Την προκήρυξη από το κράτος επιδοτούμενου νέου προγράμματος για στατικό έλεγχο δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων της χώρας στο πλαίσιο αντισεισμικής θωράκισής τους, προτείνει το ΤΕΕ/Τμήμα Ανατολικής Κρήτης. Στην πρόταση αυτή κατέληξε η Διοικούσα επιτροπή του κατά τη συνεδρίαση της που πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 23 Ιανουαρίου.
Στο σχετικό αιτιολογικό κείμενο της Δ.Ε. του ΤΕΕ/ΤΑΚ αναφέρονται τα παρακάτω:
Σε σεισμογενείς χώρες, όπως είναι η Ελλάδα, η αντισεισμική θωράκιση των υποδομών είναι ένα κρίσιμο ζήτημα, που απασχολεί την πολιτεία καθώς και τον τεχνικό κόσμο. Οι αντισεισμικές προδιαγραφές των κτιρίων, όπως αυτές καθορίζονται από το θεσμικό πλαίσιο της χώρας μας, οι σύγχρονοι μέθοδοι κατασκευής, καθώς και οι νέες τεχνολογίες, προσδίδουν στα οικοδομήματα αυξημένη αντοχή σε ακραία φυσικά φαινόμενα και συνεπώς, μεγαλύτερη διάρκεια στον χρόνο. Οι λεπτομερείς εδαφοτεχνικές μελέτες, ο άρτιος σχεδιασμός και η επιλογή των κατάλληλων υλικών είναι καθοριστικοί παράγοντες, που επηρεάζουν την αντισεισμική συμπεριφορά του κτιρίου.
Τα σεισμικά φαινόμενα αποτελούν αντικείμενο ενδιαφέροντος, καθώς είναι μια φυσική καταστροφή που προκαλεί φόβο και αβεβαιότητα στον άνθρωπο. Η Ελλάδα καθώς είναι μία από τις πιο σεισμογενείς χώρες του κόσμου και εξαιτίας των σεισμικών επιπτώσεων του παρελθόντος, έχει οδηγήσει σε αύξηση του ενδιαφέροντος για έρευνα στο πεδίο των αντισεισμικών Κατασκευών. Μέσα στα χρόνια λοιπόν, έχουν επιτευχθεί σημαντικές εξελίξεις των υπολογιστικών συστημάτων και της τεχνολογίας των υλικών, οι οποίες έχουν ως αποτέλεσμα την αναβάθμιση των υπολογιστικών προσομοιώσεων καθώς επιτρέπουν την καλύτερη προσέγγιση της συμπεριφοράς των κατασκευών και συνεπώς ακριβέστερης διαστασιολόγησης τους. Ως αποτέλεσμα, τα νέα κτίρια καθίστανται ασφαλέστερα από τα παλιότερα. Σημαντικό μειονέκτημα για τη χώρα, αποτελεί το μεγάλο ποσοστό οικοδομών που μελετήθηκαν και κατασκευάστηκαν πριν το 1984, με τον τότε ισχύοντα «Αντισεισμικό Κανονισμό του 1959». Αποτέλεσμα είναι τα κτίρια που κατασκευάστηκαν πριν το 1984 να παρουσιάζουν υπολειπόμενη αντισεισμική συμπεριφορά σε σχέση με τα νεότερα κτίρια (του 2000) και φυσικά να χρήζουν επανελέγχου. Ωστόσο η αντικατάσταση υφιστάμενων οικοδομών με νέα κτίρια, με βάση σύγχρονους αντισεισμικούς κανονισμούς, καθίσταται ανέφικτη τόσο οικονομικά όσο και λειτουργικά. Γίνεται επομένως σαφής η επιτακτική ανάγκη αποτίμησης της συμπεριφοράς των υφιστάμενων κατασκευών έναντι σεισμικών φορτίων ώστε να πραγματοποιηθούν επεμβάσεις και ενισχύσεις με σκοπό την βελτίωση της φέρουσας ικανότητας του κτιρίου ώστε να ανταποκρίνεται σε αυξημένες απαιτήσεις, οι οποίες καθορίζονται ανάλογα με την προβλεπόμενη χρήση του κτιρίου. Προς την κατεύθυνση αυτή, υφίσταται σχετικός Κανονισμός Επεμβάσεων (ΚΑΝΕΠΕ), με αποκλειστική ισχύ στην Ελλάδα καθώς και ο Ευρωκώδικας οκτώ με το αντίστοιχο εθνικό προσάρτημα. Η ασφάλεια των κτιρίων και γενικότερα των κατασκευών αποτελεί τον κύριο και καθοριστικό παράγοντα για την προστασία της ανθρώπινης ζωής και της περιουσίας των πολιτών σε περίπτωση σεισμού.
Για αυτό τον λόγο και η πολιτεία θεσμοθέτησε και εφαρμόζει υποχρεωτικά από το 1959 τον αντισεισμικό κανονισμό κατά την κατασκευή των κτιρίων. Επειδή η Ελλάδα είναι σεισμογενής χώρα, το 1984 αυξήθηκαν οι απαιτήσεις, ενώ στη συνέχεια το 1995 θεσμοθετήθηκε ο νέος ελληνικός αντισεισμικός κανονισμός, ο οποίος στην πορεία αναθεωρείται και προσαρμόζεται στα νέα επιστημονικά δεδομένα. Πάνω από το 50% των κτισμάτων στη χώρα μας όμως έχει κατασκευαστεί πριν το 1980 και πολλοί πολίτες ανησυχούν κατά πόσο είναι ασφαλείς οι κατοικίες τους. Σε κάθε περίπτωση και για τις καινούργιες, αλλά και για τις παλαιές οικοδομές οι πολίτες θα πρέπει να γνωρίζουν τα βασικά σημεία αντισεισμικής θωράκισης και να απαιτούν την εφαρμογή τους, έστω και αν δεν τα προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία, για να έχουν ασφαλή οικοδομή.
Ως εκ τούτου η ανάγκη προκήρυξη ενός επιδοτούμενου «νέου προγράμματος» αντισεισμικής θωράκισης δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων είναι επιτακτική όσο ποτέ. Το ποσοστό των κτιρίων στην Ελλάδα που είναι κατασκευασμένα από οπλισμένο σκυρόδεμα είναι γύρω στο 55% ενώ τα υπόλοιπα είναι κατασκευασμένα από φέρουσα τοιχοποιία – πέτρα. Εάν υπολογίσουμε και το ποσοστό των κτιρίων από σκυρόδεμα που έχουν ανεγερθεί πριν από το 1959, όταν θεσπίστηκε ο πρώτος κανονισμός, βλέπουμε πως σχεδόν το 60% των κτιρίων της χώρας παρουσιάζει υπολειπόμενη αντισεισμική θωράκιση και χρήζουν επανελέγχου και αντίστοιχων επεμβάσεων.
Απαιτείται ένα εκτεταμένο και ολοκληρωμένο πρόγραμμα προσεισμικού ελέγχου και αντισεισμικής προστασίας ιδιωτικών και δημοσίων κτιρίων, που να καλύπτει όμως όλα τα δομήματα: Σχολεία, νοσοκομεία, γενικά χώρους συνάθροισης κοινού (κινηματογράφοι, θέατρα, συνεδριακές αίθουσες), μνημεία, γέφυρες και τεχνικά έργα, φράγματα και όλες τις υποδομές.
Σύμφωνα με τα παραπάνω ως Δ.Ε. του ΤΕΕ τμήματος Ανατολικής Κρήτης και μετά τη συνεδρίαση η οποία πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 23.2.2023 προτείνουμε τα εξής:
1) Να θεσπιστεί νομοθετικά επιδοτούμενο πρόγραμμα ελέγχου των κτιρίων (με διαδικασία πιστοποίησης), για τη διασφάλιση των ελάχιστων σταθμών επιτελεστικότητας που προβλέπονται από την 3η αναθεώρηση του ΚΑΝ.ΕΠΕ, και αυξημένης επιδότησης της κατασκευής προκειμένου να υπάρξει αύξηση της στάθμης επιτελεστικότητας των παλαιότερων κτιρίων, σε σχέση με την ελάχιστη απαιτούμενη, είτε με ενισχύσεις ή με άλλους τρόπους σεισμικής ελάφρυνσης.
2) Φοροαπαλλαγή για τους ιδιοκτήτες που θα προχωρήσουν σε αντισεισμική ενίσχυση των κατοικιών τους.
3) Σε κάθε περίπτωση εφ’ όσον ο κύριος ενός κτηρίου προκρίνει την σεισμική παράλληλα με την ενεργειακή αναβάθμιση του ακινήτου του να είναι και οι εργασίες ενίσχυσης επιλέξιμες επίσης για την όποια κρατική-κοινοτική συμβολή.
4) Επισήμανση του ρόλου της τακτικής συντήρησης των κτηρίων και της τακτικής επιθεώρησης από μηχανικό.
5) Στον κρατικό προϋπολογισμό ή μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης να δεσμευθούν κονδύλια για την αντισεισμική ενίσχυση των δημόσιων κτιρίων.