Σε μία περίοδο διαδοχικών κρίσεων, κοινωνικών αλλαγών και μετασχηματισμών στην αγορά εργασίας, ολοένα και περισσότεροι Έλληνες αισθάνονται φτωχοί, ενώ δεν βρίσκονται στο όριο φτώχειας, σύμφωνα με τους ποσοτικοποιημένους, αντικειμενικούς δείκτες, οι οποίοι ορίζουν το στατιστικό όριο της φτώχειας στο 60% του διάμεσου εισοδήματος. Για την Ελλάδα, όπου το διάμεσο εισόδημα βρίσκεται λίγο κάτω από τα 10.000 ευρώ ετησίως, για να θεωρηθεί ένας άνθρωπος φτωχός πρέπει να έχει εισφορές κατώτερες των 6.000 ευρώ.
Οι περισσότεροι Έλληνες έχουν μεν εισοδήματα άνω των 6.000 ευρώ ετησίως ,ωστόσο αυτά διατηρούνται κοντά στο όριο της φτώχειας. Σημαίνει επίσης ότι με το υπάρχον σύστημα προσδιορισμού των αντικειμενικά «φτωχών», το άτομο που ξεπερνά το όριο φτώχειας δεν έχει εξασφαλίσει απαραίτητα υψηλό, ή έστω ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο.
Η στροφή προς την επισφαλή εργασία, η αυξητική τάση μετατροπής αυτοαπασχολούμενων σε μισθωτούς, τα υψηλά ποσοστά μη ηθελημένης απασχόλησης και η προτελευταία θέση στην οποία βρίσκεται η χώρα μας σε αγοραστική δύναμη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι όλοι παράγοντες που δημιουργούν μία υποκειμενική, αλλά ρεαλιστική αντίληψη της φτώχειας, βασισμένη στις καθημερινές δυσκολίες εξασφάλισης αγαθών και υπηρεσιών και το χαμηλό επίπεδο διαβίωσης για πολλά νοικοκυριά. Η φτώχεια εντός της εργασίας είναι ένα φαινόμενο που παρουσιάζεται συχνότερα πλέον, κυρίως στους μερικώς απασχολούμενους και σε αυτούς που εργάζονται εποχικά, αυξάνοντας σημαντικά τις πιθανότητες να αισθάνονται φτωχοί.
Σύμφωνα με στοιχεία από την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία για το 2023, που αφορούσαν τον δείκτη υποκειμενικής φτώχειας, η Ελλάδα βρίσκεται πρώτη στην Ευρώπη στην απόκλιση ανάμεσα στο ποσοστό των Ελλήνων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας και σε αυτούς που θεωρούν τους εαυτούς τους φτωχούς. Συγκεκριμένα, το 18,9% των Ελλήνων είναι αντικειμενικά φτωχοί, αλλά σχεδόν τα δύο τρίτα αυτών (67%) αισθάνονται φτωχοί, γεγονός που σύμφωνα με όσα δήλωσε στα «Ρ.Ν.», ο Νίκος Παπαδάκης, διευθυντής του Κέντρου πολιτικής έρευνας και τεκμηρίωσης, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του ΕΚΔΔΑ και καθηγητής στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του Πανεπιστημίου Κρήτης, επεξηγείται μέσα από μία ολιστική προσέγγιση του φαινομένου, το οποίο έχει υποστεί κοινωνικές, οικονομικές και εργασιακές μεταβολές ανά τα χρόνια. «Δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε βασικές ανάγκες για την αξιοπρεπή διαβίωση. Πολλοί Έλληνες αισθάνονται φτωχοί, γιατί δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, εφόσον έχει μειωθεί η αγοραστική δύναμη του διαθέσιμου εισοδήματός τους».
