Ο Μητροπολίτης μας κ. Πρόδρομος εντυπωσιασμένος από το κάλλος της παλαιότατης εικόνας της Παναγίας, που για λόγους ασφάλειας βρισκόταν αναρτημένη ψηλά στον βορεινό τοίχο του Καθεδρικού μας Ναού, στερώντας από το λαό του Θεού τη δυνατότητα να την προσκυνήσουν, να γονατίσουν μπροστά της και να προσευχηθούν άμεσα στη χάρη της, πήρε την πρωτοβουλία να την κατεβάσει από το απρόσιτο για τους πιστούς ύψος που βρισκόταν ως χθες και να την φέρει πιο κοντά στον προσευχόμενο λαό του Θεού, που ευρισκόμενος παρά ποτέ άλλοτε «εν μεγίστοις κινδύνοις και θλίψεσι», κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, απογοητευμένος από τα ασήκωτα βάρη του σύγχρονου συλλογικού και ατομικού μας βίου, έχει, όσο ποτέ άλλοτε, άμεση την ανάγκη καταφυγής, προστασίας και παρηγορίας. Ως πρώτο βήμα της ωραίας και ιδιαίτερα αξιέπαινης αυτής κίνησης του Μητροπολίτη Ρεθύμνου είναι η αυριανή απόφασή του (Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023) να τελέσει τους τελευταίους χαιρετισμούς, δηλαδή ολόκληρο τον Ακάθιστο Ύμνο στη Μητρόπολη ενώπιον αυτού του από κάθε άποψη μοναδικού και θαυμαστού κειμηλίου-θησαυρού της πόλης και του Καθεδρικού μας ναού. Η ακουστική-λατρευτική βίωση του Ακαθίστου ύμνου ενώπιον της ιστορικής αυτής εικόνας αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία, ένα σπάνιο πολιτιστικό γεγονός και εμπειρία για όλους τους συμπολίτες μας.
Με την ευκαιρία αυτή ο επιμελητής αυτού του άρθρου θεώρησε ότι ο καλύτερος τρόπος εισαγωγής και βιωματικής κατανόησης του μεγάλου αυτού γεγονότος της ερχόμενης Παρασκευής, της δηλαδή ενώπιον της ιστορικής «Ρεθυμνίας εικόνας Παναγίας του Πάθους» τέλεσης του Ακαθίστου Ύμνου από τον Επίσκοπο, τους ιερείς και τη μοναδική βυζαντινή χορωδία του Ευαγγέλου Καπαϊδωνάκη, την καλύτερη που διαθέτει σήμερα η πόλη μας, είναι η με ερμηνευτικά σχόλια παράθεση της ανάλυσης της εν λόγω εικόνας από τον αείμνηστο Ρεθύμνιο καθηγητή Νικόλαο Β. Δρανδάκη, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Κρητικά Χρονικά» το 1951. Η μελέτη αυτή ήταν από τις πρώτες επιστημονικές εργασίες του ΝΔ. Για τον Νικόλαο Δρανδάκη παραθέτομε το βιογραφικό σημείωμα, του επίσης αλησμόνητου και φανατικού Ρεθυμνίου Γιώργου Εκκεκάκη από το αδημοσίευτο ακόμα έργο του «Ρεθεμνιώτες που άφησαν ίχνη»:
«Δρανδάκης Νικόλαος του Βασιλείου (1915 – 2004): Ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, σπουδαίος επιστήμονας της Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Τον διέκρινε αφάνταστη εργατικότητα. Διετέλεσε επιμελητής Βυζαντινών Αρχαιοτήτων στο Μυστρά (1951) και των νησιών του Αιγαίου (1962). Τον ίδιο χρόνο ανακηρύχτηκε διδάκτορας με τη διατριβή του για τον Ρεθεμνιώτη αγιογράφο Εμμανουήλ Τζάνε Μπουνιαλή. Το 1966 έγινε Υφηγητής και δίδαξε παλαιοχριστιανική και βυζαντινή αρχαιολογία -για 16 χρόνια- στα Πανεπιστήμια Αθηνών και Ιωαννίνων. Οι επιστημονικές μελέτες του ξεπερνούν τις 150, μεταξύ των οποίων 5 μονογραφίες. Υπάρχει ογκώδης τόμος (Αντίφωνον, Θεσσαλονίκη 1994) αφιερωμένος στο έργο του. Διεξοδική και με πολλές πληροφορίες είναι και η μελέτη του Στέργιου Μιχ. Μανουρά με τίτλο: Η συμβολή του καθηγητή Νικολάου Β. Δρανδάκη στην πολιτιστική ζωή του Ρεθέμνους και στις Κρητικές Σπουδές». (Βλ. Δελτίο Φίλων Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης, τεύχος 2/Ιούλιος 2007, σ. 25 κ.ε. Βιβλιογραφία: Εφημ. Κρήτη, φ. 1289/27-3-1892, σ. 19, αρ. 816).
