Ήταν άριστος τεχνίτης ο Ηλίας Καλογεράκης και περιζήτητος. Είτε στο μάρμαρο είτε στο μωσαϊκό «έκανε αγγέλους», κατά τη ρήση των ηλικιωμένων Περβολιανών που τον καμάρωναν.
Εγώ πάλι τον χαιρόμουν γιατί ήταν ένας άνθρωπος «έξω καρδιά» που λένε. Με το αστείο του, με το αγαθό του πείραγμα, με την άνεση που τον διέκρινε να γράφει «στιχάκια».
«Εκεί που δουλεύω…» μου έλεγε «Κατεβαίνει μια σκέψη και ψάχνω μολύβι και χαρτί να τη σημειώσω. Εκεί με βγάζει κι εμένα» κατέληγε ξεσπώντας σε ένα πλούσιο γέλιο.
Κι ενώ είχαμε συχνές οικογενειακές επαφές, πέρασε καιρός για να μάθω πως ήταν γιος του ήρωα εκείνου του ασυμβίβαστου, που πλήρωσε με τη ζωή του την επιθυμία να καθαρίσει τον τόπο από ένα βρωμερό προδότη. Το είχε για έπαινό του αλλά ποτέ δεν ανέφερε ιδιαίτερα πως ήταν γιος του Νικολάου Καλογεράκη.
Ήταν αυτός που με τους άλλους δυο τον Ηλία Ανωμεριανάκη και τον Αναστάση Βαβαδάκη είχαν επιχειρήσει να καθαρίσουν τον τόπο από κείνο το μίασμα τον Αλεξομανώλη, που ήταν φόβος και τρόμος του Κατωμεριού.
Όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα αφιερώματα ο Αλεξομανώλης είχε τον τρόπο και άδειαζε φυλακές αλλά με το αζημίωτο. Ενώ άλλοι όμοιοί του τηρούσαν τα προσχήματα, ο Αλεξομανώλης είχε ανοιχτά ταχθεί με το μέρος του εχθρού. Εμφανιζόταν με γερμανική στολή και μπαινόβγαινε στις γερμανικές υπηρεσίες έχοντας δίκτυο συνεργατών σε όλο τον νομό. Δοσίλογος με τη βούλα κοντολογίς.
Μετά από τόσες εγκληματικές πράξεις που διέπραξε, ήταν φυσικό οι αντιστασιακές οργανώσεις να σκεφτούν τρόπους απαλλαγής από αυτόν. Κι ένας μόνο τρόπος υπήρχε. Να θανατωθεί.
Όπως αναφέρει ο δρ. Ηλίας Νικ. Κοπανάκης σε βιβλίο του, επικαλούμενος διάφορες πηγές και μαρτυρίες, οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν την εξόντωση του Αλεξομανώλη στο άντρο τους στις Αραβάνες του Ψηλορείτη και το μήνυμα έδωσαν σε κάποιο παιδί, τότε, ονόματι Ζαχαράκη από τον Πρινέ Μυλοποτάμου, να το παραδώσει στον Αναστάση Βαβαδάκη. Ο Αναστάσης Βαβαδάκης αναφέρεται και στα γεγονότα της Μέσης, και συγκεκριμένα στο ματωμένο χρονικό της σπηλιάς «Κιουμπρά» που είχε σαν αποτέλεσμα τον ηρωικό θάνατο του καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη, του Μανόλη Αεράκη, του Νίκου Τερζιδάκη και του Γιώργη Χατζηνικολάου που εκτελέστηκε αργότερα προσπαθώντας να διαφύγει. Ο Αναστάσης είχε καταφέρει να ξεφύγει επωφελούμενος από την παράδοση του Χατζηνικολάου. Ενώ εκείνος παραδίδετο ο Βαβαδάκης, πέταξε μια χειροβομβίδα, αν και τραυματίας και κατάφερε να ξεφύγει.
Γαμπρός του Ηλία ήταν ο Νίκος Καλογεράκης της ιστορικής οικογένειας των Περιβολίων. Κι επειδή είχε δώσει μέχρι τότε σπουδαία δείγματα αντιστασιακής δράσης ο Ανωμεριανάκης τον έβαλε στο σχέδιο, για να έχει κι αυτός έναν πολύτιμο βοηθό αν χρειαζόταν. Ο Καλογεράκης είχε παντρευτεί την αδελφή του Ηλία, Άρτεμη με την οποία είχαν αποκτήσει τρία παιδιά τον Μιχάλη, τον Ηλία και τον Λευτέρη.
