Σε ένα προηγούμενο αφιέρωμα είχαμε αναφερθεί στην μεγάλη συμβολή της Μονής Πρέβελη μετά τη Μάχη της Κρήτης, στον αγώνα για τη διάσωση και φυγάδευση των συμμάχων στρατιωτών.Ο Αγαθάγγελος Λαγουβάρδος ο ηρωικός ηγούμενος αποδεικνύει την ίδια ευστροφία και στρατηγική του Μελχισεδέκ Τσουδερού. Πολύτιμοι βοηθοί του ο Διονύσιος Σταφυλάκης, Ιερομόναχος και ο Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκης.
Ο πρώτος μας έχει διασώσει πολύτιμα στοιχεία από την περίοδο εκείνη στην έκθεσή του που δημοσίευσε το 1945, ενώ ο δεύτερος αναφέρεται σε μηνύματα του ηγουμένου ως πρόσωπο απολύτου εμπιστοσύνης για επικίνδυνες αποστολές.
Σύμφωνα με την έκθεση του Διονυσίου Σταφυλάκη, μετά την πρώτη επιτυχημένη απόδραση με υποβρύχιο στα τέλη Ιουλίου 1941, ο Αγαθάγγελος κατακλύζεται από αιτήματα πατριωτών που θέλουν να φύγουν και να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή. Η κίνηση αυτή είχε θορυβήσει τον Διονύσιο που πρότεινε να γίνει η δεύτερη αποστολή από την Τριόπετρα, επειδή το φυλάκιο των Γερμανών είχε αποσυρθεί από εκεί και όχι από τη Λίμνη.
Στο μεταξύ έχει μείνει μόνος στο μοναστήρι, καθώς ο Αγαθάγγελος με τον Πόουλ έχουν πιάσει τα Αμαριώτικα για να περισυλλέξουν στρατιώτες που δεν είχαν τρόπο διαφυγής, έχοντας την πολύτιμη καθοδήγηση των αντάρτικων ομάδων του Ψηλορείτη.
Ο Διονύσιος με την εμπειρία βετεράνου κομάντο, έστελνε πρώτα τον Νικόλαο Γρηγοράκη από τα Κεραμέ να κάνει εξακριβώσεις – είχε αποδειχτεί αλάθητος στις εκτιμήσεις του – και μετά ενημέρωνε με σημείωμα τον Αγαθάγγελο και τον Πόουλ για την κατάσταση που επικρατούσε. Όταν είχαν όλα ετοιμαστεί για τη δεύτερη αποστολή διαφυγής, έλαβε σημείωμα ο Διονύσιος από τον Αγαθάγγελο με σχετικές οδηγίες. Βασικά να γίνει η συγκέντρωση των στρατιωτών μακριά από τη Μονή για ευνόητους λόγους και κάποιος αξιωματικός κατά παραγγελία του Πόουλ, να συντάξει μια έκθεση με στοιχεία των στρατιωτών που ήθελαν να φύγουν, τον αριθμό τους και το σύνταγμα στο οποίο ανήκαν.
Η δεύτερη αποστολή οργανώθηκε στις 18 Αυγούστου.Ο Διονύσιος στην εισήγησή του πρότεινε να διευκολυνθούν και να φύγουν οι Πετρακογιώργης, Κελαϊδής, Μπινόπουλος, Ανδρέας Παπαδάκης και Γερογιάννης.
Αναγκάστηκε να προσθέσει και τον Στυλιανό Καλλονά, που ήταν μονίμως παραπονούμενος ότι συντρέχουμε τους ξένους και αφήνουμε αβοήθητους τους ντόπιους. Άλλα όμως πρέσβευε η επιτροπή διαφυγής και άλλα οι απελπισμένοι που είχαν εγκλωβιστεί μετά τη Μάχη της Κρήτης. Αντί για έξι που είχε συμφωνηθεί περί τους 150 εμφανίστηκαν εκείνο το βράδυ από το πουθενά, με αποτέλεσμα να φύγει το υποβρύχιο χωρίς να τους πάρει για να μην βάλει σε κίνδυνο τη ζωή των άλλων που από νωρίς είχαν εξασφαλίσει τη θέση τους.
