφράσω στα συγγράμματά μου το πνεύμα της Κρήτης και να υμνήσω τα άξια έργα των τέκνων μου. Ένας από εκείνους που έκριναν τελευταίως την εργασία μου έγραψε: «Δεν έχουμε καμιάν άλλη περίπτωση μέσα στη λογοτεχνία μας που τα ιδιαίτερα πατρικά χώματα να ασκούν μια τόσο έντονη και σχεδόν αποπνικτική έλξη», επικαλούμαι αυτά τα λόγια για να δείξω πως η κατεύθυνση της δημιουργίας μου έχει γίνει γενικώς αντιληπτή. Υποθέτω πως έτσι με έχει εννοήσει και η πατρίδα μου, θεωρεί τα έργα μου ως αποδείξεις της ολικής μου αφιέρωσης και μέσα στα έργα μου αναγνωρίζει το πρόσωπό της».
Επηρεασμένη από την ποίησή του που κάπου κρύβει μελαγχολία, είχα ρωτήσει τον Αγγελιδάκη μήπως με την απόστασή του από το Ρέθυμνο, ήθελε να δείξει τη δυσαρέσκειά του για κάποια συμπεριφορά των συμπατριωτών του που θα τον πλήγωσε.
«Για τον έξω κόσμο», μας απάντησε, «ήτανε κάπως απόκοσμος. Αν τονε ζούσες από μέσα θα ‘βλεπες ότι δεν ήτανε. Μάλλον πως αυτή την εικόνα ήθελε ο ίδιος να δίνει προς τα έξω, εικόνα του απόκοσμου και του απομονωμένου.
Γεγονός είναι ότι οι Ρεθεμνιώτες που τον ήθελαν σπάνια κατάφερναν να τον συναντήσουν στην Αθήνα Το τηλέφωνό του ήταν απόρρητο, κρατούσε λίγες επαφές με τον έξω κόσμο. Ελάχιστοι άνθρωποι τονε βλέπανε τότε. Ίσως ο Βογιατζάκης ο Μανώλης, ο Γιώργης ο Πρεβελάκης…Αυτοί μπορούσανε να τονε δούνε, ας πούμενε, για λίγη ώρα. Γενικά έπρεπε να κλείσεις ραντεβού για να τον συναντήσεις και αν μπορούσε να σε δεχτεί …».
Όταν ζήτησα να μάθω το γιατί μου είπε απλά ότι ζητούσε την απομόνωση για να αφοσιωθεί στο έργο του. Και το καταλάβαινα αυτό. Κι ο Καζαντζάκης το ίδιο δεν έκανε;
Δεν είχε ιδιαίτερους λόγους να αποφεύγει τις συναναστροφές με συμπατριώτες του. Απλά ήταν επιλεκτικός στο διάστημα που ήθελε να αφοσιωθεί στη συγγραφή των έργων του.
Πιο κοντά στον τόπο του
Από το 1965 και μετά διαπιστώνουμε μια άλλη συμπεριφορά. Παύει να είναι απόμακρος. Σπάει την απομόνωση και έρχεται πιο κοντά στον τόπο του.Εκεί κοντά στην επέτειο της πρώτης εκατονταετηρίδας από το ολοκαύτωμα της Ιεράς Μονής Αρκαδίου ο δήμος αναθέτει στον Γιάννη Χαλκιαδάκη, έναν από τους ανθρώπους που ο Πρεβελάκης τιμούσε ιδιαίτερα, να ετοιμάσει κάτι για τη μεγάλη επέτειο. Κι εκείνος έγραψε το Ηφαίστειο. Δεν δίστασε μάλιστα να κατεβάσει και όλα εκείνα τα «ιερά τέρατα της υποκριτικής» του Εθνικού Θεάτρου στο Ρέθυμνο για να δοθεί η παράσταση του έργου.
Τόλμη που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία. Γιατί αναφερόμαστε σε μια εποχή που δεν υπήρχε στο Ρέθυμνο καν ξενοδοχειακή υποδομή. Κι όμως. Άνοιξαν οι Ρεθεμνιώτες τα σπίτια τους και καλοδέχτηκαν τους ηθοποιούς. Απέδειξαν στο έπακρον τι σημαίνει Ρεθεμνιώτικη φιλοξενία. Ο Πρεβελάκης θριάμβευσε. Η ανασφάλειά του όμως ήταν μεγάλη όταν έμαθε πως θα κατέβαινε να παρακολουθήσει τις εκδηλώσεις ο σπουδαίος Μάριος Πλωρίτης. Αυτός κατέφυγε αυτή τη φορά στον Γιάννη Χαλκιαδάκη και του ζήτησε να πλησιάσει τον μεγάλο τεχνοκριτικό και συγγραφέα να καταλάβει τις διαθέσεις του γιατί ως γνωστόν «έσφαζε με το βαμβάκι». Κι φοβόταν πως θα δεχθεί αυστηρή κριτική.
Ο Χαλκιαδάκης δεν του αρνήθηκε τη χάρη αυτή αν και ήξερε το αποτέλεσμα. Και πράγματι ο Πλωρίτης εκφράστηκε με τα θερμότερα λόγια.
Και θα ρωτήσετε ασφαλώς. Αυτός ο μεγάλος δημιουργός με τις παγκοσμίου εμβέλειας δημιουργίες ένοιωθε τόσο ανασφαλής; Πράγματι γιατί το Αρκάδι, όπως φαίνεται και από τα έργα του, σήμαινε πολλά γι αυτόν. Δεν ήθελε για κανένα τρόπο να γράψει κάτι που θα αμαύρωνε το μεγαλείο αυτού του μεγάλου βωμού θυσίας. Αν ήταν δυνατόν. Κι όμως ο Πρεβελάκης ένοιωθε πάντα ένα ιερό δέος μπροστά στο μεγαλείο του Αρκαδιού.
