Σε όλη την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας στην Κρήτη, γράφτηκαν σελίδες με μικρές ίσως ανθρώπινες ιστορίες που κρύβουν όμως όλο το μεγαλείο των Κρητικών σε κείνη την εποχή που όλα τα έσκιζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά.
Κι ας ξεκινήσουμε από το Αμάρι που δεν εξαιρέθηκε από την μανία των Τούρκων όταν κατέλαβαν το Ρέθυμνο το 1646.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής στον «Κρητικό Πόλεμο», οι Τούρκοι αφάνισαν χωριά του, έσφαξαν αθώους, κάψανε σπίτια, εκκλησιές και μοναστήρια, σκότωσαν με φρικτό θάνατο μοναχούς, άρπαξαν περιουσίες κι όσοι κάτοικοι σώθηκαν από το μαχαίρι και τη φωτιά τους έκαναν δούλους. Οι ταλαίπωροι αυτοί ζούσαν μαρτυρικά χρόνια.
Οι Τούρκοι απολάμβαναν την πολυτιμότερη σε αξία γη του Ρεθύμνου. Γιατί το Αμάρι με το εύφορο έδαφος και το εξαιρετικό κλίμα ήταν γη της επαγγελίας. Και κάθε τίτλος ιδιοκτησίας Τούρκου στην περιοχή από την ανώτατη αρχή ήταν σαν επιβράβευση για ανδραγαθίες κατά το δοκούν του κατακτητή.
Ας ακολουθήσουμε όμως κατά γράμμα τις γραφές για να βιώσουμε την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνα τα δίσεκτα χρόνια της αβάσταχτης σκλαβιάς.
Το 1782 διορίστηκε επίσημα από τον Σουλτάνο πρώτος Ιμάμης και Χατίπης ο Αχμέτ Χαλιφέ, στο τζαμί που δεν ήταν άλλο από την εκκλησία του Αγίου Στεφάνου. Αυτή είχαν κάνει τζαμί. Εκεί λειτούργησε και τούρκικο σχολείο κατώτερης βαθμίδας με δάσκαλο τον Χότζα.
Έτσι ξεκινά η απόλυτη δεσποτεία τριακοσίων άγριων Εσπέχηδων με έδρα το Γερακάρι που είχαν επιδοθεί σε μυριάδες εγκλήματα για εκφοβισμό, όπως η δολοφονία του επισκόπου Μεθοδίου Συλιγάρδου το 1795, η καταστροφή της Καλοείδαινας στο Άνω Μέρος το 1823 κ.ά.
Περιώνυμους καπετάνιους με σπουδαία αγωνιστική δράση συναντάμε στο Γερακάρι, όπως αναφέρει ο Εμμανουήλ Γενεράλης.
«Εις το χωρίον της γεννήσεώς μου εκ παραδόσεως γνωρίζω ότι υπήρχον δύο Μαρκοδάσκαλοι ή Μαυράκηδες, των οποίων η οικογένεια διατηρείται ως Δασκαλάκιδες. Ο πρώτος ως Μαρκογιάννης επιζήσας εις την παράδοσιν ήτο διδάσκαλος και ο πρώτος των Γερακαριανών Καπετάνιος προ του 21 πάντως…».
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές το Γερακάρι υπήρξε θέατρο φονικών μαχών σε όλους τους αγώνες της Κρήτης να αποτινάξει τα δεσμά. Ενδεικτικά να αναφέρουμε την πανωλεθρία των στρατευμάτων όσα δηλαδή κατάφεραν να γλιτώσουν από τη μάχη που έγινε στην Άμπελο Σφακίων στις 20 Ιουλίου 1821. Οι Γερακαριανοί τους παραφύλαξαν και τους αποδεκάτισαν πριν επιστρέψουν στο Ηράκλειο.