Με τη δεύτερη αποστολή στις 18 Αυγούστου 1941, έφυγε και ο Πόουλ από τη Λίμνη. Αυτή τη φορά φυγαδεύτηκαν 98 Άγγλοι.
Φεύγοντας ο Πόουλ παρήγγειλε να μην αναχωρήσει άλλος ντόπιος ή ξένος για ένα διάστημα μέχρι νεωτέρας, για να μη καταλάβουν οι Γερμανοί τι συμβαίνει στο μοναστήρι. Δυστυχώς όμως οι πρωτοβουλίες δεν έλειψαν, με αποτέλεσμα να πληροφορηθούν σύντομα οι Γερμανοί τι γινόταν στο Μοναστήρι. Και αμέσως προχώρησαν σε αντίποινα.
Ο Διονύσιος εκείνη τη μέρα έλειπε. Είχε πάει στο Ρέθυμνο από το πρωί για υποθέσεις της Μονής. Γυρίζοντας την επομένη, κοντοζυγώνοντας στην Κοξαρέ βλέπει αναστατωμένους χωρικούς να τον προειδοποιούν να φύγει για να γλιτώσει. Οι Γερμανοί, του έλεγαν γεμάτοι ταραχή, είχαν κυκλώσει το μοναστήρι και είχαν συλλάβει όλους τους μοναχούς. Ενδέχεται να τους είχαν εκτελέσει κιόλας.
Πάνω στην ώρα καταφθάνει ο Γιώργης Κοκκινάκης από τα Σελλιά που τον είχαν αγγαρέψει οι Γερμανοί να μεταφέρει στην Κοξαρέ τα χρήματα του μοναστηριού και του επιβεβαιώνει την τραγωδία που είχε εκτυλιχθεί στο μοναστήρι, ενώ αυτός απουσίαζε.
Με θαυμαστή ψυχραιμία ο Διονύσιος φώναξε έναν έντιμο άνθρωπο που γνώριζε καλά, τον Κωνσταντίνο Σταματάκη, από τους πολύ φιλόξενους της περιοχής, και του παρέδωσε τα ζώα που είχε φέρει με τα φορτία τους δίνοντας ρητή εντολή να μην τα δώσει σε κανέναν χωρίς την εντολή του. Είχε προβλέψει λεηλασία και έσπευσε να λάβει τα μέτρα του για να προστατεύσει περιουσία της μονής.
Ευτυχώς ο Αγαθάγγελος είχε καταφέρει να ξεφύγει με τη βοήθεια του Παύλου Περαντωνάκη και Χαράλαμπου Πελεκανάκη και να ζητήσει καταφύγιο στο χωριό του στο Αμάρι.
Ο Διονύσιος διανυκτέρευσε στην ανταρτομάνα Κοξαρέ, όπου ένοιωθε απόλυτα ασφαλής και την επομένη ξεκίνησε για το μοναστήρι με προοπτική να πλησιάσει απλά για να ελέγξει την κατάσταση. Το βράδυ φιλοξενήθηκε στις Ατσιπάδες στο σπίτι του Σπύρου Καρπουζάκη. Εκεί ήρθε και τον βρήκε αναστατωμένος ο πρόεδρος της Κοξαρέ Ευστάθιος Θεοδωράκης. Ανησυχούσε μήπως είχε προδοθεί ότι το ραδιόφωνο που είχε βρεθεί στο μοναστήρι ήταν δικό του.
Να θυμίσουμε για τους νεότερους αναγνώστες μας ότι η κατοχή ραδιοφώνου εκείνη την περίοδο ισοδυναμούσε με καταδίκη εις θάνατον. Ήταν όμως απόλυτα αναγκαίο για τους αντάρτες και γι’ αυτό όσοι διέθεταν έβαζαν τη ζωή τους σε κίνδυνο για να εξυπηρετήσουν τον αγώνα.
