Ετοιμοπαράδοτα όργανα αγοράζουν οι επαγγελματίες μουσικοί – Πάνω από χίλια ευρώ η κατασκευή μίας ποιοτικής λύρας
Οι ντόπιοι οργανοποιοί μιλούν στα «Ρ.Ν.»
Μία τέχνη η οποία όχι μόνο δεν φθίνει με την πάροδο του χρόνου, αλλά μάλιστα μετεξελίσσεται και αυξάνει ολοένα και περισσότερο το ενδιαφέρον των μουσικών και των οργανοπαικτών είναι η Ρεθεμνιώτικη οργανοποιία, με τα τοπικά καταστήματα να καταγράφουν σημαντική αύξηση σε παραγγελίες και πωλήσεις. Οι επιχειρήσεις, ως επί το πλείστον οικογενειακού χαρακτήρα, που έχουν περάσει από γενιά σε γενιά κατασκευαστών διανύουν μία από τις πλέον αποδοτικές περιόδους λειτουργίας τους, καθώς την τελευταία δεκαετία, το ενδιαφέρον του κόσμου, όχι μόνο του ντόπιου, αλλά και αυτού της ομογένειας και της υπόλοιπης Ελλάδας διατηρείται ζωντανό. Αυτό έχει ως συνέπεια αναμονές σε παραγγελίες ακόμα και τριάμισι ετών για την παρασκευή ενός Κρητικού λαούτου ή μίας Κρητικής λύρας, σχεδόν ανύπαρκτη άμεση διαθεσιμότητα οργάνων και συνεχείς εξαγωγές ακόμα και σε περιοχές του εξωτερικού, της ηπειρωτικής χώρας και των υπόλοιπων νησιών. Η Κρητική μουσική, στην οποία στρέφονται πλέον όλο και συχνότερα οι νέες γενιές και η διαρκής εξέλιξή της με καινούργια τραγούδια, ακόμα και η διατήρηση, με όρους παραδοσιακούς, των τοπικών πανηγυριών και εκδηλώσεων θεματικού χαρακτήρα είναι όλοι παράγοντες που συντελούν στο να υπάρχει αυξημένη διάθεση για την παραγωγή και την αγορά Κρητικών οργάνων. Όπως λένε οι ντόπιοι οργανοποιοί που μίλησαν στα «Ρ.Ν.», οι πελάτες αναζητούν τα ετοιμοπαράδοτα όργανα, στα οποία μπορούν να ελέγξουν τον ήχο και να βρουν το όργανο που τους ταιριάζει μουσικά και ακουστικά, αλλά στρέφονται ακόμα και στις παραγγελίες, όπου εκεί επιδιώκουν να βρουν πιο εξατομικευμένα όργανα, ποντάροντας συγχρόνως στο ταλέντο και την υψηλού επιπέδου δουλειά του οργανοποιού.
Από τα 300 ευρώ μπορεί να ξεκινήσει η κατασκευή και η τιμή μιας Κρητικής λύρας που προορίζεται για έναν αρχάριο μουσικό, ενώ ακόμα και πάνω από 1200 ευρώ μπορεί να κοστίζει ένα όργανο που προορίζεται για έναν επαγγελματία, με το ποσό να αλλάζει, ανάλογα με τις προσθήκες που θέλει να κάνει ο εκάστοτε πελάτης και οργανοπαίκτης. Παράλληλα, μπορεί οι πωλήσεις και το ενδιαφέρον του κόσμου να σημειώνουν άνοδο τα τελευταία χρόνια, αλλά το ίδιο συμβαίνει και με το κόστος παραγωγής, όπου έχει σχεδόν διπλασιαστεί, ως απόρροια και της ευρύτερης οικονομικής επιβάρυνσης σε υπηρεσίες και αγαθά. Όπως τονίζουν οι οργανοποιοί, η αύξηση του κόστους δεν έχει να κάνει μόνο με τα υλικά, αλλά με τις αυξημένες εργατοώρες, που απαιτούνται για την κατασκευή ενός οργάνου, ωστόσο οι ανατιμήσεις στο ξύλο, τα κλειδιά και τα υπόλοιπα εργαλεία που χρειάζονται δεν είναι αμελητέα. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τους οργανοποιούς, το κόστος αυτό δεν έχει μετακυλήσει, παρά μόνο σε πολύ μικρό βαθμό στην τελική τιμή που πληρώνει ο καταναλωτής, με αποτέλεσμα οι ίδιοι και οι επιχειρήσεις τους να επωμίζονται σχεδόν το σύνολο των οικονομικών επιβαρύνσεων.
