Με αφορμή το πρόσφατο «Κυνήγι του Κρυμμένου Θησαυρού» στην πόλη μας θυμήθηκα ένα αληθινό κυνήγι ενός «πραγματικού» θησαυρού, που έλαβε χώρα στο Ρέθυμνο, τέτοια εποχή πριν 115 χρόνια και αναστάτωσε όχι μόνο το Ρέθυμνο, αλλά και ολόκληρη την Κρήτη. Αποφάσισα να ψάξω λίγο περισσότερο το θέμα ερευνώντας τον Τύπο της εποχής.
Στο Ρέθυμνο τη στιγμή που συνέβη το γεγονός, κυκλοφορούσε μόνο η εφημερίδα «Αναγέννησις», η οποία στις 13-3-1907, δημοσιεύει σχετικό ρεπορτάζ με τίτλο «Ο θησαυρός του Σακήρ».
Για να αντλήσω περισσότερες πληροφορίες κατέφυγα στον Τύπο των δύο γειτονικών μας πόλεων, δηλαδή των Χανίων και του Ηρακλείου. Με έκπληξη διαπίστωσα ότι το θέμα είχε απασχολήσει σε μεγάλο βαθμό και την κοινή γνώμη των γειτονικών πόλεων.
Στα Χανιά η εφημερίδα «Λευκά Όρη» στις 8-3-1907 δημοσιεύει υπό τύπον χρονογραφήματος κείμενο με τον τίτλο «Ο θησαυρός των αγαλμάτων» και στο ίδιο φύλλο τη σχετική είδηση με τίτλο «Ο αρχαιολογικός θησαυρός». Το «Ελεύθερον Βήμα» στις 17-3-1907 δημοσιεύει κείμενο με τίτλο «Οι αρχαιολογικοί θησαυροί του Σακήρ Σουλεϊμάν». Το Χανιώτικο περιοδικό «Κρητικός Αστήρ» τχ. 9 (15-3-1907) δημοσιεύει κείμενο για το θέμα με τίτλο «Ο κεκρυμμένος θησαυρός».
Στο Ηράκλειο η εφημερίδα «Ίδη» στο φύλλο της 17-3-1907 έχει εκτεταμένη ανταπόκριση από το Ρέθυμνο με τίτλο «Ο θησαυρός της Ρεθύμνης», ενώ στο φύλλο της 31-3-1907 δίνει συνέχεια στο θέμα με δημοσίευμα που φέρει τον τίτλο «Ο Θησαυρός της Ρεθύμνου» (sic).
Πολλά χρόνια αργότερα, το 1944, ο Ρεθεμνιώτης δημοσιογράφος και συγγραφέας Μίνως Ανδρουλιδάκης περιλαμβάνει την ιστορία, ως διήγημα με τίτλο «Η τρύπα του αράπη», στο βιβλίο του «Ιστορίες από την Κρήτη».
Ο αείμνηστος Γιώργης Εκκεκάκης είχε εντοπίσει το γεγονός και έγραψε γι’ αυτό στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» στο φύλλο της 15 Μαρτίου 1997 με τίτλο «Μια πραγματική ιστορία με… κυνήγι θησαυρού στο παλιό Ρέθυμνο».
Τέλος τον Γενάρη του 2002 ο Γιάννης Δογάνης αναδημοσιεύει στην εφημερίδα «Ρέθεμνος» της 8ης Ιανουαρίου 2002 κείμενο του αείμνηστου Κώστα Ξεξάκη με τίτλο «Η τρύπα του Νιζάμη.