«Στην Ελλάδα τα ποσοστά μη ηθελημένης απασχόλησης είναι πάνω από 50%»
Τον αντικειμενικό ορισμό της φτώχειας, με βάση τους διεθνείς ποσοτικοποιημένους δείκτες έδωσε αρχικά ο κ. Παπαδάκης, τονίζοντας τη σημαντική απόκλιση που καταγράφεται στην Ελλάδα, αναφορικά με την υποκειμενική και την αντικειμενική φτώχεια. «Η ποσοτική προσέγγιση της φτώχειας προσδιορίζει την κοινωνική αποστέρηση, την ανεπάρκεια σε πόρους για να διασφαλιστεί ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Το όριο φτώχειας προσδιορίζεται ως κάτω από το 60% του διαθέσιμου εισοδήματος. Έχουμε μία εντυπωσιακή απόκλιση ανάμεσα στην υποκειμενική φτώχεια και την τυπική, ποσοτικοποιημένη φτώχεια. Στην Ελλάδα, οι άνθρωποι που αισθάνονται φτωχοί είναι υπερδιπλάσιοι και αυτή είναι η μεγαλύτερη διαφορά εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε πολλούς Έλληνες, οι οποίοι μπορεί με βάση τα εισοδηματικά κριτήρια να μην κατατάσσονται στους φτωχούς, αισθάνονται όμως έτσι. Η υποκειμενική φτώχεια βασίζεται στις αντιλήψεις των ίδιων των νοικοκυριών, με βάση το επίπεδο διαβίωσής τους».
Μεγάλη είναι η άνοδος της επισφαλούς εργασίας πλέον, δηλαδή της ευέλικτης μορφής απασχόλησης, με περιορισμένα δικαιώματα για τον εργαζόμενο, αλλά με πλήρεις υποχρεώσεις απέναντι στην ίδια την εργασία, γεγονός που οδηγεί σε ανεπιθύμητη εργασιακή απασχόληση και κατ’ επέκταση σε φτωχούς εργαζόμενους, σύμφωνα με τον κ. Παπαδάκη. «Η επισφαλής εργασία είναι μία απασχόληση που περιλαμβάνει όλους τους κινδύνους και κοινωνικά και εργασιακά. Παράλληλα, στην Ελλάδα τα ποσοστά της μη ηθελημένης απασχόλησης είναι πάνω από το 50% στους επισφαλείς εργαζομένους. Αυτό μας δείχνει ότι δεν είναι επιλογή τους, αλλά δεν έχουν άλλη επιλογή. Η Ελλάδα έχει πάνω από 10% της φτώχειας μέσα στην απασχόληση. Παράλληλα, τα υψηλότερα ποσοστά υποκειμενικής φτώχειας είναι στις μεγαλύτερες ηλικίες, στους 55+, όπου αν οι άνθρωποι μείνουν άνεργοι ή περάσουν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης, οι ορίζοντες είναι πολύ περιορισμένοι».
«Η ανεργία μειώνεται αλλά το ίδιο κάνει και η ποιότητα της απασχόλησης»
Σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το εισόδημα και τις συνθήκες διαβίωσης, μία χρόνια μελέτη από το 2008 σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, η οποία επιχείρησε να προσδιορίσει την υποκειμενική γραμμή της φτώχειας, αναλύθηκαν τα αίτια που προκύπτει αυτή η υποκειμενική προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη την αγοραστική δύναμη, τις έμφυλες ανισότητες, το μορφωτικό επίπεδο, την ανεργία και την ποιότητα της απασχόλησης. Ο κ. Παπαδάκης σημείωσε: «Πρέπει να λάβουμε υπόψη το δείκτη PPS, μονάδα μέτρησης της αγοραστικής δύναμης. Η Ελλάδα σε αυτό το δείκτη είναι προτελευταία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, που σημαίνει ότι το διαθέσιμο εισόδημα σε σχέση με την αγοραστική δύναμη είναι αναντίστοιχο, άρα δεν μπορούμε να ικανοποιήσουμε βασικές ανάγκες για την αξιοπρεπή διαβίωση. Επίσης, υπάρχει η έμφυλη διάσταση, όπου υπάρχουν έμφυλες ανισότητες στην Ελλάδα, οι οποίες συνεισφέρουν στην υποκειμενική αντίληψη της φτώχειας. Επιπλέον, υπάρχει συσχέτιση με το μορφωτικό επίπεδο, όσο χαμηλότερο, τόσο μειώνεται η αντίληψη και η αίσθηση της οικονομικής ευημερίας».
Η χαμηλή ποιότητα που καθορίζει τις εργασιακές συνθήκες και η αδυναμία πολλών Ελλήνων να καλύψουν βασικές ανάγκες τους ενισχύουν το αίσθημα της υποκειμενικής φτώχειας. «Πολλοί Έλληνες αισθάνονται φτωχοί, γιατί δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε βασικές ανάγκες, γιατί έχει μειωθεί η αγοραστική δύναμη του διαθέσιμου εισοδήματός τους, γιατί παρά τη μείωση της ανεργίας, έχουμε σοβαρά θέματα στην ποιότητα της απασχόλησης. Στους νέους υπάρχουν πολλοί επισφαλείς εργαζόμενοι. Παρατηρείται επίσης έντονα το φαινόμενο της αυξημένης οικονομικής επισφάλειας, τόσο σε επιχειρήσεις όσο και σε εργαζόμενους. Είναι ευκρινείς οι τάσεις μετατροπής αυτοαπασχολούμενων σε μισθωτούς», ανέφερε ο κ. Παπαδάκης.
