Συνεργασία στη δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Μου άρεσε η ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τους άνδρες της ΕΜΑΚ που θα βοηθήσουν τους Τούρκους σεισμοπαθείς. Όσο για το μότο «Εμείς θα έρθουμε ημέρα» είναι η πληρωμένη απάντηση στις αρχηγικές προκλήσεις των γειτόνων.
Οι λαοί ποτέ δεν είχαν να μοιράσουν συμφέροντα. Και τον ίδιο πόνο ξεριζωμού εκεί στα 24, ένοιωσαν και οι Τουρκορεθυμνιώτες που θα έφευγαν. Αυτοί βέβαια με σεβασμό και αξιοπρέπεια. Καμιά σχέση με το δικό μας ξερίζωμα, τις σφαγές και τους βιασμούς, που σημάδεψαν γενιές.
«Ανάθεμα στον αίτιο» μας μάθανε οι Μικρασιάτες πρόγονοι να λέμε και σιγά-σιγά το πιστέψαμε. Ήρθαν και τα γεγονότα να συνηγορήσουν γι’ αυτό.
Μένουν αξέχαστες οι σκηνές που παρακολουθήσαμε σε επισκέψεις Τουρκορεθεμνιωτών που γίνονταν κατά καιρούς, όσο ζούσαν βέβαια εκείνοι που βίωσαν το σπαραγμό της αναχώρησης από την πόλη.
Σαν να ’ναι τώρα που βλέπουμε τη γιαγιά εκείνη που πηγαίνοντας με το γκρουπ στο «σχολείο» της, (το σημερινό 1ο δημοτικό) χάιδευε τον μαυροπίνακα κλαίγοντας, καθώς αναπολούσε τις ώρες που πέρασε σε κείνη την τάξη.
Η επίσκεψη στην πόλη μας Τουρκορεθεμνιωτών συγκινούσε πάντα συμπολίτες όπως ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, ο Κώστας Ξεξάκης, ο Κώστας Στρατιδάκης, ο Λεωνίδας Καούνης και φυσικά η Μαρία Τσιριμονάκη που έγραψε και το βιβλίο «Εκείνοι που έφυγαν – εκείνοι που ήρθαν…».
Ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τους Τουρκορεθεμνιώτες. Πολλές ιστορίες από τον βίο και την πολιτεία αυτών, μας έδωσε η χαρισματική πένα του.Πόσους δεν είχε συγκινήσει η ιστορία του Τουρκογιώργη.
Αυτός ήταν γιος κάποιου Ισμαήλ Μπαμπά Σιδεράκι βαθειά θρησκευόμενου Τουρκοκρητικού που έτρεφε όνειρα για το παιδί του να το δει Σείχη ή και Ιμάμη ακόμα της Ρεθεμνιώτικης Τουρκιάς. Πρόλαβε όμως και τον ενημέρωσε ο προφήτης του με επαναλαμβανόμενα όνειρα στη διάρκεια της κύησης του παιδιού, ότι δεν θα πραγματοποιηθεί κανένα του όνειρο, γιατί ο γιος του θα γίνει Χριστιανός.
Ο Ισμαήλ δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι τον περιμένει μια τέτοια ταπείνωση και είχε βάλει σκοπό να μην αφήσει το παιδί να ζήσει. Μετά από απειλή όμως κάποιου συγγενή αποφάσισε να δώσει χάρη στο νεογέννητο, αλλά έβαλε σκοπό να το στείλει σε οικοτροφείο υπό την εποπτεία του χαλιφάτου για να προλάβει το κακό. Τελικά το «πεπρωμένον φυγείν αδύνατον» όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια. Σε ένα ταξίδι του νεαρού Εσάτ (αυτό ήταν το όνομα του υιού Σιδεράκι) από το Ρέθυμνο στον Πειραιά γνώρισε στο πλοίο μια κοπέλα.
Και όσα δεν κατάφερε ο Ισμαήλ σε 18 χρόνια με τις τόσες απαγορεύσεις και ταραχές, πέτυχε ο έρωτας στη διάρκεια του ταξιδιού. Κι ήταν αμοιβαίος.