Ας δούμε όμως πως έχει η ιστορία με βάση τα δημοσιεύματα που αναφέραμε παραπάνω:
Ο Νιζάμης και ο Ρωμιός
Στις αρχές του 1907 σε ένα καφενείο της Προύσας της Τουρκίας, ένας πρώην Λοχίας του Τουρκικού στρατού, ονόματι Σακήρ Σουλεϊμάν και ένας ντόπιος ελληνικής καταγωγής επιδίδονται σε μαστιχοποσία. Υπό την επήρεια του ποτού και του ναργιλέ ο Τούρκος εκμυστηρεύεται στον Έλληνα κάτι για το οποίο δεν έχει μιλήσει ποτέ στο παρελθόν. Παίρνοντας προφυλάξεις και χαμηλώνοντας τη φωνή του, αποκαλύπτει στον Έλληνα ομοτράπεζό του ότι γνωρίζει, μόνο αυτός, την ύπαρξη ενός μεγάλου θησαυρού στην περιοχή του Ρεθύμνου, όπου πριν πολλά χρόνια είχε υπηρετήσει ως λοχίας (Νιζάμης) του τουρκικού στρατού. Παρουσίασε την ιστορία με τέτοια τέχνη και πειστικότητα, ώστε ο Έλληνας ακροατής του όχι μόνο να την πιστέψει, αλλά να του γίνει εμμονή και πάθος η απόκτηση αυτού του μυθικού θησαυρού. Δεν σκέφτεται πια τίποτε άλλο παρά πως θα επαναφέρει τον Νιζάμη στην Κρήτη και πως θα εξασφαλίσει τα δικαιώματα και των δύο από το Κρητικό Δημόσιο. Επειδή δεν είναι ευχερές για κείνον να συνοδεύσει τον Νιζάμη στην Κρήτη, τον πείθει να επισκεφτεί τον αδελφό του ιεροψάλτη στον Πειραιά και από κοινού να καταστρώσουν το σχέδιο δράσης. Πράγματι αποφασίζουν να κατέβουν στην Κρήτη και αφού εξασφαλίσουν τα δικαιώματά τους τότε μόνο ο Νιζάμης να προβεί στην υπόδειξη της θέσης του θησαυρού.
Στα Χανιά
Πράγματι κατά τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου του 1907 εμφανίστηκε στα Χανιά ένας ηλικιωμένος Οθωμανός, την εικόνα του οποίου περιγράφει παραστατικά Χανιώτικη εφημερίδα της εποχής: «…Μία γεροντική φυσιογνωμία χωμένη εἰς τό πλατύ καί παλαιόν μέλαν παλτόν, φέρουσα ἐρυθρόν πεπαλαιωμένον φέσιον καλύπτον τό ἥμισυ τῶν ὤτων, μεγάλοι καί ζωηροί ὀφθαλμοί συστρεφόμενοι ἐντός τῶν κογχῶν μετά μεγάλης εὐκολίας…». Ζήτησε με μεγάλη επιμονή να συναντήσει τις Αρχές της Κρητικής Πολιτείας, προκειμένου να ανακοινώσει κάτι πολύ σημαντικό. Μετά από επίμονες οχλήσεις τελικά έγινε δεκτός από εκπρόσωπο της Κρητικής Κυβέρνησης στον οποίο διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: Πριν από είκοσι περίπου χρόνια, όταν υπηρετούσε ως στρατιώτης του Τουρκικού στρατού στην περιοχή του Ρεθύμνου ανακάλυψε με ένα συνάδελφό του ένα υπόγειο σπήλαιο μέσα στο οποίο υπήρχαν στοές με σειρά αγαλμάτων αριστερά και δεξιά και πολλά χάλκινα αντικείμενα. Με τον συνάδελφό του αποχώρησαν κλείνοντας την είσοδο του σπηλαίου και ορκίστηκαν να μη μιλήσουν σε κανέναν για το θέμα. Μετά από λίγο καιρό ο συνάδελφος του Σακήρ πέθανε, ενώ ο ίδιος αναχώρησε από την Κρήτη μαζί με τον υπόλοιπο Τουρκικό στρατό. Έκτοτε το θέμα δεν ανακινήθηκε.
Τώρα ζητούσε 200.000 δραχμές προκειμένου να υποδείξει το μέρος όπου υπήρχε ο θησαυρός. Ο εκπρόσωπος της Κυβέρνησης, που κατά πάσα πιθανότητα ήταν ο Ν.Χ. Φανδρίδης, Σύμβουλος (υπουργός) της Παιδείας και Δικαιοσύνης φαίνεται ότι πείσθηκε από τα λεγόμενα του Σακήρ, όμως αρνήθηκε κατηγορηματικά να του καταβάλει χρήματα προκειμένου να υποδείξει το σημείο του θησαυρού. Όταν ο Σακήρ είδε την κατηγορηματική άρνηση των Αρχών, τελικά πείστηκε να λάβει την αμοιβή που προέβλεπε ο νόμος για αυτές τις περιπτώσεις, εφόσον βρισκόταν ο θησαυρός.
Έτσι ο Τούρκος Σακήρ μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάν. Βούλγαρη και δύο διερμηνείς, οι οποίοι ήταν απαραίτητοι επειδή ο Τούρκος δεν γνώριζε Ελληνικά, επιβιβάστηκαν στο πλοίο της ακτοπλοΐας για να μεταβούν στο Ρέθυμνο. Παράλληλα η Κυβέρνηση τηλεγράφησε στον Έφορο Αρχαιοτήτων Στέφ. Ξανθουδίδη στο Ηράκλειο να σπεύσει στο Ρέθυμνο προκειμένου να εποπτεύσει των ανασκαφών.
