Το Σάββατο 26 Μαρτίου 2022 «εκοιμήθη» η ηγουμένη της Ι. Μονής Μεταμορφώσεως του Σωτήρος στον Κουμπέ Ρεθύμνης, γερόντισσα Πανσέμνη σε ηλικία 96 ετών. Ο Κρήτης κ. κ. Ευγένιος, ο Ρεθύμνης κ. κ. Πρόδρομος, ο Λάμπης και Σφακίων κ. κ. Ειρηναίος, εκπρόσωποι Ι. Μονών του Ρεθύμνου, των Χανίων και του Ηρακλείου και μεγάλο πλήθος κόσμου παραβρέθηκε στην εξόδιο Ακολουθία. Για όσους δεν την είχαν γνωρίσει είναι εύλογη η απορία: Γιατί αυτό το ξεσήκωμα; Τί το ξεχωριστό είχε αυτή η καλόγρια, ώστε ο θάνατός της να προκαλέσει τόσο μεγάλη αίσθηση και συγκίνηση;
Χωρίς διάθεση εξιδανίκευσης ή ωραιοποίησης, – δεν θα το ήθελε και η ίδια άλλωστε – θα καταβληθεί προσπάθεια στο να δοθεί μια τίμια απάντηση στα πιο πάνω καίρια ερωτήματα.
1) Το φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον της νιότης της
Γεννήθηκε στις Μέλαμπες ένα από τα κεφαλοχώρια του δήμου Αγίου Βασιλείου Ρεθύμνης στα νοτιοανατολικά σύνορα των νομών Ηρακλείου και Ρεθύμνης, σε υψόμετρο 600 μέτρων πολύ κοντά, (και συγχρόνως απόμερα), στις νότιες ακτές της Κρήτης και το νότιο οδικό άξονα (Σπήλι, Αγία Γαλήνη, Κόκκινος Πύργος, Τυμπάκι, Φαιστό, Μοίρες, Μεσσαρά, Αστερούσια Όρη).
Η Πανσέμνη γεννήθηκε και έζησε σε μια εποχή (1925) που τα χωριά της Κρήτης διατηρούσαν την παράδοση της Ελληνικής Ανατολής πολύ πιο γνήσια και αυθεντικά από τα αστικά κέντρα (Χανιά, Ρέθυμνο, Ηράκλειο κ.λπ.). Το χωριό διέσωσε σχεδόν ως τις μέρες μας ακέραια την πλούσια και μακραίωνη εθνική, θρησκευτική και λαϊκή του παράδοση, διατηρώντας τις μνήμες της εθνικής και πολιτιστικής αντίστασης στους κάθε λογής κατακτητές: Ενετούς, Τούρκους, Γερμανούς. Είναι το χωριό των Τεσσάρων Μαρτύρων, που το 1824 ομολόγησαν την πίστη τους και προτίμησαν τον θάνατο από το να επιστρέψουν στη μουσουλμανική πίστη που συμβατικά και … κατ’ επίφαση είχαν δεχθεί. Το ηρωικό τους παράδειγμα έμεινε βαθιά χαραγμένο στη μνήμη του νεαρού κοριτσιού. Το εικόνισμά τους δεν έλειψε ποτέ από το κελί της Πανσέμνης. Η μακραίωνη προφορική παράδοση με το ζωντανό, ρωμαλέο κρητικό λόγο ήταν ένας πολύτιμος θησαυρός που το δεκαεπτάχρονο κορίτσι πήρε μαζί του φεύγοντας το 1943 από το χωριό της. Ένας ρωμαλέος ελληνικός λόγος που ερχόταν από τα χωράφια του Ομήρου, μπολιασμένος από τον επίσης έλληνα λόγο της ορθόδοξης λατρείας, τον αδόμενο στις εορτές, τις παννυχίδες και τους εορταστικούς κύκλους των Χριστουγέννων-Θεοφανίων, της παρακλητικής, του Τριωδίου και του Πεντηκοσταρίου στα κατάσπαρτα εκκλησάκια και παλαιά μοναστήρια της περιοχής.