Στον Πειραιά ο Εσάτ φιλοξενήθηκε στο σπίτι της καλής του μια νύχτα, και την επομένη με πόνο ψυχής πήρε το πλοίο για την Πόλη.
Μόλις έφτασε σκέφτηκε να γράψει αμέσως στη Χριστιανοπούλα του, αλλά δυστυχώς δεν ήξερε να γράφει ελληνικά. Κατέφυγε σε κάποιο φίλο του που του έγραψε ένα θερμό γράμμα, στο οποίο κι έλαβε απάντηση. Δεν ήταν όμως δουλειά κι αυτό. Έπρεπε να δει τι θα κάνει. Έτσι βρήκε αμέσως δάσκαλο κι έπεσε με τα μούτρα στο διάβασμα. Μέσα σε έξι μήνες έγραφε και διάβαζε τέλεια ελληνικά. Η αλληλογραφία με την καλή του κράτησε ένα διάστημα και μάλιστα με ρυθμό τρελό. Μπορεί να έγραφαν και δυο και τρία γράμματα την ημέρα. Μέχρι που την κατάλαβαν οι δικοί της και την έφεραν με το ζόρι στην Κρήτη. Ο νεαρός Τούρκος κόντεψε να τρελαθεί.
Μόλις μπήκε ο Ιούνιος, χωρίς να έχει πατήσει στο πανεπιστήμιο, γύρισε στην Κρήτη. Αντί να περάσει, πρώτα από τους δικούς του τράβηξε γραμμή για το σπίτι της καλής του. Ο πατέρας της είχε πεθάνει και η μάνα της, όταν κατάλαβε ότι η κοπέλα υπέφερε, ζήτησε τη συμβουλή του ιερέα. Εκείνος αφού πείστηκε για τα αισθήματα της κοπέλας έδωσε την άδειά του για τον γάμο αρκεί ο Εσάτ να γινόταν Χριστιανός. Με δισταγμό, του το ανακοίνωσαν, αλλά εκείνος δεν άφησε ούτε λεπτό να πάει χαμένο. Σε μοναστήρι της Περιφέρειας έγινε ο Εσάτ Χριστιανός και πήρε το όνομα Γιώργος κι αμέσως μετά έγινε ο γάμος.
Το νέο ζευγάρι όμως αναγκάστηκε γρήγορα να εγκαταλείψει το νησί γιατί ο καημένος ο Γιώργης περνούσε δύσκολες μέρες.
Οι πάντες τον περιφρονούσαν. Τον αποκαλούσαν Τουρκογιώργη και τον πρόσβαλαν όπου τον συναντούσαν. Πήρε λοιπόν τη γυναίκα του και κανένας δεν ήξερε που κατέφυγαν.
Με την ανταλλαγή των πληθυσμών, το 1925, γύρισε ο Γιώργης στο Ρέθυμνο. Και για τη μετέπειτα ζωή του έχουμε δώσει πληροφορίες σε σχετικό μας αφιέρωμα πάντα με πηγή τον Μιχαήλ Παπαδάκι.
Η τελευταία κηδεία
Ο ίδιος μας δίνει μια ακόμα συγκινητική ιστορία, αληθινή πέρα ως πέρα, που δείχνει πώς κανένας ηγέτης δεν μπορεί να επηρεάσει το συναίσθημα του λαού του για άλλους λαούς.
Ήταν 25 του Σεπτέμβρη 1924, όταν και οι τελευταίοι Τούρκοι, εγκατέλειπαν το Ρέθυμνο.
Ένα καράβι τους περίμενε στο λιμάνι να τους μεταφέρει στο Αϊβαλί. Ανάμεσα σ’ αυτούς που θα έφευγαν ήταν κι ένας καφετζής στη Σοχώρα ο Μουχαρέμ Μαυροματάκης που είχε τη χανούμη του και τέσσερα αγόρια. Ένα από αυτά ο Μασλούμης ήταν από μικρός φιλάσθενος αλλά τώρα στα 15 χρόνια του είχε παραγίνει το κακό.
Και που δεν τον είχαν πάει οι γονείς του. Μάταια όμως. Κανένας επιστήμονας γιατρός δεν μπόρεσε να βρει την αιτία του κακού για να τη θεραπεύσει. Όσο για τους πρακτικούς τίποτα δεν κατάφεραν επίσης με τα πάσης μορφής «μαντζούνια» που φόρτωναν το Μασλουμάκι. Το παιδί μέρα με τη μέρα χειροτέρευσε και σαν να μην έφθανε αυτό έπρεπε να μπει και στη δοκιμασία του ταξιδιού, που με τα μέσα της εποχής ήταν μαρτύριο.
Ο πατέρας βέβαια έκανε ό,τι μπορούσε για να καθυστερήσει την αναχώρηση. Έφθασε όμως η τελευταία ευκαιρία και δεν μπορούσε να μείνει.
Από τις 24 λοιπόν του Σεπτέμβρη, μπήκε στο καράβι με την οικογένειά του, γεμάτος αγωνία για την τύχη του παιδιού του.
Ευτυχώς ο πλοίαρχος συμμερίστηκε τον τραγικό πατέρα και έκανε ό,τι μπορούσε να είναι πιο άνετο το ταξίδι για το άρρωστο αγόρι.
Περασμένα μεσάνυχτα το παιδί χειροτέρεψε. Αμέσως ειδοποιήθηκαν οι γιατροί Γιώργης Σαουνάτσος και Σταμάτης Ρολόγης που το παρακολουθούσαν. Κι αυτοί χωρίς να χάσουν καιρό μπήκαν στη βάρκα και έφθασαν στο πλοίο για να προλάβουν το χειρότερο. Είδαν την κατάσταση του παιδιού και με βιάση γύρισαν πίσω να ετοιμάσουν φάρμακα. Δεν πρόλαβαν όμως. Και κοντά στο ξημέρωμα το άτυχο αγόρι ξεψύχησε.
Ακολούθησε θρήνος και οδυρμός. Μοναδική επιθυμία πια των τραγικών γονέων ήταν να πάρουν τη σορό του παιδιού τους μαζί και να το θάψουν στον τόπο της κατοικία τους. Ο καπετάν Χουσνής, όμως, που είχε καφενείο στο λιμάνι, παλιός Ρεθεμνιώτης θαλασσόλυκος, τους έκοψε τα φτερά της ελπίδας.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις των ναυτικών, δεν μπορούσε να μείνει σε πλοίο νεκρός. Κι όταν τύχαινε μεσοπέλαγα το κακό, έβαζαν τον νεκρό σε ένα τσουβάλι, έδεναν στην άκρη ένα σίδερο και τον φουντάριζαν στη θάλασσα.
Οι καημένοι οι γονείς ανατρίχιασαν στο άκουσμα. Μα τι μπορούσαν να κάνουν;
Τότε, συνεχίζει την αφήγηση ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις, ο Χότζας Καδίρ Εφέντης Ταχταλεδάκις, πρότεινε να κατέβουν από το πλοίο να κηδέψουν το παιδί και να το θάψουν στα Μεζάρια που ήταν θαμμένοι και οι άλλοι τους πρόγονοι.
Αυτός το είπε, βέβαια, αλλά οι χωροφύλακες που περίμεναν στη σκάλα να βεβαιωθούν ότι έφυγε το πλοίο αρνήθηκαν κατηγορηματικά να επιτρέψουν τη διαδικασία που πρότεινε ο Χότζας. Αυτοί είχαν αυστηρές εντολές και δεν τους ένοιαζε παρά να μην έχουν συνέπειες. Απαγορευόταν δια ροπάλου να γυρίσουν οι Τούρκοι στην πόλη.
Βγήκαν τότε μερικοί Τουρκορεθεμνιώτες στο κατάστρωμα και βλέποντας Ρεθεμνιώτες να περιμένουν στην αποβάθρα, να τους αποχαιρετήσουν, άρχισαν να φωνάζουν και να ζητάνε βοήθεια.
Ακούγοντας οι συγκεντρωμένοι τα διατρέξαντα και την τύχη που περίμενε το αγόρι, μετά θάνατον, αναστατώθηκαν. Ακολούθησε ταραχή και ήταν η γενική απαίτηση να κηδευτεί το αγόρι όπως του άξιζε. Οι Χριστιανοί αντιδρούσαν με σθένος, σαν να επρόκειτο για το δικό τους παιδί. Μοιράστηκαν σε ομάδες κι άρχισαν να αναζητούν τις αρχές. Κάποιοι πήγαν στον νομάρχη, άλλος τηλεγράφησε στον γενικό διοικητή και φυσικά δεν άφησαν ανενόχλητο και τον Δεσπότη Τιμόθεο που τον εντόπισαν στο Μαρουλά. Στείλανε αμέσως μια φοράδα να τον κατεβάσουν στην πόλη.
Μετά από τόση αναταραχή πώς να αντιδράσει το επίσημο κράτος; Τελικά μετά από πολλές διαβουλεύσεις επετράπη σε μερικούς συγγενείς του νεκρού να κατέβουν με τον Χότζα και να κηδέψουν το παιδί.
Κι ενώ το «διάβαζαν» στο τζαμί Μεχμέτ Μπαμπά, στην είσοδο της οδού Ρήγα Φερραίου, τρεις Ρεθεμνιώτες Χριστιανοί ο Κωστής Κοχράκης, ο Αντώνης Πενταύτης από τις Πρασσές και ο Γιάννης ο Αποστολάκης από τα Περιβόλια πήγανε νοτικά των Μεζαριών (απέναντι από την οικία Καλόφωνου) κι ανοίξανε ένα τάφο, καθώς δεν επιτρεπόταν να ταφεί κάποιος σε ένα τάφο που ήταν θαμμένος και άλλος νεκρός. Και στο μεταξύ ο οινοπώλης Μανόλης Φραγκεδάκις, ο επωνομαζόμενος «Φουστάνα», έστειλε τον παραγιό του Γιώργη Παπαδάκι, ένα χεροδύναμο παλικάρι από το Βάτο ένα φορτίο με πηλάσβεστο κι έγινε το μνήμα χτιστό.
Θάψανε εκεί το παιδί και έπειτα γύρισαν στο πλοίο που ήταν έτοιμο να ξεκινήσει πια.
Μη νομίζετε όμως πως το 15χρονο Τουρκορεθεμνιωτάκι γνώρισε «μοναξιά» στον τόπο εκεί της αιώνιας γαλήνης.
Για χρόνια πήγαιναν εκεί γυναίκες φίλες της μάνας του και χωρίς να κάνουν κάτι ενάντια στα έθιμα των Τούρκων κάθονταν λίγο δίπλα στο μνήμα, έτσι για να το συντροφέψουν μια και δεν είχε τους γονείς κοντά.
Αυτή η συγκλονιστική ιστορία άλλωστε δείχνει πόσο δεμένες ήταν οι δυο κοινότητες όσο δεν έμπαιναν στη μέση τα συμφέροντα που δημιουργούσαν ταραχές.
Μια επίσκεψη μετά από 56 χρόνια
Πέρασαν 56 χρόνια από τότε και μια μέρα ήρθε στο Ρέθυμνο, για «προσκύνημα», ένας από εκείνους τους Τούρκους που είχαν φύγει τότε, ο Μεχμέτ Ερτέμ.
Το πλοίο τους είχε αφήσει στο Αϊβαλί. Εκεί ο Μεχμέτ μεγάλωσε και κατάφερε να αποκτήσει μια καλή περιουσία. Έγινε εργοστασιάρχης. Η νοσταλγία όμως τον τυραννούσε. Καθόταν τα βράδια και αναπολούσε τις βόλτες στα στενά σοκάκια, έστηνε του νου κουβέντα με τους παλιούς φίλους και συμμαθητές, μα ο καημός του δεν μέρευε.
Έτσι το έκανε απόφαση, πήρε τη γυναίκα του και ήρθε στο Ρέθυμνο. Η πόλη βέβαια είχε αρκετά αλλάξει 56 χρόνια μετά. Όπως ήταν φυσικό ο πρώτος που θέλησε να συναντήσει ήταν ο Μιχαήλ Παπαδάκις. Κι εκείνος τον καλωσόρισε με μεγάλη χαρά. Τον είχε φέρει μάλιστα να μας τον γνωρίσει. Και μεις που εκείνες τις εποχές δεινοπαθούσαμε για θέματα, που θα συγκινούσαν το αναγνωστικό μας κοινό,τον υποδεχτήκαμε «μετά βαΐων και κλάδων».