Συλλήψεις και λεηλασία
Την επομένη ο Διονύσιος έφθασε στον Ασώματο κι εκεί πληροφορήθηκε πως οι Γερμανοί είχαν συλλάβει τους μοναχούς Νείλο Θεοδωράκη και Γαβριήλ Κουφάκη, τον Ιερομόναχο Παρθένιον Αντωνιουδάκην,τον Ιεροδιάκονον Χαράλαμπο Κουνούργιον που ήταν εξόριστος, τον Ιερομόναχο Νικόλαο Ηλιού και δύο υπηρέτες της Μονής, ένα γέρο κηπουρό τον Νικολαον Μαυρομάτη και τον Εμμ. Κοπανάκην.
Ο Γεράσιμος Θεοδωράκης και ο Γερμανός Νικητάκης είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν.
Αφού ξεκουράστηκε ο Διονύσιος στο σπίτι του Νικολάου Λιλιτάκη, ζήτησε μια κουβέρτα για να πάει να συναντήσει στη θέση Σούρος τους μοναχούς Ιερόθεο και Ματθαίο. Δυστυχώς όμως νύκτωσε στο μεταξύ και αναγκάστηκε να κοιμηθεί σε μια γωνιά, γιατί δεν μπορούσε να προχωρήσει.
Συναντήθηκε μαζί τους το πρωί κι εκεί πληροφορήθηκε όλα τα δυσάρεστα. Είχαν βρει την ευκαιρία κάποιοι από άλλα χωριά κι όσο οι Γερμανοί έμειναν στο πίσω Μοναστήρι, εκείνοι μπήκαν κι άρπαξαν όσα πρόλαβαν από το Κάτω Μοναστήρι.
Έξαλλος ο Διονύσιος σπεύδει και ειδοποιεί τον πρόεδρο της Κοινότητας Ευάγγελο Χαλκιαδάκη και όταν συναντήθηκαν με κάθε μυστικότητα τον παρακάλεσε να κάνει έγγραφο στον Σταθμάρχη Σελλίων Κεχαγιαδάκη να στείλει δύναμη για να περιφρουρήσει τη Μονή.
Πάνω στην ώρα φθάνει και ο Εμμανουήλ Χαλκιαδάκης, ως από μηχανής Θεός κρατώντας του ψωμί και τυρί.Τότε μόνο ο Διονύσιος συνειδητοποίησε ότι είχε να φάει ένα 24ωρο και το ψωμοτύρι του φάνηκε δείπνο θεσπέσιο.Αμέσως μετά έφυγε γιατί δεν ένοιωθε ασφαλής και τραβήχτηκε στο βουνό.
Η επιθυμία του να πλησιάσει στη Μονή κι ό, τι γίνει, άρχισε να γιγαντώνεται μέσα του. Με μύριες προφυλάξεις κατάφερε να πλησιάσει. Και το θέαμα που αντίκρισε, γυναίκες, άντρες και παιδιά να παίρνουν τις πλαγιές και τα μονοπάτια φορτωμένοι και πράγματα της μονής που είχαν αρπάξει από τις αποθήκες τον καταρράκωσε.
Δεν πόνεσε για τη ζημιά, αλλά για την κατάντια μερικών ανθρώπων που επιδιώκουν να ωφεληθούν όταν χτυπά μια συμφορά. Ό,τι είχε γίνει και στο Ρέθυμνο μετά τον μεγάλο βομβαρδισμό.Μόλις βράδιασε όμως μια άλλη σκέψη τον αναστάτωσε. Είχε κρύψει στο κελί του την αλληλογραφία των Άγγλων, που είχαν φιλοξενηθεί στη Μονή. Αν την εύρισκαν οι Γερμανοί;
Θα κατέβαινε κι ότι ήθελε ο Θεός. Φθάνοντας ακούει μεγάλο θόρυβο στα ηγουμενεία. Κρύφτηκε φοβούμενος ότι βρίσκονται εκεί Γερμανοί.