Ο Πρεβελάκης στάθηκε αφορμή να γνωρίσει και άλλες ημέρες δόξης το Ρέθυμνο όταν γυρίστηκε κυρίως στην Πηγή το έργο του «Ο ήλιος του θανάτου». Μια εξαιρετική παραγωγή που εμπνεύστηκε ο Πρεβελάκης από την υπέροχη θειά του Ρουσάκη που ακτινοβολεί στο έργο ο πλούτος των συναισθημάτων της. Κι όταν ο ίδιος επισκέφτηκε την Πηγή έδειξε πως ήταν πάντα ο γνήσιος Κρητικός που λάτρευε την παράδοση.
Μας έλεγε χαρακτηριστικά ο αξέχαστος εκπαιδευτικός Σταύρος Βογιατζής ότι κατά την επίσκεψή του αυτή θέλησε να μπει στο πατρικό του δασκάλου. Εκεί στο τραπέζι υπήρχαν υπολείμματα από πρωινό κολατσιό. Βλέποντάς τα ο Βογιατζής έκανε μια γρήγορη κίνηση να τα μαζέψει αλλά ο Πρεβελάκης τον σταμάτησε λέγοντας:«Σας παρακαλώ αφήστε να νοιώθω την ευωδιά του τόπου μου αυτήν την ευλογημένη της ανθρώπινης παρουσίας».
Το πρώτο έμφραγμα
Ξανάγινε όμως απόμακρος ο Πρεβελάκης όταν ξεκίνησαν τα προβλήματα υγείας του.
Παθαίνει το πρώτο έμφραγμα στην Πλάκα στο σπίτι του όπου δεν θέλει να πάει στο νοσοκομείο, δεν θέλει να επικοινωνεί με κανένα.Ο Αγγελιδάκης βέβαια δεν χρειάζεται ιδιαίτερα πρόσκληση. Επέμενε κι αυτός όπως και ο Λευτέρης Πρεβελάκης ο αδελφός του να πάει στο Νοσοκομείο. Ούτε που να το ακούσει ήθελε ο Παντελής.
Συνεχίζει τη δράση του αλλά τα προβλήματα γίνονται οξύτερα Κόβει και πάλι τις γέφυρες με τον έξω κόσμο.
Μας είχε πει σχετικά ο Γιώργης Αγγελιδάκης:
«Ο μόνος ο οποίος μπορούσε να πηγαίνει ακόμη εκεί την ημέρα, ήτανε ο αδερφός του ο Λευτέρης. Επικοινωνία εγώ είχα καθημερινή με τον Λευτέρη, ο Λευτέρης ήτανε ο πρώτος του αδελφός και μου έλεγε ότι, ας πούμενε πάρε τονε και εσύ να του πεις ότι δεν μπορεί να μένει το βράδυ μόνος του, μιλούσα με τον Παντελή, μάλιστα τελευταία φορά που μιλήσαμε που πέθανε το ίδιο βράδυ εκείνο του είχα πει: «Θέλεις να ‘ρθω να μείνω εγώ δυο τρεις μέρες στο σπίτι;», «Όχι, μου λέει, άμα σε χρειαστώ εγώ θα στο πω», λοιπόν ήτανε εντελώς απομονωμένος, αφού, δηλαδή φτάνουμε σε ένα ακραίο σημείο να μη θέλει ούτε τον αδερφό του να μείνει μαζί του, αλλά ήθελε να μείνει μόνος του.
Και πεθαίνει πραγματικά το ίδιο βράδυ που είχαμε κάνει τη συζήτηση αυτή. Πεθαίνει στο κρεβάτι του χωρίς να ταλαιπωρηθεί ιδιαιτέρως, διότι από τον Λευτέρη ξέρω ότι την επομένη που πήγαινε για να δει τι κάνει και είδενε ότι δεν απαντούσενε και έσπασενε την πόρτα και μπήκενε μέσα ήταν στο κρεβάτι του σκεπασμένος ο Παντελής χωρίς να δείχνει, ας πούμενε ότι είχενε περάσει μια αγωνία. Θα έπαθε μια βαριά καρδιακή προσβολή και έμεινε στον τόπο που λέμε, και έτσι ο Παντελής τάφηκενε στην Αθήνα επήγα βέβαια εγώ στην κηδεία του, πήγα μάλιστα και ένα στεφάνι από ελιά εδώ στο φέρετρο…».
Και βέβαια θα σκεπτόταν την ελιά ο Γιώργης Αγγελιδάκης, αυτό που είχε ζητήσει στο έργο και η θειά η Ρουσάκη από το Γιωργάκη της. Μια από τις ωραιότερες «ατάκες» του έργου.
Αυτό ήταν το τέλος του Παντελή Πρεβελάκη σαν σήμερα 15 Μαρτίου 1986.
Πλάι στο κομοδίνο του ο μεγάλος συγγραφέας είχε αφήσει ένα χρυσό ρολόι με τη σημείωση να δοθεί «Στον Γιώργη». Δεν χρειαζόταν βεβαίως επεξήγηση. Στον Αγγελιδάκη ήθελε να το αφήσει. Κι εκείνος μέχρι τα βαθειά του γεράματα, όποτε μιλούσαμε για τον Πρεβελάκη, αναζητούσε και μας έδειχνε το ρολόι αυτό. Κι είχε πάντα το ίδιο ύφος της συγκίνησης που προσπαθούσε να κρύψει χωρίς όμως και να το καταφέρει ποτέ…