Εκείνα τα χρόνια που στέναζε η Κρήτη κάτω από τον τουρκικό ζυγό, υπήρχαν κάποιοι που αναζητούσαν ευκαιρία να ξεσηκώσουν τους πάντες για μια ανάσα λευτεριάς.
Ένας από αυτούς και ο Ιωάννης Τάταρης ή Ταταράκης από το Γερακάρι, γνωστός και ως Τουρκομάχος. Και δεν ήταν εύκολο εκείνα τα χρόνια να πάρει κάποιος αυτό τον τίτλο. Γιατί εκτός από τους Τούρκους στρατιωτικούς κινδύνευαν και από τους συγγενείς των σκοτωμένων.
Γεννήθηκε το 1850, στο εύανδρο κερασοχώρι του Κέντρους με τη μακραίωνη παράδοση και τους μεγάλους αγώνες για την ανεξαρτησία.
Ήταν κοντός στο ανάστημα αλλά σύμμετρος και με αρμονικά χαρακτηριστικά, αφάνταστα τολμηρός και γενναίος. Επόμενο να είναι στο «μάτι του κυκλώνα». Οι Τούρκοι αυτούς τους χαρακτήρες τους σκιάζονταν κι ας έδειχναν αδιάφοροι.
Ο ήρωας ανατράφηκε με πέντε αδέρφια και τρεις αδελφές. Από μικρό παιδί έδειχνε να «πνίγεται» ανασαίνοντας τον αέρα της σκλαβιάς.Έτσι νεότατος ζώστηκε τ’ άρματα και δεν έβλεπε την ώρα να δώσει διέξοδο στη φλόγα της ψυχής του και να δει την Κρήτη ελεύθερη.Με άλλους Χαΐνηδες βοήθησε να απαλλαγεί το σκλαβωμένο Κέντρος από Τούρκους αιμοβόρους που έκαναν αβίωτη τη ζήση των Κρητικών.
Ο Σπύρος Μαρνιέρος αναφερόταν πολλές φορές σ’ αυτόν.Έχει κάνει σπουδαίες μελέτες γύρω από τον ήρωα σε σημαντικά επιστημονικά περιοδικά όπως ο Κουρήτης. Και μου μιλούσε πολλές φορές και για τον γενναίο αυτό που αποκαλούσε τόσο εύστοχα «Αγρίμι του Κέντρους».
Στην επανάσταση του 1878, σε ηλικία 28 χρόνων ρίχτηκε με ψυχή σε κάθε μάχη. Μαζί του ανδραγάθησαν και οι αδερφοχτοί του -είχε αρκετούς- Γαβριήλ Κρυοβρυσανός από τον Άγιο Βασίλειο, Νικόλαος Φωτάκης από το Αποδούλου, Κωνσταντίνος Ζουμπουλάκης από το Τυμπάκι και ο αδελφός του Δημήτρης.
Στη διάρκεια της επανάστασης ο Γιάννης έσφαξε στη Μέση τον περιβόητο Τουρκογερακαριανό Μουσταφά Γρίβα, τιμωρώντας τα φρικτά του εγκλήματα σε βάρος των αθώων υπόδουλων.Αυτός ήταν κουνιάδος του Κουτσαναλή άλλου περιβόητου Τούρκου, φόβητρου των Ρωμιών.
Ο Γιάννης είχε μπει στο σπίτι του αιμοβόρου Τούρκου στη Μέση τον έσυρε σχεδόν έξω και σκότωσε στις 6 Αυγούστου 1878.
Αυτό δεν το συγχώρησε ο γαμπρός του Αλή Κατσιανός κι έβαλε σκοπό να πάρει εκδίκηση για τον φόνο του αδελφού της γυναίκας του. Αυτός όμως έμελε να κάνει θρυλικό το όνομα του Ταταρογιάννη, που έμεινε σαν το «Αγρίμι του Κέντρους».
Ο Κατσαναλής είχε γίνει φόβος και τρόμος με τις θηριωδίες του. Στην επανάσταση του 1866 είχε ξεπεράσει κάθε όριο αγριότητας σκοτώνοντας χριστιανούς σε ενέδρες, ερημώνοντας χωριά, καταστρέφοντας εκκλησιές. Ήταν μισητός ακόμα και από τους ομοεθνείς του. Αυτή η γενική απαξίωση τον έκανε περισσότερο θηριώδη. Και πλήρωναν τα απωθημένα του ανυπεράσπιστοι Ρωμιοί. Βασικά τον ενδιέφερε η οικογένεια του Τάταρη. Κι έψαχνε αφορμή για να χτυπήσει προκαλώντας τους με κάθε τρόπο.