Σύμφωνα με έγγραφο του επάρχου Αμαρίου Θεοχάρη Κουγιουμτζόγλου (μετέπειτα Αγαθάκη) με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1823 που προσυπογράφει ο γενικός γραμματέας του Επαρχείου Άγγελος Παλαιολόγος, στο Αμάρι είχαν συγκροτηθεί δώδεκα πολεμικά σώματα με αντίστοιχες σημαίες. Ανάμεσά τους και το Γερακάρι, κεφαλοχώρι πάντα, με κατοίκους ανδρείους και ασυμβίβαστους. Δικαιολογημένα ο Ανδρεδάκης στα ιστορικά περί Αμαρίου σημειώματά του αναφέρει το Γερακάρι χωρίον ηρωικόν.
Και οι πιο επιφανείς ήρωες ήταν Γενεράληδες, Γιαννακούδιδες, Κοκονάδες, Κουτελήδες, Μανιούδιδες και Τατάριδες.
Η πολεμική σημαία
Το λάβαρο του Άι Γιώργη καθιερώθηκε ως πολεμική σημαία από την επανάσταση του 1821. Στην επανάσταση του 1866 το ιστορικό λάβαρο είχε πια εμφανώς τα σημάδια από τη συμμετοχή του στις προηγούμενες εξεγέρσεις. Ούτε σκέψη όμως των Γερακαριανών η αντικατάστασή του. Στον Άγιο Γιώργη εναπόθεταν τις ελπίδες τους κι έπαιρναν κουράγιο για να διεξάγουν τους νικηφόρους αγώνες τους. Πήραν λοιπόν μεταξωτό πανί και διόρθωσαν τις φθορές κι όταν το ετοίμασαν έκαναν νέα σύναξη στο προαύλιο της εκκλησίας του Άι Γιωργιού, τέλεσαν δοξολογία κι έπειτα ύψωσαν το λάβαρο στον Αγκαθέ, στης Κουρούνας το χαράκι αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα είχαν από τους Τούρκους της περιοχής. Ήταν όλοι αποφασισμένοι. Με τη νέα αυτή μπαντιέρα οι Γερακαριανοί πολέμησαν στο Αρκάδι, καθώς και το Φεβρουάριο του 67 που ο Ρεσίτ πασάς ζήτησε να εκδικηθεί τα χωριά του Κέντρους για τη συμμετοχή τους αυτή πυρπολώντας και το Γερακάρι. Και πήραν μεγάλη εκδίκηση.
Η εκδίκηση ενός Δαφέρμου
Από τους πρώτους χαΐνηδες και ο Γιώργης Δαφέρμος που δεν δίστασε να τα βάλει μ’ ένα θεριό της Τουρκιάς για να απαλλάξει τους άμοιρους σκλάβους από έναν εφιάλτη, στα 1822. Αυτόν μας αφήνει στην αιωνιότητα, με ένα εξαιρετικό του κείμενο, αυτοβιογραφικό περισσότερο, ο επίτιμος γυμνασιάρχης Μιχαήλ Κ. Δαφέρμος. Εντοπίσαμε το κείμενο μαζί με άλλους πνευματικούς θησαυρούς, στο περιοδικό «Προμηθεύς Ο Πυρφόρος» (τ.Ιούνιος – Αύγουστος 1982) και με την αναγκαία διασκευή ανασύρουμε από τη λήθη μια ακόμα πράξη ηρωισμού ενός από τους τόσους άγνωστους ήρωες που έβαλαν λιθαράκι στο τεράστιο οικοδόμημα της λευτεριάς.
Όταν ο Μιχαήλ Δαφέρμος έφτασε σε ηλικία να μελετά το περιβάλλον του με ερευνητική διάθεση, για περαιτέρω γνώση, του έκανε εντύπωση ένα αντικείμενο που κοσμούσε τη μέσα αίθουσα του πατρικού του σπιτιού.
Ήταν ένα σπαθί γυριστό, με πλατιά κόψη, χωρίς καμιά διακόσμηση και γυμνό, από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι Τούρκοι σπαχήδες τον προπερασμένο αιώνα.
