Η έξαρση των λοιμώξεων και κυρίως των παιδικών τους τελευταίος μήνες έχουν ως αποτέλεσμα να συνεχίζονται οι ελλείψεις αντιβιοτικών σκευασμάτων που αφορούν σε παιδικές ασθένειες. Το πρόβλημα παραμένει μεγάλο και σοβαρό με τους ασθενείς να ταλαιπωρούνται καθημερινά αναζητώντας από φαρμακείο σε φαρμακείο το συνταγογραφούμενο σκεύασμα. Αν η αναζήτηση αποτύχει τότε απευθύνονται εκ νέου στον παιδίατρο προκειμένου να τους συνταγογραφήσει διαφορετικό σκεύασμα με ότι ταλαιπωρία αυτό συνεπάγεται.
Η κατάσταση με την αγορά των φαρμάκων παραμένει δύσκολη αφού εκτός από τα παιδιατρικά καταγράφονται ελλείψεις σε σκευάσματα για διαβητικούς και ψυχιατρικά φάρμακα. Εξίσου σοβαρές είναι και οι ελλείψεις σε μη συνταγογραφούμενα σκευάσματα που αφορούν για παράδειγμα σε παυσίπονα ή φάρμακα αντιμετώπισης του κοινού κρυολογήματος. Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο οι φαρμακοποιοί είναι εκείνοι που συνιστούν στους ασθενείς εναλλακτικά σκευάσματα με την ίδια ή παρόμοια δραστική ουσία.
Το πρόβλημα όπως λένε είναι κατά κύριο λόγο με τα συνταγογραφούμενα σκευάσματα, όπου όταν δεν υπάρχει διαθέσιμο το φάρμακο, ο ασθενής καλείται να επισκεφτεί εκ νέου τον γιατρό του για να του συνταγογραφήσει εναλλακτική θεραπεία.
Όπως εξηγεί ο πρόεδρος του Φαρμακευτικού συλλόγου Ρεθύμνου Κωστής Βαρδιάμπασης, η προσπάθεια που καταβάλλει στο σύνολό του ο φαρμακευτικός κόσμος είναι τεράστια προκειμένου να εξυπηρετηθούν με τη λιγότερη δυνατή ταλαιπωρία, οι ασθενείς, όμως όπως υποστηρίζει δεν υπάρχει το αντίστοιχο ενδιαφέρον από πλευράς πολιτείας. Μετά τα μέτρα που είχαν εξαγγελθεί πριν από έξι μήνες περίπου, ελάχιστα πράγματα βελτιώθηκαν.
Σε σχετικές δηλώσεις του στα «Ρ.Ν.» ο κ. Βαρδιάμπασης ανέφερε: «Στο Ρέθυμνο, αλλά και σε ολόκληρη την Κρήτη, εξακολουθεί να υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με ελλείψεις σε κάποια παιδικά αντιβιοτικά σκευάσματα τα οποία συνεχίζουμε να τα παραλαμβάνουμε με ποσοτικό πλαφόν, δηλαδή σε ελάχιστες ποσότητες, οι οποίες πολύ γρήγορα εξαντλούνται. Τα αντιβιοτικά αυτά αντιμετωπίζουν τις γνωστές παιδιατρικές λοιμώξεις και σε αυτά υπάρχει το σοβαρότερο πρόβλημα. Επίσης αντιμετωπίζουμε πρόβλημα, – όχι μόνο εμείς καθώς έχει πάρει διαστάσεις πανευρωπαϊκά και νομίζω ότι θα πάρει διαστάσεις και παγκοσμίως -, με κάποια φάρμακα που αφορούν στην αντιμετώπιση του διαβήτη. Πρόκειται για ενέσιμα σκευάσματα, τα οποία έχουν το παράλληλο όφελος της διαχείρισης του σωματικού βάρους και πραγματικά είναι αποτελεσματικά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει μια συνταγογράφηση αυτών των φαρμάκων σε ασθενείς που δεν είναι ακριβώς διαβητικοί. Αυτά τα φάρμακα είναι ούτως ή άλλως σε έλλειψη, τα παραλαμβάνουμε σε πολύ περιορισμένες ποσότητες και η διαφήμισή τους στο διαδίκτυο έχει ως συνέπεια να οδηγεί σε μια παραπάνω ζήτηση της συνταγογράφησής τους, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουμε ακόμα μεγαλύτερο πρόβλημα έλλειψης. Είχαμε που είχαμε πρόβλημα με τους διαβητικούς λόγω έλλειψης, τώρα η παραπάνω ζήτηση επιδεινώνει την κατάσταση. Όλα τα φάρμακα για τα οποία συζητάμε, τα αντιβιοτικά, τα φάρμακα για τον διαβήτη, κάποια ψυχιατρικά, είναι φάρμακα τα οποία δίνονται αποκλειστικά με ιατρική συνταγή. Δεν μιλάμε για φάρμακα που μπορεί κάποιος να τα αγοράσει από μόνος του. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν φαινόμενα έλλειψης και σε μη συνταγογραφούμενα φάρμακα, δηλαδή στα φάρμακα που δίνονται χωρίς ιατρική συνταγή, όπως είναι τα φάρμακα του κοινού κρυολογήματος. Ωστόσο, σε αυτά παρακαλούμε τον κόσμο να μην είναι απαιτητικός με το brand, δηλαδή με συγκεκριμένη μάρκα, διότι μπορούμε να βρούμε πάντα εναλλακτικές σε αυτά με τη συμβουλή του φαρμακοποιού. Μπορούμε να προτείνουμε κάποιο εναλλακτικό σκεύασμα. Δεν είναι πάντα εφικτό να καλύψουμε αυτήν τη ζήτηση. Σε αυτές τις περιπτώσεις ευτυχώς έχουμε τη δυνατότητα να προτείνουμε εναλλακτικές με την ίδια θεραπευτική δράση από άλλες εταιρείες. Επειδή ακριβώς δεν είναι συνταγογραφούμενα μπορούμε να επιλέξουμε κάτι διαφορετικό με την καθοδήγηση και τη συμβουλή του φαρμακοποιού. Όμως, στα συνταγογραφούμενα όταν δεν βρίσκουμε ένα φάρμακο πρέπει ο ασθενής να ξανά πάει πίσω στον γιατρό και να του δώσει εκείνος όποια εναλλακτική που θα καταφέρει να βρει. Αυτό συνεπάγεται μια ταλαιπωρία για τους ασθενείς».
Απαιτείται ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος λένε οι φαρμακοποιοί
Όπως πρόσθεσε ο κ. Βαρδιάμπασης το πρόβλημα είναι σοβαρό καθώς αφορά τη δημόσια υγεία και θα πρέπει η κυβέρνηση όπου θα προκύψει από τις εθνικές εκλογές να μεριμνήσει για την αντιμετώπισή του «Θεωρώ ότι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει όποια κυβέρνηση προκύψει μετά τις εκλογές στον χώρο μας, είναι αυτό. Όποιος θα είναι ο επόμενος υπουργός υγείας θα πρέπει άμεσα, την επόμενη ημέρα, να δει πολύ σοβαρά τα θέματα των ελλείψεων φαρμάκων. Είναι ένα θέμα που άπτεται και της δημόσιας υγείας, της καθημερινότητας και της ποιότητας ζωής. Ελπίζω τουλάχιστον όποιο καινούργιο υπουργείο προκύψει να ασχοληθεί άμεσα και σοβαρά, διότι το καλοκαίρι λόγω της αύξησης του πληθυσμού τα πράγματα δεν θα είναι καθόλου εύκολα» είπε.
Αναφερόμενος στα αίτια το προβλήματος επισήμανε την έξαρση των ιώσεων – λοιμώξεων που συνεπάγεται αυξημένη ζήτηση, αναφέρθηκε στην τιμολογιακή πολιτική των φαρμάκων, στο ζήτημα των εξαγωγών αλλά και εξ ολοκλήρου παραγωγή φαρμάκων. Ειδικότερα είπε: «Κάθε έλλειψη έχει τη δική της αιτία. Ένα βασικό θέμα είναι η έξαρση των ιώσεων, όλων των λοιμώξεων που συνεπάγεται η χειμερινή περίοδος. Ειδικά φέτος είχαμε φοβερή έξαρση, κάτι που μπορούν να το επιβεβαιώσουν και οι γιατροί και οι παιδίατροι, σε όλες σχεδόν τις παιδιατρικές ασθένειες που μεταφέρονται και στους ενήλικες μετά. Να υπενθυμίσω τον RSV (αναπνευστικός συγκυτιακός ιός), τον στρεπτόκοκκο, κόβιντ, γρίπη, κοινό κρυολόγημα, ωτίτιδες κ.