Στο Ρέθυμνο
Έτσι ο Σακήρ την Καθαρή Δευτέρα 5 Μαρτίου 1907 βρίσκεται σε ένα ανάστατο Ρέθυμνο, δεδομένου ότι έχουν μαθευτεί τα διαδραματιζόμενα. Ο πυρετός του προσδοκώμενου θησαυρού έχει καταλάβει τους πάντες. Με αδημονία περιμένουν την άφιξη του Εφόρου Αρχαιοτήτων από το Ηράκλειο, προκειμένου να αρχίσει η επιχείρηση ανεύρεσης του θησαυρού. Μεταξύ του λαού γίνονται διάφορες υποθέσεις για τη θέση του θησαυρού, με άλλους να λένε ότι βρίσκεται στη Φορτέτζα, άλλους στο Αμάρι και άλλους στου Σταυρωμένου. Επιτέλους ο Έφορος, παρά την τρικυμία που επικρατεί αποβιβάζεται στο Ρέθυμνο και όλα πια είναι έτοιμα να ξεκινήσει η επιχείρηση. Ο Σακήρ δήλωσε ότι το μέρος που κρύβεται ο θησαυρός βρίσκεται ανατολικά της πόλης σε απόσταση δυόμιση ωρών.
Την ατμόσφαιρα που επικράτησε στο Ρέθυμνο περιγράφει παραστατικά εφημερίδα της εποχής: «Ἡ πρωΐα τῆς Καθαρᾶς Τρίτης εὗρε το Ρέθυμνον ἀνάστατον. Ὅλα τά ζῶα ἐμισθώθησαν διά τήν πρός τό μέρος τῶν θησαυρῶν ἐκστρατείαν. Δέν περιγράφεται ἡ φρενῖτις ἥτις κατέλαβε τούς κατοίκους τῆς σεμνῆς πόλεως τῆς ἄκρας σοβαρότητος. Στηριζόμενοι εἰς τά φαντάσματα τοῦ Νιζάμη ἔπλασαν ὄνειρα θερινῆς νυκτός ἐν μέσῳ χειμῶνι. Ἐφαντάσθησαν πλούτη ἀμύθητα, μουσεία πρωτότυπα, κίνησιν ἀτμοπλοίων, περιηγητάς, σχέδια ἐπιχειρήσεων καί τόσα ἄλλα. Ὁλα δέ ταῦτα εἰς ἕνα παραμύθι τοῦ Νιζάμη!».
Ο Σακήρ ζήτησε να συνοδεύσει την εκστρατεία Ρωσικός στρατός, όμως ο Νομάρχης Ρεθύμνης Γεώργιος Μαρής δεν έκανε το αίτημα δεκτό. Το πρωί της Τρίτης 6 Μαρτίου 1907 ήταν όλα έτοιμα για αρχίσει η επιχείρηση. Πλήθος πεζών και εφίππων είχε κατακλύσει την οδό Τσάρου (Αρκαδἰου), η οποία ποτέ στο παρελθόν δεν είχε δει τόσο πλήθος και τόσο ενθουσιασμό.
Δόθηκε το σύνθημα και όλο αυτό το πλήθος με επικεφαλής τον Νιζάμη, τον Νομάρχη, τον Έφορο Αρχαιοτήτων, και τους Υποπροξένους της Αγγλίας Θ. Τριφύλλη και της Ρωσίας Γ. Χατζηγρηγοράκη, διά της Πύλης της Άμμου ξεκίνησε με κατεύθυνση ανατολικά. Κατά τη διάρκεια της πορείας το πλήθος αυξανόταν συνεχώς με κατοίκους των γύρω χωριών και μετά από δυόμισι ώρες πορεία έφτασαν στο ύψωμα του Λατζιμά όπου και σταμάτησαν.