Αφορμή το κλήμα
Μια μέρα ο πατέρας του Τάταρη διαπίστωσε πως ένα κλήμα από το σώχωρο του Κατσαναλή είχε «αγκαλιάσει» μια κερασιά στο κτήμα του και δεν την άφηνε να δέσει καρπό.
Άνθρωπος θαρραλέος κι αυτός τόλμησε να συστήσει στον Τούρκο να κόψει το κλήμα κι ήταν αμαρτία να μένει χωρίς καρπό η κερασιά. Μόλις το άκουσε ο θηριώδης Τούρκος έγινε «…τούρκος». Ήταν με τα καλά του ο Ρωμιός που έκανε την κερασέ του καλλιά από το κλήμα του; Και τον προειδοποίησε:
«Ετσά και μου ξανακάμεις λόγο για τουτονά θα κόψω όι τη (γ)κερασέ μόνο τα τζάρικά σου …». Και πάνω στην ώρα που ο πατέρας Τάταρης έμεινε να κοιτάζει τον Τούρκο απορώντας με το θράσος του, φάνηκε ο Γιάννης που ήταν σε γειτονικό σώχωρο κι ανησύχησε από τη φασαρία.
Άκουσε τις φωνές κι έκανε το βήμα του πιο γρήγορο να δει τι συμβαίνει. Και μόνο στη θέα του ο Τούρκος φάνηκε να «βάζει την ουρά στα σκέλια». Δεν έχασε βέβαια το υπεροπτικό του ύφος, ωστόσο φάνηκε να κατεβάζει τους τόνους. Ακόμα κι αυτόν τον τρόμαζε κατά βάθος ο Τούρκος. Ήξερε να φυλάγεται.
Το είπε και το έκανε
Ο Γιάννης πλησίασε και έχοντας πια καταλάβει την αφορμή της σύγκρουσης είπε στον αγά πως επειδή το δίκιο είναι με το μέρος της οικογένειας, αν δεν κόψει αυτός το κλήμα θα το κόψει ο ίδιος και ας πάει να του ζητήσει το λόγο. Άφρισε ο Τούρκος μα δεν τον έπαιρνε εκείνη τη στιγμή να βγάλει άχνα. Ένας ο πατέρας, ο Γιάννης κι ο αδελφός του ο Γιώργης (Τσουτσουδογιώργης) που ήταν από την αρχή παρών στο συμβάν, τρία άτομα και ψυχωμένα δεν ενθάρρυναν τον Κατσαναλή για περαιτέρω «νταηλίκια».
Έδωσε τόπο στην οργή επειδή κάτεχε καλά πως ο Ταταρογιάννης δεν το είχε και πολύ να του αδειάσει την πιστόλα του στο κορμί του. Έτσι ανώδυνα έληξε το επεισόδιο εκείνο.
Δεν είχαν όμως περάσει τρεις μέρες κι ως το είπε ο Γιάννης έπραξε. Κόβει το ζημιάρικο κλήμα, το δεματιάζει και πετά το δεμάτι στην αυλή του Τούρκου.
Το γεγονός έκανε το Γερακάρι άνω κάτω. Ο Θεός ξέρει με πόσο αίμα θα επιδίωκε ο Κατσαναλής να ξεπλύνει τη ντροπή του από την προσβολή του Ρωμιού. Κι όμως πράμα παράξενο ο άλλος δεν έδειξε τίποτα. Σαν να μην τον αφορούσε το γεγονός.
Ο Ταταρογιάννης δεν ησύχασε. Κατάλαβε την τακτική του εχθρού. Θα περίμενε να ξεχαστεί το συμβάν και μετά θα έβρισκε ευκαιρία να του κόψει το κεφάλι.