Να προσθέσει ακόμα ο επιμελητής ότι ο Νικόλαος Δρανδάκης ήταν γείτονας του καθεδρικού μας Ναού (το σπίτι του ήταν ακριβώς απέναντι, αυτό που σήμερα λειτουργεί ως συμβολαιογαφείο του Π. Στεφανάκη), όσο ζούσε στο Ρέθυμνο ήταν τακτικό και συνειδητό μέρος της λατρευτικής κοινότητας του ναού. Θυμάται επίσης ο επιμελητής ότι ο ΝΔ ακόμα και μετά την αναχώρησή του από το Ρέθυμνο κράτησε τη σχέση και την αγάπη του στο ναό. Συνήθιζε τη Μεγάλη Εβδομάδα να βρίσκεται πάντα στο Ρέθυμνο. Μένουν ζωηρές ακόμα οι μνήμες εκείνων των ημερών με τον Νικόλαο Δρανδάκη ως ανεπανάληπτο Αναγνώστη όλων των μεγαλοβδομαδιάτικων περικοπών.
Ακολουθεί το κείμενο – ανάλυση του Νικολάου Δρανδάκη για την εικόνα:
«Κατωτέρω δημοσιεύεται φορητή εικών της Παναγίας του Πάθους ήτις ευρίσκεται ανηρτημένη εντός του Καθεδρικού ναού Ρεθύμνης, υπό τον γυναικωνίτην, επί του Β τοίχου παρά την ΒΔ γωνίαν. Η εικών, τιμωμένη και υπό των Τούρκων, έφερε το όνομα «Η Κυρία των Αγγέλων» και ευρίσκετο πότε εις τον ομώνυμον ναόν της Ρεθύμνης. Από της μετατροπής όμως τούτου εις Τουρκικόν τέμενος μετεκομίσθη αύτη εις την σημερινήν Μητρόπολιν.
Εν τω πίνακι, του οποίου αι διαστάσεις είναι 1,217 X 1,006, η Θεοτόκος ζωγραφείται εν προτομή (=σε μη ολόσωμη στάση), εις φυσικόν μέγεθος ελαφρώς εστραμμένη επ’ αριστερά κλίνει την κεφαλήν και βαστάζει διά της αριστεράς τον Ιησούν. Πράσινος, βαθύχρους είναι ο χιτών της, ομοιόχρωμον το κρήδεμνον (κάλυμμα της κεφαλής των γυναικών στην αρχαία Ελλάδα, σχετικός όρος: κεκρύφαλο) και το μαφόριον (το πέπλο των γυναικών, ένα είδος χιτώνα στην εικονογραφία της Θεοτόκου που καλύπτει την κεφαλή και φτάνει μέχρι τους αστραγάλους), βαθέος χρώματος κόκκων ροιάς (=κόκκους-σπόρους ρογδιού). Ολίγα και άτονα γράφονται επί των ενδυμάτων τα φώτα (οι φωτεινές αντανακλάσεις). Αι σκιαί αποδίδονται διά βαθύτερου, σχεδόν μελανού χρώματος. Το ωοειδές πρόσωπον της Παναγίας, στενόν τα κάτω, εμφανίζει ικανήν πλαστικότητα (αρμονική απόδοση των μορφών και σχημάτων). Βραχείαι, λοξαί, παράλληλοι, λεπταί, ωχρόλευκοι γραμμαί φωτίζουσι το ύπερθεν της δεξιάς οφρύος (φρύδι) τμήμα του μετώπου και άλλα μέρη του προσώπου και του σώματος.
