Περίπου 400.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από αιφνίδιο θάνατο σε Ευρώπη και στις Ηνωμένες Πολιτείες, σύμφωνα με τα στοιχεία.
Η μόνη αποτελεσματική άμυνα απέναντι στην απειλή των αιφνίδιων θανάτων αποτελεί η πρόληψη, ειδικά στις ομάδες «χαμηλού» κινδύνου που πάσχουν από ήπια στεφανιαία νόσο, καθώς αν και παράδοξο αυτή η ομάδα πλήττεται στον μεγαλύτερο βαθμό από αιφνίδιους θανάτους, καθώς στην ομάδα υψηλού κινδύνου που αφορά έναν μικρότερο κομμάτι του πληθυσμού το φαινόμενο προλαμβάνεται στο 100%.
Η καλή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, του ζαχάρου, η διακοπή του καπνίσματος και η τακτική σωματική άσκηση συμπεριλαμβάνονται στα μέτρα πρόληψης για τη διατήρηση της υγείας της καρδιάς, όπως επεσήμανε ο καθηγητής καρδιολογίας και διευθυντής της Καρδιολογικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου Μανώλης Σημαντηράκης μιλώντας στο Ραδιόφωνο ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1 και την Αντιγόνη Ανδρεάκη.
Ο κ. Σημαντιράκης μίλησε για τον ορισμό του αιφνίδιου θανάτου, ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο, πώς μπορεί αυτός να προληφθεί, αλλά και γιατί παραμένει εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί ποιος τελικά θα καταλήξει. Ανέλυσε επίσης τις αιτίες, αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης των προληπτικών ελέγχων.
«Ο αιφνίδιος θάνατος δεν είναι νέο φαινόμενο»
Σύμφωνα με τα στοιχεία ετησίως στην Ευρώπη καταγράφονται περίπου 400.000 αιφνίδιοι θάνατοι, σημείωσε ο κ. Σημαντιράκης, ενώ επίσης επεσήμανε ότι δεν αποτελεί ένα νέο φαινόμενο: «Οι αιφνίδιοι θάνατοι ήταν πολλοί και πριν τον κορονοϊό και μετά, πριν τα εμβόλια και μετά τα εμβόλια και έχουν συγκεκριμένες αιτίες», τόνισε.
Ο ορισμός που δίνει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) για τον αιφνίδιο θάνατο είναι συγκεκριμένος: «Αιφνίδιος είναι ο θάνατος που επέρχεται μέσα σε μια ώρα από την έναρξη των συμπτωμάτων. Δηλαδή κάποιος άνθρωπος αισθάνθηκε έναν πόνο στο στήθος και πριν περάσει μια ώρα από την έναρξη του πόνου πέθανε. Αυτός ο θάνατος θεωρείται αιφνίδιος», επεσήμανε ο καθηγητής, ενώ τόνισε ότι «εάν δεν υπάρξει εξωτερική υποστήριξη, όπως με καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση ή χρήση απινίδωσης, τότε ο άνθρωπος δεν θα μπορέσει να επανέλθει μόνος του και θα καταλήξει».
Η πιο συχνή αιτία αιφνιδίου θανάτου, όπως ανέφερε ο κ. Σημαντιράκης, είναι η στεφανιαία νόσος: «Η συχνότερη αιτία αιφνιδίου καρδιακού θανάτου είναι η στεφανιαία νόσος, που συνήθως εμφανίζεται το σύμπτωμα του πόνου. Όμως υπάρχουν και άλλες αιτίες αιφνιδίου θανάτου που δεν υπάρχουν προηγούμενα συμπτώματα. Για παράδειγμα υπάρχουν διάφορα ηλεκτρικά σύνδρομα, διάφορες καναλοπάθειες που μεταδίδονται κληρονομικά, όπως είναι το σύνδρομο Μπρουγκάντα ή το σύνδρομο του μακρού QT, που κανείς πεθαίνει ξαφνικά χωρίς να αισθανθεί απολύτως τίποτα».
Μετεμφραγματικοί ασθενείς, με μυοκαρδιοπάθειες, με σύνδρομο Μπουγκάντα ή μακρού QT στις ομάδες υψηλού κινδύνου
Οι μετεμφραγματικοί ασθενείς, με μυοκαρδιοπάθειες, με σύνδρομο Μπουγκάντα ή μακρού QT ανήκουν στις ομάδες υψηλότατου κινδύνου, σημείωσε ο κ. Σημαντιράκης, όμως παρόλα αυτά είναι πιο εφικτό σε αυτούς τους ασθενείς να προληφθεί ο αιφνίδιος θάνατος.
«Μολονότι εμφανίζουν πολύ υψηλή πιθανότητα να καταλήξουν, είναι λίγοι, καθώς οι ομάδες ανθρώπων στην κοινωνία με τα σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα είναι μια μικρή μειοψηφία», επεσήμανε ο καθηγητής.
Ενώ αντίθετα οι αριθμητικά περισσότεροι αιφνίδιοι θάνατοι παρουσιάζονται σε φαινομενικά υγιείς ανθρώπους με αιτία τη στεφανιαία νόσο η οποία μπορεί να είναι ήπια και να μην έχει προβλεφθεί το ενδεχόμενο θανάτου και χωρίς εμφανή συμπτώματα.
