Παρόλο που ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης αμφιταλαντεύεται στην ανακοίνωση της ημερομηνίας των εθνικών εκλογών με μεγάλη πιθανότητα αυτές να διεξαχθούν στις 9 Απριλίου – συμβολική επέτειος της εκλογικής νίκης του πατέρα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990, αφού μετά από τρεις εκλογικές αναμετρήσεις σχημάτισε κυβέρνηση – η προεκλογική περίοδος έχει προ πολλού ξεκινήσει. Κομβικό σημείο διαχρονικά αποτελεί η ανακοίνωση των ψηφοδελτίων του κάθε κόμματος, κάτι που έχει ήδη αρχίσει και θα ολοκληρωθεί με τα «τρανταχτά» ονόματα και το ψηφοδέλτιο Επικρατείας, που σηματοδοτούν τον ιδιαίτερο πολιτικό συμβολισμό που θέλουν να δώσουν οι παρατάξεις στην εκάστοτε πολιτική συγκυρία. Μια διαδικασία που πέρα από την αγωνία των εν δυνάμει υποψηφίων προκαλεί εκ των πραγμάτων το ενδιαφέρον των ψηφοφόρων.
Το ερώτημα ή αν θέλετε το διακύβευμα που ανακύπτει κάθε φορά είναι ποια θα είναι τα χαρακτηριστικά των υποψηφίων και δη στους εκλογικούς συνδυασμούς της περιφέρειας, όπως λόγου χάρη της Κρήτης. Ένας λόγος παραπάνω όταν η εποχή που ζούμε κυριαρχείται από την επικοινωνία και δη αυτή της οθόνης, οπότε η εικόνα είναι αυτή που εν πολλοίς καθορίζει τους όρους αναγνωρισιμότητας και εκ του αποτελέσματος της επιλογής. Από την άλλη πλευρά, και αυτό είναι μάλλον το υγιές στην υπόθεση, στην επαρχία, ο πραγματικός βίος και η πολιτεία καθώς και οι διαπροσωπικές σχέσεις διαδραματίζουν έναν πολύ σημαντικό ρόλο τόσο στη συγκρότηση του ψηφοδελτίου όσο και στην εκλογή κάποιων από τους συμμετέχοντες.
Όσον αφορά στην επικοινωνία, η δυναμική των προβεβλημένων προσώπων μπορεί να προκαλεί ένα κατ’ αρχήν εκτόπισμα, ωστόσο, οι ψηφοφόροι θα πρέπει να λάβουν υπόψη τους και το περιεχόμενο του «πουκαμίσου». Δεν είναι λίγα τα παραδείγματα «διάσημων» υποψηφιοτήτων που κατέληξαν εκλεγμένοι, αλλά κοινοβουλευτικά «έλαμψαν διά της απουσίας τους». Στον αντίποδα, δεν είναι ό,τι καλύτερο στο όνομα μιας παρωχημένης αντίληψης για τον προεκλογικό αγώνα να αποστρέφεσαι τους τρόπους της σύγχρονης επικοινωνίας. Αν δεν το κάνεις εσύ, θα το κάνουν οι άλλοι και κυρίως, το οιοδήποτε μήνυμα δεν θα φτάσει στους νέους, που επικοινωνούν με τα νέα μέσα.
Στη δεύτερη περίπτωση, είναι πολύ σημαντικό να αξιολογούνται οι υποψήφιοι είτε για τη συμμετοχή τους στο ψηφοδέλτιο είτε για την επιλογή τους από τους εκλογείς, σύμφωνα με την επαγγελματική τους πορεία και με την κοινωνική τους δραστηριοποίηση. Γι’ αυτό και οι υποψηφιότητες ετεροδημοτών που επανακάμπτουν για τις εκλογές μπορεί να έχουν το πλεονέκτημα της μη φθοράς και της μάλλον επιτυχούς πορείας ζωής, αλλά λείπει η τριβή με την καθημερινότητα των πολιτών που θέλουν να εκπροσωπήσουν. Κι εδώ όμως υπάρχει και ο αντίλογος, αφού δεν σημαίνει ότι υποψήφιοι που έχουν ζήσει στον τόπο τους μπορούν να αποτελέσουν τους καλύτερους εκπροσώπους στο Κοινοβούλιο, αφού η εικόνα που έχουν για τις ανάγκες της περιοχής τους είμαι ίσως μερική, ενώ σε πολλές περιπτώσεις η πιθανότητα εκλογής τους στηρίζεται σε προσωπικά πελατειακά δίκτυα.
Συνοψίζοντας, μια περιφέρεια όπως η Κρήτη και ένα νόμος και πόλη όπως το Ρέθυμνο, έχουν ανάγκη από υποψήφιους και βουλευτές που γνωρίζουν τα του τόπου τους αλλά και μπορούν να σταθούν έξω από το νησί, ειδικά όταν αυτό αποτελεί έναν εθνικής εμβέλειας πυλώνα ανάπτυξης. Ειδικά δε σε μια εκλογική περιφέρεια όπως του Ρεθύμνου που οι βουλευτικές έδρες είναι δύο και που τα τελευταία χρόνια τυγχάνει δημιουργικής και άνω του επαρκούς εκπροσώπησης, γεγονός που έχει θέσει τον πήχη ψηλά. Απ’ ότι φαίνεται εκπλήξεις, πλην μιας προβεβλημένης και συμπαθούς, αλλά λόγω κόμματος μάλλον επικοινωνιακής διάστασης, υποψηφιότητα, στο Ρέθυμνο δεν υπάρχουν. Όλοι οι υποψήφιοι φαίνονται ικανοί και άξιοι με κάποιους φυσικά από αυτούς να τηρούν άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο τα κριτήρια που κατά τη γνώμη μας θέσαμε παραπάνω. Αυτό που οφείλουμε να θυμόμαστε είναι ότι η ψήφος είναι κατεξοχήν πολιτική. Και ότι το κόμμα και οι υποψήφιοι που θα επιλέξουμε προωθούν, και οφείλουν αν το κάνουν, τα συμφέροντα του τόπου μας μέσα και από το πολιτικό πρόγραμμα που θα κληθούν να υπηρετήσουν…
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός