Συνεργασία στη δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Μέρες τώρα ξεφυλλίζω το ημερολόγιο του Γιώργου Αναγνωστάκη, που αναφέρεται στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής και στις αντιστασιακές ομάδες. Ο ίδιος ήταν στην ομάδα του Πετρακογιώργη.
Και είναι να καμαρώνεις την αντικειμενικότητα της κρίσης του. Σε κανένα σημείο δεν υποβαθμίζει τον ρόλο και την αγωνιστική προσφορά εκείνων που έφεραν άλλα διακριτικά στο δικό τους μετερίζι. Η επιμέλεια από τον δάσκαλο Σήφη Δοκιμάκη, δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει την εξιστόρηση με σχόλια που αποπροσανατολίζουν. Γι’ αυτό και τον εμπιστεύτηκε απόλυτα ο Αναγνωστάκης.
Ο άνθρωπος αυτός ήταν πράγματι ένας σεμνός ιδεολόγος, που δεν απασχόλησε ποτέ τον τοπικό τύπο με τα ανδραγαθήματά του στον πόλεμο, ούτε και με την προσφορά του στην Αντίσταση. Μόνο κατά καιρούς οργάνωνε εκθέσεις με φωτογραφικό υλικό από τις εποχές που ο λαός μας πολεμούσε το δυνάστη έχοντας ορμητήριο τις ανταρτοφωλιές.
Στις εκθέσεις αυτές -που να βρίσκεται αλήθεια εκείνο το σπάνιο φωτογραφικό υλικό- ξεναγούσε τους επισκέπτες προσθέτοντας αναμνήσεις από τους αγώνες των Κρητών. Κράτησε για τον εαυτό του μια καταγραφή αυτής της πορείας που κατέληξε ευτυχώς στα χέρια του φωτισμένου δασκάλου Σήφη Δοκιμάκη. Κι εκείνος όταν έκρινε πως μπορούσαμε να το αξιοποιήσουμε μας το εμπιστεύθηκε, κάνοντας το καλύτερο μνημόσυνο στο φίλο και συγχωριανό του.
Στο ημερολόγιο αυτό μέσα από την πορεία του Γεωργίου Αναγνωστάκη ξεδιπλώνονται σελίδες από την Αντίσταση για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί.
O Γιώργος Αναγνωστάκης καταγόταν από την Κυριάννα. Γεννήθηκε στις 2 Ιανουαρίου 1919 και πέθανε στις 2 Ιουνίου του 2001.
Όπως είχαμε αναφέρει σε προηγούμενο αφιέρωμα ο συγγραφέας του ημερολογίου μετά από ενεργό δράση σε δύσκολες αποστολές έγινε αντιληπτός από τους Γερμανούς τον Αύγουστο του 1943. Όταν κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη εντάχθηκε στο αντάρτικο σώμα του Καπετάν Πετρακογιώργη, αρχηγού Εθνικής Αντίστασης Κρήτης.
Έφυγε από την Ιερά Μονή Αρκαδίου με τις ευχές του ηγουμένου Διονυσίου Ψαρουδάκη. Συνοδός του ήταν ο ειδικός σύνδεσμος Β. Καλοπάκης. Έμενε στο Άδελε αλλά ήταν μικρασιατικής καταγωγής. Ήταν βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και με τις γνώσεις αγγλικής που μιλούσε άπταιστα εξυπηρετούσε πολλές αποστολές που του ανέθεταν οι αντιστασιακές ομάδες.
Μετά από ολιγοήμερη πορεία οι δύο πατριώτες έφτασαν στο χωριό Λοχριά. Εκεί συνάντησαν τον ακούραστο αγωνιστή Ηλιαντώνη που τους οδήγησε στα Βορίζια στο σπίτι του Ψαρογιώργη ενός από τους πρωτεργάτες για τη συγκρότηση των αντάρτικων ομάδων του Καπετάν Πετρακογιώργη. Από κει ο γιος του Φανούριος τους οδήγησε σε μια πλαγιά του Ψηλορείτη κοντά στο χωριό Βορίζια. Φθάνοντας εκεί υποδέχτηκαν τον ήρωα από την Κυριάννα, με χαρές ο καπετάν Πετρακογιώργης και τα παλικάρια του.
Ο Αναγνωστάκης στο ημερολόγιό του αναφέρει λεπτομέρειες για το αντάρτικο σώμα του Πετρακογιώργη, πολύ σημαντικές. Σαν πυρήνα της ομάδας αναφέρει τους: Γεώργιο Ψαρογιώργη, Κωνσταντίνο Ψαρόκωστα, Δημήτρη Τσιλικοδιονύση, Εμμ. Μανουσομανώλη, Εμμ. Μανουσκώστα, Γεώργιο Χατζηγιώργη, Γεώργιο Μπαλάσκα, Γεώργιο Μπήλιο, Εμμ. Σκουρομανόλη, Γεώργιο Μπαχρή, Κυριάκο Κατσαντώνη, Α. Ηλιαντώνη, Νικόλαο Σαρτζετάκη, Χ. Χαραλαμπάκη, Αγ Σαριδάκη, Αλ. Ανυφαντάκη, Μ. Κραουκάκη, Γρηγόρη Χρυσό κ.ά.
Εννοείται ότι ήταν και ο ίδιος από τα πρώτα στελέχη της ομάδας.Ο oπλισμός του ήταν ένα γερμανικό ταχυβόλο και δυο χειροβομβίδες Μιλς, καθώς και ένα πιστόλι. Οι άλλοι άνδρες ήταν οπλισμένοι με γερμανικά όπλα και πιστόλια, ελληνικά Μάλιγχερ, ένα ταχυβόλο Τόμιγκαν και ένα οπλοπολυβόλο Μπρέν.
Η μάχη στο Τραχήλι
Τα υπόλοιπα ας αφήσουμε να μας τα διηγηθεί ο ίδιος ο Γεώργιος Αναγνωστάκης, συνοψίζοντας στις βασικές λεπτομέρειες.
«Ήταν παραμονή της Παναγίας και είχαν σταλεί από το χωριό Μαργαρικάρι που ήταν τότε κέντρο ανεφοδιασμού της ομάδας Πετρακογιώργη, αρκετά τρόφιμα και κρασί για να γιορτάσουμε τη μνήμη της Παναγίας και επί πλέον είχαμε σφάξει έναν τράγο για φαγοπότι εκείνη την ημέρα.
Πριν ξημερώσει είχε έλθει στο λιμέρι μας ο ηγούμενος της Μονής Βροντησίου και λειτούργησε και κοινωνήσαμε των αχράντων Μυστηρίων. Όταν ξημέρωσε και ο ηγούμενος έφυγε προς τη Μονή Βροντησίου καθίσαμε και αρχίσαμε το φαγοπότι με τραγούδια και ευχές για τη λευτεριά μας. Κατά τις 10 π.μ. οι σκοποί μας αντελήφθησαν εις τας κορυφογραμμάς γύρω από το λημέρι Γερμανούς.
Δια να αποφύγουμε τη μάχη με τους Γερμανούς φοβούμενοι ότι τούτοι θα προέβαιναν εις αντίποινα καίοντες τα γύρω χωριά Βορίζια, Καμάρες, αποφασίσαμε να διασπάσουμε τον κλοιό χωρίς να γίνουμε αντιληπτοί και να στήσουνε ενέδρες στα πλέον απομεμακρυσμένα σημεία μακριά από τα ανωτέρω χωριά. Αφού εκρύψαμε σε κατάλληλο μέρος τα μαγειρικά μας σκεύη και τρόφιμα προχωρήσαμε με κατάλληλες προφυλάξεις και φθάσαμε στη θέση Τραχήλι μεταξύ του χωριού Βορίζια και της Μονής Βροντησίου».
Εμπροσθοφυλακή ήταν ο Γ. Μπήλιος με το οπλοπολυβόλο Μπρέντ, ο προμηθευτής του και άλλοι αντάρτες και σε μικρή απόσταση ακολουθούσαμε οι άλλοι έτοιμοι για μάχη. Μόλις ο οπλοπολυβολητής Μπήλιος πρόβαλε στο ξέφωτο αντιλήφθηκε ότι γύρω μας ήταν πολυάριθμοι Γερμανοί που δεν μας είχαν αντιληφθεί.
Ο έμπειρος πολεμιστής του Αλαβανικού μετώπου Μπήλιος όρθιος με το οπλοπολυβόλο στο χέρι άρχισε να βάλει εναντίον των Γερμανών οι οποίοι αιφνιδιασθέντες τα έχασαν κυριολεκτικά κι έτσι μας έδωσαν τον καιρό να λάβομε θέσεις μάχης δι’ αγώνα εκ του συστάδην.