Ο Ιησούς φέρει λευκόν χειριδωτόν (με χειρίδες- μανίκια) χιτώνα, πλατείαν πτυχωτήν, ερυθράν ζώνην, κεραμόχρουν (κεραμιδί), ανοικτόχρωμον ιμάτιον. Το δεξιόν του σανδάλιον λελυμένον κρέμαται υπό τον πόδα.
Το παιδίον κρατεί δι’ αμφοτέρων των χειρών την δεξιάν της Παρθένου, υψουμένην προ του στήθους της, και στρέφει οπίσω την κεφαλήν προς τον ζωγραφούμενον άνω αρχάγγελον Γαβριήλ, όστις φέρει ρόδινον (=απαλό κόκκινο του ρόδου χρώμα) ιμάτιον με ωχρά φώτα και κρατεί μεταξύ των χειρών του, κεκαλυμμένων διά της άκρας του επιβλήματος (του υφασμάτινου καλύμματος), σταυρόν μετά τριών κεραιών και δυο μικρούς ήλους (καρφιά). Υπο της μέσης κεραίας συγκρατείται ανηρτημένος ακάνθινος στέφανος. Αριστερά της κεφαλής της Θεοτόκου εικονίζεται ο αρχάγγελος Μιχαήλ, φέρων πράσινον ένδυμα και κρατών το «όξους μεστόν (=πλήρες) σκεύος», εξ ου προβάλλει η λόγχη και ο κάλαμος με τον σπόγγον.
Υπό τον Γαβριήλ αναγινώσκεται, γεγραμμένον εις πέντε σειράς διά γραμμάτων ερυθρού χρώματος, ερμηνευτικόν της παραστάσεως τετράστιχον ιαμβείον (ιαμβικός στίχος), σχεδόν πάντοτε ακολουθούν τας εικόνας του προκειμένου τύπου:
«Ο το χαίρε πριν τη Πανάγνω μηνύ|σας
τα σύμβολα νυν τον Πάθους προ|δεικνύει
Χριστός δε θνητήν σάρκα ενδε|δυμένος
πότμον δεδοικώς δει|λιά, ταύτα βλέπων». (δεδοικώ= τρομαγμένος από το προμήνυμα του σταυρικού πάθους).
Υπέρ τους Αρχαγγέλους και εκατέρωθεν του φωτοστεφάνου της Θεοτόκου εντός δυο ερυθρών δίσκων αι βραχυγραφίαι Μ(ητ)ΗΡ Θ(εο)Υ εν μέσω χρυσών διακοσμήσεων.
Η κατάστασις της εικόνος γεγραμμένης επί λεπτού στρώματος γύψου, είναι καλή. Ενιαχού, μάλιστα παρά τα σημεία συναρμογής των σανίδων, η εζωγραφημένη επιφάνεια, υποστάσα φθοράν έχει επισκευασθή (ιδίως εις τo τμήμα του χρυσού βάθους).
Κατά την παράδοσιν, «όπου και να την πάνε αυτήν την εικόνα ξαναγυρίζει στο Ρέθεμνος. Είναι η κερά τση χώρας».
Το χρώμα των οφρύων και των οφθαλμών της Θεοτόκου είναι βαθύφαιον (=το χρώμα που παράγεται από τη μίξη του λευκού με το μαύρο).
