Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, με διαφορετική ίσως ορολογία και προσέγγιση στον δημόσιο λόγο και στα μέσα ενημέρωσης, με ένα πρόσημο αυστηρά πολιτικό και κομματικό και συχνά στερούμενο ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, η προσφυγική κρίση στην Ελλάδα στην πραγματικότητα δεν σταμάτησε ποτέ. Οι συνειδητές και στοχευμένες αλλαγές στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελλάδας σε επίπεδο υποδοχής και διαχείρισης των χιλιάδων ετήσιων μεταναστευτικών ροών, πολλές εκ των οποίων καταλήγουν στην Κρήτη, έχουν οδηγήσει στη συνέχιση και ενδεχομένως στην ένταση μιας προσφυγικής κρίσης με αφετηρία το 2015 και χωρίς προδιαγεγραμμένο τέλος. Το αποτέλεσμα αυτής της, όχι νέας, αλλά ανανεωμένης από άποψη κυνικότητας και συνήθειας στο άκουσμα και στην επαφή με τα εισερχόμενα μεταναστευτικά ρεύματα, πραγματικότητας, είναι η μετατροπή της Μεσογείου σε ένα από τα πιο θανατηφόρα θαλάσσια περάσματα σε όλο τον πλανήτη, με χιλιάδες νεκρούς πρόσφυγες βυθισμένους ακόμα και σε ελληνικά ύδατα, άθλιες συνθήκες διαβίωσης σε προσωρινές δομές φιλοξενίας και απουσία ενός συντονισμένου, ρεαλιστικού και πρόθυμου πλάνου επανένταξής τους στις τοπικές κοινωνίες.
Ο τρόπος με τον οποίο μεταφράζονται και εξελίσσονται οι πρακτικές αλληλεγγύης σήμερα στο κοινωνικό γίγνεσθαι, οι οποίες δεν απευθύνονται μόνο στους μετανάστες και στους πρόσφυγες, αλλά και σε ένα σύνολο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, έχει επίσης αλλάξει μέσα στην τελευταία δεκαετία, ασκώντας σαφώς μικρότερη επιρροή στις πολιτικές αποφάσεις και εκφράζοντας μία απροθυμία για πρωτοβουλίες αλληλεγγύης σε σχέση με την προσφυγική κρίση στην Ελλάδα, η οποία επί της ουσίας δεν αντιμετωπίστηκε ποτέ. Παρόλ’ αυτά, ο ρόλος των εθελοντών και των μεμονωμένων δράσεων με τοπικό κυρίως χαρακτήρα είναι ιδιαίτερα σημαντικός, ακόμα και σε επίπεδο Κρήτης, με το Στέκι Μεταναστών στα Χανιά και την Εκπαιδευτική Ομάδα της «Θάλασσας Αλληλεγγύης» στο Ηράκλειο να αποτελούν δύο φωτεινά παραδείγματα προσφυγικής αλληλεγγύης και σημαντικής συνεισφοράς στην κοινωνική και μαθησιακή επανένταξή των μεταναστών, όπως αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια της Επιστημονικής ημερίδας με θέμα Πολιτικές εχθρότητας και πρακτικές αλληλεγγύης: Δέκα χρόνια μετά την «προσφυγική κρίση» του 2015, που διοργάνωσε το απόγευμα της Τετάρτης 7/5, το τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στην Πανεπιστημιούπολη του Γάλλου στο Ρέθυμνο.
«Τα τελευταία 10 χρόνια έχουμε 30 χιλιάδες νεκρούς στη Μεσόγειο»
Τους λόγους για τους οποίους η Μεσόγειος θεωρείται το πιο θανατηφόρο θαλάσσιο πέρασμα σε όλο τον πλανήτη εξήγησε μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Ιάσονας Αποστολόπουλος, συντονιστής Διάσωσης της Οργάνωσης Mediterranea Saving Humans, ο οποίος ανέφερε μεταξύ άλλων ότι πρόκειται για μία συνειδητή πολιτική επιλογή, χωρισμένη σε τρεις πυλώνες: «Πρώτον η πολιτική της μη διάσωσης, ότι συνειδητά δηλαδή τα ευρωπαϊκά κράτη καθυστερούν όσο μπορούν να διάσωουν , ή δεν το κάνουν και ποτέ όταν πρόκειται για πρόσφυγες, ειδικά αν είναι μακριά από τις ακτές. Δεύτερον η πολιτική της αποτροπής: Σκοπός είναι η αποτροπή, να τους διώχνουμε από εδώ με κάθε τρόπο, παρά να τους σώζουμε. Τρίτον, δεν υπάρχουν νόμιμες και ασφαλείς δίοδοι για την προσφυγιά και τη μετανάστευση». Στο τρίτο κομμάτι μάλιστα, ο κ. Αποστολόπουλος τόνισε ότι πρόκειται για ένα σημείο το οποίο πολύς κόσμος δεν κατανοεί, διατυπώνοντας ερωτήματα, όπως γιατί έρχονται παράνομα οι μετανάστες, ή γιατί εμπλέκονται οι διακινητές, με την απάντηση να κρύβεται στο ότι εν έτη 2025, δεν υπάρχει νόμιμος τρόπος για έναν πρόσφυγα να ζητήσει άσυλο στην Ευρώπη. «Τα τελευταία 10 χρόνια έχουμε 30 χιλιάδες νεκρούς στη θάλασσα, μία ολόκληρη πόλη είναι βυθισμένη στο νερό», πρόσθεσε.