Οι Γερμανοί αφού συνήλθαν από την αναπάντεχό μας επίθεση άρχισαν να βάλουν βροχή σφαιρών εναντίον μας Ταμπουρωμένοι όλοι πίσω από βράχους και πελώριους πρίνους πολεμούσαμε με λύσσα.
Η δειλία ο φόβος για μας εκείνη την ώρα ήταν ανύπαρκτος και το θάρρος και η αντρειοσύνη εγιγαντώνετο εις τα στήθη μας.
Αι διαταγαί του αρχηγού μας ο οποίος επολέμα όρθιος σαν πελώριος τίγρης εκτελούντο απ’ όλους μας».
Μια πράξη ηρωισμού
«Την ώρα εκείνη βλέπω μπροστά μου πεσμένο τον Νίκο Σαρτζετάκη από το χωριό Κρύα Βρύση Αγίου Βασιλείου. Νομίζοντας ότι πίνει νερό του φωνάζω: «Νίκο σήκω πάνω γρήγορα». Δεν μου απάντησε όμως οπότε τον γυρίζω ανάσκελα και βλέπω ότι τον είχε χτυπήσει μια σφαίρα στο μέτωπο και ήταν νεκρός. Γυρεύοντας να εκδικηθώ τον θάνατο του φίλου και συναγωνιστή μου βλέπω μπροστά μου σε απόσταση 30 μέτρων να κινείται η κάνη ενός γερμανικού πολυβόλου και να στρέφεται εναντίον μας μέσα σε μια μάνδρα. Αστραπιαίως αποκοχλιώνω μια χειροβομβίδα και την εκσφενδονίζω με όλη μου τη δύναμη προς το σημείο εκείνο. Η έκρηξη της χειροβομβίδας δημιουργεί ένα υπόκωφο κρότο και δίπλα μου εκτινάσσεται ένα γερμανικό κράνος.
Αποτέλεσμα της εκρήξεως ήταν ο φόνος των Γερμανών που ήσαν μέσα στη μάνδρα και ήταν έτοιμοι να βάλουν εναντίον μας.
Η ενέργειά μου αυτή ήταν σωτήρια για τους συναδέλφους μου και εμού οι οποίοι ασφαλώς θα εφονεύοντο με τας πρώτας ριπάς του γερμανικού πολυβόλου.
Προχωρούντες και εξουδετερώνοντας τους Γερμανούς εις το σημείο αυτό είχαμε μεθύσει από τα πυρά και τις βροντές της μάχης και κάθε σφαίρα μας κτυπούσε στο ψαχνό αλύπητα τους εχθρούς μας».
Η λεβεντιά του Κατσαντώνη και των άλλων αγωνιστών
«Πιο πέρα πολεμούσε ο Κ. Κατσαντώνης ένας πανύψηλος λεβέντης, ο οποίος με τη σκοπευτική του ικανότητα έστελνε με κάθε σφαίρα κι ένα Γερμανό στον θάνατο.
Σε μια στιγμή βλέπω τον καπετάν Πετρακογιώργη να πολεμά όρθιος και ακάλυπτος, ενώ χιλιάδες σφαίρες σφύριζαν γύρω του.
Από εκεί με βλέπει ταμπουριασμένο σ’ ένα βράχο να πυροβολώ με το γερμανικό ταχυβόλο και νομίζοντάς με για Γερμανό στρέφει το όπλο εναντίον μου. Τον αντιλαμβάνομαι όμως και φωνάζω:
– Μη καπετάνιο εγώ είμαι.
– Μωρέ Γιώργο, μου λέει, σε πέρασα για Γερμανό και παραλίγο να σε σκοτώσω.
Τη στιγμή εκείνη δέχεται το ταχυβόλο μου μια ριπή καθώς το κρατούσα και αχρηστεύεται. Μένω μόνο με το πιστόλι, μια χειροβομβίδα και αρκετές σφαίρες.
Την τελευταία στιγμή σκοτώνεται και ο Χ. Κατσούγκρης από τα Λοχριά Ρεθύμνης που αν και τραυματισμένος από τη μάχη προηγουμένων ημερών με τους Γερμανούς πολεμούσε με ανδρεία.
Κατά το απόγευμα που είχαμε εξουδετερώσει τους Γερμανούς από τη δυτική πλευρά του πεδίου της μάχης και σκορπισμένοι σε διάφορα σημεία, αρχίσαμε την υποχώρηση διότι αντελήφθημεν καινούργιες δυνάμεις του εχθρού να κατευθύνονται προς το μέρος μας.
