Του ΠΟΛΥΒΙΟΥ ΨΗΝΑ*
Θα ξεκινήσουμε το συλλογισμό θέτοντας μερικά ερωτήματα. Η επιμονή της κυβέρνησης για αναθεώρηση του Συντάγματος, ώστε να μπορέσουν να ιδρυθούν ιδιωτικά πανεπιστήμια στη χώρα, εδράζεται σε κάποια ευρύτερη κοινωνική ανάγκη η οποία δεν καλύπτεται από το υπάρχον πλαίσιο, ή στη βούλησή της για να εξυπηρετηθούν συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα που βλέπουν τον χώρο της ανώτατης εκπαίδευσης ως εύφορη κοιλάδα ιδιωτικών κερδών; Η μεταρρύθμιση του ψυχοφθόρου, κοστοβόρου και αναχρονιστικού, εν πολλοίς, θεσμού των πανελληνίων εξετάσεων, μήπως θα καθιστούσε περιττή την αδειοδότηση ιδιωτικών παρόχων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, λαμβάνοντας υπόψη τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά της Ελλάδος, τη γεωγραφική διασπορά των δημοσίων ΑΕΙ, τον πλουραλισμό των πεδίων έρευνας και γνώσης και την υψηλή παγκόσμια κατάταξη των περισσοτέρων δημόσιων ιδρυμάτων;
Τις τελευταίες δεκαετίες αρκετοί ιδεολογικοί εκφραστές του νεοφιλελευθερισμού, αλλά και του νεοσυντηρητισμού σε συνεργασία με τα προσφιλή τους μέσα μαζικής ενημέρωσης, έχουν κατασκευάσει κοινωνικά, μέσα από το δημόσιο λόγο τους, μια εικόνα των δημοσίων πανεπιστημίων ως χώρους ανομίας και έλλειψης ασφάλειας, ως χώρους προστασίας και δράσης παραβατικών στοιχείων, ως πεδίο κυριαρχίας και αναπαραγωγής αριστερών ιδεών (με όρους στίγματος), ως χώρους που αντιστέκονται στην αριστεία, στην καινοτομία και στην κοινωνική εξέλιξη. Φυσικά, όσοι χτίζουν ένα τέτοιο επιχείρημα, συνεχίζουν το συλλογισμό τους συγκρίνοντας, στρεψόδικα, αυτή την κατασκευασμένη εικόνα των ελληνικών πανεπιστήμιων, με ιδιωτικά ιδρύματα του εξωτερικού.
Από την άλλη, ας μην ξεχνάμε ότι, διαχρονικά, η πολιτεία είναι αυτή που ορίζει και εποπτεύει τον τρόπο εισαγωγής στα πανεπιστήμια, τον αριθμό των εισακτέων, τις διαδικασίες αξιολόγησης και διασφάλισης της ποιότητάς τους, τον αριθμό των διδασκόντων, τους πόρους για τη βιωσιμότητα και ποιοτική λειτουργία των Ακ. τμημάτων, τη χρηματοδότηση της έρευνας, τις συνθήκες εκπαίδευσης στα αμφιθέατρα και στα εργαστήρια κτλ. Η πολιτεία δηλαδή έχει τον κύριο και καθοριστικό ρόλο για συνθήκες στις οποίες σε δεύτερο χρόνο έρχεται να ασκήσει κριτική, αρθρώνοντας έναν δημόσιο λόγο ο οποίος, εν πολλοίς, υπονομεύει τα δημόσια αγαθά και υπηρεσίες που προσφέρονται. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται ο χώρος, η κοινωνική ανάγκη και η κοινωνική νομιμοποίηση για δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων τα οποία θα προσφέρουν καλύτερα, ποιοτικότερα και πιο ευέλικτα, όπως αφήνεται να εννοηθεί, αυτά τα αγαθά και υπηρεσίες, φυσικά, επί πληρωμή.
