Όπως συμβαίνει σε κάθε παλαίμαχο του τύπου, που κάνοντας απολογισμό συμπληρώνει με νέα στοιχεία παλαιό του άρθρο ή ρεπορτάζ, έτσι και ο Ιωάννης Δετοράκης, επανέρχεται στη δύση της φρικτής δεκαετίας του ’40 και μας θυμίζει παλιές καλές εποχές, από τις φιλόξενες στήλες της εφημερίδας «Πολιτεία». Μιας σπουδαία από πλευράς ύλης εφημερίδα που εξέδιδε ο Νικόλαος Ανδρουλιδάκης.
Ο άνθρωπος αυτός μας εντυπωσιάζει με την αντικειμενική του περιγραφή και δεν διστάζει όταν, λόγω ηλικίας, κάνει κάποια λάθη να επανέρχεται με την ορθή διόρθωση.
Για παράδειγμα στα δημοσιεύματά του, γύρω από τη θεατρική δραστηριότητα τελευταίας δεκαετίας του 1890, που αναλύει εξαιρετικά και πληρέστατα ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου σε σχετική του εργασία, δεν διστάζει να διορθώνει στο άρθρο για τον Ιωάννη Φωτιάδη Πασά, την πρότερη πληροφορία ότι διέθετε σφραγίδα με την απεικόνιση του σταυρού. Αυτή ήταν μια υπόσχεση του διοικητή που δεν τηρήθηκε τελικά. Έχει και η αποκοτιά τα όριά της ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιόδους που το Κρητικό ζήτημα άναβε φωτιές.
Κάνοντας ένα δημοσιογραφικό οδοιπορικό στη διετία 1892-1893 ο Δετοράκης μας ξεναγεί σε ένα Ρέθυμνο που ίχνη του μόνο συναντάμε σήμερα.
Για παράδειγμα γνωρίζοντας τη θέση του ιστορικού φαρμακείου Κούνουπα, στην ίδια πάντα γωνία, προσδιορίζουμε τη θέση που λειτουργούσε αρχικά το επιπλοποιείο των αδελφών Μουδριανάκη, των υπέροχων εκείνων Ρεθεμνιωτών με το αμίμητο μπρίο και κέφι στους οποίους οφείλεται και το πρώτο καρναβαλικό άρμα, αυτό που παριστάνει το μαντολίνο.
Τέλη του ’40 που αναφέρεται ο Δετοράκης, λειτουργούσαν πλέον οι ελαιοαποθήκες της Εμπορικής Τράπεζας. Αλλά στη διετία 1892-1893 είχε μεταφερθεί εκεί η θεατρική σκηνή των νέων καλλιτεχνών που αποκτούσε και καινούργια μέλη όπως ο Μάρκος Δημητρακάκης, πατέρας αργότερα του δικηγόρου Στέλιου Δημητρακάκη, ο Μιχαήλ Χ. Πενθερουδάκης που αργότερα ακολούθησε τον δικαστικό κλάδο, αδελφός του Θεμιστοκλή και ο Θεμιστοκλής Σιραμπιός.
Όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δετοράκης, όλη εκείνη η γενιά των νέων καλλιτεχνών διέπρεψε αργότερα στον τομέα του ο καθένας. Και το κυριότερο βοήθησαν ουσιαστικά στην ανάπτυξη της πόλης τους αναβαθμίζοντας με τη δημιουργική δράση τους και την πνευματική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Και το σπουδαιότερο, ήταν άγραφος νόμος η προσφορά χωρίς αναμονή επιβράβευσης. Κάθε απόκτημα της πόλης, όπως η Βιβλιοθήκη του Φιλεκπαιδευτικού συλλόγου (βλέπε σχετική εργασία του Γιάννη Παπιομύτογλου), περνούσε σαν αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας και όχι σαν επίτευγμα συγκεκριμένου προσώπου. Κι ας ήταν γνωστή και η ταυτότητά του και η όλη δράση του.
Στην τότε τοπική κοινωνία πρυτάνευε η σεμνότητα και το ήθος.
Το πνεύμα αυτό της ενότητας, σύμφωνα με το Δετοράκη, καλλιέργησε η σκληρή περίοδος της δουλείας, όπου ήταν αναγκαία η αλληλοϋποστήριξη για να ξεπεραστεί κάθε δοκιμασία με τις λιγότερες απώλειες.