Μέσα στην αντάρα της μάχης νομίζαμε ότι είχαμε χάσει τον αρχηγό και πολλούς από τους συναδέλφους μας, νομίζοντας πως είχαν διαφύγει από τη δυτική πλευρά».
Από τις λεπτομέρειες της σημαντικής μάχης που μας περιγράφει τόσο γλαφυρά στο ημερολόγιό του ο Γεώργιος Αναγνωστάκης, τονίζεται η λεβεντιά του Κατσαντώνη που με διάφορους ευφυείς ελιγμούς είχε καταφέρει να σωθεί από τις σφαίρες που έπεφταν γύρω του.
Ήταν γεννημένος στο Άνω Μέρος και η λεβεντιά του ξεχώριζε από μακριά.
Την επομένη ο Αναγνωστάκης με τον Καλουπάκη έφυγαν από τους Γουργούθους και έφτασαν στη Μονή Αρκαδίου, όπου τους φρόντισε ο Διονύσιος.
Με την ευκαιρία ο Αναγνωστάκης πετάχτηκε μέχρι το χωριό του Κυριάννα και διηγήθηκε στους δικούς του τα γεγονότα της μάχης και πως είχε καταφέρει να σωθεί.
Λίγο μετά πήρε ειδοποίηση να σπεύσει στο Αρκάδι όπως και έκανε. Εκεί συναντά τον Σκουρομανώλη ένα από τους αγνοούμενους της μάχης που τον πληροφορεί πως ο Καπετάν Πετρακογιώργης ζει και είναι κοντά στο μοναστήρι.
Έτοιμοι για νέες περιπέτειες
Φύγανε αμέσως για το λιμέρι που ήταν στις Δρυγιές. Εκεί ο Πετρακογιώργης τους διηγήθηκε πως είχε καταφέρει να σωθεί αν και ήταν αποφασισμένος, πεθαίνοντας να πάρει και Γερμανούς μαζί του πολεμώντας μέχρι το τελευταίο λεπτό.
Μετά από διανυκτέρευση στο σημείο εκείνο ξεκίνησαν για Αραβάνες κι από κει στη Μονή Αρκαδίου, όπου και πάλι είχαν τις περιποιήσεις του Διονυσίου και των άλλων μοναχών. Την επομένη της μάχης οι Γερμανοί επίταξαν από τα γύρω χωριά ημίονους και φόρτωσαν νεκρούς και τραυματίες που μετέφεραν στο Τυμπάκι για ενταφιασμό και περίθαλψη.
Και ο Γεώργιος Αναγνωστάκης, αφού κάνει μια αποτίμηση της μάχης στο Τραχήλι, πολύ αξιοπρόσεκτη, κλείνει το κεφάλαιο αυτό με το συμπέρασμα:
«Εκ της μάχης ταύτης απεδείχθη ότι οι γερμανοί χωρίς τα άρματα τα αεροπλάνα και τα κανόνια δεν ήταν ακαταμάχητοι αγωνιστές».
Και αυτό αποδεικνύεται και από άλλα περιστατικά στη συνέχεια του ημερολογίου που μας άφησε ο Γεώργιος Αναγνωστάκης, μάθημα ζωής και ύμνο για τις ηθικές αξίες που δίνουν δύναμη σε κάθε αγώνα. Και πάντα με νικηφόρο αποτέλεσμα.
Η ιστορία ενός μικρού ήρωα
Εκτός από το ημερολόγιό του που αργότερα το βλέπουμε και δακτυλογραφημένο, δεμένο σε ένα τόμο, ο Αναγνωστάκης άφησε και σε προφορικές αφηγήσεις του στοιχεία για άγνωστους ήρωες που έζησε από κοντά.
Μια συγκλονιστική ιστορία αφηγήθηκε στον φωτισμένο δάσκαλο Σήφη Δοκιμάκη ο αντάρτης Γιώργης Αναγνωστάκης κι εκείνος το συμπεριέλαβε σε άλλες σημειώσεις του ήρωα που επιμελήθηκε με προσοχή. Αυτή την πολύτιμη μαρτυρία παραθέτουμε για να μαθαίνουν και οι νέοι πώς λειτουργούσαν συνομήλικοι τους, στην περίοδο της Κατοχής, όταν τους θέριζε η πείνα και ο θάνατος καιροφυλακτούσε σε κάθε τους βήμα.
Δεν ήταν λίγα τα παιδιά ηλικίας 14-16 χρόνων που ζητούσαν να ενταχθούν στις αντάρτικες ομάδες για να βοηθήσουν με τις δικές τους δυνάμεις στον αγώνα για την απελευθέρωση της πατρίδας.
Μια περίπτωση πολύ χαρακτηριστική ο Γιώργης Κατσανεβάκης από το Καβούσι. Ήταν κι αυτό απόγονος μιας από τις ισχυρότερες οικογένειες της επαρχίας Σφακίων.
Εδώ θα δανειστούμε στοιχεία από τον Πάρη Κελαϊδή, για να προσθέσουμε με την ευκαιρία, ότι λίγες οικογένειες, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά, διαθέτουν επίσημα έγγραφα που να βεβαιώνεται η παλαιότητά τους. Οι περισσότερες στηρίζονται σε οικογενειακές παραδόσεις.
Σε αναφορά πάντως Σφακιανών προς Βενετσιάνο διοικητή Κρήτης το 1594, που είχε στο αρχείο του, υπέγραφε μεταξύ άλλων ο «Καπετάν-Κατσανέβας». Αποδεικνύεται με αυτό ότι η συγκεκριμένη Νιμπριώτικη οικογένεια υπήρχε στα Σφακιά, πριν από την παραπάνω χρονολογία.
Παρακλάδι λοιπόν της οικογένειας, για να γυρίσουμε στην αφήγηση Αναγνωστάκη, βρέθηκε και στο Καβούσι κι εκεί αργότερα είδε το πρώτο φως της ζωής και ο Γιώργης.
Μάθαινε για τους αντάρτες και μια φλόγα σιγόκαιγε μέσα του. Και μια μέρα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Πήρε κρυφά από τους γονείς του ένα γερμανικό τουφέκι, με αρκετά πυρομαχικά και έβαλε ρότα για τις Αραβάνες, στους πρόποδες του Ψηλορείτη, που ήξερε ότι θα συναντήσει αντάρτικες ομάδες.
Για κακή του τύχη, άπειρος καθώς ήταν, έπεσε σε γερμανική ενέδρα και πιάστηκε αιχμάλωτος. Οι Γερμανοί τον μετέφεραν στις φυλακές του Ρεθύμνου και τον υπέβαλαν σε φρικτά βασανιστήρια για να ομολογήσει το κρησφύγετο των ανταρτών, ποιος του έδωσε το όπλο και ποιος άλλος από το χωριό κρύβει στο σπίτι του οπλισμό.
«Εσείς τι θα κάνατε;»
Αν και τόσο μικρός ο Γιώργης Κατσανεβάκης δεν άνοιξε το στόμα του κι ας ήξερε πράγματα που σίγουρα ενδιέφεραν τους βασανιστές του. Υπέμεινε όλα τα μαρτύρια με θάρρος αξιοθαύμαστο.
Επαναλάμβανε διαρκώς ότι το όπλο το βρήκε μόνος του κι ότι ήθελε να γίνει αντάρτης, για να λευτερώσει την πατρίδα του. Και σαν να μην έφτανε αυτός τους ρωτούσε με τη σειρά του: «Αν και σας η πατρίδα σας είχε υποδουλωθεί από κάποιο άλλον λαό, το ίδιο δεν θα κάνατε;»
Ακόμα και οι Γερμανοί θαύμασαν το θάρρος, τη λεβεντιά και τη φιλοπατρία του.
Αφού το πήραν απόφαση ότι ο μικρός δεν πρόκειται να λυγίσει τον οδήγησαν στον στρατηγό Αντρέ διοικητή του νησιού. Κι εκεί όμως ο νεαρός Γιώργης κράτησε την ίδια στάση, κερδίζοντας την εκτίμηση του Αντρέ, που περιορίστηκε να διατάξει τη μεταφορά του παιδιού στις φυλακές Χανίων.
Προσαγωγή του πατέρα
Αμέσως μετά διέταξε την προσαγωγή του πατέρα Κατσανεβάκη για ανάκριση με την υπόσχεση ότι δεν θα τον συλλάβει ούτε θα τον φυλακίσει.