Σε λίγο βλέπει ένα χωροφύλακα να έρχεται από το κελί του Ηγουμένου. Σταματά στον περίβολο και σφυρίζει συνθηματικά. Αμέσως φθάνει απάντηση με τον ίδιο τρόπο από το Ηγουμενείο. Ο Διονύσιος κατάλαβε ότι δεν ήταν Γερμανοί. Σηκώνεται πιο ήρεμος την ώρα που δυο αγροφύλακες πρόβαλαν με δέματα στους ώμους και στις μασχάλες τους.
Ποσώς που τον ενδιέφερε πλέον τον Διονύσιο. Τρέχει αμέσως στο κελί του και ψάχνει το κουτί με τις σοκολάτες που είχε κρύψει με τα γράμματα κάτω από την πλάκα του νεροχύτη. Η πλάκα ήταν χτυπημένη και είχε πέσει προς το μέρος που ήσαν τα γράμματα.
Κάνει το σταυρό του ο Διονύσιος και παίρνοντας τα γράμματα, κατέβηκε να φύγει. Περνώντας από την εκκλησία δεν άντεξε. Ανοίγει την πόρτα και βρίσκεται μπροστά σε ένα απερίγραπτο θέαμα. Πλακάκια αναποδογυρισμένα, τα στασίδια πεταμένα κάτω, βιβλία, στην Αγία Τράπεζα και τη Πρόθεση δύο δισκοπότηρα και ιερά άμφια πεταμένα εδώ κι εκεί μαζί με τα Ιερά Ευαγγέλια και το θυμιατό.
Πάγωσε ο νους του μπροστά σε τόση βεβήλωση. Χωρίς να σκέφτεται πια τους Γερμανούς άρχισε να τακτοποιεί συγκρατώντας με κόπο τα δάκρυά του. Άναψε ένα κερί στην Αγία Τράπεζα, έστρωσε το τραπεζομάντηλο, τακτοποίησε όλα τα ιερά σκεύη επάνω σ’ αυτή και τη πρόθεση, μετά μάζεψε τα ιερά άμφια τα άγια δισκοπότηρα, κι ότι άλλο μπόρεσε να σηκώσει. Τα έκανε ένα μπόγο και τα παρέδωσε αργότερα στον παπά Κωστή του Ασωμάτου.
Βγήκε μετά στην εξοχή να κοιμηθεί μα πού να κλείσει μάτι; Τον έπνιγε η στενοχώρια και ο πόνος όχι για τη ζημιά που έγινε στη Μονή, όσο που σκεπτότανε την κακομοιριά των ανθρώπων του κόσμου. Σηκώθηκε και πλησίασε στο μέρος που έμεναν οι άλλοι αδελφοί. Ιερόθεος και Ματθαίος και τους βρήκε να λυπούνται μέχρι δακρύων για την τύχη της Μονής και γιατί ο ένας έχασε το σιδερόποδα του και ο άλλος το μανάρι του.
Καταφυγή στο βουνό
Αφού πια δεν είχε εργασία κοντά στη Μονή έφυγε από το βουνό, γιατί κινδύνευε να πέσει στα χέρια των Γερμανών Κατέβηκε στις Ατσιπάδες και έμεινε στ’ Αγκουσελιανά φιλοξενούμενος στο σπίτι του Ευτυχίου Ηλιάκη. Εκεί είχε βρει καταφύγιο και ο Συν/χης Στέργιος Μπινόπουλος.
Η παρουσία του έδωσε την ευκαιρία στον Διονύσιο να μοιραστεί τους φόβους του για τον κίνδυνο που διέτρεχε όλη η περιοχή, γιατί εκείνες τις ημέρες επρόκειτο αεροπλάνο να ρίξει κιβώτιο με πυρομαχικά στο Πρέβελη. Και πιθανότατα κάποια εμπιστευτικά έγγραφα που κινδύνευαν να πέσουν στα χέρια των Γερμανών που ήταν στο μοναστήρι.