Ελαφρότεραι αποχρώσεις αποδίδουσι τας περί τους οφθαλμούς σκιερότητας. Αι εν τη δεξιά παρειά (=μάγουλο) της Παρθένου και του Παιδιού ψιμυθιαί (=γραμμώδη φτιασίδια) διακόπτονται περί το μέσον υπό ερυθρωπού χρώματος. Ούτως ο γενικός τόνος, αποβαίνων ιδία παρά τη Θεοτόκω μελιχρούς (=μελιχρός, ο του μέλιτος χρώμα έχων), προσδίδει γλυκύτητα και θερμότητα εις το βλέμμα, το όποιον είναι ήδη ζωηρόν και εκ της εντόνου αποδόσεως της λευκότητος του οφθαλμού. Η βαρύτης πάλιν αλλά και η κανονικότης του τόξου των όφρύων, το ημίφως του προσώπου και το συνεσφιγμένον στόμα, έκφράζουσι γαλήνην άμα(=συγχρόνως) και θλίψιν. Η θλίψις όμως της Παρθένου φαίνεται [να είναι] συνέπεια της ταραχής του Παιδιού, το στόμα του οποίου εξωτερικεύει πτόησιν (=τρόμαγμα) και παράπονον. Την έκφρασιν του φόβου επιτείνει και η όλη στάσις του σώματος του Χριστού. Τα ενδύματά του, αντιθέτως προς την ισχυράν σχηματοποίησιν (=απεικόνιση με απλές γραμμές) των ευθυγράμμων [κατά] το πλείστον πτυχώσεων του μαφορίου [της Θεοτόκου], εμφανίζουν πτύχωσιν φυσικωτέραν και ανάγλυπτον (ανάγλυφη). Αντίθεσιν ωσαύτως προς την βαθύτονον και σκοτεινήν στολήν της Θεομήτορος αποτελεί ο ανοικτόχρωμος και φωτεινότερος εν τω συνόλω του ιματισμός του Ιησού. Εν τω προσώπω του η αντίθεσις μεταξύ φωτός και σκιάς είναι ζωηροτέρα η παρά τη Θεοτόκω.
Την εικόνα χαρακτηρίζει ακρίβεια σχεδίου και επιμελεστάτη εκτέλεσις, θα ηδύνατό τις μόνον να σημειώση ασυμμετρίαν τινά του άνω χείλους και του στόματος. Εν τη απεικονίσει των προσώπων κατάδηλος (φανερή) γίνεται η επίτευξις πλαστικότητος. Των αγγέλων αι μορφαί μηνύουσι κλασσικήν τέχνην και χάριν. Την αυστηρότητα τέλος και την μεγαλοπρέπειαν της συνθέσεως δεν δύναταί τις, νομίζω, να αρνηθή».
Μια σύντομη προσωπική παρέμβαση-κατάθεση του επιμελητή, ο οποίος άρχισε τη γνωριμιά και τη σχέση του με την εικόνα από το 1948 που ως εννεαετής ιερόπαις και καμπανοκρούστης ήταν πια αναπόσπαστο μέλος της αξέχαστης και δυστυχώς εν πολλοίς απούσης… σήμερα θορυβώδους, νεανικής και πολυπληθούς συντροφιάς του ναού εκείνων των χρόνων, ιδιότητα όμως που υπερήλιξ πια συνεχίζει ως τις μέρες μας. Ιστάμενος ενώπιον της εικόνας, λοιπόν ο επιμελητής διακρίνει τρία στοιχεία: 1. Το Ιησού και τους αγγέλους που προδεικνύουν τα σύμβολα του πάθους, δημιουργώντας ένα δραματικό διάλογο με το παιδίο. Έναν Ιησού θορυβημένο, πτοημένο μπροστά το προμήνυμα του πάθους και τους δύο προμηνύοντας το πάθος αγγέλους. Από την τρομάρα το ένα σανδάλι φεύγει από το πόδα του βρέφους που ενιστικτωδώς αδύναμο παιδάκι πιάνει και τα δυο χέρια της μάνας του ζητώντας προστασία. Εκείνη ενστικτωδώς αισθάνεται τον αιφνιδιασμό του τέκνου της και ανταποκρίνεται. Τον σφίγγει στέρεα πάνω στο κορμί της με το αριστερό της χέρι. Με το δεξιό της βάζει στη χούφτα της τα δακτυλάκια του. 2. Το δεύτερο στοιχείο είναι το πρόσωπο της Θεοτόκου. Ενώ με το αριστερό της τον σφίγγει όπως είπαμε, πάνω της, ο νους της και το σοβαρό γεμάτο περίσκεψη πρόσωπό και είναι αλλού. της κοιτάζει αλλού. 3. Το τρίο στοιχείο της εικόνας είναι ο πιστός, δηλαδή εμείς οι ταπεινοί προσκυνητές. Εμάς κοιτάζει η Παναγία γιατί βέβαια εκείνη, ως μητέρα όλων μας έχει να μας πει πολλά τόσο για το γιο και το μαρτύριό του, όσο και για μας … τα άλλα της παιδιά.