Η θεατρική σκηνή «Ορφεύς»
Η νέα σκηνή που δημιουργήθηκε το 1892, ονομάστηκε «Ορφεύς» και λειτουργούσε δίπλα στο ζαχαροπλαστείο του Γιάννη Γρηγοριάδη με το φημισμένο γαλακτομπούρεκο και το γαλλικό κονιάκ που ελάχιστους άρρενες άφηνε αδιάφορους. Η μεγάλη πελατεία του ζαχαροπλαστείου δεν οφείλετο, όμως, μόνο στις εξαιρετικά γευστικές προσφορές του, αλλά και στην καλοσύνη και παροιμιώδη ευγένεια του ιδιοκτήτη.
Το ζαχαροπλαστείο Γρηγοριάδη επικοινωνούσε με τον «Ορφέα» χάρις σε μια εσωτερική πόρτα. Είχαν δηλαδή οι ηθοποιοί τρόπο να αντιμετωπίσουν καμιά ξαφνική «κρίση» …υπογλυκαιμίας, αν το άγχος τους ξεπερνούσε τα όρια.
Μια παράσταση με το δράμα «Λουκρητία Βοργία» του Βίκτορος Ουγκώ, πέρασε στις επιτυχημένες παραγωγές χάρις σε ερμηνείες όπως αυτή του Μάρκου Δημητρακάκη, που υποδυόταν τον Δον Αλφόνσο της Αραγωνίας, σύζυγον της Μαινάδος. Ιδιαίτερα είχε εντυπωσιάσει το Δετοράκη, το σημείο που απαντά στις απειλές της λέγοντας.
– «Μα την πίστη μου, δεν σε φοβούμαι κυρία. Είμαι ανήρ, Δέσποινα μου και το όνομα Ηρακλής ήταν το σύνηθες εις την οικογένειά μου».
Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε (1892-1893) διακρίνεται για τη δράση του ο νεαρός τότε Μιχαήλ Πρεβελάκης ο μετέπειτα φωτισμένος γυμνασιάρχης.
Η τοπική κοινωνία αρχίζει να κοιμάται ήσυχη, καθώς βελτιώνονται οι σχέσεις με την Τουρκία χάρις στη πολιτική του Χαριλάου Τρικούπη, σύμφωνα πάντα με τον Ιωάννη Δετοράκη.
Έλληνες υπήκοοι στην Τουρκία άρχισαν να απολαμβάνουν προνόμια και πολλοί ξένοι υπήκοοι στον Σουλτανάτο έγιναν Έλληνες υπήκοοι χωρίς πρόβλημα.
Ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής Ρεθύμνου δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Και εκτιμώντας τη φιλότιμη προσπάθεια των νέων ηθοποιών τους παραχώρησε την μπάντα του Τουρκικού Συντάγματος για να παίζει στα διαλείμματα. Και το σπουδαιότερο, επέτρεπε την ανάκρουση του Εθνικού Ύμνου κατά την είσοδο στο θέατρο του Έλληνα υποπροξένου Σακελαριάδη.
Η Πιπίνα Βονασέρα
Από τα καλλιτεχνικά γεγονότα της εποχής ήταν η άφιξη του θιάσου Βονασέρα, στον οποίο ευχαρίστως παραχωρήθηκε επίσης η μπάντα για να ποικίλει τις επιτυχημένες παραστάσεις που δόθηκαν.
Και πώς να χαλάσει το χατίρι ο Τούρκος στρατιωτικός διοικητής στην Πιπίνα Βονασέρα από τις πρώτες καταξιωμένες ηθοποιούς.
Η Πιπίνα Βονασέρα (ιταλικά: Pipina Vonasera, 1838 – Φεβρουάριος 1927) ήταν ηθοποιός ιταλικής καταγωγής που μεσουράνησε στο ελληνικό θέατρο. Η Βονασέρα, πρωτοεμφανίστηκε στο ελληνικό θέατρο το 1862 παίζοντας τη Λουκρητία Βοργία στο ομώνυμο δράμα του Βίκτωρος Ουγκό.
Από τότε και για τα επόμενα 20 χρόνια ήταν η πιο διάσημη ηθοποιός της εποχής της, ερμηνεύοντας πάμπολλα έργα τόσο στον ελληνικό χώρο όσο και σε περιοδείες στον ελληνισμό του εξωτερικού. Ήταν η βασική πρωταγωνίστρια των δραμάτων του Δημήτριου Βερναρδάκη, ερμηνεύοντας τους κύριους ρόλους στα έργα του, Μαρία Δοξαπατρή (1865), Μερόπη (1866) και Ευφροσύνη (1876). Αναδεικνύεται έτσι, ως η καλύτερη τραγική ηθοποιός του καιρού της.
Υπήρξε επίσης η πρώτη ηθοποιός που έπαιξε την Αντιγόνη του Σοφοκλή, στο νεοελληνικό θέατρο.