Ήταν άνθρωπος φιλήσυχος, μα φλογερός πατριώτης και δέχτηκε μετά χαράς να βοηθήσει.
Όπως συνηθιζόταν στις περιπτώσεις αυτές ένα από τα παλικάρια της ομάδας αναλάμβανε τη στενή παρακολούθηση του προδότη. Που πήγαινε, ποιες ώρες προτιμούσε να βγαίνει, την καθημερινότητά του δηλαδή, με κάθε λεπτομέρεια.
Ενημέρωνε στη συνέχεια τον επικεφαλής της ομάδας για νεότερες εντολές.
Ο Αλεξομανώλης είχε κι αυτός ένα συγκεκριμένο δρομολόγιο. Συνήθως πρωινές ώρες ήταν στα γραφεία της Γκεστάπο στο Ρέθυμνο και κατά τις 3-4 το απόγευμα επέστρεφε στο χωριό του. Αλλά δυστυχώς για τους πατριώτες είχε καταφέρει να διαθέτει παντού «μάτια» και «αυτιά» κι έτσι γλίτωσε αρκετές φορές.
Στις 3 Μαΐου 1944 ο Αναστάσης Βαβαδάκης με τον Ηλία Ανωμεριανάκη πήγαν στη θέση Σκάφες, στην περιοχή Αλμπάνι Μετόχι δεξιότερα από τα Μισσίρια, κοντά στον δημόσιο δρόμο, από όπου συνήθως περνούσε ο προδότης και του ’στησαν ενέδρα κρυμμένοι στον κούμο ενός ερειπωμένου σπιτιού. Από κοντά και ο Καλογεράκης στο χωράφι του, παρακολουθούσε την κίνηση. Αυτό αναφέρει και ο Εμμ. Τσιριμονάκης στο βιβλίο του για την Αντίσταση.
Ήξερε ο προδότης να φυλάγεται
Στην ώρα του φάνηκε ο Αλεξομανώλης με προορισμό το Ξηρό χωριό. Αλλά καθώς φάνηκε είχε λάβει τα μέτρα του. Στο ίδιο αυτοκίνητο επέβαιναν και Γερμανοί στρατιώτες. Ενημερωμένοι καθώς ήταν όλοι από κάποιον για την επιχείρηση που είχε αναλάβει το αντάρτικό, λίγο πριν από το σημείο της ενέδρας κατέβηκαν και κρύφτηκαν περιμένοντας την κίνηση των ανταρτών για να επέμβουν. Όσο για τον Αλεξομανώλη συνέχιζε τον δρόμο του δήθεν αμέριμνος.
Το άγρυπνο μάτι του Νίκου Καλογεράκη εντόπισε τις κινήσεις, αντιλήφθηκε τους Γερμανούς που είχαν κρυφτεί και έσπευσε να ενημερώσει τους συντρόφους του. Θέλεις τώρα ότι δεν πρόλαβε, θέλεις η «κακή» ώρα να έβαλε στο νου του Αναστάση και του Ηλία πως θα ήταν τίποτα Γερμανοί από αυτούς που κινούνταν συνήθως στην περιοχή, η κακή αυτή εκτίμηση είχε, σαν αποτέλεσμα, να μη δώσουν σημασία κι έτσι έγινε το κακό.
Ενώ έβγαιναν από τον κρυψώνα τους για να δράσουν, βρέθηκαν ξαφνικά και οι τρεις περικυκλωμένοι. Ο Ηλίας Ανωμεριανάκης εκτελέστηκε επί τόπου. Τους άλλους δύο δεμένους τους οδήγησαν στην Γκεστάπο όπου τους υπέβαλαν σε σκληρά βασανιστήρια, σύμφωνα με τα αρχεία της Εθνικής Αντίστασης. Μάταιη η προσπάθειά τους να πάρουν λέξη από το στόμα των δύο παλικαριών. Κανένας δεν μίλησε. Έτσι «τσελεκωμένους» τους οδήγησαν προς τις φυλακές της Φορτέτζας.
Μα εκείνοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αφεθούν στη μοίρα τους.
Εκεί που βάδιζαν με απότομες κινήσεις τα «τσελεκωμένα» τους χέρια απώθησαν τους στρατιώτες αιφνιδιάζοντάς τους και προσπάθησαν να ξεφύγουν.
Γρήγορα όμως συνήλθαν και άφησαν τα όπλα τους να γράψουν τον θλιβερό επίλογο. Τον Νίκο Καλογεράκη εκτέλεσε ο γερμανός αστυνομικός Έρμαν, στοιχείο που επιβεβαιώνει και ο δρ Ηλίας Κοπανάκης στο βιβλίο του.