Αυτό το σπαθί ο πατέρας του Μιχαήλ το φρόντιζε με μεγάλη επιμέλεια. Κι όταν η Χωροφυλακή έκανε εφόδους για αφοπλισμό ο Κ. Δαφέρμος είχε προλάβει να θάψει το σπαθί στον κήπο του σπιτιού του αφού προηγουμένως το άλειβε καλά καλά με λάδι ή λίπος
Όταν τέλειωνε η έφοδος, άφηνε μερικές μέρες να περάσουν κι έπειτα ξέθαβε το σπαθί, το καθάριζε με προσοχή και το κρέμαγε σε σημείο που να μη φαίνεται με την πρώτη ματιά.
Κάποια μέρα ο νεαρός δεν άντεξε να μένει με την απορία και ζήτησε από τον πατέρα του να του εξηγήσει γιατί φρόντιζε τόσο αυτό το σπαθί. Τι να σήμαινε άραγε γι’ αυτόν; Και τότε έμαθε τη μεγάλη αλήθεια και γνώρισε τον μακρινό του πρόγονο.
Αυτό το σπαθί, όπως άρχισε να διηγείται ο πατέρας, ανήκε σ’ ένα φοβερό Γενίτσαρο, τον Καρβουνιάρη, που ζούσε στην Τύλισσο. Αυτός απολάμβανε να βασανίζει απάνθρωπα τους Χριστιανούς χωρίς να τολμά κανένας να του αντισταθεί. Ήταν φόβος και τρόμος.
Ιμπραήμ ήταν το όνομα του τύραννου και το επώνυμό του Καρβουνιάρης. Είχε το λιμέρι του στην Καραβίταινα. Της Καραβίταινας η ελιά ήταν ένα τοπωνύμιο που πρέπει να σώζεται ακόμα δύο – διόμιση χιλιόμετρα βορεινά της Τυλίσσου, σύμφωνα με πληροφορίες Γ.Ι. Δαφέρμου δάσκαλου, παντρεμένου στην Τύλισσο και Αντώνη Βασιλοκωνσταντάκη γεννημένου και μεγαλωμένου εκεί.
Από εκεί τώρα ο αιμοδιψής γενίτσαρος έκανε τις εξορμήσεις του και βασάνιζε τους Χριστιανούς. Κι εξυπηρετούσε αφάνταστα η θέση που είχε διαλέξει, τα πανούργα σχέδιά του, γιατί επρόκειτο για πέρασμα. Όσοι κάτοικοι της γύρω περιοχής ήθελαν να πάνε στο Ηράκλειο περνούσαν υποχρεωτικά από εκεί. Και σπάνια γύριζαν αρτιμελείς στο σπίτι τους.
Από τα αγαπημένα του μαρτύρια που υπέβαλε τους Χριστιανούς και το πιο εξευτελιστικό ήταν να τους υποχρεώνει ώρες ολόκληρες να πεζεύουν και να ξεπεζεύουν. Έβλεπε ο γενίτσαρος το θέαμα και έσκαζε στα γέλια με την ταλαιπωρία του άτυχου που βασάνιζε. Και για παραλλαγή τον υποχρέωνε να είναι το ένα πόδι στο σαμάρι και το άλλο να βολοσέρνεται όσο το μουλάρι προχωρούσε με τη δική του καθοδήγηση οπότε έμενε κάποιο πρόβλημα που βασάνιζε τον άτυχο χριστιανό μέχρι το τέλος της ζωής του.
Η φήμη του Καρβουνιάρη σκορπούσε τρόμο στους άμοιρους σκλάβους. Άκουγε τα κατορθώματά του κι ο Γιώργης Δαφέρμος στην Αξό. Ήταν από τα παλικάρια που οι Τούρκοι είχαν πάντα στο στόχαστρο. Γερός και δυνατός ήταν το καμάρι όλων. Λέγεται πως μια φορά σήκωσε και έφερε στο χωριό, ολομόναχος, ένα μεσοδόκι από τη «λαγάρα τω διχεργιώ» ενάμιση χιλιόμετρο απόσταση από το χωριό.