Ο Μεχμέτ συνοδευόταν από τον γιο του Σερβέτ και τη νύφη του Νουρέλ που ήταν εγγονή του Μεχμέτ Εφέντη Αηγιωργιαννάκη, από τους γνωστούς εμπόρους για τους παλιούς Ρεθεμνιώτες.
Η συντροφιά μας διευρύνθηκε σε λίγο όταν ήρθε τυχαία να προστεθεί και ο Κώστας Ξεξάκης. Κι έτσι με Παπαδάκι και Ξεξάκη στη συντροφιά είχαμε τους καλύτερους οδηγούς για το οδοιπορικό στον χρόνο, που ακολούθησε, όταν ο Μεχμέτ άρχισε να καταθέτει σε άπταιστα «Ρεθεμνιώτικα» τις αναμνήσεις του.
Όταν τον ρωτήσαμε πως και διατήρησε τη ντοπιολαλιά μας μετά από τόσα χρόνια, μας απάντησε πως δεν είχε σταματήσει να μιλά με τους δικούς του στο Ρεθεμνιώτικο ιδίωμα. Και μπήκε στην κουβέντα η Νουρέλ για να προσθέσει πως, εκτός από τη γλώσσα που από τα παιδιά πέρασε και στα εγγόνια, συνέχισαν να διατηρούν πολιτισμικά στοιχεία από το Ρέθυμνο, όπως γεύσεις και έθιμα. Όσο για την ίδια είχε διδαχθεί συνταγές μαγειρικής με παραδοσιακά φαγητά από τη γιαγιά της. Είχαν όμως και κάποιο πικρό τίμημα αυτές οι συνήθειες.
Εκεί στο Αϊβαλί συνήθιζαν να μαζεύονται Τουρκορεθεμνιώτισσες και να κάνουν παρέα. Τις έβλεπαν άλλες Τουρκάλες και θύμωναν που δεν μιλούσαν τη γλώσσα τους. Εκείνες όμως αδιαφορούσαν για το μάλωμα. Αυτή ήταν η γλώσσα των παππούδων τους και την τιμούσαν. Ένοιωθαν όμως ξένες. Όπως ξένοι ένοιωθαν και οι δικοί μας οι πρόσφυγες στον τόπο τους. Αυτή είναι η μοίρα των ξεριζωμένων όπου γης και δεν αλλάζει.
Τελικά στο Αϊβαλί είχαν μαζευτεί κάπου 8.000 ανακατεμένοι με άλλους πρόσφυγες από Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Μυτιλήνη.
Άκουγε ο Ξεξάκης την Νουρέλ να μιλά και κάποια στιγμή βούρκωσε.
«Είναι σαν να ακούω τη γιαγιά μου» μας είπε. Τόσο ανόθευτα μιλάνε τα κρητικά».
Ο χρόνος κυλούσε χωρίς να το καταλάβουμε. Μας είχε παρασύρει ο Μεχμέτ με τις αναπολήσεις του σε ένα οδοιπορικό στο παλιό Ρέθυμνο.
«Μεγάλωσε η πόλη μας είχε πει. Έγινε τριπλάσια από ό,τι θυμούμαι. Βρήκα πάντως σημεία που θυμούμαι από τα μικράτα μου…» (Σκεφτείτε να την έβλεπε σήμερα).
Κι άρχισε να μας μιλά για το μαγαζί τους που ήταν κοντά στου Δρανδάκη. Γειτονεύανε με το Τούρκικο σχολειό και το μπακάλικο του Λαμπρινού.
Το σπίτι του το βρήκε μοιρασμένο στα δυο. Συνάντησε όμως παλιούς φίλους, επισκέφθηκε το βιβλιοπωλείο του Αριστόδημου που το διατηρούσε τώρα ο γιος του Λεωνίδας. Από εκεί έπαιρνε τα σχολικά του βιβλία. Και δεν έβλεπε την ώρα να επισκεφθεί στα Ρούστικα τον καθηγητή του Ζαμπετάκη που του δίδασκε Μαθηματικά. Στο μεταξύ είχε επισκεφθεί τα χωριά που ζούσαν άλλοτε συγγενείς του στην Αμνάτο, στην Κυριάννα, στο Χρωμοναστήρι. Κι έπαιρναν σειρά μετά από τα Ρούστικα η Παλαίλημνος, το Ατσιπόπουλο και ο Πρινές.