Για τον Καλογεράκη αναφέρει ότι είχε επιτραπεί στον Μιχάλη τον μεγαλύτερο γιο του να τον συναντήσει και ν’ ακούσει τις τελευταίες παραγγελιές του πατέρες του. Κι αυτό επιβεβαιώνει στο βιβλίο του ο γιος του Ηλίας, που δεσπόζει στο σημερινό μας αφιέρωμα.
Μετά την απελευθέρωση με κατανυκτική τελετή μεταφέρθηκαν τα οστά του Ηλία και του Νίκου στο Ηρώο των Μισσιρίων, πλάι στους άλλους εκτελεσθέντες συγχωριανούς τους, του δε Αναστάση σε δικό του τάφο στη Λούτρα.
Όταν η τραγωδία εμπνέει
Αρχές της δεκαετίας του ’80 δυο από τις πιο χαρισματικές κοπέλες του τόπου μας, η Μαρία Λιοδάκη και η Χαρούλα Πρινιωτάκη, λειτουργούσαν ένα γραφείο στην ημιόροφο της γνωστής πολυκατοικίας στη Λεωφόρο, κάνοντας δακτυλογραφήσεις και εκτυπώσεις φωτοαντιγράφων.
Από μεράκι και μόνο το «γύρισαν» σε εκδοτικό οίκο, κάνοντάς μου τη μεγάλη τιμή να είναι η ποιητική μου συλλογή «Στιγμές αγάπης και στοχασμού» η πρώτη τους έκδοση.
Χαρά εγώ που δεν τολμούσα καν να ονειρευτώ τη δουλειά μου σε βιβλίο. Οι συνθήκες της ζωής μου ήταν απαγορευτικές για πολυτέλειες του είδους. Όσο για τον Ηλία Καλογεράκη είχε κατενθουσιαστεί, μόνο που λίγο αργότερα έμαθα τον λόγο όταν μου έφερε το βιβλίο του «Η μάχη της Κρήτης». Η Μαριώ και η Χαρούλα το είχαν τυπώσει κι αυτό, ενώ το εξώφυλλο και τα σκίτσα ήταν έργα της Μαρίας που είχε και αυτό το ταλέντο στα εικαστικά.
Όταν μου το έφερε ο Ηλίας, για πρώτη φορά τον είδα δακρυσμένο, μου είπε: «Διάβασε στον πρόλογο να καταλάβεις γιατί τύπωσα τα στιχάκια μου …».
Και να τι έγραφε ο Ηλίας Καλογεράκης σαν πρόλογο στο βιβλίο του αυτό:
«Αγαπητέ αναγνώστη.
Το παρόν πολυβασανισμένο έργο που αρχίζεις να διαβάζεις, άρχισε να γράφεται το έτος 1968, στις 6 Μαΐου, ημέρα Σάββατο. Η μέρα την οποία στερήθηκα κι εγώ όπως όλα τα ορφανά της Κατοχής τον πατέρα μου το 1944, 6η Μαΐου, Σάββατο. Με μοναδικό μάρτυρα τα μάτια του πριν κλείσουν αντίκρισαν και είδαν τον μεγαλύτερο γιο του, τον μεγάλο μου αδελφό.
Βαριά κληρονομιά η ορφάνια. Μα πιο βαριά η στέρηση του πατέρα. Η ηλικία μεγαλώνει το παιδί γίνεται παλικάρι και ο πόνος μέσα μας μαζί κι αυτός γίνεται θεριό να φάει σίδερα.
Μια μέρα του 1968, ημέρα του Συναπαντήματος ημέρα που ο πόνος ξεχείλισε, ανέβηκε στα χείλια και δειλά-δειλά τα χείλια άρχισαν τον πόνο να τον κάνουν τραγούδι-μαντινάδα, όπως ξέρει κάθε Κρητικός να τραγουδά όταν πονά. Έψαξα χαρτιά και βιβλία ιστορικά – μαρτυρίες – διάφορα ντοκουμέντα με σοβαρές ιστορικές αφηγήσεις και γνήσιες ημερομηνίες. Αποτέλεσμα να αρχίσω να γράφω κάνοντας την ιστορία και τις αφηγήσεις με τις σωστές ημερομηνίες, τραγούδι κρητικό μαντινάδα που βγαίνει από κάθε ορφανεμένο σπίτι και μοιρολόι που κλαίει ακόμα το νησί μας, για τον χαμό τόσων νεκρών.