Περίμενε την κατάλληλη στιγμή
Χαΐνης κι αυτός ατρόμητος δεν θα άφηνε για πολύ τον γενίτσαρο να συνεχίσει την αποτρόπαια δράση του. Άνθρωπος με στρατηγικό νου όμως ήθελε να πετύχει τον σκοπό του με προσοχή και χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τους χωριανούς του. Γιατί ήταν σίγουρο πως μετά από ένα σκοτωμό Τούρκου οι ομόθρησκοί του θα ζητούσαν εκδίκηση με τραγικές συνέπειες.
Άρχισε ν’ αφήνει λοιπόν μαλλιά και γένια μέχρι που έγινε αγνώριστος και στα δικά του πρόσωπα. Πήρε μετά μια χαχαλόβεργα, από ξύλο πρίνου που είναι βαρύ και δεν σπάζει εύκολα. Ήταν μια μακριά βέργα, στερεή με διχάλι στο πάνω μέρος, που βοηθούσε στο φόρτωμα και ξεφόρτωμα των φορτηγών ζώων.
Όταν ο Γιώργης ήταν έτοιμος να θέσει σε εφαρμογή το παράτολμο σχέδιό του μάζεψε τους συγγενείς και τους αποκάλυψε την πρόθεσή του να σκοτώσει τον Γενίτσαρο.
Εκείνοι ταράχτηκαν. Κρεμάστηκαν από τον λαιμό του και προσπαθούσαν να τον λογικέψουν. Μα πως θα χτυπούσε τον Τούρκο; Άρματα δεν είχε.
– Εγώ το έβαλα στο νου μου και θα το κάμω ήταν η απάντηση του Γιώργη. Κι έδειχνε αμετάπειστος.
– Θα τον σκοτώσω ή θ’ αποθάνω ήταν η τελευταία του κουβέντα.
Αφού δεν μπορούσαν να τον μεταπείσουν οι στενοί του συγγενείς θα έπρεπε τουλάχιστον να βοηθήσουν.
Μετά από συνεννόηση με τον Γιώργη κι ακολουθώντας τις οδηγίες, σηκώθηκαν μερικοί κι ετοιμάστηκαν για το σημείο που έστηνε καρτέρι ο γενίτσαρος. Όταν έφθασαν δεν βρήκαν κανένα. Φαίνεται πως ήταν νωρίς κι ο Τούρκος δεν είχε πάει ακόμα στο στέκι του. Έτσι οι άντρες του Δαφερμογιώργη υποχρεώθηκαν για να μην κινήσουν υποψίες να προχωρήσουν στο Ηράκλειο, να κάνουν τα ψώνια τους κι έπειτα να πάρουν γρήγορα τον δρόμο της επιστροφής.
Ενώ επέστρεφαν είδαν τον Καρβουνιάρη να στέκεται στο σημείο που συνήθιζε και να γελάνε και τα μουστάκια του με το σείρι που θα έκανε με τόσους μαζεμένους Ρωμιούς. Άφησε στην άκρη τον πιο ασήμαντο εμφανισιακά, που ήταν ο Δαφερμογιώργης, αγνώριστος πια με τόσο γένια και μαλλιά, καθόλου ευπαρουσίαστος, που έμοιαζε με ζητιάνο, και ξεκίνησε το ίδιο τροπάρι με τους ατυχείς συνοδούς του. Όταν ήρθε η σειρά του Γιώργη ο Τούρκος του φώναξε:
– Αντε κακόγερε έβγα από την τρύπα σου κι σένα περιμένω να φύγω. Έχω να πάω κι αλλού.
Ο Γιώργης πήρε κλαψιάρικο ύφος και προφασίστηκε τον άρρωστο χωρίς να κουνήσει από τη θέση του.
– Σίμωσε κι εγώ θα σε γιατρέψω του φώναξε ο Τούρκος. Με κομμένα γόνατα θα σε στείλω σπίτι σου.
Ο Γιώργης μαζεύει τις δυνάμεις, αυτοσυγκεντρώνεται και πλησιάζει στον Τούρκο που εξακολουθεί να τον ειρωνεύεται και να τον προκαλεί.
Κι εκεί που δεν το περίμενε ο τύραννος δέχεται μια στην κεφαλή με τη χαχαλόβεργα του Δαφερμογιώργη και πέφτει ξερός στο έδαφος.