Συνεργάστηκε με τον επίσης διάσημο ηθοποιό της εποχής Δημοσθένη Αλεξιάδη, δημιουργώντας δικό τους θίασο με τον οποίο περιοδεύσαν σε όλη την ανατολική Μεσόγειο και μετέφρασαν αρκετά ιταλικά θεατρικά έργα, εμπλουτίζοντας έτσι το ελληνικό δραματολόγιο.
Για ένα διάστημα δύο περίπου ετών, δημιούργησε το δικό της θίασο, και έγινε η πρώτη γυναίκα θιασάρχης του νεοελληνικού θεάτρου.
Το 1867 και συγκεκριμένα τον Δεκέμβριο, πρωταγωνιστεί και πάλι στην Αντιγόνη του Σοφοκλή, σε εκείνη την παράσταση στο Ηρώδειο, που διοργανώθηκε προς τιμήν του γάμου του βασιλιά Γεωργίου Α’ και που έμεινε στη θεατρική ιστορία, λόγω των συνεχόμενων αναβολών τους εξαιτίας της συνεχόμενης βροχής. Η παράσταση δεν είχε επιτυχία, αλλά η Βονασέρα και ο Αλεξιάδης κατόρθωσαν να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων. «…ουκ ολίγον διεκρίθησαν οι υποκρινόμενοι την Αντιγόνην και τον Τειρεσίαν, κατά δεύτερον λόγον επιτυχόντων των λοιπών».
Τα επόμενα χρόνια μαζί με τον Δημοσθένη Αλεξιάδη θα συστήσουν επαγγελματικό θίασο, αφού για όλους τους ηθοποιούς της εποχής άλλος δρόμος βιοπορισμού δεν υπήρχε παρά η περιοδεία στον ελληνισμό του εξωτερικού ή τουλάχιστον σε πόλεις εκτός της πρωτεύουσας. Στην Αθήνα η εμμονή της βασιλικής αυλής και των ανωτέρων τάξεων στο ιταλικό μελόδραμα, δεν άφηνε χώρο για ελληνικό θέατρο από Έλληνες ηθοποιούς. Ο θίασος αυτός που φέρνει κατά καιρούς διάφορα ονόματα θα περιοδεύσει σε όλη την ανατολική Μεσόγειο, μέχρι και τη Ρωσία και την Αζοφική θάλασσα.
Από την πόλκα στον Χανιώτη
Οι νέοι του θεάτρου παρακολουθώντας τα μηνύματα των καιρών στον καλλιτεχνικό χώρο δεν άργησαν να ξετρελαθούν και με το τραγούδι «Κολόμπα», που ο μαέστρος της μπάντας τους έκανε τη χάρη να το έχει επί μονίμου βάσης στο ρεπερτόριο και να το συνδυάζει ενίοτε και με ήχους όπως του «Χανιώτη».
Η νεολαία δεν είχε κανένα πρόβλημα με τον όποιο μουσικό «αχταρμά», αφού μηδέ του Δετοράκη εξαιρουμένου, δεν έχανε ευκαιρία να χορεύει στα παρασκήνια, ενώ περίμενε να βγει στη σκηνή. Νιάτα γαρ που δεν ήθελαν λεπτό να μένουν χωρίς δράση. Ακόμα και την εποχή που αναφερόμαστε.
Από τις μετέπειτα επιτυχίες της ομάδας ήταν το έργο του Βασιλειάδη «Γαλάτεια». Το έργο που πρωτοπαρουσίασε στις 10 Φεβρουαρίου 1872 ο θίασος Σούτσα-Ταβουλάρη αναφερόταν στο βασιλιά της Κύπρου «Πυγμαλίωνα» που, αγανακτισμένος από το ήθος της γυναικών του νησιού του, ερωτεύεται το άγαλμα που έπλασε με τα χέρια του, τη Γαλάτεια και παρακαλεί τους θεούς να δώσουν ζωή στο δημιούργημά του. Την ώρα της παράκλησης έρχεται ένας αγγελιοφόρος και ανακοινώνει την άφιξη του Ρέννου, του αδερφού του Πυγμαλίωνα, ο οποίος γυρνά σπίτι έπειτα από χρόνια περιπλάνησης. Την ίδια στιγμή που ανακοινώνεται η άφιξη του Ρέννου, εισακούονται οι προσευχές του Πυγμαλίωνα και ζωντανεύει το άγαλμα της Γαλάτειας.