Σε καμιά χώρα της Ευρώπης μα σε καμιά δεν έκαναν τόσους ομαδικούς τάφους, όπως στη δική μας την Ελλάδα, στην Κρήτη. Πουθενά δεν είδα – δεν διάβασα – δεν άκουσα στους νεκρούς που είχαν οι άλλες χώρες ανάμεσα να βρίσκονται μωρά 2 έως 6 χρόνων και παιδιά από 6-12 χρόνων ξεκοιλιασμένα με ξιφολόγχες και σκοτωμένα με υποκόπανους τυφεκίων, όπως στην Ελλάδα και ειδικά στην Κρήτη.
Μεγάλο πράγμα να είσαι Έλληνας. Προτέρημα να είσαι Κρητικός. Ο Θεός έπλασε τη φύση και τον άνθρωπο. Ο Έλληνας έπλασε τον πολιτισμό – την ιστορία και τα ανθρώπινα αισθήματα.
Γι’ αυτό από χρόνια μας πολεμούν μας μάχονται μας κυνηγούν με όλα τα μέσα για να μας ξεκάνουν. Μας ανοίγουν πληγές αιώνιες και μας βάνουν φωτιά να καούμε, ενώ εμείς φωτιζόμαστε από αυτή όπως μας φωτίζουν οι φλόγες από την Κωνσταντινούπολη, το Μεσολόγγι, τη Σμύρνη, τη Θεσσαλονίκη, το Σούλι, το Ζάλογγο, τα Γιάννενα την Τρίπολη το Αρκάδι, τα Δερβενάκια, την Κάνδανο τα Ανώγεια, τη Χίο τα Ψαρά.
Έτσι μας φωτίζουν οι νεκροί από το Σκοπευτήρο της Καισαριανής, το Χαϊδάρι τα Καλάβρυτα, την Κάνδανο την Αγυιά, τα Ανώγεια το Γερακάρι, το Άδελε τα Περιβόλια Μυσσίρια και άλλους μαρτυρικούς τόπους και ομαδικούς τάφους Ελλήνων αγωνιστών να αγωνιζόμαστε, συνέχεια για τον τόπο μας.
Επίλογο στο βιβλίο αυτό δεν θα βρείτε. Ούτε και τέλος θα διαβάσουν τα μάτια μας. Θα συνεχίσει να γράφεται, να τραγουδιέται να μιλά για τα βάσανα του τόπου μας. Για αυτό τον τόπο που τον ορέγονται πολλοί και τον μισούν άλλοι τόσοι.
Η Υδρόγειος σφαίρα δεν χωράει δυο Ελλάδες. Καμιά θάλασσα δεν σηκώνει δυο φορές την Κρήτη παρά μόνο η Μεσόγειος μία. Μα αν κοιτάξουμε όλες τις δύσκολες ώρες του κόσμου, τότε θα δούμε τι έκαναν οι Έλληνες και οι Κρήτες και τότε ας κοιτάξουμε τι έκαναν οι άλλοι όλοι μαζί.
Γι’ αυτό δεν μας θέλουν. Γι’ αυτό μας κοιτάνε να μας ξεκληρίσουν από τα γενοφάσκια μας, αλλά δεν θα τους περάσει.
Δεν τρωγόμαστε εύκολα. Δεν γράφω και δεν στιχουργώ ή τραγουδώ για να με κρίνουν, αλλά για να με ακούσουν. Όχι όποιοι να ’ναι αλλά οι δικοί μου. Είναι μια χαιρετούρα για πρόσωπα που χάθηκαν. Είναι ένα γεια σου, γι’ αυτούς που ζουν».
Ηλίας Νικολάου Καλογεράκης
Ένα ακόμα κειμήλιο ιστορικής μνήμης
Σήμερα που εντόπισα στη βιβλιοθήκη μου το βιβλίο αυτό και διάβασα τον πρόλογο, κοίταξα και πάλι το χρόνο της έκδοσης για να σιγουρευτώ. Ήταν το 1981. Και να σκεφτείς ότι τις ίδιες σκέψεις κάνουμε και σήμερα για την πατρίδα μας και τα σύννεφα που δεν έχουν λείψει από τον ουρανό της.
Έτσι παρουσιάζεται σήμερα το βιβλίο με διαχρονικά μηνύματα. Τότε όμως που κυριαρχούσε η ελίτ του πνεύματος και που περνούσαν από «σαράντα κόσκινα» λόγιοι και μύστες της λογοτεχνίας, ο Ηλίας δεν αξιολογήθηκε όπως του άξιζε.
Έγινε όμως παρέα μας στον σύλλογο Συγγραφέων Λογοτεχνών και συμμετείχε σε όλες μας τις εκδηλώσεις ισότιμα και με σεβασμό πάντα ο ένας στο μόχθο του άλλου.