«Μπορεί να μην έχει απολύτως καμία ενόχληση, να έχει τη δραστηριότητά του κανονικά, να αθλείται και να έχει έντονη σωματική δραστηριότητα. Ωστόσο αυτός ο άνθρωπος κινδυνεύει να πεθάνει αιφνίδια. Αυτοί οι θάνατοι, μολονότι εμφανίζονται σε άτομο χαμηλότατου κινδύνου, είναι πολλοί αριθμητικά, γιατί η μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων στην κοινωνία είναι αυτοί οι άνθρωποι που εμφανίζουν μια ήπια στεφανιαία νόσο».
«Ο αιφνίδιος θάνατος προλαμβάνεται 100% στους υψηλού κινδύνου ασθενείς» – Στο επίκεντρο οι ομάδες χαμηλού κινδύνου με τους περισσότερους θανάτους
Δεν είναι εφικτό να προβλεφθεί στους ανθρώπους που ανήκουν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου ποιοι θα παρουσιάσουν αιφνίδιο θάνατο, σημείωσε ο κ. Σημαντιράκης, αντίθετα με τους ασθενείς υψηλού κινδύνου: «Ο αιφνίδιος θάνατος προλαμβάνεται 100% στους υψηλού κινδύνου ασθενείς χρησιμοποιώντας μια συσκευή που είναι παρόμοια με τον βηματοδότη, η οποία είναι ο εμφυτεύσιμος απινιδωτής. Υπάρχει από το 1980 στην κλινική πράξη και χρησιμοποιείται και τον προορίζουμε μόνο για τους υψηλού κινδύνου ασθενείς. Οι άνθρωποι χαμηλού κινδύνου είναι πάρα πολλοί, είναι εκατομμύρια. Δεν μπορείς να εμφυτεύεις μια τέτοια συσκευή – που δεν είναι άμοιρη κινδύνου – σε όλους, δεν αξίζει να το υφίστανται κανείς εάν δεν είναι σε ομάδα υψηλού κινδύνου. Εάν είναι σε ομάδα χαμηλού κινδύνου πιθανόν ποτέ στη ζωή του δεν θα χρησιμοποιηθεί αυτός ο απινιδωτής».
Στους ανθρώπους που ανήκουν στην ομάδα χαμηλού κινδύνου συστήνονται οι εξετάσεις και η διατήρηση της υγείας σε καλά επίπεδα: «Προλαμβάνουμε να μην έχουμε αθηρωματικές πλάκες στα στεφανιαία αγγεία και εάν έχουμε θα λαμβάνουμε τα μέτρα μας ώστε η μεμβράνη της αθηρωματικής πλάκας να είναι όσο γίνεται σταθερή. Αυτά τα πετυχαίνουμε με την καλή ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, με τη χαμηλή χοληστερίνη, να μην καπνίζουμε, να ρυθμίζουμε το ζάχαρό μας και επιπλέον να κάνουμε άσκηση, εάν είναι δυνατόν σε καθημερινή βάση ή όσο πιο συχνά μπορούμε. Εάν τα κάνουμε όλα αυτά, ο κίνδυνος να κάνει ρήξη η αθηρωματική πλάκα και να συμβεί αιφνίδιος θάνατος, είναι πολύ χαμηλός».
«Μετά τα 50 έτη εμφανίζεται κυρίως ο αιφνίδιος θάνατος»
Η αιτία του αιφνίδιου θανάτου σχετίζεται με την ηλικία, επεσήμανε ο καθηγητής.
Τα μικρά παιδιά παρουσιάζουν αιφνίδιο θάνατο εξαιτίας μιας μυοκαρδίτιδας ή εξαιτίας ενός κληρονομικού νοσήματος, όπως τόνισε, ενώ συμπλήρωσε για τους τρόπους πρόληψης: «Ένα καρδιογράφημα και ένας αδρός έλεγχος με εξετάσεις αίματος νομίζω ότι μας δίνει πολλές φορές τη λύση. Συνήθως στη νηπιακή ηλικία αποκαλύπτονται αυτά με ένα καρδιογράφημα και μετά ακολουθεί γονιδιακός έλεγχος».
Όσον αφορά στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες ο καθηγητής τόνισε: «Κυρίως μετά τα 50 εμφανίζεται ο αιφνίδιος καρδιακός θάνατος στους φαινομενικά υγιείς. Οι γυναίκες σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, ειδικά μετά την εμμηνόπαυση, τότε η πιθανότητα είναι η ίδια ή και λίγο μεγαλύτερη που έχουν οι άνδρες για να πεθάνουν αιφνίδια».
Ο κ. Σημαντιράκης προτείνει από τα 30 και μετά, ειδικά αν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό, να γίνεται ένας γενικός καρδιολογικός έλεγχος: «Ήδη από τα 30 μπορεί κανείς να κάνει έναν αδρό έλεγχο, ιδιαίτερα εάν έχει οικογενειακό ιστορικό με σαγχαρώδη διαβήτη και έναν αδρό καρδιολογικό έλεγχο, δηλαδή ένα ηλεκτροκαρδιογάφημα, ένα τεστ κοπώσεως εάν ανήκει σε υψηλού κινδύνου λόγω οικογενειακού ιστορικού».
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΚΟΥΝΤΟΥΝΙΩΤΗ