Τον ρόλο αυτό ερμήνευσε ο Ιωάννης Δετοράκης έχοντας όπως αναφέρει πασπαλιστεί ολόκληρος με πούδρα και φορώντας μια λευκή αραχνοΰφαντη εσθήτα. Ο καημένος βέβαια υπέφερε φοβερά μένοντας τόση ώρα ακίνητος. Απέσπασε όμως το γενικό έπαινο γιατί έκανε το κοινό να νομίζει ότι ήταν πραγματικό άγαλμα!
Πυγμαλίων στο έργο ήταν ο Μάρκος Δημητρακάκης που κι αυτός εντυπωσίασε με τη θέρμη της ερμηνείας του κυρίως στην προσπάθεια να δώσει πνοή στο δημιούργημά του.
«Πυγμαλίων!»
«Ω Θεοί….
Όταν ο Πυγμαλίων ανεφέρετο εις τους Θεούς δια να δώσει ζωή εις το άγαλμα ο ιερεύς Εύμηλος, τον οποίο υποδύετο συμβολαιογράφος Θεμ. Σιραμπιός τον επετίμει λέγων:
– Ευφήμει! Θεοί τιμωρούσι!
Νέα σελίδα
Πέρασαν όμως οι καλές μέρες και ήρθε νέα επανάσταση που οδήγησε στην αυτονομία και τον θίασο σε νέα προσπάθειας ανασυγκρότησης.
Η αυτονομία έδωσε νέα πνοή στους καλλιτεχνικούς κύκλους που κοσμούσαν πλέον και οι επίσης μετέπειτα σπουδαίοι Ρεθεμνιώτες Γιάννης Γοβατζιδάκης (μετέπειτα βουλευτής), ο ιατρός Γ. Πισκοπάκης, ο καθηγητής Πέτρος Φωτεινός, ο Εμμ. Καούνης ο Νίκος Δάνδολος κ.ά.
Έπαιξαν τότε το δράμα «Ροβέρτος ο Αρχιληστής» με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μοσχονά, και αμέσως μετά δόθηκαν τα εύσημα στον συμβολαιογράφο Χαραλ. Σταματάκη, που διακρίθηκε στον ρόλο του ναύτη Βέρτράν» στο ομώνυμο έργο.
Από το ρεπερτόριο των νέων δεν έλειψε ο Γεώργιος Σουρής αλλά ούτε και ο Μολιέρος, του οποίου παρουσίασαν το έργο του «Αρχοντοχωριάτης».
Στο έργο χοροδιδάσκαλος ήταν ο Ιωάννης Γοβατζιδάκης που αργότερα στους δημόσιους χορούς έδινε αυτός με τον Πέτρο Μανουσάκη τα παραγγέλματα στις καντρίλιες. Ο μεν Γοβατζιδάκης εξυπηρετούσε τον σύλλογο Κυριών και ο Πέτρος Μανουσάκης το Λύκειο Ελληνίδων. Σε χρέη διευθύνοντος χορούς δεν υστερούσε και ο γιατρός Γεώργιος Σαουνάτσος.
Ο Ιωάννης Γοβατζιδάκης που γεννήθηκε στους Βεδέρους το 1874, καταγόταν από οικογένεια αγωνιστών. Εργάστηκε στο εμπόριο. Ήταν ενεργός στους αγώνες για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα και πήρε μέρος στην Επανάσταση του Θερίσου το 1905.
Εξελέγη για πρώτη φορά πληρεξούσιος Ρεθύμνης το 1912 επί Κρητικής Πολιτείας. Επανεξελέγη μετά τις εκλογές του 1923 στο Ρέθυμνο, στις 20 Φεβρουαρίου 1924.
Ως βουλευτής συνετέλεσε στην ανέγερση πολλών σχολείων. Με το κόμμα των Φιλελευθέρων εξελέγη το 1928 και επανεξελέγη το 1933. Πέθανε ενώ υπηρετούσε ως εν ενεργεία βουλευτής, τον Δεκέμβριο του 1934. Σύμφωνα με το μητρώο της βουλής απεβίωσε τον Φεβρουάριο του 1934.
Στα 1903, κι ενώ κυριαρχεί στην πολιτιστική ζωή ο επίσης δραστήριος Γυμναστικός σύλλογος, νέα στοιχεία έρχονται να προστεθούν στις ερασιτεχνικές παραστάσεις όπως ο Εμμανουήλ Τσιριμονάκης, δικηγόρος, πρωταγωνιστής στο έργο «Πρωθυπουργός κι εργάτης» (στον ρόλο του πρωθυπουργού) και ο ο Γ.Ε. Δερμιτζάκης στον ρόλο της …συζύγου του Κλαυδίου στο ομόνυμο δράμα.