Χωρίς την αναφορά στο χωριό εκείνων των χρόνων… και τους χωριανούς της που λάτρευε ως το τέλος του βίου της, είναι πολύ δύσκολο να κατανοήσει κανείς το σφρίγος, τη δυναμικότητα, το ηρωικό φρόνημα, τη σοφία (!!!) της ολιγογράμματης Πανσέμνης.
2) Δυνατή επιρροή δέχτηκε και από τη μητέρα της, τη Μαρία Αυγουστάκη, το γένος Παπαδογιάννη την μετέπειτα μοναχή Μακαρία της Ι. Μονής Κουμπέ. Διακρινόταν για τον ζέοντα ζήλο, την πίστη, την ευσέβεια και την ευλάβειά στην εκκλησιαστική μας παράδοση. Πριν γνωρίσει τον π. Νέστωρα, σύχναζε ως προσκυνήτρια στη Μονή Κουδουμά στα Αστερούσια Όρη, τα ονομαζόμενα μικρό Άγιο Όρος της Κρήτης, Μαζί της έπαιρνε στις παννυχίδες μικρή ακόμα την Παγώνα. Εκεί ντύθηκε το μοναχικό σχήμα και πήρε το όνομα Μακαρία. Το 1935 η Μακαρία ήλθε στον Μονή Σωτήρος Κουμπέ και έγινε μέλος της αρχικής μοναστικής αδελφότητας του πατρός Νέστωρα. Θα παραμείνει διά βίου εκεί και θα ταφεί στο κοιμητήριο της Μονής.
3) Ο Γέροντας. Η προσωπικότητα του «πολύπλαγκτου θηρευτή της πνευματικής τελείωσης, παπά-Νέστωρα Βασσάλου είναι ο τρίτος και σημαντικότερος παράγων που επηρέασε τη ζωή της Πανσέμνης. Την έφερε στο μοναστήρι του Κουμπέ η μητέρα της ως Παγώνα Αυγουστάκη το 1943. Παρέμεινε όμως εκεί παίρνοντας το μοναχικό σχήμα με το όνομα Πανσέμνη.
Για τη θαυμαστή ζωή και δράση του ιερομόναχου π. Νέστωρα Βασσάλου, τις πνευματικές του αναζητήσεις:
(α) Στη Ι. Μονή Χαλέπας πρώτα κοντά στο θείο του Παρθένιο Βασσάλο, (1889-92).
(β) Στη Μονή Κουδουμά στα Αστερούσια Όρη, κοντά στους Αγίους Παρθένιο και Ευμένιο (1892-93).
(γ) Στην Ι. Μονή Διονυσίου και το κελί του Αγίου Δημητρίου στο Άγιον Όρος, (1894-1908).
(δ) Τη διατριβή του στην Αθήνα (1904-1908).
(ε) Τη διατριβή του στην Ι. Μονή Ζερμπίτσας στον Ξερόκαμπό Σπάρτης, όπου χειροτονήθηκε σε διάκονο (1908-1911).
(στ’) Τη β’ επιστροφή του στο Άγιον Όρος (1911-1914.)
(ζ) Την επάνοδο στο Ρέθυμνο και την εκεί δράση του ως εφημέριου στου Γάλλου, την Αγίας Ειρήνη, στα Μικρά Ανώγια, στην Αντιφωνήτρια των Μυριοκεφάλων) και ως διδασκάλου ζωγραφικής στην πόλη του Ρεθύμνου.
(η’) Την γ’ επιστροφή του στο αγαπημένο του κελί της Ι. Μονής Διονυσίου το 1934 λόγω του παλαιοημερολογητικού σχίσματος.
(θ) Την μέσω θείου οράματος, τέλος, εντολή να αφήσει το Άγιον Όρος και να επιστρέψει στην περιοχή Κουμπέ Ρέθυμνου, να βρει τα ερείπια μιας μέχρι τότε άγνωστης ορθόδοξης Μονής της Ενετοκρατίας και πάνω σ’ αυτά να ιδρύσει το νέο μοναστήρι.
