Του ΝΙΚΟΥ ΝΤΑΚΑΚΗ
Ω, Θε μου, πάλι σπαραγμός, πόνος, οργή, οδύνη,
που να την κρύψουν, πείτε μου, την τόση καταισχύνη,
γι αυτόν τον άδικο χαμό, τα τόσα μοιρολόγια,
κι ακούγονται παράταιρα των επισήμων λόγια.
Ανευθυνο-υπεύθυνοι κι άντε να δεις χαΐρι,
αφού δεν είδα «έναν» τους να κάνει χαρακίρι.
Είχαν τα μηχανήματα θαμμένα ς’ αποθήκες,
άραγες τι περίμεναν; Κατάλληλες συνθήκες;
Για να τα βγάλουν και να πουν: Για δείτε, μεγαλεία!
Να ξεγελάσουν τον λαό, την εύκολη τη λεία.
Κι ως τότε χειροκίνητα παν κι έρχονται τα τρένα,
με ελλιπές οδόστρωμα και χαλασμένα φρένα.
Στο άρτζι – μπούρτζι συνεχώς, και μόνο τύχη να ’χεις,
να ’ναι πολύ προσεχτικός και ξύπνιος ο σταθμάρχης.
Ξέχασε, λέει, το κλειδί σωστά να το γυρίσει
και το να τρένο έστειλε τ’ άλλο να κουτουλήσει.
Τόσον καιρό για τον ΟΣΕ δεν μίλαγε κανείς τους,
μόνο για τις υποκλοπές, τους φόρους, το πουγκί τους.
Για τα κανάλια, τις κλεψιές, τον άγριο αστυνόμο,
φτάνει να γίνουν αρεστοί, για την καρέκλα μόνο.
Ποιος νοιάζεται για τον Παππά, τον Τσίπρα, τον Πολάκη,
τον Γιάνη, με το ένα νι, Κουτσούμπα κι Ανδρουλάκη;
Του Μητσοτάκη αν θα βγει και τούτη η παρτίδα;
Ένας τους δεν λογάριασε την έρμη την πατρίδα.
Να μπει στο κράτος μια σειρά, μια τάξη, μια ορμήνια,
για να μην κλαίμε ύστερα απάνω απ τα συντρίμμια.