Από το 1945 βρίσκεται σε λειτουργία το οργανοποιείο Σταγάκης στο Ρέθυμνο στην οδό Χατζημιχάλη Γιάνναρη στο κέντρο του Ρεθύμνου, το οποίο φημίζεται για την κατασκευή και τη διάθεση κρητικών λυρών. Πρόκειται για μία οικογενειακή επιχείρηση, ένα μαγαζί τριών γενεών πλέον, το οποίο στέλνει όργανα σε όλο τον κόσμο, στην Κρήτη, την Αθήνα και σε ομογενείς Έλληνες του εξωτερικού σε Αυστραλία και Ευρώπη. Ο Μανώλης Σταγάκης είναι πλέον αυτός που διατηρεί ζωντανή την Κρητική παράδοση στην κατασκευή οργάνων από ένα ιστορικό οργανοποιείο, το οποίο επικεντρώνεται μεν στις Κρητικές λύρες, αλλά φτιάχνει και λαούτα ή μαντολίνα. «Το μοντέλο της Κρητικής λύρας που υπάρχει σήμερα στη μουσική μας, είναι επινόηση του παππού μου, αυτός πήρε το Κρητικό λυράκι και το έκανε Κρητική λύρα, το μεγάλωσε στο πλάτος, στο μήκος, στο βάθος, του πρόσθεσε κάποια χαρακτηριστικά, όπως είναι η κεφαλή του βιολιού, η γλώσσα του βιολιού, ο χορδοδέτης του και του άλλαξε την κλίμακα από καβαλάρη σε καβαλάρη», ανέφερε μεταξύ άλλων, μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο κ. Σταγάκης. Όπως επεσήμανε, το ενδιαφέρον για την κρητική λύρα είναι μεγάλο όχι μόνο για την Κρήτη, αλλά παγκοσμίως. «Η κρητική λύρα έχει μεγάλη άνθιση, γιατί η Κρητική μουσική γεννά σχεδόν κάθε μέρα ένα Κρητικό κομμάτι και όταν γεννάει και δημιουργεί καινούργια μουσική δελεάζονται και οι μικρότεροι, γεμίζουν τα ωδεία, αγοράζουν όργανα και έτσι υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη ζήτηση». Σχεδόν το 20% των οργάνων που κατασκευάζει ο κ. Σταγάκης στην επιχείρησή του είναι παραγγελίες από πελάτες που ψάχνουν συγκεκριμένου τύπου όργανα, ωστόσο, όπως τονίζει υπάρχουν και ετοιμοπαράδοτα, στα οποία στρέφονται κυρίως οι επαγγελματίες, οι οποίοι «θέλουν να ακούσουν το όργανο και μετά να το πάρουν, τους ενδιαφέρει ο ήχος. Όταν κάνεις παραγγελία, πολλές φορές μπορεί να μην πετύχει ο ήχος που θέλει ο οργανοπαίχτης, οπότε συνήθως παίρνουν έτοιμα όργανα», ωστόσο παρεμβάσεις γίνονται και σε ετοιμοπαράδοτα όργανα, όπως σημείωσε. «Στην οργανοποιία πουλάς μουσική, δεν πουλάς μόνο εμφάνιση, οπότε ο ήχος δεν πάει «παραγγελτός», όταν ακούσεις το όργανο, τότε πρέπει και να το πάρεις, αυτό είναι το σωστό».
Από το 1995 μέχρι και σήμερα λειτουργεί το οργανοποιείο Παπαλεξάκης που βρίσκεται στην οδό Δημακοπούλου δίπλα από τη Μεγάλη Πόρτα, ούσα μία επιχείρηση δεύτερης γενιάς, την οποία έχει αναλάβει πλέον ο Νίκος, μαζί με τον αδερφό του το Γιώργο Παπαλεξάκη, ενώ ο πατέρας τους είναι επίσημος κατασκευαστής κρητικής λύρας από το 1978, όταν και άρχισε να ασχολείται επαγγελματικά με την οργανοποιία. Το οργανοποιείο παρασκευάζει κυρίως Κρητικές λύρες, αλλά ανάλογα με τα διαθέσιμα χρονικά περιθώρια, μπορεί να κατασκευάσει και κάποιο μαντολίνο ή κάποιο μπαγλαμά. «Τα τελευταία 10 χρόνια, επειδή τα Κρητικά έχουν λίγο διαφοροποιηθεί μουσικά, παλαιότερα παίζαμε πιο παραδοσιακά, τώρα όμως παίζουμε και έντεχνα κομμάτια, η κρητική μουσική αγγίζει και ανθρώπους που δεν είναι αποκλειστικά της Κρητικής παραδοσιακής μουσικής», ανέφερε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.» ο Νίκος Παπαλεξάκης. «Από μπροστά τοποθετούμε ένα ιδιαίτερο ξύλο που ονομάζεται κέδρος του λιβάνου, ή το λεγόμενο κατράνι, από τα παλαιότερα ξύλα που υπάρχουν σε παλιές οικοδομές σε οικοδομές παλιές της παλιάς πόλης και ξεπερνούν τα 600 χρόνια. Είναι ιδιαίτερο ξύλο γιατί είναι αρκετά αποξηραμένο, όσο πιο παλιό είναι ένα ξύλο με φυσική αποξήρανση, τόσο καλύτερο είναι για εμάς ηχητικά και οπτικά και από άποψη ανθεκτικότητας, αλλά κυρίως το ηχητικό», πρόσθεσε.