(ι’) Την επιστροφή στο Ρέθυμνο, τη γιγάντια προσπάθεια του Νέστωρα και της πρώτης Συνοδείας του, με την Πανσέμνη πάντα δίπλα του, να απαλλοτριώσουν με αιματηρές οικονομίες, γύρω από τα θεμέλια του παλαιού ναού, το ζωτικό χώρο της Μονής, και ακολούθως να μερώσουν τους βράχους και τις χαλέπες κουβαλώντας στους ώμους τους τα υλικά για τα δίκην κελίων πρώτα παραπήγματα και χώμα, πολύ χώμα, για να διαμορφώσουν τις απαραίτητες για την επιβίωσή τους πεζούλες και παρτέρια των κήπων.
Για όλα αυτά τα θαυμαστά συμβάντα παραπέμπομε: στο βιβλίο του ακούραστου ιστορικού της Μονής Σωτήρος Κουμπέ Κωστή Ηλ. Παπαδάκη: «Η Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Χριστού Κουμπέ Ρεθύμνου και ο νεότερος ιδρυτής της Νέστωρ Ι. Βασσάλος ο Διονυσιάτης». Ρέθυμνο 2011, (β) στην Ιστοσελίδα της Μονής: «https://imsotiros.gr/» και στα δημοσιεύματα της Εύας Λαδιάς στα «Ρεθεμνιώτικα Νέα».
4) Ο ερχομός του Μητροπολίτη Τίτου Συλλιγαρδάκη (1970-1987)
Τον Απρίλιο του 1970 ο Τίτος Συλλιγαρδάκης (1929-1987), εκλέγεται Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου, (17 Μαΐου η χειροτονία, 30 Μαΐου η ενθρόνιση). Από την πρώτη σχεδόν μέρα της παρουσίας του δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανακαίνιση και ει δυνατόν την ανασυγκρότηση των Ιερών Μονών της Μητροπόλεώς του. Επισκέπτεται συχνά τον Γέροντα της Ι. Μονής Ρουστίκων, η πνευματική φήμη του οποίου πλημμυρίζει την Κρήτη και ταπεινά ζητά τις συμβουλές του για τα μοναστήρια. Ανακαινίζει την Ι. Μονή Αττάλης (Μπαλί) εγκαθιστώντας νέα Μοναχική Αδελφότητα και επιχειρεί μια πρώτη ανακαίνιση της Ι. Μονής Αγίας Ειρήνης.
Ο Τίτος αντιλαμβάνεται αμέσως τη στιβαρή παρουσία της Πανσέμνης στην Ι. Μονή του Σωτήρος Κουμπέ και προσπαθεί να συνδράμει την προσπάθειά της με σύνεση και διακριτικότητα. Κατανοεί ότι ο π. Νέστωρας, εντελώς αβοήθητος και βεβαρημένος με το στήσιμο της Μονής και με την αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης της αδελφότητας δεν είχε τη δυνατότητα να ολοκληρώσει τις διαδικασίες της θεσμικής οργάνωσης της Μονής. Η πρώτη κίνηση του ως Επισκόπου, δυο μόλις μήνες μετά τον ερχομό του, είναι να ενθρονίσει την Πανσέμνη ως ηγουμένη της Μονής (6 Αυγούστου1970, ανήμερα της πανηγύρεως). Η Πανσέμνη είναι 45 ετών, στην ακμή δηλαδή της ωριμότητάς της∙ ο Μακαριστός Τίτος την ενθαρρύνει. Μια υποδειγματική συνεργασία Επισκόπου και Ηγουμένης, κατάλληλης για Σεμινάριο, ξεκινά. Δίκαια και οι δυο τους θεωρούνται και είναι μαζί με τον Γέροντα Νέστωρα συν-κτήτορες της Μονής.
5) Ο ερχομός της Μαριάμ
Τρία χρόνια μετά τον ερχομό του μακαριστού Τίτου το 1973, μια νεαρή κοπέλα του Ρεθύμνου η Μαρία Θωμά, γόνος Μικρασιατικής οικογένειες, μετά από την προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες δοκιμασία, κείρεται Μοναχή και εντάσσεται στη Μονή με το όνομα Μαριάμ. Ουσιαστικά είναι η πρώτη αδελφή, που μπαίνει στη Μονή μετά την κοίμηση του Γέροντος. Η έμπειρη Πανσέμνη διαισθάνεται από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για ένα θεόσταλτο δώρο.