Απαντώντας στο ερώτημα γιατί έχει αυξηθεί η προσφυγιά στην Κρήτη τόσο πολύ τον τελευταίο χρόνο, ο κ. Αποστολόπουλος σημείωσε: «Η Κρήτη είναι νούμερο ένα πύλη εισόδου στην Ελλάδα. Έχουν φτάσει 3.000 άνθρωποι μέσα στους πρώτους 5 μήνες του 2025.Ένας από τους λόγους είναι ο τρομερός αντίκτυπος του ναυαγίου της Πύλου. Το αλιευτικό σκάφος που βυθίστηκε στην Πύλο τον Ιούνιο του 2023, πήρε μαζί του 650 ζωές, προκάλεσε τρομερό σοκ στον κόσμο της προσφυγιάς και οι άνθρωποι που ξεκινούσαν από τη Λιβύη για την Ιταλία, πλέον δεν τολμούν να το κάνουν αυτό και πηγαίνουν στο κοντινότερο σημείο, που είναι η Γαύδος». Σύμφωνα με τον κ. Αποστολόπουλο, το δρομολόγιο Λιβύη – Ιταλία έχει χρονική διάρκεια 10 ημέρες, ενώ το Λιβύη Γαύδος μόλις μιάμιση ημερας. Στη συνέχεια, σε σχέση με την υποδοχή των προσφυγικών ροών σε Κρητικό έδαφος, ο κ. Αποστολόπουλος στάθηκε στην παντελή έλλειψη μέριμνας και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. «Αφού φτάσουν εδώ, η κατάσταση είναι τραγική. Οι άνθρωποι διαμένουν σε παντελώς ακατάλληλους χώρους. Δεν υπάρχει καμία μέριμνα. Όλη η φροντίδα και η υποστήριξη προέρχεται από εθελοντές. Είναι πραγματικά ντροπιαστικό για μία περιοχή που έχει παράδοση στη φιλοξενία, να μην μπορεί να φιλοξενήσει μερικούς εκατοντάδες ναυαγούς, οι οποίοι έχουν ρισκάρει τη ζωή τους και είναι πρόσφυγες πολέμου. Δεν γίνεται να μένουν στον δρόμο, εξαθλιωμένοι, χωρίς νερό και φαΐ». Τέλος, συμπλήρωσε: «Νομίζουμε ότι τελείωσε η προσφυγική κρίση το 2015, αλλά συνεχίζεται, απλά δεν έχει τα φώτα της δημοσιότητας, γιατί έχει αλλάξει το αφήγημα. Τα κράτη δεν θέλουν να εστιάσουν στην αλληλεγγύη, μας πλασάρουν ότι ο πρόσφυγας είναι ένας εχθρός, μία απειλή, την οποία πρέπει να φοβόμαστε».