Πόσο κοστίζουν οι σπουδές σε ένα δημόσιο ΑΕΙ, μακριά από τον τόπο κατοικίας ενός φοιτητή;
Όσοι γονείς σπουδάζουν φοιτητές μακριά από τον τόπο διαμονής τους, γνωρίζουν πολύ καλά ότι δωρεάν φοίτηση δεν υφίσταται, εφόσον η πλειοψηφία των φοιτητών πληρώνουν για τη διαμονή και τη διαβίωσή τους σε μιαν άλλη πόλη. Αν ένας φοιτητής σε μια πόλη της περιφέρειας όπως το Ρέθυμνο λ.χ., για μια γκαρσονιέρα των 25-30 τετραγωνικών πληρώνει ενοίκιο κατά μέσο όρο περίπου 300 ευρώ το μήνα (3600 το έτος) και 80 ευρώ περίπου το μήνα για τα υπόλοιπα έξοδα της οικίας (νερό, ρεύμα, τηλέφωνο, internet, κοινόχρηστα), τότε 4500 ευρώ περίπου κοστίζει συνολικά, μόνο η στέγαση ενός φοιτητή μακριά από το σπίτι του. Αν υποθέσουμε ότι ένας φοιτητής χρειάζεται 400 με 500 ευρώ το μήνα για τα υπόλοιπα έξοδά του και αν υποθέσουμε ότι δύο μήνες τον χρόνο επιστρέφει στην οικογενειακή εστία (4500 ευρώ δηλαδή έξοδα διαβίωσης για 10 μήνες) τότε, το κάθε έτος σπουδών μπορεί να κοστίζει μέχρι και 9000 ευρώ με συντηρητικούς υπολογισμούς. Εφόσον ο φοιτητής ολοκληρώσει στα τέσσερα έτη, το κόστος σπουδών ανέρχεται κάπου ανάμεσα στα 36 με 40 χιλιάδες ευρώ για μια οικογένεια.
Φροντιστήρια 300 με 400 ευρώ το μήνα για τουλάχιστον δύο χρόνια
Η εισαγωγή στο πανεπιστήμιο ωστόσο, προϋποθέτει και την αντίστοιχη προετοιμασία, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την κατάσταση στη δημόσια δευτεροβάθμια εκπαίδευση σε συνδυασμό με τη βάση εισαγωγής της κάθε σχολής. Η πολιτεία έχει και εδώ τον πρώτο λόγο και την ευθύνη για τη διαχρονική υποβάθμιση των προσφερόμενων υπηρεσιών δημόσιας εκπαίδευσης μιας και αυτές σχετίζονται άμεσα με τη χρηματοδότηση και τις πολιτικές που εφαρμόζονται στο δημόσιο σχολείο. Ειδικότερα, αριθμός μαθητών ανά τάξη, αριθμός εκπαιδευτικών ανά μαθητή, χαμένες διδακτικές ώρες εξαιτίας καθυστερημένων προσλήψεων, μη σταθερό εκπαιδευτικό προσωπικό ανά σχολική μονάδα εξαιτίας του θεσμού της αναπλήρωσης, απογοήτευση, ψυχική και σωματική εξουθένωση του εκπαιδευτικού προσωπικού, σε συνδυασμό με τις πολύ χαμηλές αμοιβές και άλλα πολλά για τα οποία υπεύθυνη είναι η πολιτεία και οι εκάστοτε υπουργοί. Για το τέλος κρατάμε δύο παράγοντες. Το αναλυτικό πρόγραμμα και την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ώρες διδασκαλίες ανά μάθημα, διδακτικά εγχειρίδια, διδακτικό περιεχόμενο, διδακτέα ύλη, εξετασιοκεντρισμός. Όλα αυτά σχετίζονται άμεσα με το κατά πόσο ο μαθητής θα χρειαστεί να αγοράσει εκπαιδευτικές υπηρεσίες από την ιδιωτική αγορά εκπαίδευσης, ώστε να πετύχει τον στόχο εισαγωγής σε δημόσιο πανεπιστήμιο. Η δε αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που και αυτή σχεδιάστηκε πρόχειρα, αντιεπιστημονικά και επιχειρείται να εφαρμοστεί εκβιαστικά και αυταρχικά, δεν βελτιώνει τις συνθήκες και την ποιότητα της εκπαίδευσης, μιας και τα κυριότερα διαχρονικά προβλήματα στο δημόσιο σχολείο είναι δομικού τύπου και πηγάζουν από τις ανεπαρκείς εκπαιδευτικές πολιτικές και όχι τόσο από τις ικανότητες και δεξιότητες των λειτουργών εκπαίδευσης. Ούτως ή άλλως, η διασφάλιση και προώθηση της ποιότητας στη δημόσια εκπαίδευση ιδεατά θα έπρεπε να στοχεύει στη συνολική αναβάθμιση του προσφερόμενου εκπαιδευτικού έργου, το οποίο θα σήμαινε ότι δεν θα υπήρχε τόσο μεγάλη ανάγκη για ιδιωτικές υπηρεσίες εκπαίδευσης. Ο κύκλος εργασίας λοιπόν αυτής της ιδιωτικής αγοράς θα μειωνόταν σημαντικά υπέρ του οικογενειακού προϋπολογισμού. Έχει κανείς την αίσθηση ότι, αυτή ειδικά η κυβέρνηση, έχει κάποια τέτοια προτεραιότητα;