Ο ερχομός της Μαριάμ σηματοδοτεί σημαντικές εξελίξεις. Με τη συμπαράσταση του Επισκόπου της, η Πανσέμνη παίρνει καινοτόμες και τολμηρές πρωτοβουλίες, που την αναδεικνύουν σε εξέχουσα ηγετική μορφή. Από την πληθώρα των αλλαγών παρουσιάζουμε μόνο τρεις απ’ αυτές:
(α) Από τη δυτικίζουσα αγιογραφική τέχνη στην Βυζαντινή.
Ως εκείνη τη στιγμή τόσο ο γέρων Νέστωρας όσο και η μαθήτριά του η Πανσέμνη ζωγράφιζαν με την τεχνοτροπία, τα χρώματα και τα υλικά της δυτικίζουσας ζωγραφικής του 19ου αιώνα, την τεχνοτροπία των Ναζαρηνών. Όμως στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ο Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλή της Μικράς Ασίας ξεκινά μια επανάσταση. Ξαναφέρνει στην Ελλάδα την ξεχασμένη τέχνη της Ορθόδοξης Ανατολής, τη Βυζαντινή.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50 δειλά-δειλά εμφανίζονται εικόνες του Κόντογλου στο Ρέθυμνο (στον Άγιο Νικόλαο δίπλα στο κολυμβητήριο, στο Εκκλησάκι του Ε. Νησιανάκη δίπλα στο ξενοδοχείο Ιβίσκος, στου Κόρακα την Καμάρα, στο τέμπλο των 4 Μαρτύρων στη Λεωφόρο και στο τέμπλο των Τεσσάρων Μαρτύρων στις Μέλαμπες.
Η Πανσέμνη με την ευελιξία και την ευρύτητα της σκέψης της «πιάνει» τα μηνύματα των καιρών. Δεν έχει καμιά αμφιβολία πια, ότι μονάχα η Βυζαντινή Τέχνη εκφράζει το πνεύμα και την θεολογία της Ορθόδοξης παράδοσης και ξεκινά με «αρετή και τόλμη» τη δική της επανάσταση, ξεπερνά τον ίδιο της τον εαυτό!!! Γύρω στο 1973 στέλνει τη Μαριάμ να μαθητεύσει σε ένα μοναστήρι της Αττικής που καλλιεργείται η βυζαντινή ζωγραφική. Η ταπεινή Μαριάμ, κάνει υπακοή και κι’ αρχίζει με τη σειρά της να φανερώνει τις μεγάλες δυνατότητές της. Δεν είχε πέσει έξω η Πανσέμνη … Μια νέα εποχή αρχίζει στο εργαστήριο ζωγραφικής με τη Μαριάμ επικεφαλής.
(β) Το κοινόβιο.
Ακόμα πιο «επαναστατική» είναι η μετατροπή της μονής από ιδιόρρυθμο μοναστήρι σε κοινόβιο. Αναμφισβητήτως, η μεγάλη ακμή του Μοναχισμού στην Ορθόδοξη παράδοση συνδέεται άμεσα με τον κοινοβιακό θεσμό. Όμως η οργάνωση μιας κοινοβιακής αδελφότητας δεν είναι εύκολη υπόθεση. Προϋποθέτει την παρουσία στη θέση της Ηγουμένης μια στιβαρής, έμπειρης και προχωρημένης στην πνευματική ζωή Γερόντισσας. Η πρόκληση είναι μεγάλη. Η Πανσέμνη τολμά και πάλι.
Βρισκόμαστε το έτος 1973. Ο ερχομός της Μαριάμ έχει δώσει ένα νέο αέρα στο Μοναστήρι. Σε λίγο θα προστεθούν νέα μέλη. Έρχεται η Θεοτίμη (1978), η Μακρίνα (1982), η Μαγδαληνή (1984) η Μαρκιανή (1985), η …. η …. η … Πλούσια η ευλογία και τα ελέη Του … Και τότε η Πανσέμνη παίρνει τη μεγάλη απόσταση. Με τη μεσολάβηση του πνευματικού του πατέρα, του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου Ψαλιδάκη, ο μακαριστός Τίτος θα φέρει σε επαφή την έμπειρη Γερόντισσα Μελάνη της κοινοβιακής Μονής των Σαββαθανών στο Ηράκλειο με την Πανσέμνη. Η Πανσέμνη, θαρραλέα και τολμηρή, δεν ορρωδεί. Ένα μυσταγωγικό συλλείτουργο αδελφοσύνης και αλληλεγγύης τελεσιουργείται. Η Μελάνη επισκέπτεται συχνά τη Μονή με μέλη της συνοδείας της. Το ίδιο κάνει, επίσης συχνά, και η Πανσέμνη με τη δική της Συνοδεία στη Μονή των Σαββαθανών.
