Πάνω από 22 δισ. ευρώ ξόδεψαν περισσότερα από 4 εκατομμύρια νοικοκυριά για την κάλυψη των αναγκών διατροφής πριν χτυπηθεί η χώρα από το πληθωριστικό κύμα, όπως προκύπτει από την ετήσια έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ, όπως αναφέρει ρεπορτάζ της «Ναυτεμπορικής».
Αυτό σημαίνει ότι η ανατίμηση κατά περίπου 15% που έχει καταγράψει η Ελληνική Στατιστική Αρχή για το σύνολο των προϊόντων διατροφής μέσα στο 2022 έχει πλέον ετήσιο κόστος για τα νοικοκυριά της χώρας πάνω από 3,3 δισ. ευρώ. Και ενώ στις τιμές της ενέργειας -επίσης μεγάλος πονοκέφαλος για τα νοικοκυριά το ανατιμητικό ράλι μετριάζεται, στα τρόφιμα ο πληθωρισμός γίνεται ολοένα και υψηλότερος, αναδεικνύοντας το «μέτωπο των τροφίμων» στο ισχυρότερο με το οποίο θα βρεθούν αντιμέτωποι οι καταναλωτές μέσα στο έτος που μόλις ξεκίνησε.
Μάλιστα, οι συνέπειες θα είναι μεγαλύτερες για τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, καθώς αυτά υποχρεώνονται -όπως προκύπτει και πάλι από την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών να διαθέτουν σαφώς μεγαλύτερο ποσοστό του οικογενειακού τους εισοδήματος για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες. To σύνολο των δαπανών για την κάλυψη των αναγκών των ελληνικών νοικοκυριών διαμορφώθηκε στα 130 δισ. ευρώ με βάση την έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών του 2021. Από αυτά, τα 22 δισ. ευρώ δόθηκαν για τρόφιμα με την αναλογία να ανέρχεται στο 17%.
Αυτό το ποσοστό βέβαια, σύμφωνα με τη «Ναυτεμπορική», αποτελεί τον γενικό μέσο όρο και δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα για όλα τα νοικοκυριά, καθώς υπάρχει ευθεία σύνδεση με το διαθέσιμο εισόδημα. Η έρευνα οικογενειακών προϋπολογισμών δίνει απάντηση και σε αυτό. Τα φτωχά νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως και 750 ευρώ ξοδεύουν 646 ευρώ τον μήνα για την κάλυψη των αναγκών τους (περίπου το σύνολο του εισοδήματος δηλαδή) και από αυτά τα 154 ευρώ πηγαίνουν για τα τρόφιμα, ήτοι το 24%. Στα πλουσιότερα νοικοκυριά -αυτά με διαθέσιμο μηνιαίο εισόδημα άνω των 3.500 ευρώ οι δαπάνες φτάνουν στα 3.082 ευρώ και οι δαπάνες των τροφίμων στα 479 ευρώ, ήτοι στο 15,5% του συνόλου των δαπανών. Από τα στοιχεία γίνεται αντιληπτό ότι και το ισχυρό πληθωριστικό κύμα που πλήττει τα τρόφιμα είναι σαφώς πιο επώδυνο για τα φτωχότερα νοικοκυριά. Για τους έχοντες αποδοχές έως και 750 ευρώ, η ετήσια ανατίμηση του 15% σημαίνει ότι τα 153,6 ευρώ τον μήνα που διατίθεντο σε ετήσια βάση τα προηγούμενα χρόνια, πλέον γίνονται 175 ευρώ τουλάχιστον και αντιπροσωπεύουν πολύ μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου εισοδήματος.
Ειδικά για τα φτωχότερα νοικοκυριά, το αυξημένο κόστος θα επιχειρηθεί να αντιμετωπιστεί σε έναν βαθμό με το έκτακτο επίδομα (το λεγόμενο food pass για το οποίο οι αιτήσεις θα ξεκινήσουν να υποβάλλονται τον Φεβρουάριο), αλλά και με την αύξηση του κατώτατου μισθού που κυρίως «στοχεύει» στα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια.
Ωστόσο, δεδομένου ότι οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα συνεχίζονται -αυτό φάνηκε και από τα επιμέρους στοιχεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών που ανακοίνωσε η Eurostat την Παρασκευή- το πρόβλημα θα γίνεται ολοένα και οξύτερο, καθώς οι επιβαρύνσεις από τον πληθωρισμό λειτουργούν σωρευτικά (ανατιμήσεις στις ήδη υψηλές τιμές κ.ο.κ.).
Μετά τις ανακοινώσεις της Eurostat για τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή -υποχώρησε στην Ελλάδα στο 7,6% τον Δεκέμβριο, σύμφωνα με τα προκαταρκτικά στοιχεία, από 8,8% τον Νοέμβριο η σκυτάλη περνάει στην Ελληνική Στατιστική Αρχή, η οποία στις 12 Ιανουαρίου θα αποτυπώσει την πορεία του εθνικού δείκτη τιμών καταναλωτή. Με ένα ποσοστό της τάξεως του 7,5% -αυτή τη στιγμή είναι η κυρίαρχη εκτίμηση για την πορεία του εθνικού δείκτη ο μέσος ετήσιος πληθωρισμός της χρονιάς αναμένεται να διαμορφωθεί στο 9,7%, δηλαδή οριακά χαμηλότερα από την εκτίμηση που έχει καταγραφεί στον κρατικό προϋπολογισμό. Στην πράξη, αυτό το ποσοστό θα επηρεάσει:
- Το ποσοστό αύξησης των συντάξεων που θα δοθούν από εδώ και στο εξής καθώς βάσει πληθωρισμού αναπροσαρμόζεται και το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης (οι ετήσιες αποδοχές πληθωρίζονται με βάση την ετήσια μεταβολή του γενικού δείκτη).
- Το ποσοστό αύξησης των μισθωμάτων.
- Το ποσοστό αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών που θα κληθούν να καταβάλλουν οι αυτοαπασχολούμενοι.
- Το ποσοστό αύξησης που δίδεται στους ήδη συνταξιούχους. Για τους τελευταίους βέβαια το 7,75% έχει κλειδώσει και η όποια διόρθωση χρειαστεί (θα εξαρτηθεί και από την πορεία του ΑΕΠ) θα γίνει στο τέλος του έτους συμψηφιστικά με τις αυξήσεις της επόμενης χρονιάς.