Τότε ο Χαΐνης ορμά πάνω του, τον καβαλάει και σέρνοντας το σπαθί του Καρβουνιάρη από το θηκάρι του κόβει το κεφάλι και το πετάει μακριά.
Αμέσως μετά παίρνει το σπαθί και εξαφανίστηκε. Έμεινε μερικές μέρες μακριά μέχρι που βεβαιώθηκε ότι κανένας από τους Τούρκους δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό και γύρισε σπίτι του. Εκεί βρήκε τους δικούς του που νόμισαν ότι είχε χαθεί πια, αφού δεν γύρισε αμέσως, να του ετοιμάζουν το «ζεστό» του για μνημόσυνο.
Ένας ακόμα αιμοβόρος αγάς
Φόβος και τρόμος των Ρωμιών ήταν ο Ασάν αγάς από τον Άγιο Ιωάννη Μυλοποτάμου. Αδίστακτος και λάτρης του γυναικείου φύλου έγινε ο εφιάλτης των γονιών που είχαν νέες και όμορφες κόρες.
Ο Ασάν μόλις «ξεψύχησε» η επανάσταση του 1821, βρήκε την ευκαιρία, να εκμεταλλευθεί τη δεινή θέση των χριστιανών του ορεινού Μυλοποτάμου εξαιτίας των Αιγυπτίων και Τουρκαλβανών που είχαν στρατοπεδεύσει στην Αξό, να έρθει στ’ Ανώγεια και να κτίσει σπίτι στη θέση που ακόμα και σήμερα ακούγεται Ασανιανά, δημιουργώντας και υποστατικά για μέρος της κτηματικής του περιουσίας.
Ο Ασάν, αδιάντροπος καθώς ήταν, όλο και κάτι σκαρφιζόταν για να βασανίζει τους Ρωμιούς. Από τις πιο προσφιλείς του συνήθειες ήταν να διοργανώνει γλέντια κι ενώ γνώριζε την αυστηρότητα των ηθών και το πάθος των Ανωγειανών για την τιμή τους, συγκέντρωνε με τη βία γυναίκες και τις υποχρέωνε να χορεύουν ξυπόλητες και με τα στήθια έξω, πάνω στο στρωμένο με ρόβι ονταδάκι του Ξυλουροκωνσταντινιό. Σ’ αυτό το μοναδικό για την περιοχή ονταδάκι έκανε ο γενίτσαρος τα οργιώδη γλέντια του.
Ένας λεβέντης Ανωγειανός όμως στάθηκε ο σκληρός τιμωρός του.
Ο Σταύρος Νιώτης γεννήθηκε στ’ Ανώγεια πιθανότερα το 1795. Το Νιώτης ήταν παρατσούκλι και του δόθηκε για να τονιστεί η ομορφιά του. Ήταν πράγματι ένας λεβέντης και πανέμορφος άνδρας που ξεχώριζε για τα σωματικά και ψυχικά του προσόντα.
Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και με την ιδιότητα του οπλαρχηγού είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον αγώνα του ’21. Εκείνο το βράδυ που συνέβη το επεισόδιο με την αδελφή του βρέθηκε κατά σύμπτωση στο χωριό κατεβαίνοντας από το λημέρι. Όταν βρήκε την Αγάπη να κλαίει με αναφιλητά τον κυρίευσε ένα κακό προαίσθημα. Μετά τη μεγάλη επιμονή του να μάθει την αιτία της μεγάλης θλίψης της, η Αγάπη του διηγήθηκε το επεισόδιο με τον Ασάν αγά.
Αυτό πήγαινε πολύ κι ο Σταύρος Νιώτης δεν θα μπορούσε να το αφήσει ατιμώρητο.
Περίμενε πότε θα έρθει ξανά ο Ασάν στο χωριό και μόλις φάνηκε ο Τούρκος και ειδοποίησε να ετοιμάσουν το γλέντι του, ο Νιώτης έβαλε αμέσως σ’ εφαρμογή το σχέδιό του.
