Η αλλαγή επαγγέλματος, η στροφή σε άλλα πεδία – παρεμφερή ή και όχι – αλλά και οι συνεχείς αλλαγές στα δεδομένα πολλών επαγγελμάτων, θα αποτελεί κανονικότητα τα επόμενα χρόνια, για αυτό και οι νέοι θα πρέπει να αναπτύξουν ιδιαίτερα, τη δεξιότητα της προσαρμοστικότητας
Η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση έπειτα από μακροχρόνιες σπουδές σε σχολείο και πανεπιστήμιο, είναι ένα ζητούμενο για πολλούς νέους. Οι οικονομικές προκλήσεις και δυσκολίες είναι πολλές, για αυτό και υπάρχει η απαίτηση άμεσης ενσωμάτωσης του νέου ανθρώπινου δυναμικού στην παραγωγή έπειτα από τις όποιες σπουδές και καταρτίσεις, αν όχι και παράλληλα με αυτές. Η αναζήτηση, όμως, της επαγγελματικής ταυτότητας για πάρα πολύ κόσμο δεν είναι ένα «ταξίδι» που ακολουθεί μια ευθεία γραμμή. Πολλοί είναι εκείνοι που με σπουδές σε εντελώς διαφορετικά πεδία ανακάλυψαν αργότερα στη ζωή τους την πραγματική τους κλίση, αποφασίζοντας να ακολουθήσουν τελικά μια άλλη επαγγελματική πορεία.
Αυτή η μετάβαση δεν είναι απλώς μια αλλαγή κατεύθυνσης, αλλά μια βαθιά εσωτερική αναγνώριση του τι πραγματικά τους κινητοποιεί και τους ικανοποιεί επαγγελματικά. Μέσα από τις ιστορίες που μοιράστηκαν στα «Ρ.Ν.» άνθρωποι που βίωσαν τέτοιες καταστάσεις αλλά και από τα λεγόμενα των ειδικών, μπορούμε να δούμε πως ο δρόμος για τη συνειδητοποίηση του επαγγελματικού προορισμού δεν έχει πάντα χρονικά όρια, ενώ φαινόμενα αλλαγής επαγγελματικής «στέγης», τα επόμενα χρόνια, θα αποτελούν, μάλλον, κανονικότητα για τις νέες γενιές.
Η προσαρμοστικότητα στις αλλαγές ως μια από τις ήπιες δεξιότητες που πρέπει να αναπτύξουν οι νέοι
Σύμφωνα με μελέτες, όπως εξήγησε στα «Ρ.Ν.» η Βάλια Κανελλάκη, φιλόλογος και σύμβουλος σταδιοδρομίας, η αλλαγή επαγγελματικής «στέγης», είναι κάτι που πρόκειται να κληθούν να πραγματοποιήσουν οι επόμενες γενιές, καταρρίπτοντας έτσι την αντίληψη, πως αυτό που θα σπουδάσει κάποιος εξαρχής είναι και αυτό με το οποίο θα ασχοληθεί επαγγελματικά. Από την άλλη, τονίζει πως η άμεση επαγγελματική αποκατάσταση και οι μεγάλες απολαβές, αποτελούν επαγγελματικές αξίες των περισσότερων, όμως όλα αυτά προϋποθέτουν την απόλαυση και την αγάπη για το αντικείμενο: «Συνήθως, στο μυαλό τους τα παιδιά έχουν την αποκατάσταση. Να βρουν κατευθείαν μια δουλειά που να έχει και χρήματα. Κάποιες φορές δεν μπορούν να αντιληφθούν τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση που ασχοληθούν με κάτι που δεν τους αρέσει, αλλά θα λειτουργήσουν με γνώμονα το χρήμα και την αποκατάσταση. Γιατί όταν κάνεις ένα επάγγελμα που δεν σου ταιριάζει και δεν σου αρέσει, δεν θα το κάνεις με την ίδια ευχαρίστηση και σίγουρα θα επηρεάζει και την προσωπική σου ζωή. Για να βγάζεις χρήματα πρέπει να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις και για να είσαι καλός σε αυτό που κάνεις θα πρέπει να σου αρέσει. Άρα, θα πρέπει να ξεκινήσουμε από μια τελείως διαφορετική βάση. Επίσης, σύμφωνα με μελέτες, οι νέες γενιές θα χρειαστεί να αλλάξουν επαγγελματική «στέγη» πολλές φορές, στη μετέπειτα ζωή τους. Χρειάζεται να δουλευτεί και η προσαρμοστικότητα των παιδιών, ένα από τα λεγόμενα «soft skills», τις ήπιες δεξιότητες, να μπορούν δηλαδή να προσαρμοστούν και σε ενδεχόμενη αλλαγή επαγγέλματος αλλά και σε όλες τις αλλαγές που γίνονται καθημερινά», καταλήγει, ενώ το ίδιο επιβεβαιώνει και η Λία Αχλαδά, σύμβουλος Επαγγελματικού Προσανατολισμού, Ψυχολόγος και ΕΔΙΠ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, στο τμήμα Κοινωνιολογίας, η οποία συμπληρώνει πως πλέον, μέσω μεταπτυχιακού εύκολα κάποιος μπορεί να μεταπηδήσει σε έναν τομέα ο οποίος θα τον οδηγήσει τελικά σε αυτό που πραγματικά ήθελε να ασχοληθεί, πράγμα που συνεπάγεται πως το αντικείμενο καθαυτό μιας αρχικής επιλογής δεν σημαίνει τον μονόδρομο στην επαγγελματική ταυτότητά του: «Όσο πιο γενική σχολή επιλέξω, τόσο πιο εύκολο είναι να μεταπηδήσω και να πάω σε έναν άλλο τομέα, μέσω μεταπτυχιακού. Ούτως ή άλλως το πτυχίο πλέον του πανεπιστήμιου είναι σαν να παίρνεις απολυτήριο λυκείου. Χρειάζεται οπωσδήποτε ένα μεταπτυχιακό. Εγώ λέω στα παιδιά ότι και να περάσουν κάπου που δεν τους ικανοποιεί, μέσω μεταπτυχιακού μπορούν να μεταπηδήσουν εκεί που πραγματικά ήθελαν».
Από την άλλη, η κ. Κανελλάκη, επισημαίνει πως το άγχος της λανθασμένης επιλογής στα 17 είναι κάτι που πρέπει να αποβληθεί από τον νέο που καλείται να επιλέξει τις σπουδές του, καθώς υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που μετέπειτα στη ζωή τους ξανασπούδασαν, πράγμα που ναι μεν δεν είναι εύκολο αλλά είναι ικανό να αναβαθμίσει τελικά την ποιότητα ζωής του ενήλικα σε πολλούς τομείς μάλιστα, όχι μόνο της επαγγελματικής: «Ακόμα και μια λανθασμένη επιλογή, δεν σημαίνει ότι θα με δεσμεύσει εφ’ όρου ζωής γιατί υπάρχουν παραδείγματα ανθρώπων που στα 40 τους πάλι, για παράδειγμα, μπορεί να σπουδάσουν. Ακόμα και αν πάω σε μια σχολή που δεν μου αρέσει εν τέλει μπορώ να αλλάξω, υπάρχουν τόσες επιλογές πλέον. Αν βγάλω αυτό το άγχος της «λανθασμένης» επιλογής, τότε μπορώ να επιλέξω καλύτερα. Και πρέπει να θυμάμαι πως από οτιδήποτε κάνω, λαμβάνω δεξιότητες. Αν σκεφτούμε ότι κάποιος που στα 40 του αποφασίζει να αλλάξει επάγγελμα, πόσα χρόνια ακόμα θα εργάζεται; 27-30; Είναι καλύτερο να παλέψει για 2-3 χρόνια για κάτι διαφορετικό και τα υπόλοιπα να ασχοληθεί με κάτι που τον ευχαριστεί πάρα να μείνει ακόμα 30 χρονιά σε κάτι που δεν τον καλύπτει, γιατί αυτό έχει συνέπειες και στην καθημερινότητα, και στις σχέσεις με τους συνάνθρωπους και στην προσωπική ζωή».
Από το γραφείο στη δράση
Η Μαρία Π., 44 ετών, μητέρα και σύζυγος, που μίλησε στα «Ρ.Ν.» αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα ενός ανθρώπου που δεν εφησυχάζεται στις αρχικές του σπουδές, αλλά ακούγοντας τις ανησυχίες του και αξιοποιώντας τις συγκυρίες, κατάφερε από σπουδές πάνω στα ξενοδοχειακά και μια δουλειά γραφείου στο αντικείμενό της, να σπουδάσει την ειδικότητα της διασώστριας – πληρώματος ασθενοφόρου. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Πάντα υπήρχε η φλόγα στο κεφάλι μου για αυτό που κάνω τώρα. Ξεκίνησα σπουδάζοντας τουριστικά, ασχολήθηκα με αυτό από το 1999 μέχρι και το 2020. Το 2020 με τον κορονοϊό μου δόθηκε η ευκαιρία να μείνω στο σπίτι και να μπορέσω να γραφτώ σε σχολή όπου υπήρχε η ειδικότητα διασωστών – πληρώματος ασθενοφόρου και να κάνω το όνειρό μου πραγματικότητα. Στην συνέχεια, είχα και την ευκαιρία να δουλέψω και άμεσα πάνω σε αυτό. Πάντα μου άρεσε. Πάντα είχα αυτό το αίσθημα της προσφοράς και αλληλεγγύης, το να προσφέρω στον συνάνθρωπο. Αυτή τη δουλειά αν δεν την αγαπάς, δεν μπορείς να την κάνεις, είναι ιδιαίτερη».
