Συμπτώματα του “burnout” η αποθάρρυνση από την εργασία και η έλλειψη κινήτρων η οποία οδηγεί σε επιβάρυνση του εργαζομένου
Ολοένα και συχνότερο τείνει να γίνει σήμερα το φαινόμενο της εργασιακής εξουθένωσης, ακόμα και σε νέους ανθρώπους, με τις υφιστάμενες συνθήκες εργασίας, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονους ρυθμούς και υψηλές σωματικές και ψυχολογικές πιέσεις να ωθούν τους εργαζόμενους στα άκρα, ειδικά σε κλάδους όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, ένα εντυπωσιακό 74% των εργαζομένων δηλώνει ότι βιώνει σωματική εξάντληση εξαιτίας της εντατικοποίησης της εργασίας και της έλλειψης προσωπικού, ενώ η υποστήριξη από τον εργοδότη ή την πολιτεία για την ελάφρυνση του εργαζομένου, παραμένει ελλιπής. Η κατάσταση είναι ιδιαίτερα επιβαρυμένη σε κλάδους εποχιακής απασχόλησης, όπως ο τουρισμός, όπου κυριαρχούν οι εξοντωτικοί ρυθμοί εργασίας και οι ελαστικές μορφές απασχόλησης. Η Κρήτη, ως αμιγώς τουριστικός προορισμός έρχεται άμεσα αντιμέτωπη με αυτές τις προκλήσεις, με τους εποχικά εργαζόμενους να βιώνουν τις συνέπειες της εντατικοποίησης της εργασίας και της αβεβαιότητας που συνεπάγεται η εποχικότητα. Παράλληλα, τον κώδωνα του κινδύνου έκρουσαν για την Ελλάδα η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας και το Συμβούλιο της Ευρώπης, εντοπίζοντας σοβαρές αποκλίσεις από τις διεθνείς υποχρεώσεις της χώρας σε θέματα κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Ανάμεσα σε αυτά που ξεχωρίζουν είναι η έλλειψη επαρκούς προστασίας από την ανεργία, οι δυσκολίες πρόσβασης σε αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας και οι έντονες έμφυλες ανισότητες, με τις γυναίκες να καταλαμβάνουν συχνά χαμηλόμισθες, μη ασφαλισμένες ή μη αμειβόμενες θέσεις, κυρίως σε τομείς φροντίδας.
«Η εργασιακή εξουθένωση έχει τρεις κύριες διαστάσεις», σύμφωνα με όσα ανέφερε μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Μάνος Πετράκης, σύμβουλος απασχόλησης στο Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ, στο δίκτυο υπηρεσιών πληροφόρησης και συμβουλευτικής. «Πρώτα, είναι η εξάντληση όλων των φυσικών και συναισθηματικών πόρων. Ο εργαζόμενος νιώθει ότι δεν έχει πια την ψυχική αντοχή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις. Συχνά εμφανίζονται σωματικά συμπτώματα, όπως ταχυπαλμίες ή χρόνιο άγχος». Η δεύτερη διάσταση, όπως σημειώνει, είναι πιο κοινωνική αλλά εξίσου ανησυχητική. «Η στάση του εργαζομένου απέναντι στη δουλειά γίνεται κυνική και ψυχρή. Ειδικά στον τουρισμό, ο πελάτης παύει να είναι πρόσωπο και μετατρέπεται σε αριθμό. Η ανθρώπινη επαφή χάνεται, η αλληλεγγύη μεταξύ συναδέλφων εξασθενεί». Η τρίτη και πιο εσωτερική διάσταση του burnout αφορά την αίσθηση προσωπικής ανεπάρκειας. «Ο άνθρωπος αρχίζει να αμφιβάλλει για την ικανότητά του. Αισθάνεται ότι δεν είναι επαρκής, αποθαρρύνεται. Αυτές οι τρεις διαστάσεις κινούνται παράλληλα και σωρευτικά και συνιστούν το κάψιμο του εργαζόμενου, το οποίο είναι πλέον αναπόφευκτο», υπογραμμίζει.