Είχε λοιπόν την έγνοια και περίμενε την ευκαιρία να ξεμπερδέψει μια και καλή με τον αιμοβόρο Τούρκο, αφού καταλάβαινε τις προθέσεις του. Και η ευκαιρία δεν άργησε να φανεί:
Μια μέρα ένα χριστιανόπουλο που έκανε θελήματα των Τούρκων στο Ντουκιάνι έτρεξε να του προλάβει πως ο Κατσαναλής θα πήγαινε στο Ρέθυμνο κι ας ήταν καταχείμωνο, αρχές Δεκέμβρη του 1878, για να γλεντήσει με τους φίλους του. Το είχε ανακοινώσει στον τούρκικο καφενέ κι όλα τα μπεγόπουλα είχαν ενθουσιαστεί.
Η δουλειά όμως να καθαρίσει με τον Τούρκο δεν ήταν καθόλου εύκολη. Γι’ αυτό έσπευσε ο Γιάννης να ειδοποιήσει το Γαβριήλ από την Κρύα Βρύση, τον Πάτερο από τη Βισταγή και το Γερώνυμο το Στελιανό από την Παντάνασσα και μαζί με τον αδελφό του Δημήτρη στήσανε ενέδρα στον Κατσαναλή, στ’ Αλισάντρου που ήταν πέρασμα για το Ρέθυμνο.
Πρωί πρωί κινήσανε οι Τούρκοι για τη χώρα. Φόρτωσαν το λάδι τους για να πουλήσουν και να έχουν χρήματα να ξοδιάσουν και μόλις είχε φανεί ο ήλιος έφταναν στο σημείο της ενέδρας.
Εκείνη την ώρα ο Κατσαναλής αναρωτιόταν δυνατά αν θα τους φτάσει το λάδι για να έχουν χρήματα να ξοδέψουν με τις όμορφες.
«Δεν θα προλάβετε», φώναξε ο Ταταρογιάννης, προβαίνοντας σαν θεριό της Αποκάλυψης μπροστά τους.
Με τη φωνή ακολούθησαν κι οι σφαίρες. Μια από αυτές χτύπησε στο «αστέρι του κουτέλου» τον Κατσαναλή και τον άφησε στον τόπο. Ένας άλλος Τούρκος σκοτώθηκε και δυο βαριά τραυματισμένοι ξέφυγαν, ένας στου Γιους το Κάμπο κι άλλος προς την Πατσό να ζητήσουν βοήθεια από τους ομοεθνείς τους.
Απάλλαξαν τον τόπο
Ο Ταταρογιάννης και οι σύντροφοί του πήρανε τα φορτωμένα ζώα, πέρασαν από τον Άγιο Βασίλη στη Μεσσαρά και τα πούλησαν. Λίγο αργότερα σκότωσαν και τον φοβερό Αμπαδιανό γενίτσαρο, Μπεχλιβάνη Τζιβιτζή στο Κλήμα που δεν άφηνε σε ησυχία τους Έλληνες. Ήταν από τους φοβερότερους χριστιανομάχους και δεν άφηνε σε ησυχία τις κοπέλες. Λέγεται ότι τα νόθα παιδιά του έφταναν από την Αμπαδιά στον Κάμπο της Μεσσαράς.
Ξέροντας ότι είχε εχθρούς παντού, κέρδιζε ζωή ασημώνοντας υποτακτικούς για να προστατεύουν τη ζωή και το βιος του.
Με τέχνασμα τον εξουδετέρωσαν.
Με τέχνασμα έπρεπε να βγει από τη μέση. Προσποιήθηκαν λοιπόν επίσκεψη στο ελαιοτριβείο του στο Κλήμα και τον σκότωσαν πριν προλάβει να αντιδράσει.
Για τον φόνο του Αμπαδιανού Τζιβιτζή, υπάρχουν κι άλλες εκδοχές.
Ο Ιωαννης Χαχαριδάκης αποδέχεται ότι τον Τζιβιτζή σκότωσαν οι Γρηγόριος Σπυριδάκης από τις Μέλαμπες και ο Γαβριήλ Κατεργαράκης που αργότερα κατοίκησε στην Κρύα Βρύση ως Γαβριλάκης. Ήταν βλέπετε, συνηθισμένο να αλλάζουν οι Χαΐνηδες το όνομά τους για να μη συλληφθούν.