Κοντολογίς, ένας μαθητής ο οποίος επιθυμεί να εισαχθεί σε μια σχολή στο πανεπιστήμιο ξεκινάει συνήθως την προετοιμασία στη Β’ λυκείου και η προετοιμασία αυτή διαρκεί συνήθως δύο έτη. Το κόστος σε φροντιστήρια μέσης εκπαίδευσης ανά έτος μπορεί να αγγίζει τις τρεις με τέσσερις χιλιάδες ευρώ και να εκτοξεύεται φυσικά αν ο μαθητής επιλέγει εξατομικευμένες εκπαιδευτικές υπηρεσίες. Συνολικά, μια οικογένεια θα χρειαστεί να ξοδέψει έξι με οκτώ χιλιάδες ευρώ. Οι σπουδές λοιπόν, από την προετοιμασία (Β’ λυκείου) μέχρι και την έγκαιρη αποφοίτηση για (τέσσερα έτη) κοστίζουν 40 με 50 χιλιάδες ευρώ και προσθέτουμε εννέα με δέκα χιλιάδες ευρώ ανά έτος, σε περίπτωση καθυστέρησης ολοκλήρωσης ή σε περίπτωση σχολών με πέντε ή και έξι έτη σπουδών. Τα ποσά αυτά φυσικά μπορεί να κυμαίνονται προς τα πάνω ή προς τα κάτω, αλλά η γενική εικόνα παραμένει.
Έχοντας όλα αυτά υπόψη, τα οποία αποτελούν βίωμα σε κάθε ελληνική οικογένεια που σπούδασε, σπουδάζει ή πρόκειται να σπουδάσει παιδιά, εύλογα θα δημιουργηθεί το εξής ερώτημα. Για ποιο λόγο να μην επιλέξει ένας νέος να σπουδάσει στην πόλη του, στο επιστημονικό πεδίο που επιθυμεί, πολύ πιθανόν με τα ίδια, ή λίγο περισσότερα χρήματα, σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο; Για να το θέσουμε διαφορετικά, εφόσον οι ιδιωτικοί πάροχοι εκπαίδευσης γνωρίζουν ότι μια οικογένεια χρειάζεται εννέα με δέκα χιλιάδες ευρώ τον χρόνο για σπουδές, η προσφορά ανταγωνιστικών πακέτων με δίδακτρα για ελκυστικές σπουδές και προνόμια διασύνδεσης με την αγορά εργασίας ή το εξωτερικό, δεν θα δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο ανταγωνισμού προς τα δημόσια ΑΕΙ;
Ένας ανταγωνισμός με ίσους όρους;
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο υπολογισμός των διδάκτρων σε ένα ιδιωτικό ίδρυμα, θα περάσει μέσα από αυτή τη λογική, η οποία σαφέστατα θα έχει άμεση σχέση και με τον τρόπο, τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις εισαγωγής στα Ιδρύματα αυτά. Ωστόσο, οι μελλοντικοί φοιτητές των ιδιωτικών πανεπιστημίων θα περνούν το εμπόδιο των πανελληνίων εξετάσεων κατά αντιστοιχία με τα δημόσια ΑΕΙ; Θα εισάγονται με φάκελο προσόντων (συστατικές επιστολές, βαθμούς Γ’ λυκείου σε μαθήματα βαρύτητας, απολυτήριο βαθμό λυκείου, συνέντευξη, επιτεύγματα, διακρίσεις κτλ.;), θα χρειάζεται να έχουν δώσει πανελλήνιες και να έχουν πάνω από ένα ελάχιστο βαθμό; Με λίγα λόγια, τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα σταθούν δίπλα στα δημόσια και θα τα ανταγωνίζονται επί ίσοις όροις ή όχι; Οι θιασώτες των ιδιωτικών ιδρυμάτων έντεχνα, έχουν αφήσει αυτό το ουσιώδες κομμάτι της συζήτησης έξω από τον δημόσιο διάλογο. Και φυσικά αυτό δεν γίνεται τυχαία. Άλλωστε, τι νόημα έχει να φτιαχτούν ιδιωτικά πανεπιστήμια, αν και σε αυτά υπάρχουν τα ίδια εμπόδια φοίτησης με τα δημόσια; Το επιχείρημα από πλευράς κυβέρνησης ότι κάθε χρόνο Έλληνες φεύγουν στο εξωτερικό και δη, στην Κύπρο για σπουδές και έτσι ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης κατευθύνονται στο εξωτερικό και δεν μένουν στην Ελλάδα, υπονοεί ότι οι πανελλήνιες όντως αποτελούν φραγμό και εμπόδιο στην ιδιωτική αυτή δαπάνη. Διότι, ως επί το πλείστον, χιλιάδες ελληνόπουλα φεύγουν στο εξωτερικό όχι επειδή φοβούνται τις καταλήψεις και το χαμηλό, δήθεν, επίπεδο σπουδών, αλλά επειδή δεν καταφέρνουν να ξεπεράσουν το εμπόδιο των πανελληνίων για τις σχολές που επιθυμούν.