Αυτό που δεν γνώριζε ο στρατηγός είναι ότι ο γέρο Κατσανέβας γνώριζε γερμανικά, γιατί είχε βρεθεί αιχμάλωτος σε γερμανικό στρατόπεδο στη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Και σ’ αυτόν ο Αντρέ άρχισε να ρωτάει τα ίδια.
Προέλευση όπλων, πού βρίσκονται οι ανταρτοφωλιές και ποιος στο χωριό αναπτύσσει αντιστασιακή δράση.
«Ναι», του είπε με θάρρος ο πατέρας του Γιώργη. «Υπάρχουν αντάρτες, αμέτρητοι, χιλιάδες πολεμούν με τον τρόπο τους ο καθένας. Αλλά για τα λημέρια τους μη με ρωτάτε. Δεν ξέρω».
Και βλέποντας τον Γερμανό να τον ακούει άφωνος πρόσθεσε: «Αλλά και σας στρατηγέ, αν αυτό που συμβαίνει σε μένα τώρα, αυτή τη στιγμή συνέβαινε σε σας, στην πατρίδα σας, ερωτώ και να μου πείτε, σαν Γερμανός στρατιώτης, θα αποκαλύπτατε εις τον εχθρόν ότι μυστικό γνωρίζατε»;
H συγκινητική συνάντηση και το άδοξο τέλος
Ο Αντρέ κοίταξε με θαυμασμό τον γέροντα θαυμάζοντας την ευθύτητα, την ανδρεία και το θάρρος του. Κάτι ψιθύρισε σ’ ένα στρατιώτη και λίγο αργότερα ο μικρός Γιώργος έπεφτε στην αγκαλιά του πατέρα του. Ήταν πια ελεύθερος. Ο γέρο Κατσανεβάκης πήρε τον λεβέντη του με δάκρυα στα μάτια και πήραν τον δρόμο της επιστροφής για το χωριό.
Μόλις έφτασαν, οι χωριανοί τους επιφύλαξαν υποδοχή ηρώων και το γεγονός πανηγυρίστηκε από όλους.
Θλιβερή ωστόσο είναι η κατάληξη της ιστορίας μας. Ο Γιώργης μεγάλωσε, πήγε και στρατιώτης και μόλις αφυπηρέτησε, γύρισε στο χωριό για ν’ ασχοληθεί με την πατρική περιουσία. Ποιος το περίμενε όμως ότι αυτός ο μικρός ήρωας που σώθηκε από την εκτέλεση θα έπεφτε θύμα των στοιχείων της φύσης.
Πράγματι ενώ έβοσκε τα πρόβατά του, στη θέση Πύργος, του χωριού Καβούσι σκοτώθηκε από κεραυνό!
Ένας χαρισματικός άνθρωπος
Όσο για το Γιώργη Αναγνωστάκη, που μας διέσωσε το χρονικό αυτό, αφού πήρε μέρος σε διάφορες μάχες υπό τας διαταγάς του Πετρακογιώργη και σε αποστολές στη Μέση Ανατολή, με την απελευθέρωση και τον θερμό αποχαιρετισμό του διοικητή του που τον ξεχώριζε πάντα, επέστρεψε στο χωριό του την Κυριάννα. Εκεί έζησε μέσα στον γενικό σεβασμό και τον θαυμασμό των κατοίκων. Ήταν ο ήρωάς τους.
Κι όμως ενώ θα μπορούσε να διεκδικήσει, μετά από τόση δράση και προνόμια, όπως άλλοι συνάδελφοί του, κλείστηκε σε μια αξιοπρεπή σιωπή κι όποτε γινόταν αναφορά στα ανδραγαθήματά του εκείνος απαντούσε απλά ότι έπραξε το καθήκον του.
«Κι επειδή ο απλός λαός», σημειώνει ο Σήφης Δοκιμάκης «δεν ξεχνά», ο Γιώργης Αναγνωστάκης κρίθηκε από όλους σαν χαρισματικός. Αυτός δηλαδή που παραμένει σεμνός και ταπεινός και δεν καυχάται».
Ειλικρινά και τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές απορώ κι εγώ με τη σειρά μου με τη σεμνότητα του ανδρός. Μιλήσαμε άπειρες φορές για τις εκθέσεις φωτογραφίας που οργάνωνε, μου είπε τόσα θαυμαστά για την αντίσταση, χωρίς ποτέ να μιλήσει για τον εαυτό του. Ναι,υπήρξαν και τέτοιοι άνθρωποι κάποτε στον τόπο αυτό.