Για τον Γεώργιο Μιχ. Γαβριλάκη, όπως είναι το κανονικό του όνομα, είχαμε αναφέρει σε ειδικό αφιέρωμα ότι γεννήθηκε στην ηρωική Κρύα Βρύση το 1845. Από την πρώτη στιγμή έδειξε πως θα γίνει γενναίος. Γεννήθηκε με «προσωπίδα» πολύτιμο φυλαχτό σύμφωνα με τους κώδικες του λαϊκού μας πολιτισμού. Όπως και να το δούμε ο Γαβριλάκης ήταν ξεχωριστός. Λέγεται ότι έπιανε το σημάδι στο φτερό. Τόσο καλός σκοπευτής ήταν. Να τον βοηθούσε το «φυλαχτό» του από την προσωπίδα που με τόση προσοχή του είχε αφαιρέσει η μαμή για να μην επηρεάσει τα μάτια του; Ποιος ξέρει…
Νεαρός ακόμα αναζητούσε παρέα με λεβέντες, γενναιόψυχους ανθρώπους. Βλέπουμε να γίνεται σύντεκνος του καπετάν Πορτάλιου, του οποίου βάπτισε παιδί, αλλά να δένεται και με δεσμό αίματος με τον Ταταρογιάννη, το αγρίμι του Κέντρους. Από τους επιστήθιους φίλους του και συναγωνιστής του ήταν και ο Πάτερος.
Μαζί με άλλους Κρυοβρυσανούς βρέθηκε να πολεμά έξω από το Αρκάδι παραμονές του θρυλικού ολοκαυτώματος.
Κάπου 70 Τούρκους λέγεται ότι έσφαξε ο χαΐνης αυτός. Ανάμεσα στους στόχους του ήταν και ο Τζιβιτζής. Αποφασισμένος καθώς ήταν ο Γαβριλάκης, λέγεται ότι ζήτησε από τον Ταταρογιάννη να του δώσει τη φοράδα, εκείνος όμως αρνήθηκε περισσότερο για προστασία.
– Όι του απάντησε γιατί θα χάσω και τη φοράδα.
– Θα πάω με τα πόδια του αντιγύρισε ο Γαβριλάκης μανισμένος και ξεκίνησε. Ο Τάταρης όμως δεν θα άφηνε ποτέ μόνο τον ορτάκη του. Έτσι μαζί με τον Πάτερο, οι τρεις αχώριστοι χαΐνηδες κίνησαν με τα πόδια για το Κλήμα να σκοτώσουν τον αιμοβόρο Τούρκο. Μαζί και ο σκύλος που δεν τους εγκατέλειψε σε καμιά αποστολή και αρκετές φορές τους έσωσε τη ζωή.
Τα υπόλοιπα τα γνωρίζουμε από όμοιες περιγραφές.
Από τον γιατρό και πολιτικό Γεώργιο Ανδρεδάκη από το Βυζάρι, η επιχείρηση απαλλαγής από τον Τζιβιτζή, πιστώνεται στο Νικόλαο Πάτερο, που είχε συγκροτήσει για το σκοπό αυτό αρματωλικό σώμα αποτελούμενο από τον Μελαμπιανό Γρηγόριο Σπυριδάκη, τον Γαβριήλ από την Κρύα Βρύση και το Στυλιανό Δραμιτινό από του Καλογέρου. Ήταν όμως κι αυτοί αδερφοχτοί με τον Ταταρογιάννη.
Όσοι τώρα θεωρούν τον Ταταράκη φονέα του αδίστακτου Αμπαδιανού τεκμηριώνουν τη θεωρία τους στο γεγονός ότι ο Γιάννης είχε αδερφοχτούς τους παραπάνω, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν έδρασε υπό διαταγές άλλου. Η ιστορική έρευνα θα διαλευκάνει κάποτε τα γεγονότα.
Ιστορικό σημείωμα του 1932
Για τον θάνατο του Τζιβιτζή εντοπίσαμε στην εφημερίδα «Τύπος» του 29 Μαρτίου του 1932 και το εξής ενδιαφέρον ιστορικό σημείωμα.
«Κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας στη Κρήτη οι πλέον φοβεροί και αιμοβόροι Τούρκοι ήταν οι Αμπαδιώτες, οι οποίοι συνερίζοντο ποιος να κάμει τα περισσότερα βασανιστήρια να σκοτώσει τους περισσότερους Χριστιανούς.
