Με την «αναχώρηση» για το αιώνιο ταξίδι της Όλγας Δαλέντζα κλείνει ένα κεφάλαιο ζωής για μια από τις οικογένειες που άφησαν έντονα τα ίχνη τους στο Ρέθυμνο.
Ο Γιάννης Δαλέντζας ο πατέρας, με την «εισαγγελική» πένα και την καθαρή καρδιά γεννήθηκε το 1911 στο Χαράρ Αιθιοπίας από γονείς Κρητικούς. Είχαν καταγωγή από την Κούφη και το Ατσιπόπουλο. Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και από το 1964 μόνιμα στην Αθήνα. Διετέλεσε εφοριακός υπάλληλος. Ήταν διευθυντής και εκδότης της εφημερίδας «Αλήθεια» του Ρεθύμνου το 1929-1930.
Έγραψε κριτικές, χρονικά, διηγήματα, βιογραφίες και άρθρα. Έργα του εκτός από την «Πολιτεία της Ανοχής» (1955) είναι και τα «Χρονικά του Ρεθύμνου» (1958) «Κρητικοί αντίλαλοι» (1959) «Αστραπές του Μπράσκου» (1962). Αυτά που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν τα έργα του «Καπητάνιος», «Ανθισμένοι Τάφοι», «Μορφές της Κρήτης», «Χρονικά των Γραφείων». Ήταν επίσης συνιδρυτής (1945) και μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου «Πνευματική Εστία Ρεθύμνης».
Ο Γιάννης Δαλέντζας, ήταν ένας προικισμένος άνθρωπος του πνεύματος και του λόγου, αλλά τον αδικούσε η πάγια τακτική του να μη χαρίζεται σε κανέναν. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ως λοχαγός πυροβολικού στο Αλβανικό Μέτωπο. Έλαβε ενεργό μέρος στη Μάχη της Κρήτης. Στα χρόνια της Γερμανικής Κατοχής τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στις φυλακές της Αγιάς. Καταδικάστηκε σε θάνατο αλλά αφέθηκε ελεύθερος την 25η Μαρτίου του 1944, όταν ο Χίτλερ χορήγησε αμνηστία.
Στο διάστημα της κράτησής του έκανε τη δοκιμασία του μούσα των όσων ακολούθησαν. Με έντονες πινελιές έχει καταγραφεί ο βίος των έγκλειστων της Αγιάς που περίμεναν καθημερινά τον θάνατο. Η παγωνιά του κελιού, ο πόνος από τα βασανιστήρια, ο ήχος από το βογκητό του συναγωνιστή στο διπλανό κελί, η μακάβρια προετοιμασία των εκτελέσεων, τα συναισθήματα μετά από κάθε νέα φουρνιά κρατουμένων και ομήρων, όλα αυτά στοιχειώνουν στη μνήμη των αναγνωστών του έργου του Δαλέντζα, έτσι που να τον θυμούνται κάθε φορά που η επικαιρότητα προκαλεί για σχολιασμό.
Εκτός από τυχαίες αναφορές δεν έχει προβληθεί ανάλογα το έργο του λογοτέχνη μας αυτού.
Ο Γιάννης Δαλέντζας πέθανε το Νοέμβρη του 1974. Μένει όμως αθάνατος μέσα από το έργο του. Κι ας μην έχει διαδοθεί όπως θα έπρεπε κι όπως θα είχαν υποχρέωση να κάνουν οι πνευματικοί ταγοί αυτού του τόπου. (Εκτενείς αναφορές στον Γιάννη Δαλέντζα έχουμε αναρτήσει στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο).
Η μητέρα της Όλγας, η Νέλλη Δαλέντζα, ήταν η κορύφωση της κομψότητας και της ευγένειας. Διακρινόταν όμως και για το μεγάλο της ταλέντο. Ο πίνακάς της «Αρκάδι» που βρίσκεται στην Πινακοθήκη της Ιεράς Μονής Αρκαδίου έχει όλα τα στοιχεία που πιστοποιούν πόσο σημαντική καλλιτέχνης ήταν η Νέλλη Δαλέντζα, διατηρώντας πάντα το δικό της ύφος σε κάθε της έργο. Ήταν όμως και μια μεγαλόψυχη σύζυγος, αφού στήριζε σαν ηρωίδα τον σύζυγό της και περνούσε μαζί του κάθε δοκιμασία. Ιδιαίτερα όταν ήταν έγκλειστος στο κελί μελλοθανάτων στην Αγιά.
Σ’ αυτό το περιβάλλον που μεγάλωσε η Όλγα δεν μπορούσε να μην επηρεαστεί και να συνεχίσει την πορεία της στη ζωή από την οδό της δημιουργίας. Επέλεξε την υποκριτική και οι πρώτες διακρίσεις που έλαβε δικαίωσαν την επιλογή της αυτή. Έτσι το 1965 τελείωσε τη δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη κι έκτοτε μόνο επιτυχίες σημείωνε στο ενεργητικό της. Μόνο ένα διάστημα διέκοψε, όσο χρειάστηκε για να πάρει το πτυχίο και της Παντείου.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο θεατρικό σανίδι, η Όλγα Δαλέντζα, έγινε βασικό στέλεχος θιάσων βετεράνων ηθοποιών. Συγκεκριμένο το 1966 παίζει στο θίασο νέων του παιδικού επιμορφωτικού Θεάτρου Αθηνών.
Τον ίδιο χρόνο εμφανίστηκε το Καλοκαίρι στο «Ορβο» με τον θίασο των Ενωμένων Καλλιτεχνών. Το 1968 δίπλα στον Μίμη Φωτόπουλο το 1968 και το 1970 έπαιξε με τον θίασο Αυλαία Τέχνης, «Γιάννας Βαλέντη – Στ. Στρατηγού, Δημήτρη Κων/νιδη». Το 1972 την χειροκροτήσαμε δίπλα στους Δημήτρη Μυράτ και Βούλα Ζουμπουλάκη. Το 1973 παίρνει μέρος με το εθνικό θέατρο στο Φεστιβάλ Επιδαύρου τα χρόνια από το 1973 μέχρι 1975 συνεχίζει πάλι στον θίασο Μυράτ Ζουμπουλάκη, το 1976 παίρνει μέρος στο Φεστιβάλ Αθηνών και από τον ίδιο χρόνο μέχρι και το 1978 παίζει στον θίασο Μυλωνά – Βασιλάκου.
Το 1980 έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με τη μεγάλη θεατρική επιτυχία «Ντόλλυ», του Θόρτον Γουάιλντερ, πλάι στην Έλλη Λαμπέτη και Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Είχε ερμηνεύσει ιδανικά τον ρόλο της μισόκουφης Γερτρούδης τόσο που ο κριτικός Μπάμπης Κλάρας της έγραψε στη «Βραδυνή» μια εξαιρετική κριτική.
Επίσης η Όλγα είχε διδάξει στη σχολή Θεάτρου του Δημήτρη Κωνσταντινίδη ορθοφωνία, απαγγελία, ενώ έλαβε μέρος σε πολλές εκπομπές ραδιοφώνου και τηλεοράσεως με μοναδική επιτυχία πάντα. Υπήρξε συνδημιουργός του θιάσου «Νέα Πορεία» του Γιώργου Χαραλαμπίδη και ενεργό μέλος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών.
Είχε έντονη κωμική φλέβα σε συνδυασμό με ένα εκρηκτικό ταπεραμέντο, που την έκαναν ακαταμάχητη. Διακρίθηκε σε πολλούς ρόλους. Ήταν η χαρακτηριστική νταντά του Γιάννη Μπέζου στη σειρά «Άκρως οικογενειακόν», αλλά και η γλυκύτατη Δροσούλα στο σίριαλ «Ήρθε κι έδεσε» που αγαπήθηκε ιδιαίτερα.
Θαύμαζε πολύ τον πατέρα της που ήταν το ιερό της πρότυπο. Αλλά συμπαραστάθηκε σαν άξια κόρη στη μητέρα της.
Από τους ανθρώπους που στάθηκαν πάντα με αφοσίωση δίπλα της ήταν ο πρόεδρος του ΣΕΟ, Σπύρος Μπιμπίλας. Ένιωθε οικείο πρόσωπο την Όλγα γιατί τον είχε στηρίξει στα πρώτα του καλλιτεχνικά βήματα.
Τα τελευταία χρόνια η σπουδαία αυτή καρατερίστα, άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας με μεγάλη αξιοπρέπεια, καθώς η φιλοσοφία της -κληροδότημα του πατέρα- δεν της επέτρεπε συμβιβασμούς, έστω κι αν θα της απέφεραν μια άνετη οικονομικά ζωή.
Λίγο πριν το ξέσπασμα της πανδημίας κατάφερε ο Σπύρος Μπιμπίλας να την πείσει να μείνει στο Γηροκομείο Πειραιά. Εκεί τουλάχιστον θα ήταν εξασφαλισμένη η περιποίηση που είχε τόσο ανάγκη, καθώς έχανε σιγά-σιγά την όρασή της. Η Όλγα δεν άργησε να προσαρμοστεί στη νέα της κατάσταση. Είχε αναπτύξει σχέσεις και με τους άλλους φιλοξενούμενους και όπως πάντα έδινε την εντύπωση πως δεν την απασχολεί κανένας και τίποτα. Ένοιωθε αυτάρκης από αγάπη, από συντροφιά, από εκτίμηση και σεβασμό. Έτσι τη βρήκε ο θάνατος προχθές το πρωί.
Με την Όλγα Δαλέντζα κλείνει ένα κεφάλαιο της οικογενείας που άφησε εποχή στις Τέχνες και τα Γράμματα.
Η κηδεία της θα γίνει την Τετάρτη το μεσημέρι στο κοιμητήριο του Βύρωνα.
Θέλουμε να ελπίζουμε ότι κάποτε θα τιμήσει ο θεατρικός κόσμος της πόλης μας τη σπουδαία αυτή καλλιτέχνιδα που άγνωστο πως (λέμε τώρα) ουδέποτε προτιμήθηκε από μεγάλα θεσμικά θεατρικά σχήματα, ίσως για να δικαιωθεί ακόμα μια φορά το ρηθέν «Ουδείς προφήτης στον τόπο του».