Στην κατάλληλη στιγμή βγήκε και κρύφτηκε πάνω στο δώμα του σπιτιού που γινόταν η διασκέδαση, στη μέση του οποίου ήταν ένα πιθάρι, συνηθισμένος φωταγωγός της εποχής εκείνης.
Φρικτό μαρτύριο
Αυτά που είδαν τα μάτια του θόλωσαν το νου του. Οι φήμες, το ελάχιστο μόνο μετέφεραν από όσα γίνονταν εκεί στον οντά της ακολασίας.
Ο Νιώτης μετά βίας κρατιόταν στο θέαμα που αντίκριζε, ακούγοντας όμως το σπαρταριστό γέλιο του αγά δεν μπόρεσε να κρατηθεί περισσότερο. Τράβηξε το μαχαίρι του και πήδησε από το φωταγωγό με σκοπό να σκοτώσει τον αγά. Όμως γλίστρησε πάνω στο ρόβι, έπεσε κι αυτό έδωσε τον καιρό στον αγά και τους καβαζήδες του να τον πιάσουν.
Ο Ασάν αγάς έγινε θηρίο με την αποκοτιά αυτή του Ανωγειανού. Έξαλλος πρόσταξε να τον δέσουν, να ξυραφίσουν όλο του το σώμα και να γεμίσουν τις χαρακιές με μπόλικο αλάτι. Ήθελε να τον σκοτώσει με τον πιο μαρτυρικό τρόπο.
Ο Νιώτης υπέστη με αξιοπρέπεια το μαρτύριο. Όταν οι Τούρκοι τον είδαν να γέρνει μισοπεθαμένος, πήραν το βασανισμένο σώμα του και το πέταξαν σε κάτι χαλάσματα δίπλα στον οντά.
Από κει τον μάζεψαν οι χωριανοί και προσπάθησαν με κάθε τρόπο να απαλύνουν τον πόνο του.
Με δυσκολία και μετά από αφάνταστες φροντίδες, τα κατάφεραν να τον γλιτώσουν από του χάρου τα δόντια.
Ήταν όμως δυνατός και η τρομερή αντοχή του τον βοήθησε να τα καταφέρει.
Η πράξη αυτή όμως του αγά δεν θα έμενε ατιμώρητη.
Όπως καταθέτουν οι ιστορικές πηγές, ο Νιώτης πήγε στην περιοχή της Μαύρης και επί τρεις ημέρες περίμενε τον Ασάν αγά στο Αξικό πέρασμα του ποταμού του Φονιά.
Πράγματι την τρίτη μέρα φάνηκε ο Ασάνης.
Ο Νιώτης τον κατέσφαξε και πήρε τ’ άρματά του και το ρουμπινένιο κομπολόγι του.
Στη συνέχεια απομακρύνθηκε μπαίνοντας στο παρακείμενο δάσος.
Αργότερα για ν’ αποφευκτούν αντίποινα εναντίον αθώων, ο Νιώτης έγραψε στον πασά αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεών του.
Μετά την επιστολή σταμάτησαν οι διώξεις, μόνο που ο πασάς αφαίρεσε ένα κομμάτι της Μεσοσφήνας (ορεινής περιοχής Ανωγείων) και την έδωσε στους Αξικούς που την κατέχουν μέχρι σήμερα.
Πηγές
Γεώργιος Ι. Σμπώκος: Ομιλία στα αποκαλυπτήρια της προτομής του Σταύρου Νιώτη (Νοέμβριος 2004)
Γεωργίου Σμπώκου: «Πρωταγωνιστές της λευτεριάς» (Ανώγεια 2010)
Γ. Δακανάλη: Απομνημονεύματα
Ανωγή: Αφιέρωμα στον Σταύρο Νιώτη του Γιώργη Μπαγκέρη (1/3/2015)
Γρηγορίου Φασουλα (Ταμπακη): Το τραγούδι του Νιώτη
Εύας Λαδιά: «Ρεθεμνιώτες ήρωες στην επανάσταση του 21».
Σπύρου Μαρνιέρου «Αγρίμια του Κέντρους».