Οι αγωνιώδεις έρευνες
Εκεί στη θέση «Γρᾶς ο Δέτης» στην κορυφή του λόφου υπήρχε τουρκικός στρατιωτικός πύργος (κουλές), στον οποίο έφτασε ο Νιζάμης και μετά βάδισε εκατό βήματα νότια του κουλέ, όπου κατά την εκτίμηση και τη μνήμη του έπρεπε να βρίσκεται η φραγμένη είσοδος του σπηλαίου. Ο Νιζάμης ψάχνει αγωνιωδώς για την είσοδο του σπηλαίου, όμως ματαίως. Μετά την πάροδο τόσων χρόνων τα πάντα είχαν αλλάξει. Ο τόπος είχε εκχερσωθεί και καλλιεργηθεί. Αναστατωμένος ο Σακήρ ζητά να ανασκάψουν το σημείο, όμως το στόμιο του σπηλαίου δεν βρίσκεται πουθενά. Η αγωνία μετατρέπεται σε απογοήτευση. Μετά από αναζήτηση ωρών ο Νιζάμης παραδέχεται ότι ίσως να μη θυμάται καλά και πολλοί απογοητευμένοι άρχισαν κατά το σούρουπο να επιστρέφουν στην πόλη. Υπήρξαν όμως και αρκετοί, ανάμεσά τους και ο Σακήρ, που δεν έχασαν την πίστη τους ότι θησαυρός υπάρχει και παρέμειναν στο σημείο συνεχίζοντας την έρευνα. Ο Έφορος Αρχαιοτήτων Στέφανος Ξανθουδίδης δήλωσε ότι δεν είναι δυνατόν στο σημείο αυτό να υπάρχουν τέτοια αρχαιολογικά ευρήματα και αναχώρησε για το Ηράκλειο. Η Κυβέρνηση παρόλα αυτά αποφάσισε να συνεχιστεί η έρευνα υπό την επίβλεψη του καθηγητή και εφόρου του Μουσείου Ρεθύμνης Μιχαήλ Πρεβελάκι. Όμως μετά από αρκετές ημέρες το αποτέλεσμα υπήρξε το ίδιο, οπότε η επιχείρηση έληξε και ο Νιζάμης αναχώρησε για την πατρίδα του. Γράφει μια κρητική εφημερίδα πικρόχολα: «Μετά τάς γλυκείας ημέρας τῶν Ἀπόκρεων καί τῶν Κουλούμων ἐπῆλθεν ἡ πικρά ἀπογοήτευσις τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ὁ δέ Σακήρ Σουλεϊμάν ἀνεχώρησε διά Χανιά ἐκ Καστελλίου Μυλοποτάμου (σ.σ. Πανόρμου), χωρίς μάλιστα, διά τό ἀσκανδάλιστον ὡς λέγεται, νά διέλθῃ διά Ρεθύμνης.
Επίλογος
Οι εφημερίδες διακωμώδησαν το θέμα και έψεξαν την Κυβέρνηση που πίστεψε τα λόγια ενός φαντασιόπληκτου. Το όλο θέμα υπήρξε πηγή έμπνευσης για τους καρναβαλιστές του επόμενου καρναβαλιού στο Ρέθυμνο το 1908 και ο ποιητής του Ρεθύμνου Γιώργης Καλομενόπουλος απαθανάτισε το γεγονός με έναν στίχο στο ποίημά του «Πολύ παλιές Απόκριες»:
ΠΟΛΥ ΠΑΛΙΕΣ ΑΠΟΚΡΙΕΣ
Γύρα από τα 1908-1909
Χρόνια παλιά. Καιρούς μακριά,
τη ρεθεμνιώτικη Ἀποκριά
μέ κέφι πάντα ἄκρατο
στήν πόλη μας τή σκάρωνε
καί τέλεια… τή μασκάρωνε
ἕνα ἄξιο «Κομιτάτο».
«Χασές», Καούνης, Γοβατζῆς,
Τίτος Ζακάκης, Δερμιτζῆς,
Καφᾶτος, Πενθερούδης,
ὁ Μανουσάκης κι ὁ Άστρινός,
Καλομενόπουλος Γιαννιός,
Κούνουπας καί Σκουλούδης.
Εἰς τοῦ Σωτῆρχο, ἐπιτροπή,
στέκονταν ὅλοι χαρωποί
νά δώσουν τά βραβεῖα.
(Στή σάτιρα τοῦ λιμανιοῦ,
τοῦ Δημητροῦ τοῦ Κορωνιοῦ
οἱ γιοί εἶχαν τά πρωτεῖα.)
Καί περασμένα, πάλι αὐτοί
οἱ ίδιοι εἶχαν βραβευτῆ
στήν «Τρύπα του Νιζάμη».
* Ο Γιάννη Ζ. Παπιομύτογλου είναι π. διευθυντής της Δ.Κ. Βιβλιοθήκης Ρεθύμνης