Και συνεχίζει ο Ν. Δρανδάκης:
«Ο εικονογραφικός τύπος, εις τον οποίον ανήκει η περιγραφείσα εικών, θεωρηθείς άλλοτε ως συνθετική δημιουργία του Κρητός αγιογράφου Άνδρέου Ρίτζου, αποτελεί διασκευήν της εικονογραφικής συνθέσεως του Ιησού Αναπεσόντος, ως παρατηρεί ο Ξυγγόπουλος: «Την παρά τον Αναπεσόντα εικονιζομένην Θεοτόκον αντικατέστησεν η Θεοτόκος βρεφοκρατούσα, εις τον συνήθη τύπον της Οδηγητρίας, οι δε δυο Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ, οι όποιοι σχεδόν πάντοτε ευρίσκονται εις τας δυο άνω γωνίας της εικόνος της Θεοτόκου βρεφοκρατούσης, παρεστάθησαν κρατούντες τα σύμβολα του Πάθους.
Εις μεταβυζαντινάς φορητάς εικόνας του περί ου ο λόγος τύπου η Θεομήτωρ φέρει συχνότατα το επίθετον «Η Αμόλυντος». Αποκαλείται όμως και «Κυρία των ’Αγγέλων» και «Φοβερά Προστασία». Η Ρεθυμνιακή εικών είναι αχρονολόγητος και ανυπόγραφος».
Θα πρέπει, τέλος να σημειωθεί ότι ο προϊστάμενος του Καθεδρικού ναού, πρωτοπρεσβύτερος π. Χαράλαμπος Καμηλάκης, στο ιδιαιτέρως σημαντικό για τον καθεδρικό μας ναό βιβλίο του «Ο Μητροπολιτικός ιερός ναός: τα εισόδια της Θεοτόκου Ρεθύμνου και τα περί αυτόν κτίσματα και παρεκκλήσια / Πρωτοπρεσβυτέρου Χαραλάμπου Κ. Καμηλάκη. Ρέθυμνο 1999», σημειώνει τα εξής για την Ρεθυμνία Εικόνα της Παναγίας του Πάθους: Η αρχαιότερη και ωραιότερη φορητή εικόνα του Καθεδρικού μας ναού. Ο εικονογραφικός τύπος της ζωγραφικής απεικόνισης της Θεοτόκου αποδίδεται στο εργαστήρι του Κρητικού αγιογράφου Ανδρέα Ρίτζου, με πιθανή χρονολογία της ιστόρησής της τη «δεύτερη πενηκονταετία του 15ου αιώνα». Εικόνες του εν λόγω εργαστηρίου του συναντούμε σε πολλούς ναούς και μουσεία που βρίσκονται σε πολλά μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό. Η Παναγία με σοβαρότητα και επιβλητικότητα κρατά το μικρό Ιησού, ο οποίος αιφνιδιάζεται από την παρουσία του αρχαγγέλου Γαβριήλ και την επίδειξη του σταυρού με το ακάνθινο στεφάνι.