Ετοιμοπαράδοτα είναι το μεγαλύτερο ποσοστό μουσικών οργάνων που πουλάει το οργανοποιείο Παπαλεξάκη, καθώς πρόκειται για όργανα που ο πελάτης μπορεί να παίξει πριν τα αγοράσει. «Το ενδιαφέρον μεγαλώνει, ακόμα και μουσικοχορευτικά, όπου υπάρχει μία φοβερή εξέλιξη, που βλέπω να μην σταματάει. Παλαιότερα λέγαμε ότι κάθε οικογένεια έχει έναν λυρατζή, τώρα βλέπουμε ότι κάθε οικογένεια έχει δέκα λυρατζίδες. Δεν πεθαίνει η μουσική μας, μεγαλώνει το Κρητικό πρόσωπο», ανέφερε, σημειώνοντας επίσης ότι για έναν οργανοποιό είναι μεγάλο συμφέρον να επικεντρώνεται σε ένα μόνο όργανο, έχοντας μεγαλύτερη προσήλωση σε αυτό. «Το ωραίο της δημιουργίας είναι ότι πάντα εξελίσσεται. Και εγώ πολλές φορές μπορεί να κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι κάνει ο πατέρας μου, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι κακό ή ότι είναι λάθος», συμπλήρωσε, αναφέροντας επίσης ότι κάθε ξύλο είναι διαφορετικό και κάθε οργανοποιός έχει τη δική του έμπνευση.
Στην κατασκευή κρητικού λαούτου επικεντρώνεται το οργανοποιείο του Μανώλη Κεραμιανάκη στην περιοχή του Σταυρωμένου στο Ρέθυμνο, το οποίο παρότι είχε ξεκινήσει με την κατασκευή λυρών και μαντολίνων, τώρα έχει αλλάξει προσανατολισμό. «Η λύρα για να βγει ένα αποτέλεσμα, σε επαγγελματικό επίπεδο, που το όργανο να μην έχει προβλήματα, να υπάρχει ισομετρία και να έχει έναν σωστό ήχο, παίζει πολύ μεγάλο ρόλο και ο παράγοντας τύχη. Τα ξύλα έχουν διαφορετική δομή άλλοτε σκληρές και άλλοτε μαλακές ποιότητες ξύλου, αλλαγές στην πυκνότητα στους κέδρους, στα καπάκια. Ένας πολύ καλός κατασκευαστής Κρητικών λυρών έχει επιτυχία ένα στα 10 όργανα. Στο λαούτο δεν ισχύει το ίδιο. Ο ήχος βγαίνει με άλλο τρόπο και η κατασκευή είναι τελείως διαφορετική, τελείως διαφορετικός ο τρόπος που παράγεται ο ήχος. Εκεί μπορείς να επέμβεις κατασκευαστικά προς ένα αποτέλεσμα που πρώτα-πρώτα επιλέγει ο κατασκευαστής», ανέφερε, ο κ. Κεραμιανάκης, μιλώντας στα «Ρ.Ν.». Έως και στα τρεισήμισι χρόνια φτάνει η ουρά αναμονής για την παραγγελία ενός οργάνου, με το ενδιαφέρον να έχει ενταθεί τα τελευταία πέντε χρόνια. «Δουλεύω μόνο με παραγγελίες και δεν έχω ούτε για δείγμα διαθέσιμο όργανο. Έχει αυξηθεί πολύ το ενδιαφέρον από το 2015 και μετά και ειδικά τα τελευταία πέντε χρόνια. Μόνο αν κάποιος καίγεται να αγοράσει δικό μου όργανο, θα περιμένει, γιατί η αναμονή είναι τεράστια. Ένα όργανο ξεκινάει από 1.200 ευρώ με ΦΠΑ και μετά ανάλογα ο καθένας τι θέλει να επιλέξει έξτρα, είναι πολλά τα πράγματα που μπορούν να αυξήσουν τις τιμές σε ένα όργανο. Όσο περνάνε τα χρόνια, όλο και περισσότερες παραγγελίες δέχομαι. Έχω πολλούς πελάτες που όταν τους παραδίδω ένα όργανο, μου λένε αμέσως, επειδή ξέρουν την αναμονή, παράγγειλέ μου το επόμενο, ώστε να πάρω άλλο ένα μετά όταν έρθει η ώρα, μετά από τρία με τέσσερα χρόνια», κατέληξε.