Αμέσως καταστρώθηκε σχέδιο που ανέλαβε να εφαρμόσει με κίνδυνο της ζωής του ο Παύλος Περαντωνάκης. Πήρε ότι χρειαζόταν, δηλαδή ένα φακό και ένα κόκκινο τζάμι και έφυγε αμέσως για τη Μονή.Θα μπορούσε έτσι να ενημερώσει σε περίπτωση κινδύνου.
Ο Διονύσιος δεν άντεξε να μείνει περισσότερο. Πήγε και βρήκε στις Καρήνες τον δάσκαλο Γεώργιο Αγγελάκη από το Γερακάρι, που αργότερα εκτέλεσαν οι Γερμανοί στις 22 Αυγούστου 1944. Εκείνος τον φιλοξένησε τρεις μέρες και στη συνέχεια ο Διονύσιος πέρασε στους Γουργούθους, όπου και βρήκε μεγάλη φιλοξενία. Κάποιος Ιωάννης Μαρνιέρος τον κράτησε μια εβδομάδα στο σπίτι του. Εκεί είχε κρύψει και ραδιόφωνο και παρακολουθούσαν ειδήσεις με μύριες προφυλάξεις.
Ήρθαν μετά ο Μιχάλης Ν. Γενεράλης, οι Κατσαντώνηδες και άλλο γενναίοι Αμαριώτες και τον εφοδίασαν με πλαστή ταυτότητα. Έστελναν μάλιστα από εκεί και αγγελιαφόρο στο Ρέθυμνο να ενημερώνει από όσα του μετέδιδε ο Ηλίας Μαρκουλάκης και ο διοικητής Χωροφυλακής Γιώργης Χαλκιαδάκης μεγάλοι πατριώτες και οι δυο.
Από τους Γουργούθους ο Διονύσιος έφυγε προς συνάντηση του ηγουμένου Αγαθαγγέλου, αλλάζοντας πολλές φορές κατεύθυνση για να παραπλανήσει εκείνους που πιθανώς να τον παρακολουθούσαν.
Πέρασε Βρύσες, Δρυγιές και έφθασε στο Ανω Μέρος. Είχε νυκτώσει όταν μπήκε στο χωριό. Ξέροντας πώς να κινηθεί πέρασε από την αυλή του γιατρού Κατσαντώνη στο σπίτι του περίφημου παπά Κυριάκου Κατσαντώνη όπου και διανυκτέρευσε.
Ο συλλειτουργός του τον εφοδίασε με οδηγό που τον έφερε σε μια σπηλιά στην κορυφή του Κέντρους. Εκεί τον περίμενε ο Ηγούμενος Αγαθάγγελος. Σμίξανε σε ένα θερμό αγκάλιασμα ανίκανοι να μιλήσουν από τους λυγμούς που τους έπνιγαν.
Όταν συνήλθαν από τη συγκίνηση άρχισαν να σκέπτονται πώς να οργανωθεί το επόμενο σχέδιο διαφυγής. Μετά από τρίωρη σύσκεψη αποφασίστηκε να φύγει ο Διονύσιος για να έρθει σε επαφή με τον Δημήτριο Μπιρλιράκη, που θα τον έστελναν στην περιοχή του Πρέβελη να δώσει σήματα στο υποβρύχιο που θα ερχόταν να τους πάρει για την Αίγυπτο. Τα σήματα θα τα έδιδαν σύμφωνα με τις υποδείξεις που τους είχε αφήσει ο Πόουλ.
Δυστυχώς κάτω από τις συνθήκες εκείνες και με το φόβο των Γερμανών δεν πήγε καλά η επιχείρηση αυτή.
Ο Διονύσιος είχε περάσει στο μεταξύ Πετροχώρι, Λαμπιώτες και Βισταγή. Εκεί τον πήρε στο τηλέφωνο ο παπά Κυριάκος και του είπε το πρωί στις 9 να βρεθεί στην Πατσό. Έφυγε αμέσως από τη Βισταγή αλλά περνώντας από τους Αποστόλους τον κράτησαν εκεί το ίδιο βράδυ και ήλθε και ο Ηγούμενος με την ιδέα ότι το υποβρύχιο θα έπαιρνε τα σήματα και θα προσέγγιζε. Συνεπώς έπρεπε και κείνοι να πλησιάσουν προς το μέρος εκείνο. Ο Διονύσιος του ζήτησε να μείνει εκεί και εκείνος θα προχωρούσε να εξακριβώσει τι έγινε και να τον ειδοποιήσει σχετικώς.