Επίσης γυναικεία πρόσωπα υπεδύετο επιτυχώς και ο Αλέκος Αντ. Χαλιαδάκης.
Οι αναμνήσεις όμως του Δετοράκη έχουν εξίσου ενδιαφέρουσα συνέχεια:
«Το 1904, αναφέρει, εδόθη το «Ήταν τρέλα» υπέρ του Εθνικού μας στόλου με νέους ερασιτέχνας τους Στυλ. Δρακάκη, Εμμ. Γοβατζιδάκη και με τον Ν. Αστρινόν διευθυντή σκηνής.
Εις το «Υψηλάντη» υπεδύθη ο Πέτρος Μανουσάκης τον Υψηλάντη και ο Γυμνασιάρχης Εμμ. Γενεράλης τον Σκουφά.
Εδώ σταματά το παλαιό θέατρο σημειώνει ο Δετοράκης. Και προσθέτει:
«Ήλθον έπειτα οι νεότεροι και η καλλιτεχνική Εποχή» του Συλλόγου «Φιλόμουσων «(1918-1922) με τον Ν. Ανδρουλιδάκη και τον Ν. Αστρινό. Εδιδάχθησαν πολύ καλά θεατρικά έργα, εις το «Ιδαίον» πλέον με ολόκληρη τη Ρεθυμνιακή κοινωνία εις το θέατρο…».
Και μόνο τα ονόματα αυτά επιβεβαιώνουν όσα ανέφερε στην αρχή ο Δετοράκης για τη σημαντικότητα των προσώπων που συμμετείχαν στη θεατρική ομάδα.
Ήταν επομένως φυσικό να δώσει ο Ανδρουλιδάκης, αρκετό χώρο της εφημερίδας του Πολιτείας στον Δετοράκη για τις αναμνήσεις αυτές από την θεατρική τους δράση, αφού κι ο ίδιος είχε διαπρέψει στις εκδηλώσεις αυτές.
Όσο για το Ιδαίον Άντρον που ήρθε να καλύψει ένα τεράστιο κενό ο κ. Γιάννης Παπιομύτογλου σημειώνει μεταξύ άλλων σε σχετική του εργασία για τους χώρους ψυχαγωγίας στο παλιό Ρέθυμνο: ότι ο Χαράλαμπος Σπανδάγος (Ρέθυμνο 1861 – Αθήνα 1933) -στον οποίο έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα, δαιμόνιος Ρεθεμνιώτης επιχειρηματίας ζήτησε από τον πατέρα του το παλιό ερειπωμένο σαπωνοποιείο, που αυτός κατείχε απέναντι από την Καθολική Εκκλησία, στον χώρο που σήμερα ορίζεται από το μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και τις οδούς Χειμάρας, Μελισσηνού και Μεσολογγίου. Αφού κατεδάφισε το παλιό κτίσμα, στη θέση του έχτισε μεγαλοπρεπές κτίριο, που θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά καλλιτεχνικές, θεατρικές και άλλες ψυχαγωγικές χρήσεις. Το κινηματοθέατρο «Ιδαίον Άντρον», λειτούργησε από τα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα μέχρι το 1941, οπότε καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς.
Πέρα από καλλιτεχνικές, το «Ιδαίον Άντρον» φιλοξένησε και πλήθος άλλων εκδηλώσεων των φορέων, συλλόγων και σωματείων της πόλης, όπως χορούς, διαλέξεις ακόμη και συνέδρια.
Φαίνεται όμως ότι καθυστέρησε πολύ να αποκατασταθεί ο χώρος αν κρίνουμε από ένα χρονογράφημα κάποιου που υπογράφει «Χ» στην εφημερίδα «Πολιτεία» (1949) και αναφέρεται στο ιστορικό θέατρο με την αφορμή όπως γράφει, που περνώντας από κει, είδε να μαζεύουν τα ερείπια που είχαν μείνει από τον βομβαρδισμό. Οκτώ χρόνια μετά μάλλον ότι καθαρίστηκε ο χώρος.
Φαίνεται πώς το να προχωρούν τα δημόσια έργα με ρυθμούς χελώνας δεν είναι τωρινό φαινόμενο.
Πηγές
Γιάννη Παπιομύτογλου: Το Κινηματοθέατρον «Ιδαίον Άντρον» στο Ρέθυμνο.
Εύας Λαδιά: Οι Σπανδάγοι της επιστήμης και του πνεύματος.
Ιωάννη Δετοράκη: «Τον παλιό εκείνο τον καιρό – Το Θέατρο στο Ρέθυμνο» (σειρά χρονογραφημάτων στην εφημερίδα Πολιτεία (Απρίλιος-Μάιος 1949).