«Η αλληλεγγύη μπορεί να εκτείνεται από την ανθρωπιστική βοήθεια, μέχρι διεκδικητικές καμπάνιες»
Στην πολιτική της αλληλεγγύης και τις σημερινές πρακτικές αλληλεγγύης αναφέρθηκε η Λουκία Κοτρωνάκη, διδάσκουσα στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, κάνοντας παρέμβαση με τίτλο «Η Πολιτική της Αλληλεγγύης: Τόποι, χρόνοι, δίκτυα νοημάτων και δράσεων της Προσφυγικής Κρίσης». Όπως τόνισε μιλώντας στα «Ρ.Ν.»: «Οι πρακτικές αλληλεγγύης αναδύονται με έναν αυθόρμητο τρόπο στο κενό που αφήνει το ολοένα και περισσότερο συρρικνούμενο κράτος πρόνοιας και στα μεγάλα δεινά που προκαλούνται από μία ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης των προσφυγικών μετακινήσεων, που δεν είναι ανθρωποκεντρικές, αλλά αμιγώς εστιασμένες στην ασφάλεια των συνόρων. Δημιουργείται εκεί ένας μύθος γύρω από τα σύνορα, που σε τελική ανάλυση λειτουργεί εις βάρος ενός ανθρωποκεντρικού μοντέλου διαχείρισης των κοινωνικών κρίσεων. Οι διαφορετικές πρακτικές αλληλεγγύης που εμφανίζονται έχουν να κάνουν και με την τοπικότητα κάποιων φαινομένων, δηλαδή είναι διαφορετικό όταν έχεις να αντιμετωπίσεις κρίσεις, όπως είναι οι αποτροπές στις θάλασσες που οδηγούν στους πνιγμούς, από όταν μετακινούνται μετά στην ενδοχώρα, που θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για σταδιακή κοινωνική ένταξη και όχι απλά υποδοχή των προσφύγων». Σύμφωνα με την κ. Κοτρωνάκη, οι πρακτικές αλληλεγγύης μεταλλάσσονται ανάλογα με τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο, ενώ παράλληλα βλέπουμε μία υποχώρηση των πρωτοβουλιών. «Τα πρώτα χρόνια της προσφυγικής κρίσης βλέπαμε πιο συχνά να ανθίζουν τέτοιες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης, τώρα παρότι τα προβλήματα δεν έχουν υποχωρήσει, αλλά επιδεινώνεται περαιτέρω, υπάρχει μία απροθυμία, μία αίσθηση ότι δεν υπάρχει χώρος για να αναπτυχθούν τέτοιες πρωτοβουλίες. Έχει υποχωρήσει πάρα πολύ ο κοινωνικός παράγοντας που παρεμβαίνει στην πολιτική. Η αλληλεγγύη μπορεί να εκτείνεται από την ανθρωπιστική βοήθεια, μέχρι διεκδικητικές καμπάνιες, που θέτουν στο επίκεντρο τα ζητήματα της αξιοπρεπούς υποδοχής και διαβίωσης των πληττομένων πληθυσμών», σημείωσε.
«Δεν εξετάζονται αιτήματα ασύλου για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους»
Στην πολιτική της Τουρκίας, ως ασφαλή τρίτη χώρα αναφέρθηκε, ο Κώστας Γούσης, διδάσκων στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης στο αντικείμενο της Κοινωνιολογίας της Μετανάστευσης. Όπως σημείωσε, η ασφαλής τρίτη χώρα είναι μία πολιτική εξωτερικοποίησης των συνόρων, δηλαδή ανάθεσης του ασύλου σε τρίτες χώρες εκτός Ε.Ε. «Αυτή η λογική που συνεπάγεται πολλές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, απάνθρωπες συνθήκες κράτησης, γι’ αυτό άλλωστε αυτά τα σημεία ονομάζονται σημεία συμφόρησης, συγκεντρώνεται πάρα πολύς κόσμος χωρίς καθόλου δικαιώματα και πρόσβαση σε βασικές εγγυήσεις του διεθνούς δικαίου». Στην Ελλάδα υπάρχει η συζήτηση γύρω από την Τουρκία ως ασφαλής τρίτη χώρα, με την ελληνική κυβέρνηση να την εντάσσει στον εθνικό κατάλογο των ασφαλών τρίτων χωρών το 2021. «Αυτό σημαίνει ότι για δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους δεν εξετάζονται τα αιτήματα ασύλου τους, δεν μπαίνουν καν στην ουσία, θεωρούνται απαράδεκτα, όμως η Τουρκία δεν δέχεται αυτούς τους ανθρώπους», ανέφερε ο κ. Γούσης, συμπληρώνοντας ότι το ΣτΕ ακύρωσε την κοινή αυτή υπουργική απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε μεγάλη επιτυχία για τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, ωστόσο η απόφαση επανεκδόθηκε, με κοινό περιεχόμενο.