Ανεχώρησε αμέσως την επομένη και περνώντας από τη Παντάνασα χτύπησε στο σπίτι του Ιωσήφ Ιερωνυμάκη. Όπου όλοι οι ξένοι εύρισκαν πάντοτε φιλοξενία.
Κατά σύμπτωση ο Διονύσιος συνάντησε εκεί και τον Μπινόπουλο που δεν είχε καταφέρει να φύγει. Εκείνος ενθουσιάστηκε που είδε τον μοναχό, γιατί όπου κι αν πήγαινε τον έβλεπαν ξένο και τον περνούσαν για κατάσκοπο.
Στο μεταξύ δόθηκε από τους Γερμανούς η αμνηστία τον Σεπτέμβριον του 1941 και ο Διονύσιος έλαβε διαταγή από τον Επίσκοπο να επιστρέψει στη Μονή για τη αναδιοργάνωση της οποίας έπρεπε να εργασθεί. Υπάκουσε στη διαταγή του Επισκόπου και γύρισε στη Μονή στις 3 Οκτωβρίου 1941. Δεν περιγράφεται η κατάσταση στην οποία βρήκε το μοναστήρι. Ήταν βράδυ όταν έφθασε και κάθισε στη βρύση να ξεκουραστεί και να πιεί λίγο νερό.
Που οι καιροί που εκείνη την ώρα γέμιζε κίνηση το μοναστήρι, καθώς γινόταν διανομή συσσιτίου.
Τώρα απόλυτη ησυχία κυριαρχούσε παντού.
Ούτε ένα γάτο δεν είδε ή κότα ή ένα σκυλί. Ψυχή ζώσα δεν φαινόταν να κατοικεί εκεί μέσα. Προχώρησε μέσα στο περιβόλι και δεν πίστευε στα μάτια του μπροστά στην αθλιότητα κείνη που βρισκόταν.
Αυτό ήταν το Μοναστήρι που πριν από 40 μέρες παρουσίαζε όψη στρατοπέδου;
Αυτό ήταν το μέρος που οι ξένοι απ’ όλη την Κρήτη κατέφευγαν για να βρουν καταφύγιο και φιλοξενία;
Σε τέτοια χάλια και τέτοιο κατάντημα το έφερε η μανία του βαρβάρου κατακτητή. Και όχι μόνο.
Η λεηλασία είχε γίνει σύστημα και όχι ευκαιριακά, όπως συνήθιζαν οι κατακτητές.
Σε δύο μέρες το Μοναστήρι αυτό του πλούτου και της Ιστορίας είχε μεταβληθεί σε μια αληθινή κόλαση. Είχε όμως περάσει στην ιστορία για το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε μετά τη Μάχη της Κρήτης.
Στην έκθεσή του ο Διονύσιος Σταφυλάκης αναφέρει και πολλά ακόμα έκτροπα που δεν νομίζουμε πως έχει πια νόημα να τα αναφέρει κανείς. Ιδιαίτερα όταν δεν έχει ζήσει εκείνες τις καταστάσεις που η αγωνία για τη ζωή, οδηγούσε σε απίστευτες υπερβάσεις. Απόλυτα ανθρώπινες αδυναμίες που οδηγούσαν σε παραβατικές πράξεις και στις μέρες μας πιθανώς συγχωρητέες.
Μόνο η προδοσία ήταν και θα είναι για πάντα γραμμένη στο ανάθεμα. Έστω κι αν οι προδότες εκείνης της περιόδου έπεσαν πολύ στα «μαλακά», εν αντιθέσει με ήρωες που και στην απελευθέρωση ένοιωθαν ξένοι στον τόπο τους. Δυστυχώς.