«Η υποκειμενική φτώχεια δεν έχει να κάνει με τον οικονομικό αναλφαβητισμό»
Με βάση την έρευνα του Κέντρου Πολιτικής Έρευνας και τεκμηρίωσης το 2020-2021, η οποία αποτελεί και την πρώτη μεγάλης κλίμακας έρευνα για την επισφαλή απασχόληση στην Ελλάδα, ο κ. Παπαδάκης αναφέρθηκε στο πολύ σημαντικό πόρισμα, ότι το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι άμεσα συνδεδεμένο με την επισφαλή απασχόληση, όχι όμως και με την υποκειμενική αίσθηση της φτώχειας. «Το χαμηλό μορφωτικό επίπεδο συνδέεται με πολλά άλλα πράγματα. Υπάρχει συσχέτιση με την επισφαλή εργασία. Αυτός που έχει χαμηλό μορφωτικό επίπεδο είναι πιθανότερο να είναι επισφαλώς εργαζόμενος».
Οι κατηγορίες των σύγχρονων εργαζομένων είναι πλέον τρεις, όπως επεσήμανε ο κ. Παπαδάκης, οι οποίες βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της ευρύτερης μη ηθελημένης απασχόλησης, που χαρακτηρίζει σχεδόν 1 στους 2 Έλληνες. Η επισφαλής απασχόληση αυξάνει τις πιθανότητες φτώχειας, ερχόμενη να προστεθεί στην ήδη διογκωμένη αντίληψη της υποκειμενικής φτώχειας στη χώρα. «Πλέον έχουμε διεθνώς τρεις τύπους εργαζομένων, τον συμβατικό, τον άνεργο και έναν ενδιάμεσο, ο οποίος διαρκώς ενισχύεται ποσοτικά, σαν απόρροια της ποιότητας της απασχόλησης, ο λεγόμενος επισφαλής εργαζόμενος. Οι επισφαλώς εργαζόμενοι, αν είναι μερικώς απασχολούμενοι έχουν διπλάσιες πιθανότητες να είναι φτωχοί εργαζόμενοι, ενώ οι προσωρινά απασχολούμενοι έχουν τριπλάσιες πιθανότητες. Δεν είναι μόνο η αντίληψη ότι νιώθουν φτωχοί, χωρίς να είναι, αλλά είναι το ίδιο το βίωμα, η υποκειμενική προσέγγιση του πραγματικού», πρόσθεσε ο κ. Παπαδάκης.
«Η επισφαλής απασχόληση στην Κρήτη»
Όντας αναπληρωτής επιστημονικός υπεύθυνος του ερευνητικού έργου που υλοποιήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κρήτης και την Περιφέρεια, μεταξύ του 2016 και του 2022, στο πλαίσιο του πρώτου Περιφερειακού μηχανισμού παρακολούθησης της αγοράς εργασίας, ο κ. Παπαδάκης αναφέρθηκε στα ευρήματα της έρευνας, σχετικά με τις υπάρχουσες συνθήκες σε τοπικό επίπεδο. Η Κρήτη, ούσα μία κατεξοχήν τουριστική περιοχή με χιλιάδες εποχικούς εργαζόμενους και προσωρινή εργασία, εμφανίζει υψηλά ποσοστά επισφαλούς απασχόλησης. Ωστόσο, όσον αφορά τους κοινωνικούς δείκτες ευημερίας, παρουσιάζει πολύ θετικά αποτελέσματα σε σχέση με άλλες ελληνικές Περιφέρειες. «Σε σχέση με μείζονες κοινωνικούς δείκτες, η Κρήτη μετά την πανδημία πάει καλύτερα από τις περισσότερες Ελληνικές Περιφέρειες, λόγω της αυξημένης εποχικότητας και της εξάρτησης από τον τουρισμό, που οδηγεί ωστόσο σε προσωρινή εργασία και επισφάλεια στην απασχόληση», πρόσθεσε ο κ. Παπαδάκης.