Μια νέα εποχή ξεκινά για τη Μονή, αλλά και για την Εκκλησία του Ρεθύμνου. Η Μαριάμ και οι νέες αδελφές ακολουθούν πρόθυμα τη Γερόντισσά τους. Ο αδόκητος θάνατος του Επισκόπου Τίτου το 1987 σε ηλικία 58 ετών, θα αποτελέσει πλήγμα για την Μονή και την Ηγουμένη, όμως η Πανσέμνη δυνατή, γενναία, ώριμη μπορεί να αντιμετωπίζει τα όχι λίγα προβλήματα και αντιξοότητες που θα συναντήσουν στην πορεία, μόνη με τη Συνοδεία της, χωρίς την προστασία του μακαριστού Τίτου. Η σπορά στις άγονες χαλέπες είχε πιάσει γερά …
(γ) Η διαδοχή.
Από τη δεκαετία του ’90 η Πανσέμνη την είχε ήδη πάρει ξεκάθαρη την απόφασή της: διάδοχός της θα είναι η Μαριάμ. Ο τρόπος που προετοίμασε τη διαδοχή της είναι ένα ακόμα δείγμα πνευματικότητας, ωριμότητας, διορατικότητας διοικητικής επάρκειας. Είχε προβλέψει σωστά. Μεθοδικά, νηφάλια, σοφά παραχωρούσε τη μια μετά την άλλη τις αρμοδιότητές της στην Μαριάμ. Στο τέλος, απογυμνωμένη από κάθε μορφή εξουσίας, δηλ. πραγματικά απελευθερωμένη, ήσυχη με τη συνείδησή της ένιωθε πραγματική μητέρα τόσο για τις αδελφές, όσο και για τις αναρίθμητες φίλες και φίλου της Μονής.
6) Στην εποχή του Ευγενίου και του Προδρόμου
Στις 9 Σεπτεμβρίου 2010 θα εκλεγεί Μητροπολίτης Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου ο κ. κ. Ευγένιος. Ακολουθώντας πιστά το παράδειγμα του μακαριστού Τίτου έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και αγάπη προς το Μοναστήρι του Κουμπέ. Δείγμα αυτής της αγάπης του ήταν η τοποθέτηση του π. Ιωάννη Μαυρουλάκη, ενός από τους κατά κοινή ομολογία πιο ώριμους και ολοκληρωμένους ιερείς της Μητροπόλεως, στη θέση του λειτουργού της Μονής. Ο αγαθός λευίτης παπά-Κωστής Αστρινάκης, έπειτα από 25 τόσα χρόνια λειτουργικής παρουσίας και προσφοράς συνεχίζει, παρά την ηλικία του να παραμένει συνεπίκουρος λειτουργός του π. Ιωάννη. Το χάρισμα της ιεροσύνης δε συνταξιοδοτείται βλέπετε…
Μετά την ανάδειξη του από Ρεθύμνης Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου, το Σάββατο 19 Μαρτίου 2022 έγινε η ενθρόνιση του Ρεθύμνης Προδρόμου. Ακριβώς λίγες μέρες μετά, στις 26 Μαρτίου 2022, η Γερόντισσα Πανσέμνη όδευε αθόρυβα προς την Άνω Ιερουσαλήμ. Ήταν μια σύμπτωση με νόημα υψηλού συμβολισμού. Ο Τίτος είχε παραδώσει τη σκυτάλη στον Ευγένιο, και τώρα, μπροστά στην ιερή σωρό της Πανσέμνης και τη διάδοχό της Μαριάμ, ο Ευγένιος την παραδίνει, ως υποθήκη χρέους στον άξιο διάδοχό του τον Πρόδρομο. Το ρεύμα έχει πια μπει σε σίγουρο και στέρεο κανάλι.