Η Κρητική Σχολή Ζωγραφικής
Η τέχνη των Εικόνων της Κρητικής Σχολής δεν είναι μία τέχνη που υπηρετεί πρακτικές σκοπιμότητες του καθημερινού βίου. Αποσκοπεί στην κάλυψη των μεταφυσικών αναγκών του ανθρώπου και, σε αυτήν τη προοπτική, περιέχει και αναδεικνύει την «άλλη» διάσταση του κόσμου. Επιτρέπει να αποκρυπτογραφήσουμε τη βαθύτερη σχέση της Κρήτης με τη βυζαντινή καλλιτεχνική και πνευματική παράδοση, καθώς και να κατανοήσουμε το αποτέλεσμα και τα όρια της συνάντησης του τόπου μας με το δυτικό πολιτισμό. Η τέχνη των Εικόνων της Κρητικής Σχολής (που είναι η σημαντικότερη «στιγμή» της ελληνικής τέχνης μετά την άλωση της Πόλης στα 1453) περιγράφει επίσης το περιβάλλον μέσα στο οποίο πρωτοάνθησε η κορυφαία καλλιτεχνική προσωπικότητα του νεότερου ελληνισμού: ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Πλησιάζοντας και γνωρίζοντας την τέχνη των Εικόνων της Κρητικής Σχολής, πλησιάζουμε και γνωρίζουμε την παράδοσή μας – αποκαλύπτουμε ένα βασικό μέρος του εαυτού μας στον εαυτό μας. […](Από τον πρόλογο της έκδοσης της Βικελαίας Βιβλιοθήκης: Εικόνες της Κρητικής Τέχνης, από τον Χάνδακα ως την Μόχα και την Αγία Πετρούπολη, με πρόλογο του Μανόλη Χατζηδάκη και επιμέλεια του Μανόλη Μπορμπουδάκη με την ευκαιρία της ομώνυμης έκθεσης εικόνων Κρητικής Τέχνης στην Βασιλική του Αγίου Μάρκου το 1993).
Εμμανουήλ Λαμπάρδος: Ένας ακόμα Ρεθύμνιος Αγιογράφους Ρεθύμνιος, ο Εμμανουήλ Λαμπάρδος (β’ μισό 16ου – α’ μισό 17ου αι.) μας άφησε μια ιστορημένη εικόνα της Παναγίας του Πάθους. «Αμόλυντο» την ονομάζει εδώ. Υπήρξε ένας από τους πιο γνωστούς ζωγράφους της Κρητικής Σχολής, που γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και εργάστηκε στην Κρήτη στο τέλος του 16ου και κατά την πρώτη πεντηκονταετία του 17ου αι., όπως εικάζεται από έργα του χρονολογημένα μεταξύ 1593-1647. Ήταν ζωγράφος φορητών εικόνων, που διακρίνονταν για την τεχνική τους αρτιότητα τόσο στην κατασκευή όσο και στην εκτέλεση.
Ο Ανδρέας Ρίτζος είναι ο πρώτος από μια οικογένεια καλλιτεχνών με πέντε τουλάχιστον ζωγράφους που έζησε και εργάστηκε στον Χάνδακα (Ηράκλειο) της Κρήτης. Στο εργαστήριό του δούλευε και ο πρωτότοκος γιος του, Νικόλαος. Το μέχρι σήμερα γνωστό έργο του Ανδρέα Ρίτζου και του κύκλου του περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα συνθέσεων με ιδιαίτερη προτίμηση εικόνων της Θεοτόκου ένθρονης ή σε προτομή. Θεωρείται επίσης ότι διέπλασε τον εικονογραφικό κύκλο της Παναγίας του Πάθου, άποψη την οποία που αποτέλεσε πρότυπο για τις μετέπειτα καλλιτεχνικές γενιές.
Η παρουσία του Φώτη Κόντογλου και της τέχνης του στο Ρέθυμνο: Κλείνομε το σημερνό δημοσίευμα με μια άλλη μνημειώδη εικόνα της Παναγίας του Πάθους που οι Ρεθεμνιώτες έχουμε το προνόμιο της παρουσίας της. Την εικόνα του μεγάλου Φώτη Κόντογλου του Αϊβαλιώτη Μικρασιάτη που υπήρξε ο φωτισμένος αγιογράφος που ξαναζωντάνεψε τη βυζαντινή αγιογραφία στη χώρα μας μετά από αποστασία τριών έως τεσσάρων αιώνων.
* Ο Μιχάλης Τζεκάκης είναι πρώην διευθυντής της Δημόσιας και της Πανεπιστημιακής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου