Μιλάμε για δημοκρατική παιδεία και κουλτούρα. Ως εκ τούτου, θα στηλιτεύσουμε κάποια πράγματα από την πρόσφατη συνεδρίαση της Βουλής πάνω στο κορυφαίο, για τις ατομικές ελευθερίες, ζήτημα των υποκλοπών.
Μια σημαντική παρένθεση, να πούμε ότι το ζήτημα αυτό είναι παντελώς διάφορο της παρακολούθησης ξένων ιδιωτικών στιγμών μέσα από τηλεοπτικές παραγωγές, όπου οι πρωταγωνιστές, εν γνώσει και οικειοθελώς, παραδίδουν εαυτούς στην παρακολούθηση, ενώ εδώ πρόκειται για υποκλοπή. Εντούτοις, είναι σφόδρα πιθανό ένας ικανός αριθμός ανθρώπων να έχει, πια, αμβλυμμένα κριτήρια για την απαξία των υποκλοπών, έχοντας πέσει σε παγίδα σύγχυσης με τις ως άνω τηλεοπτικές παρακολουθήσεις, λίαν εξαπλωμένες και εθιστικές…
Κάποιοι ομιλητές, λοιπόν, εξετράπησαν σε φωνές και εκφράσεις ανεπίτρεπτες. Ασέβεια στη Βουλή, ασέβεια και στον λαό. Ολοφάνερη έλλειψη πολιτικής παιδείας και πολιτισμού. Θα ζητήσουν άραγε μια συγγνώμη -ουσιαστική, που να συνιστά δέσμευσή τους ότι δεν θα το επαναλάβουν- από τον ελληνικό λαό, προτού διεκδικήσουν ξανά την ψήφο του;
Ας αφήσουμε τώρα τον λαό, να επικεντρωθούμε στους μαθητές, που διαρκώς εναλλάσσονταν στα θεωρεία: τι είδους δημοκρατική κουλτούρα τους εμφυσήθηκε;
Όταν, συνεχώς, ο εκάστοτε προεδρεύων επισημαίνει στους ομιλητές υπέρβαση χρόνου, δίχως να τους κλείνει το μικρόφωνο, και αυτό το εξακολουθητικό φαινόμενο έχει πλέον γίνει καθεστώς, ποιός σεβασμός στον χρόνο των άλλων, ποιός σεβασμός στους κανόνες λειτουργίας, ποιός πολιτικός πολιτισμός. Ενώ κανονικά θα έπρεπε το μικρόφωνο να κλείνει από μόνο του, ώστε ούτε ο σεβασμός να δοκιμάζεται ούτε η, αυτονόητα, άτεγκτη ισότητα στον χρόνο ομιλίας να απολήγει σε ανισότητα…
Στο σημείο αυτό να αναφερθεί και η άλλη χρονίζουσα παθογένεια, εκείνη των τηλεοπτικών συζητήσεων, ο ένας να μιλά πάνω στον άλλο. Κάτι, που δεν γίνεται μόνο από τους καλεσμένους, αλλά και από τους δημοσιογράφους που διευθύνουν τη συζήτηση. Ίσως, από τους τελευταίους περισσότερο…
Πού δημοκρατική παιδεία. Ποιά αξιοπρέπεια. Βία και πάλι βία.
Εξάλλου, η επιμονή της κυβέρνησης να συγκριθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ, αναφορικά με τα οικονομικά πεπραγμένα καθενός (παρελθόν), προσβάλλει τη λογική και από την άποψη αυτή δεν είναι ρεαλιστική, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στα πράγματα σε μνημονιακή εποχή, ενώ εκείνη σε μετα-μνημονιακή. Έδρασαν σε διαφορετικές συνθήκες, έκαστος επί εδάφους αλλοτρίου, ξεκινώντας από άλλη, καθένας, αφετηρία (οι δρομείς που ανταγωνίζονται ξεκινούν, πάντοτε, από την ίδια αφετηρία και τρέχουν, πάντα, επί εδάφους ομοίου).
Εδώ, κάποιος θα μπορούσε να αντιτάξει, εν τοιαύτη περιπτώσει πώς θα τους (συγ)κρίνουμε.
Η απάντηση είναι, από την αναλυτική και εμπεριστατωμένη παρουσίαση, τόσο των προγραμματικών τους θέσεων (για το μέλλον), όσο και των σχεδιαζόμενων τρόπων για την πραγμάτωσή τους. Παραδείγματος χάριν το φλέγον ζήτημα της Υγείας, όπου αμφότεροι εμφανίζονται να ομνύουν στην αναγκαιότητα του ΕΣΥ, να ξεδιπλώσουν τις απόψεις τους και πώς σχεδιάζουν να τις υλοποιήσουν. Και, σχετικά με τον τελευταίο νόμο της κυβέρνησης, που θεσπίζει εξαίρεση των γιατρών του ΕΣΥ από την αποκλειστική απασχόληση στα δημόσια νοσοκομεία, να εκθέσουν στον κόσμο, αναλυτικά και εμπεριστατωμένα, η μεν ΝΔ γιατί ο νόμος αυτός ωφελεί το ΕΣΥ και συνεπώς πρέπει να διατηρηθεί, ο δε ΣΥΡΙΖΑ γιατί το πλήττει και πρέπει να καταργηθεί.
Είθε οι επερχόμενες εκλογές να είναι για τον ελληνικό λαό ένα βήμα μπροστά.
*Ο Παρασκευάς Μαμαλάκης είναι συγγραφέας