Η αλλαγή στην επαγγελματική πορεία, όμως, δεν είναι μια εύκολη απόφαση και διαδικασία. Η σύγκριση με τους συνομήλικους οι οποίοι συχνά εμφανίζονται κατασταλαγμένοι πάνω στο αντικείμενό τους και ενδεχομένως να διαπρέπουν σε αυτό και να εξελίσσονται, είναι αναπόφευκτη, όμως η Μαρία εξηγεί ότι: «Δεν ένιωσα ποτέ ότι μένω «πίσω» ξανασπουδάζοντας και κάνοντας αυτή την επιλογή. Ίσα ίσα ένιωσα ότι βρήκα τα πατήματά μου, ότι «εδώ είμαστε». Είμαι 44 χρονών και πραγματικά νιώθω πολύ όμορφα με αυτό που κάνω. Δεν είναι εύκολο, βέβαια, να ξαναμπείς στη διαδικασία του να διαβάσεις, να συγκεντρωθείς, να αποστηθίζεις. Όμως όταν το θέλεις πραγματικά τότε δεν το κάνεις εξαναγκαστικά. Φυσικά, τίποτα δεν είναι ρόδινο. Εννοείται πως δυσκολεύτηκα αλλά άξιζε τον κόπο. Είχα στο μυαλό μου τον στόχο μου οπότε και τα κατάφερα».
Πάντως, η στήριξη του στενού περιβάλλοντος είναι σημαντική, καθώς ο συνδυασμός των πολλαπλών ρόλων που καλείται να πάρει κάποιος σπουδάζοντας ξανά την ώρα που έχει και οικογένεια, δεν είναι καθόλου εύκολος: «Όσον αφορά την οικογένεια, μπορώ να πω ότι είχα την αμέριστη στήριξη του άντρα μου. Στην αρχή, φυσικά, μου είπε ότι το επάγγελμα είναι δύσκολο, δεν είναι έτσι όπως ειδυλλιακά υπάρχει στο μυαλό σου ίσως, αλλά με βοήθησε πάρα πολύ. Τα παιδιά μου στην αρχή ήταν λίγο παραξενεμένα με όλο αυτό, που ξανασπουδάζω και αλλάζω τελείως επάγγελμα. Αλλά δεν μπορώ να πω ότι μου φέρανε αντίρρηση. Σίγουρα έλειπα από το σπίτι πολλά απογεύματα. Μια μαμά λείπει. Παρόλα αυτά δεν είχα εμπόδια. Δεν ξέρω αν τους δίνω το παράδειγμα, μπορώ να πω όμως ότι με βλέπουν ευτυχισμένη και ευχαριστημένη και αγαπώ αυτό που κάνω και κάθε φορά που με βλέπουν να ετοιμάζομαι να πάω στη δουλειά μου λένε «άντε θα πας πάλι στη δουλειά σου». Και εννοούν ότι θα πάω τώρα να κάνω αυτό που αγαπάω. Μ’ αρέσει που το ακούω αυτό», καταλήγει και συμπληρώνει ότι: «Δεν πρέπει ποτέ μα ποτέ να παρατάς αυτό που αγαπάς. Ακόμα και μεγάλος μπορείς να τα καταφέρεις. Να αρπάζεις τις ευκαιρίες στη ζωή. Να μη νιώσεις ότι σε παίρνουν τα χρόνια, πάντα υπάρχει χρόνος. Και τελικά η ζωή είναι για να τη ζεις, έτσι πιστεύω. Γιατί πολλές ώρες περνάμε στη δουλειά μας, μεγάλο μέρος της ζωής μας είναι η δουλειά οπότε δεν πρέπει να την κάνουμε για να την κάνουμε».