Ένας από τους Αμπαδιώτες αυτούς Τούρκους ξακουστός για τη θηριωδία του που είχε καταστεί ο φόβος και τρόμος των Χριστιανών της Αμπαδιάς και του Δήμου Μελάμπων ήτο ο Τζιβιτζής, ο οποίος κατοικούσε στο Βαθιακό κατά τη επανάσταση του 1876. Η θηριωδία του ήτο τόση, ώστε λέγουν ακόμα επιζώντες χριστιανοί εσκότωσε περισσότερους από εκατό χριστιανούς, μόνο κατά εξακριβωμένας πληροφορίας εσκότωσε δέκα Μελαμπιανούς.
Τους Μελαμπιανούς δεν τους σκότωσε στο χωριό διότι εφοβείτο να ’ρθει, αλλά τους εσκότωσε εκεί που εργάζοντο στα κτήματά των, τα οποία ήσαν κάτω από το Βαθιακό (οι περιουσίες των Μελαμπιανών κατέχουν όλο το νότιο τμήμα της Αμπαδιάς).
Όπως δε σε όλα τα μέρη της Κρήτης τέτοιους αιμοβόρους Τούρκους οι Χριστιανοί εφρόντιζαν με κάθε τρόπο να τους ξεπαστρεύουν (σκοτώνουν) το ίδιο έκαμαν και οι Μελαμπιανοί.
Ο Καπετάν Γρηγόρης Σπυριδάκης γέννημα και θρέμμα των Μελάμπων, ο οποίος μόλις προ ολίγων μηνών απέθανε, και εις την ακμή της νεότητός τους τότε έλαβε την απόφαση να ξεπαστρέψει τον τρομερό Τζιβιτζή. Μόλις το απεφάσισε δεν αναβάλλει άλλα συνεννοείται κρυφά με μερικούς φίλους του και πηγαίνουν στο Βαθιακό, και κρυφά καιροφυλακτούν να σκοτώσουν τον Τζιβιτζή, αλλά αυτός ήτο στο Κλήμα ένα μικρό χωριό στο Βαθιακό.
Άμα το έμαθε ο Καπετάν Γρηγόρης παρακινά τους συντρόφους του να πάνε στο Κλήμα αλλά όλοι οι συντρόφοι του πλην του Εμμανουήλ Κουτσάκη από την Κρύα Βρύση άγνωστον δια ποιους λόγους δεν εδέχθησαν να πάνε και έφυγαν.
Ο Καπετάν Γρηγόρης δεν αποθαρρύνεται και με μόνο σύντροφο τον Κουτσομανώλη τρέχει στο λήμα όπου όπως είχε πληροφορηθεί ο Τζιβιτζής άλεθε τις ελιές του διότι εις το Βαθιακό δεν υπήρχε ελαιοτριβείο.
Άμα έφθασε στο Κλήμα τρέχουν στο ελαιοτριβείο και την ώρα που έφθασαν ο Τζιβιτζής εγύριζε γύρω από τη στρώση και με το φτυάρι στα χέρια έδιδε ελιές στην πέτρα την οποία έσυρε ένα άλογο.
Την ώρα όπου τα δυο παλληκάρια παρουσιάστηκαν στη πόρτα του ελαιοτριβείου έδωκαν ως λέγουν κούτελο (συναντήθηκαν) με τον Τζιβιτζή γιατί η στρώση ήτο μπροστά στη πόρτα. Μόλις του είδεν ο Τούρκος εκατάλαβε τι τον περίμενε, έδειξε όμως πως δεν κατάλαβε τους σκοπούς των και προσπάθησε να τους ξεγελάσει, ώστε να σιμώσει στα άρματά του, όπου είχε εκεί κοντά κρεμασμένα και για να λάβει προς τούτο καιρό φώναξε στο δούλο του να πάρει ψωμί και κρασί στο παλληκάρια.
Μα και Καπετάν Γρηγόρης που τον ήξερε πόσο σβέλτος και σκοπευτής ήτο, δεν του έδωκε καιρό να κάμει ούτε την ελάχιστη κίνηση αλλά τους φωνάζει:
- Να βρέξωμε Αγά!
και ο Τζιβιτζής αν και κατάλαβε ότι δεν γλιτώνει πια απάντησε «να βρέξωμε».