Χαιρόταν ο Ηλίας στις συναθροίσεις μας αυτές που βέβαια τον πρώτο λόγο είχαν ο Νίκος Νιουράκης, ο Μάρκος Πολιουδάκης , ο Χρίστος Μακρής , ο Νάσος Βαγενάς και άλλοι σπουδαίοι που τιμούσαν τον σύλλογο.
Κάποια στιγμή τόσο απροσδόκητα χάσαμε τον Ηλία. Βασίλεψε πριν χαρεί τη ζωή, την οικογένειά του.
Πήρα ξανά στα χέρια μου το σπάνιο αυτό βιβλίο και διάβασα στο πρώτο κεφάλαιο που επιγράφεται «Αφιέρωμα στους Κρήτες αγωνιστές 40-44
Σαράντα χρόνια κλείνουνε ετούτη τη βδομάδα
και σκέφτηκα ν ασχοληθώ να γράψω μια αράδα
Να γράψω για τσι ζωντανούς και για τσι σκοτωμένους
Για τα ορφανά που μείνανε και για ξεκληρισμένους
Γι’ αυτούς που σκοτωθήκανε για κείνους που γλιτώσαν
Και για τσι Γερμανόφιλους που τον λαό προδώσαν
……………………………………………
Μάιος είναι δεκατρείς, Παρασκευή ημέρα
Γερμανικά αερόπλανα, μας κόψαν τον αέρα
Ρέθεμνος βομβαρδίζουνε το Κάστρο τα Χανιά μας.
Στόχο τους κάμανε καλό τ’ αεροδρόμιά μας
Σαν δέκα μέρες συνεχώς ρίχνουν και βομβαρδίζουν
Ασμάρια καθημερινώς τον ουρανό γεμίζουν.
Θέλουν με τσι βομβαρδισμούς να μας εφοβερίσουν
Ι από το αέρα αν μπορούν να μας εξεκληρίσουν
…………………………………………..
Και καρτετούσε κι ήρθενε Τρίτη καταραμένη
20 Μάη ήτανε δεν είναι ξεχασμένη.
Βάλε το χέρι Παναγιά να μη βραχούν μαντήλια.
Κι εγώ λαμπάδες τα εκκλησιάς θ ανάψω και καντήλια.
Μα δεν μ’ ακουν οι Άγιοι και ούτε Θεός γροικάτο
και ξημερώνει αυριανή κι έφταξε το μαντάτο.
Αναστενάζει Αυγερινός και δάκρυσε η Πούλια
κι από την Κρήτη φύγανε ως και τα αγριοπούλια ….
Με τον τρόπο που προχωρεί το έμμετρο χρονικό του ο Ηλίας σου δίνει την αίσθηση πως σαν άλλος Τζάνε Μπουνιαλής περιγράφει τα πάθη του Ρεθύμνου, αυτή τη φορά από την εποποιία της Μάχης της Κρήτης.
Θα πρέπει σε μια επόμενη επέτειο αυτό το ποιητικό έργο του αδικοχαμένου Ηλία Καλογεράκη να αναδειχτεί. Πέρασαν χρόνια για ν’ αποκτήσει κι αυτό τη μαρουβένια γεύση της ανόθευτης ποίησης.
Κειμήλιο φαντάζει πια το αξιόλογο αυτό έργο που δεν προσέξαμε στον καιρό του, για να πάρει την ικανοποίηση γενικότερης αποδοχής ο δημιουργός του.
Εμείς που τον ξέραμε και ανάβουμε με το δημοσίευμα αυτό ένα κερί στη μνήμη του, είναι σαν να τον βλέπουμε μέσα από παραδείσια νέφη να μας κοιτά και με κείνο το αξέχαστο γέλιο του να μας γνέφει πως ήρθε κι αυτού η ώρα να τον προσέξουμε σαν λογοτέχνη, με το πνευματικό του αυτό κληροδότημα, τη Μάχη της Κρήτης, που όσο το διαβάζεις τόσο περισσότερο μαγεύεσαι από τον τρόπο που ο αξέχαστος Ηλίας περιγράφει τα γεγονότα.
Όπως αναφέρει στο τέλος του βιβλίου τα γεγονότα των δυο πρώτων ημερών αναφέρονται στο βιβλίο, μα κάποια στιγμή θα ακολουθήσουν και οι άλλες μέρες. Κρίμα που αυτή η προσδοκία του Ηλία Καλογεράκη δεν εκπληρώθηκε ποτέ.