«Αρκετοί προσπάθησαν να με πείσουν – και ιδιαίτερα οι γονείς μου – να μην αφήσω τη διδασκαλία, αλλά δεν τα κατάφεραν»
Η ιστορία της Αναστασίας Χορμόβα, αποτελεί μια άλλη περίπτωση, όπου παρά το γεγονός ότι σπούδασε γερμανική και αγγλική φιλολογία, παίρνοντας και την ειδικότητα της μεταφράστριας, στην πορεία της ζωής της ανακάλυψε πως η διδασκαλία και το συγκεκριμένο αντικείμενο δεν την ικανοποιούσε. Στα 41 της πια, όπως η ίδια αναφέρει, έχει βρει την επαγγελματική ικανοποίηση στον τομέα των ξενοδοχειακών υπηρεσιών και όχι μόνο αναγνωρίζει την απόφασή της ως σωστή, αλλά δηλώνει πως αγαπά αυτό που κάνει και απολαμβάνει την καθημερινότητά της στον κλάδο αυτό.
Χαρακτηριστικά εξηγεί: «Σπούδασα σε ιδιωτική σχολή (Ινστιτούτο Goethe Αθήνας) Γερμανικά για πέντε χρόνια όπως επίσης και στο Μεταφραστικό τμήμα του Ινστιτούτου για δύο χρόνια και έχω πάρει τα πτυχίο Γερμανικών σαν καθηγήτρια της γλώσσας αλλά επίσης και πτυχίο Μεταφράστριας. Επίσης, έχω πάρει και πτυχίο ως καθηγήτρια Αγγλικών. Για ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκα τη διδασκαλία όμως έβλεπα ότι δεν μου άρεσε αυτό που κάνω και ότι φτάνω στο σημείο να το κάνω με το ζόρι απλά για βιοποριστικούς λόγους. Που η αλήθεια είναι δεν με κάλυπτε ούτε το οικονομικό. Η μεγαλύτερη πρόκληση ήταν να βρω κάτι που να μου αρέσει πραγματικά. Δεν ένιωσα ποτέ ότι μένω «πίσω» όταν άρχισα να ψάχνω άλλες επαγγελματικές εξόδους γιατί ποτέ δεν είχα πρόβλημα να εργαστώ σαν κάτι άλλο όπως σερβιτόρα, πωλήτρια, έτσι ώστε να μπορώ να προχωρήσω μπροστά και να ανταπεξέλθω στις ανάγκες που είχα. Μπορώ να πω ότι σε ένα επάγγελμα όπως της ρεσεψιονίστ, έχω βρει τελικά αυτό που μου ταιριάζει: η επαφή με τον κόσμο, η συνομιλία, η βοήθεια σε κάποιο θέμα τους».
Παρόλα αυτά, η ίδια αναγνωρίζει πως μπορεί να μην ασχολείται άμεσα με το αντικείμενο των σπουδών της, όμως αποτέλεσε ένα καλό υπόβαθρο ώστε να εξελιχθεί στο υφιστάμενο επάγγελμά της: «Και βέβαια με βοήθησαν οι σπουδές μου σε αυτό που κάνω σήμερα. Αυτή τη στιγμή εργάζομαι σε τουριστική επιχείρηση, σε ξενοδοχείο, που επί το πλείστον έχει Γερμανούς πελάτες, οπότε το πιο σημαντικό είναι το ότι γνωρίζω τη γλώσσα και μπορώ να συνομιλήσω ή να εξυπηρετήσω με τον βέλτιστο τρόπο τον πελάτη».
Σχετικά με την απόφασή της να αφήσει ένα επάγγελμα που για πολλούς αποτελεί «όνειρο» και να εδραιωθεί σε έναν δύσκολο, απαιτητικό και πολύ ανταγωνιστικό κλάδο, η ίδια αναφέρει: «Δεν έδωσα σημασία στο τι έλεγαν οι γύρω μου, αρκετοί προσπάθησαν να με πείσουν και ιδιαίτερα οι γονείς μου να μην αφήσω τη διδασκαλία, αλλά δεν τα κατάφεραν. Καμία τέτοια αλλαγή δεν είναι εύκολη. Σήμερα νιώθω αρκετά ικανοποιημένη με αυτό που κάνω, μ’ αρέσει η επαφή με τον κόσμο, η επικοινωνία, το «μικρό χάος» που ίσως επικρατήσει σε αυτόν τον τομέα. Κούραση υπάρχει βέβαια αλλά είναι κάτι που αντέχεται».
Τέλος, σημειώνει πως πολλοί είναι αυτοί που χρειάζεται μέσα από πολλές διαδρομές να λάθος επιλογές να βρουν τελικά αυτό που τους ευχαριστεί, οπότε συμβουλεύει όποιον βιώνει μια παρόμοια κατάσταση: «Να μην το σκέφτεται πολύ, μια καινούργια εμπειρία είναι, να τη χαρεί μέχρι να βρει πραγματικά αυτό που του αρέσει και απολαμβάνει, διότι περνάμε τη μισή μέρα μας στον χώρο εργασίας και αυτός θα πρέπει να είναι ευχάριστος και να μας ικανοποιεί».