Επιπλέον, προσεγγίζοντας μία παράλληλη διάσταση του θέματος, η κρίση κόστους ζωής επιδεινώνει περαιτέρω τις εργασιακές συνθήκες, με σχεδόν τα μισά νοικοκυριά να αδυνατούν να καλύψουν βασικές υποχρεώσεις, ενώ το κόστος στέγασης στην Ελλάδα φτάνει να απορροφά πάνω από το 60% του διαθέσιμου εισοδήματος των φτωχών νοικοκυριών – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Οι σχετικές εκθέσεις αναλύουν πως η μη επαρκής προστασία των δικαιωμάτων του εργαζομένου λειτουργεί ως τροχοπέδη στην οικονομική ανάκαμψη και εντείνει τον κοινωνικό αποκλεισμό. Η Κρήτη, ως κατεξοχήν τουριστικός προορισμός, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κρίσης, με την εποχικότητα να αυξάνει ακόμα περισσότερο το πρόβλημα. Οι εργαζόμενοι δουλεύουν εντατικά επί έξι ή επτά μήνες, με ελάχιστες ημέρες ανάπαυσης, συχνά χωρίς σαφή ωράρια και με καθήκοντα που συνεχώς αλλάζουν λόγω των ελλείψεων σε θέσεις εργασίας. Σύμφωνα με τον κ. Πετράκη, το φαινόμενο δεν είναι τυχαίο. «Η εντατικοποίηση της εργασίας δεν είναι καινούργιο φαινόμενο, αλλά τώρα συνδυάζεται με την έλλειψη προσωπικού. Στην τελευταία ενδιάμεση έκθεση της ΓΣΕΕ το 2024, καταγράφονται 5.000 με 6.000 κενές θέσεις στον τουρισμό. Αυτό σημαίνει υπερφόρτωση, όχι μόνο σε ώρες, αλλά και στα ίδια τα καθήκοντα». Το πρόβλημα εντείνεται από την αδυναμία εφαρμογής των συλλογικών συμβάσεων. «Οι ξενοδόχοι συχνά δεν είναι μέλη οργανωμένων εργοδοτικών ενώσεων, άρα δεν δεσμεύονται από συλλογικές συμβάσεις. Πρέπει να υπάρξει ένας μηχανισμός ελέγχου, γιατί η ατομική σύμβαση δεν προστατεύει τον εργαζόμενο», υπογράμμισε. Παρόλο που το νομικό πλαίσιο υπάρχει και πλέον οι ώρες καταγράφονται ψηφιακά, από τη στιγμή που εντάχθηκε και η ψηφιακή κάρτα εργασίας σε τουρισμό και εστίαση, η έλλειψη επαρκούς στελέχωσης στις ελεγκτικές αρχές καθιστά αδύνατη την αποτελεσματική εποπτεία για τυχόν παραβιάσεις των δικαιωμάτων των εργαζομένων. «Όταν το ΣΕΠΕ έχει δύο άτομα για να καλύψει ολόκληρη την περιφέρεια του Ρεθύμνου, υπάρχει πρόβλημα. Κι όμως, πρέπει να ξεκινήσουμε από αυτό, αλλιώς τίποτα δεν θα αλλάξει».
Ένα αόρατο κόστος έχει το burnout, σύμφωνα με τον κ. Πετράκη, επηρεάζοντας παράλληλα την ποιότητα του τουριστικού προϊόντος, από τη στιγμή που οι επιχειρήσεις απαιτούν την κάλυψη μεγαλύτερου φόρτου εργασίας, συμπιέζοντας τα διαθέσιμα χρονικά περιθώρια και διαθέτοντας σαφώς περιορισμένο αριθμό εργατικών χεριών. «Έχεις έναν εργαζόμενο που λειτουργεί υπό πίεση, μοιραία αυτό θα φανεί και στην εμπειρία του πελάτη. Είναι ένας φαύλος κύκλος», ανέφερε. Το φαινόμενο του burnout δεν αφορά μόνο την ψυχολογική εξουθένωση, αλλά έχει και σαφείς κοινωνικές και οικονομικές προεκτάσεις. Στον τουριστικό τομέα, όπου κυριαρχεί η εποχική απασχόληση και η εργασιακή ανασφάλεια, οι εργαζόμενοι βιώνουν όχι μόνο τη συνεχή σωματική και πνευματική καταπόνηση, αλλά και μία έντονη αποπροσωποποίηση του ρόλου τους. Η πρόληψη της εργασιακής εξουθένωσης, σύμφωνα με τον Πετράκη, απαιτεί ολιστική προσέγγιση: «Χρειαζόμαστε καλύτερη οργάνωση των βαρδιών, τεχνολογία που βοηθά και όχι επιβαρύνει, υποστηρικτικό δίκτυο συμβουλευτικής και κυρίως, όρους εργασίας που καθιστούν το επάγγελμα ελκυστικό: αξιοπρεπείς αμοιβές, καθαρά ωράρια, υγιεινή και ασφάλεια, και ανθρώπινη μεταχείριση».
Η πίεση για αποδοτικότητα και η απουσία σταθερών συμβάσεων εργασίας οδηγεί σε συστηματική αμφισβήτηση της επάρκειάς τους, ενισχύοντας το αίσθημα ματαίωσης και απομόνωσης. Σε αυτό το πλαίσιο, το burnout παύει να είναι απλώς ένα προσωπικό πρόβλημα και μετατρέπεται σε δομικό χαρακτηριστικό ενός δυσλειτουργικού εργασιακού μοντέλου. «Στην περίπτωση του τουρισμού το εργασιακό burnout είναι πάρα πολύ έντομο. Δεν είναι μόνο η τρέχουσα αντίληψη περί εντατικοποίησης της εργασίας, αλλά συνδυάζεται επίσης με την έλλειψη προσωπικού που παρατηρείται. Ειδικά στον τουρισμό δεν με ενδιαφέρει να εξυπηρετήσω έναν πελάτη, αλλά τον αντιμετωπίζω ως έναν αριθμό. Γίνεται μία αποπροσωποποίηση της εργασίας», συμπλήρωσε ο κ. Πετράκης. Στο τέλος της ημέρας, πίσω από τα ρεκόρ αφίξεων και τα εντυπωσιακά νούμερα, παραμένει ο άνθρωπος. Και στην περίπτωση του τουρισμού, ένας εξουθενωμένος εργαζόμενος δεν είναι βιώσιμη λύση – ούτε για την οικονομία, ούτε για την κοινωνία.