Και ετοιμάζεται να πηδήσει στο μέρος όπου είχε κρεμασμένα τ’ άρματά του.
Σβέλτος όμως και ο Καπετάν Σπυριδογρηγόρης πριν να κουνήσει τον είχε πυροβολήσει και η σφαίρα τον βρήκε στην κοιλιά και βγαίνουν έξω τα εντόσθιά του και με το φτυάρι που κρατούσε ήθελε να τα συγκρατήσει.
Την ίδια ώρα και ο Κουτσομανώλης πυροβολά και ξαπλώνεται νεκρός στο αίμα του ο αιμοβόρος Τζιβιτζής και γλύτωσαν οι Χριστιανοί από ένα θηριώδη Γενίτσαρο»
Σ.Α.».
Στο συγκεκριμένο δημοσίευμα έγινε μια διόρθωση λίγο αργότερα που έχει ιδιαίτερη σημασία.
Αναφέρει σχετικά ο εκδότης του «Τύπου» Μάνος Τσάκωνας:
«Λαμβάνομεν και δημοσιεύομεν εκ καθήκοντος την κατωτέρω επιστολήν σχετικήν με το ύπο τον ανωτέρω τίτλον χθεσινόν μας δημοσίευμα.
Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Εις το φύλλον της 27 λήγοντος της αξιολόγου εφημερίδος σας υπό τον τίτλον «ο φόνος του Τζιβιτζή το 1878» παρεκάλουν να διορθωθή ανακρίβειά της και τούτο προς μνήμην αδικουμένων δια της ανακρίβειας αυτής τιμημένων νεκρών.
«Το να βρέξωμε κλπ. Τζιβιτζή» ελέχθησαν υπό του Νικολάου Πατέρου, όστις μετά του Γιάννη Τάταρη, έσχε τη πρωτοβουλίαν της εξοντώσεως του Γενίτσαρου εκείνου Τζιβιτζή.
Τούτο το γνωρίζει όλος ο κόσμος, αφού άλλωστε χθεσινόν είναι και το γεγονός, η δε Μούσα η λαϊκή εις τραγούδι της τάβλας έχει απαθανατίσει την δόξαν των αρματωλών τούτων Τουρκοφάγων της εποχής εκείνης.
Ιδού περικοπή της του τραγουδιού.
«Ο Πάτερος ο Νικολής με τον Ταταρογιάννη,
τον Τζιβιτζή σκοτώσανε Νίθαυρις Το Ποτάμι».
Εν Ρεθύμνη 27 Μαρτίου 1932
Με πολλήν εκτίμησην.
Σπ. Μαρκίδης».
Γεγονός είναι παρ’ όλα αυτά, ότι με τον θάνατό του Τζιβιτζή λυτρώθηκε ο κόσμος και δόξαζε τους ήρωες που τον απάλλαξαν από τέτοιο θεριό.
Οι φόνοι, όπως ήταν φυσικό, ξεσήκωσαν τους Τούρκους κι όταν πια οι ρωμαλέοι Χαΐνηδες ο Δημήτρης και ο Γιάννης Ταταράκης κόντευαν να συλληφθούν κατάφεραν να φτάσουν στην Πίσω Γυαλιά κι από κει κατέφυγαν στον Πειραιά. Ο πρώτος έμεινε εκεί, ο Γιάννης όμως δεν άντεχε. Γύρισε πίσω και συνέχισε να κυνηγά τους Τούρκους μέχρι τον θάνατό του.Πέθανε στα 47 του χρόνια, πάνω στην ακμή του από περιπνευμονία. Έμεινε όμως στις παρυφές του θρύλου χάρις στα μεγάλα του κατορθώματα.
Συνεργασία στη δημοσιογραφική έρευνα: Γιώργος Λινοξυλάκης
Πηγές:
Πολιτιστικό Ρέθυμνο
Παύλος Βλαστός
Σπύρου Μαρνιέρου: «Αγρίμια του Κέντρους»
Εύας Λαδιά: Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης: Ο απροσκύνητος χαΐνης με τα πολλά ονόματα
Εύας Λαδιά: Ιωάννης Τάταρης ή Ταταράκης: Το αγέρωχο «αγρίμι του Κέντρους»