Στέκι Μεταναστών και «Θαλάσσια Αλληλεγγύη»
Ένας χώρος που δημιουργήθηκε το 2005 με πρωτοβουλία ντόπιων και μεταναστών είναι το Κοινωνικό στέκι μεταναστών στα Χανιά, το οποίο εξυπηρετεί την ομολοποίηση της επανένταξης ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στην τοπική κοινωνία, καθώς παράγει και ενεργό έργο σε παροχές πρώτων ειδών, συμβουλευτικής και άλλων παροχών στους υποδεχόμενους μετανάστες στο πρώην εκθεσιακό κέντρο της Αγιάς. Όπως επεσήμανε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Πάνος Παπαδαντωνάκης, μέλος της πολιτικής συνέλευσης του Στεκιού, πρόκειται για μία πρωτοβουλία που διαχειρίζεται από εθελοντές, χωρίς χρηματοδοτήσεις από κεντρική και τοπική διοίκηση, η οποία εξυπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, συντονίζοντας μεταξύ άλλων συλλογικές κουζίνες και χαριστικά παζάρια. Μιλώντας για το υπηρεσιακό κέντρο της Αγιάς, στο οποίο γίνεται η υποδοχή των μεταναστευτικών ροών της Γαύδου, ο κ. Παπαδαντωνάκης ανέφερε: «Μιλάμε για μία ακατάλληλη και ρατσιστική κατά τη γνώμη μας διαχείριση. Είναι ένας χώρος πλήρως ακατάλληλος και αφιλόξενος, μακριά από την πόλη, με τους ανθρώπους να είναι εξόριστοι, σε καθεστώς άτυπης κράτησης. Οι άνθρωποι έρχονται συνήθως από το Μπρουκ της Λιβύης, κάποιοι έρχονται στην Αγιά για μια – δυο ημέρες και μετά μπαίνουν πλοίο της γραμμής για να κατευθυνθούν και πάλι φρουρούμενοι στη Μαλακάσα ή σε κάποιο άλλο καμπ της Αθήνας. Εμείς πηγαίνουμε εκεί για να συλλέξουμε τις μαρτυρίες τους, πάμε να δείξουμε ότι κάποιος είναι αλληλέγγυος, μοιράζουμε μερικά πράγματα προσωπικής υγιεινής», αναφέροντας επίσης ότι οι αρχές μιλούν για ανθρώπινες συνθήκες διαβίωσης, αλλά στην πραγματικότητα αυτές είναι ανύπαρκτες. «Για εμάς πρέπει να πάμε πέρα και από τον υποτιθέμενο ανθρωπισμό, αλλά και από τη θυματοποίηση αυτών των ανθρώπων, δεν είναι θύματα, αλλά άνθρωποι οι οποίοι αγωνίζονται να βρουν μία γη, είναι αγωνιστές για εμάς».
Μία εκπαιδευτική ομάδα με στόχο τη δημιουργική ένταξη προσφύγων και μεταναστών που βιώνουν κοινωνικό αποκλεισμό, σε κοινωνικούς χώρους υποστηριζόμενους από την ίδια την τοπική κοινωνία είναι η «Θαλάσσια Αλληλεγγύη» στο Ηράκλειο, ένα κοινωνικό εργαστήριο ουσιαστικά που ξεκίνησε πριν από 6 χρόνια με πρωτοβουλία 2 ατόμων-εθελοντών και εκπονεί ανεξάρτητες δράσεις κοινωνικής αρωγής, πληροφόρησης, αλληλομάθησης ντόπιων, προσφύγων και μεταναστών. Η Ελευθερία Ιατράκη, συνδιαχειρίστρια και μέλος της ομάδας ανέφερε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.»: «Μέσω των μαθημάτων σκεφτήκαμε ότι είναι ο πιο εύκολος τρόπος να γνωριστούμε με τις διάφορες εθνικότητες, με τις διάφορες κουλτούρες και να βρούμε κοινές γραμμές και πατήματα. Κάποια μαθήματα πραγματοποιούνται ήδη από τους ίδιους τους μαθητές και τις μαθήτριες που παρακολουθούσαν τα μαθήματα, στο πλαίσιο της αλληλομάθησης, στήνοντας τμήματα εκμάθησης αγγλικών και αραβικών. Προσπαθούμε να υπάρχει ένας κοινός χώρος συνάντησης και μέσα από όλα αυτά να αντιλαμβανόμαστε ποιοι είναι οι κοινοί μας τόποι και ποιες οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουμε. Σίγουρα οι μεταναστευτικοί και οι προσφυγικοί πληθυσμοί αντιμετωπίζουν ακόμα και τώρα πάρα πολλές δυσκολίες, όσον αφορά το κομμάτι της ένταξης που δεν υπάρχει στην Ελλάδα πουθενά οργανωμένο, είτε στο κομμάτι της πρώτης υποδοχής, είτε στη μετέπειτα βοήθεια σε ψυχολογικά ζητήματα, διαπολιτισμική ένταξη και στο κομμάτι της γλώσσας. Πώς ένας άνθρωπος από το καμπ θα ενταχθεί στην κοινωνία, αν δεν έχει πρόσβαση στην αγορά εργασίας και άλλες κοινωνικές πτυχές». Παράλληλα, όπως τόνισε η κ. Ιατράκη πρόκειται για μία αυτοδιαχειριζόμενη δομή, με χρηματοδοτικούς πόρους από την ίδια την κοινωνία, η οποία μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχει φτάσει ακόμα και τους 20 εθελοντές.