λπ. Όλα αυτά λοιπόν είχαν μια πολύ μεγάλη έξαρση φέτος λόγω της άρσης των μέτρων της πανδημίας, με αποτέλεσμα να προκύπτει εκ των πραγμάτων μια αυξημένη ανάγκη για φάρμακα. Επομένως και αυτός είναι ένας υγειονομικός λόγος για τον οποίο καταλήγουμε αν αντιμετωπίζουμε πρόβλημα οι φαρμακοποιοί με την κάλυψη των αναγκών του πληθυσμού. Από την άλλη το γενικότερο πλαίσιο που αφορά όλες τις ελλείψεις φαρμάκων είναι ότι στην Ελλάδα δια νόμου έχουμε τα φθηνότερα φάρμακα στην Ε.Ε. και παγκοσμίως. Το αποτέλεσμα είναι εταιρείες κάποια από αυτά να μην τα διαθέτουν πια καθόλου, δηλαδή έχουμε απόσυρση φαρμάκων από την Ελλάδα, όχι επειδή αυτά τα φάρμακα είναι προβληματικά όσον αφορά τη φαρμακευτική τους δράση, αλλά καθαρά και μόνο για λόγους οικονομικούς. Έχουμε επιστολές από εταιρείες, δημόσιες ανακοινώσεις δεν είναι κάτι μυστικό, οι οποίες αποσύρουν φάρμακα από την Ελλάδα καθαρά για οικονομικούς λόγους. Έχουμε αντισταμινικά, εισπνεόμενα και αντιδιαβητικά φάρμακα, τα οποία αποσύρθηκαν από την Ελλάδα ενώ κυκλοφορούν κανονικά σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Η μια αιτία, λοιπόν, είναι η τιμή. Τις εταιρείες δεν τις συμφέρει να παράγουν και να διαθέτουν αυτά τα φάρμακα στην Ελλάδα, γιατί έχουν μια τιμή ευτελιστική. Ενδεικτικά, υπάρχει φάρμακο κορτιζόνη που κοστίζει 0,90 λεπτά η συσκευασία με τα 30 χάπια. Ούτε ένα πακέτο τσίχλες δεν κοστίζει τόσο. Οι πέντε τσίχλες αυτήν τη στιγμή είναι ακριβότερες από μια θεραπεία μηνός. Οπότε αυτά τα φάρμακα πολύ απλά θα εξαφανιστούν. Για παράδειγμα έχουν αποσυρθεί ενέσεις κορτιζόνης που ήταν πάρα πολύ χρήσιμες στη θεραπευτική στους ορθοπεδικούς και τους γυναικολόγους, τις οποίες τις ψάχνουμε, εξαφανίστηκαν και δεν πρόκειται να τις ξανά βρούμε. Το αποτέλεσμα θα είναι να ξανά εισάγει η χώρα μας, γιατί είναι υποχρεωμένη να εισάγει φάρμακα, με τιμή Γερμανίας, δηλαδή υπέρ πολλαπλάσια τιμή. Ενώ θα μπορούσε να μετριαστεί αυτό το φαινόμενο εάν δεν έφταναν αυτά τα φάρμακα στην ευτελιστική τιμή που έχουν φτάσει. Εδώ έχει ρόλο η φαρμακευτική πολιτική. Δεύτερο πρόβλημα είναι οι εξαγωγές των φαρμάκων, οι οποίες έχουν απαγορευτεί αυτήν τη στιγμή σε περίπου 200 φάρμακα, αλλά εδώ μιλάμε για πάνω από 500 φάρμακα που βρίσκονται σε προβληματική διάθεση και σε καθεστώς έλλειψης. Τρίτος παράγοντας για τις ελλείψεις φαρμάκων είναι το πρόβλημα με τις δραστικές ουσίες. Στην Ελλάδα μέχρι σήμερα καμία φαρμακοβιομηχανία δεν παράγει φάρμακο από το μηδέν, δηλαδή να παράγει και τη δραστική ουσία. Οι ελληνικές φαρμακευτικές εταιρείες παράγουν φάρμακα, αλλά πολλές από τις πρώτες ύλες και κυρίως οι δραστικές ουσίες, προέρχονται από άλλες χώρες, όπως είναι για παράδειγμα η Κίνα, η Ινδία. Λόγω του γεγονότος ότι πλέον μεν είναι αναπτυσσόμενες χώρες, είναι ισχυρές χώρες και αυτές, δεν διαθέτουν με την ίδια ευκολία ή με την ίδια χαμηλή τιμή τις δραστικές ουσίες και υπάρχει πάλι το πρόβλημα αυτό. Όλα αυτά καθιστούν αναγκαία την αντιμετώπιση του προβλήματος. Όσο το δυνατόν γρηγορότερα και αμεσότερα θα πρέπει το υπουργείο Υγείας, όποιο και να είναι αυτό, να σκύψει στα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας και της δημόσιας υγείας».