Πανελλήνιες εξετάσεις: Το εμπόδιο για τους μαθητές, το μάννα για τους παρόχους εκπαίδευσης
Μήπως λοιπόν θα ήταν μια καλή ιδέα να αναθεωρήσουμε τον τρόπο εισαγωγής στα υπάρχοντα ΑΕΙ; Μήπως η άρση των εμποδίων, της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, των πανελληνίων εξετάσεων (τουλάχιστον μερικώς) μειώσει τη φυγή ιδιωτικών κεφαλαίων προς το εξωτερικό; Μήπως θα έπρεπε να δοθούν κίνητρα και να βρεθούν τρόποι ώστε να μειωθεί το κόστος σπουδών εξαιτίας της στέγασης-διαβίωσης ή να δίδεται η δυνατότητα σε φοιτητές να σπουδάσουν κοντά στο τόπο διαμονή τους πολύ πιο εύκολα; Μήπως ο επαγγελματικός προσανατολισμός και η συμβουλευτική, οδηγήσει τους εν δυνάμει φοιτητές σε πιο στοχευμένες και βιώσιμες επιλογές; Μήπως η συγκρότηση και δημοσιοποίηση επετηρίδων που να φανερώνουν την πορεία απορρόφησης από την αγορά εργασίας και την κατάσταση αλλά και δυναμική των επαγγελμάτων, εξορθολογικοποιήσει τις επιλογές σπουδών; Η περαιτέρω προσφορά θέσεων φοίτησης σε ιδιωτικά ΑΕΙ τι ακριβώς πάει να επιτύχει, εφόσον ήδη έχουμε υπερπαραγωγή πτυχιούχων οι οποίοι εν τέλει φεύγουν στο εξωτερικό ή ασχολούνται με θέσεις εργασίας άσχετες με τις σπουδές τους και ως επί το πλείστον χαμηλότερης ειδίκευσης; Η χώρα μας χρειάζεται παροχή περισσότερων θέσεων για ανώτατη εκπαίδευση ή εξορθολογισμό του υπάρχοντος συστήματος;
Ολοκληρώνοντας, είναι ανάγκη το ζήτημα των ιδιωτικών πανεπιστημίων να τεθεί στις πραγματικές του διαστάσεις και να αποκαλυφθούν τα πραγματικά διακυβεύματα που το συνοδεύουν. Είναι λάθος να εθελοτυφλούμε μπροστά στην θέληση των νέων να σπουδάσουν αυτό που πραγματικά επιθυμούν, αλλά δεν μπορούν εξαιτίας του εμποδίου των πανελληνίων εξετάσεων. Όπως επίσης, το να θεωρούμε ότι οι σπουδές στην Ελλάδα, μακριά από τον τόπο καταγωγής, σε δημόσιο πανεπιστήμιο είναι δωρεάν, γιατί δεν είναι. Τέλος, το πολιτικό διακύβευμα συνοψίζεται στο εξής. Η κυβέρνηση θα ταχθεί με τις ομάδες πίεσης και τα λόμπι που διακαώς επιθυμούν κομμάτι από τις τεράστιες ιδιωτικές δαπάνες εκπαίδευσης της ελληνικής οικογένειας ή θα επιλέξει να εξορθολογίσει τον θεσμό των πανελληνίων εξετάσεων ο οποίος λειτουργεί ως κόφτης στις επιθυμίες, στις επαγγελματικές επιλογές, στην ακαδημαϊκή πρόοδο των νέων, αρκετοί από τους οποίους επιλέγουν τελικά να επενδύσουν για το μέλλον τους σε πιο φιλόξενα περιβάλλοντα στο εξωτερικό;
Το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι να βρεθούν λύσεις που θα μεγιστοποιούν την κοινωνική ωφελιμότητα. Η απαξίωση, η συρρίκνωση και η μη αξιοποίηση του τεράστιου επιστημονικού, κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου των δημόσιων ΑΕΙ, θα φέρει πολύ μεγαλύτερο πλήγμα από ό,τι η ικανοποίηση συγκεκριμένων ομάδων πίεσης που επιθυμούν διακαώς αυτή τη μεταρρύθμιση.
* Ο Πολύβιος Ψήνας είναι κοινωνιολόγος