Στη κουβέντα μας συνεχίστηκε η αναπόλησή του στα παιδικά του χρόνια όπου πήγαινε στο μοναστήρι του Βένι να αγοράσει διάνους για εκτροφή επειδή εκεί τις πουλούσαν φθηνά. Με αυτούς περνούσαν τον χειμώνα. Μικρό παιδί επίσης πήγαινε στο Κόκκινο Μετόχι που είχαν κτήματα. Εκεί ήταν ένα μοναστήρι. Και η χαρά του Μεχμέτ ήταν να πάει να συναντήσει τον ηγούμενο που τον συμπαθούσε και του έδινε μελόπιτα.
Όταν τους έστειλαν στο Αιβαλί μετέφεραν εκεί και τα μουσικά τους ακούσματα που διατήρησαν όμως όσο ζούσαν οι λυράρηδες. Συνέχισαν όμως να χορεύουν παραδοσιακούς χορούς Πεντοζάλι, Σερτό, Σούστα.
Ο Μεχμέτ μας μίλησε και για την αντιμετώπιση των ομοεθνών του, που αποκαλούσαν τους Τουρκορεθεμνιώτες «Κρητικογκιαούρ». Εκείνοι όμως δεν νοιάζονταν, ούτε θύμωναν. Το είχαν για καμάρι να τους αποκαλούν έτσι.
Έτσι μεταφράστηκαν οι επιγραφές
Σε κάτι όμως πιο σημαντικό για τα πολιτιστικά δρώμενα του τόπου ωφέλησε η επίσκεψη στο Ρέθυμνο του Μεχμέτ. Βρήκαν την ευκαιρία Μιχαήλ Παπαδάκις, Κώστας Ξεξάκις και Κώστας Στρατιδάκις (πατέρας του εκλεκτού συνεργάτη μας ιστοριοδίφη κ. Χάρη Στρατιδάκη) να τον οδηγήσουν όπου υπήρχε τούρκικη επιγραφή και να μεταφράζουν. Έτσι μεταφράστηκαν οι βρύσες και η παλιά δεξαμενή που έγινε το 1790 επί Σουλτάν Μπραίμη.
Ξαναβρεθήκαμε με τον Μεχμέτ όταν επρόκειτο να φύγει. Έδειχνε πολύ στενοχωρημένος γιατί δεν ήξερε πότε θα είχε πάλι την ευκαιρία να έρθει. Απορήσαμε γιατί δεν είχε οικονομικό πρόβλημα, οπότε μπορούσε να έρχεται όποτε ήθελε. Μα δεν ήταν τόσο απλό όσο φαινόταν.
– Αν ξέρατε τη γραφειοκρατία που απαιτεί αυτό το ταξίδι θα καταλαβαίνατε. Είναι τόσες οι διατυπώσεις που δεν το αποφασίζεις εύκολα να ταξιδέψεις.
Όταν αποχαιρετήσαμε τον Μεχμέτ εκείνος αφού μας ευχήθηκε τα καλύτερα, πήρε και την εφημερίδα, που είχαμε δημοσιεύσει τη συνέντευξή του, μας είπε:
– Μπορεί να λέγομαι Μεχμέτ Ερτέμ και να είμαι Οθωμανός υπήκοος. Εγώ νοιώθω πάντα Μεχμέτ Ερτεμάκης, Ρεθεμνιώτης. Και είμαι περήφανος για την καταγωγή μου.
Πέρασαν τα χρόνια Σίγουρα δεν ζει κανείς από την παλιά φρουρά. Μας έχουν πει πάντως ταξιδευτές στα παράλια της Μικράς Ασίας πως η Κρητική ντοπιολαλιά συνεχίζει να ακούγεται σε αρκετά σπίτια. Κι ας περνάνε τα χρόνια και ας αναλαμβάνουν σκυτάλη οι επόμενες γενιές. Ο τόπος καταγωγής παραμένει ιερός. Γιατί είναι πατρίδα της καρδιάς και της θύμησης.