Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΟΚΟΤΣΑΚΗ
Καρίνες, κατοχή 1943… Στην περιοχή βασιλεύει ο τρόμος, η αντίσταση έχει ενισχυθεί και οι Γερμανοί έχουν γίνει ακόμη αγριότεροι…
Υποδομές για την υγεία των κατοίκων δεν υπήρχαν και η υγειονομική περίθαλψη είχε αφεθεί στους πρακτικούς. Όμως στην περίπτωση της Γλυκερίας Στεφανάκη, σύζυγο του Φραγκιά, η πρακτικός του χωριού δεν μπορούσε να την βοηθήσει. Αμέσως μετά την γέννα της σε ένα από τα παιδιά της, οι πόνοι στο στήθος ήταν αφόρητοι…
Κάποιος την ενθάρρυνε να πάει στο Σπήλι, όπου υπήρχε Στρατιωτικός γιατρός Γερμανός και δέχεται και Έλληνες. Πήρε λοιπόν την 9χρονη Γραμματική Κοκοτσάκη και μαζί πήγαν στο Σπήλι. Το ιατρείο του Γερμανού γιατρού ήταν στην Κεφαλόβρυση και παρά τις δυσκολίες με τους φρουρούς, η Γλυκερώ, όπως την έλεγαν, τα κατάφερε και μπήκε στο ιατρείο με την μικρή.
Ο Γερμανός, αφού την εξέτασε, της είπε με σπαστά Ελληνικά «Εγκώ σε κάνει καλά». Διηγείται η μικρή τότε Γραμματική Κοκοτσάκη:
«Την ώρα που τσι κόβε το στήθος, οι μουγκρές τσι (κραυγές) ακουγόταν στο Μυξόρουμα (διπλανό χωριό) και μαζί με αυτή και οι δικές μου. Οι Γερμανοί που νόμιζαν ότι ήμουν κόρη της, μου έφερναν σοκολάτες. Μόλις τέλειωσε (ο γιατρός), την έραψαν και φύγαμε, αφού μας ζήτησαν να πάει μετά από τρεις μέρες για αλλαγή.
Σε τρεις μέρες πράγματι ξαναπήγαμε και τους κρατούσαμε κι ένα αρνί πεσκέσι και ο Γερμανός γιατρός κατενθουσιάστηκε. Ο μπάρμπας μου ο Φραγκιάς πήγε μετά στο Σπήλι, βρήκε τον γιατρό και τον κάλεσε να έλθει στο χωριό, για να τους ευχαριστήσει.
Τότες οι Γερμανοί είχαν διερμηνέα τσι Βάλιας τον γιο από το Σπήλι και με αυτόν έπεψαν μαντάτο ότι θα έλθουν στο χωριό.
Ήρθανε τρεις Γερμανοί και μαζευτήκανε όλες οι γυναίκες των Φραγκιάδων να τους ευχαριστήσουν, γιατί σώθηκε η ζωή της Γλυκερώς. Φάγανε, ήπιανε, ευχαριστηθήκανε οι Γερμανοί και φύγανε».
Δεν πέρασε πολύς καιρός από το περιστατικό αυτό και Γερμανικό απόσπασμα με την συμμετοχή του χωροφύλακα Αθανασιάδη από το Μυξόρουμα, κατευθυνόταν στην θέση «Καλογεράδο».
Οι Γερμανοί είχαν πληροφορίες από τον προδότη Αλεξομανώλη, πως οι Φραγκιάδες, οικογένεια του Φραγκιά Στεφανάκη με εννέα παιδιά που έμενε στην Πέτρα (οικισμός) έκρυβε στην περιοχή Καλογεράδω, τον καταζητούμενο ιατρό Χαμαράκη από την Πηγή Ρεθύμνου.
Στον δρόμο τους συνάντησαν τον ανάπηρο γιο των Φραγκιάδων, τον Σταμάτη και άρχισαν να τον βασανίζουν σκληρά να ομολογήσει που είναι τα αδέλφια του. Μη αντέχοντας τους πόνους και μη έχοντας να χάσει κάτι άλλο, ο ηρωικός Σταμάτης, ανάπηρος και από τα δύο πόδια, «βούτηξε» στο αδιάβατο από τα βάτα ρυάκι που ήταν μπροστά του.
Οι Γερμανοί με το πολυβόλο γάζωσαν σαν χορτοκοπτικό όλο το πυκνό φύλλωμα. Όμως ο πανέξυπνος Σταμάτης μην μπορώντας να κινηθεί, «λούπαξε» σαν αγρίμι σε μικρό ρυακοφάγωμα και έτσι δεν τον έπιασαν οι σφαίρες. Δύο μέρες έμεινε στο ίδιο σημείο κρυμμένος.
Σίγουροι οι Γερμανοί ότι τον σκότωσαν, προχώρησαν και στην θέση «Πάγα», όπου και συνέλαβαν τους αδελφούς Γιάννη, Γιώργη, Φραγκιά και Λευτέρη που ακούγοντας τους πυροβολισμούς έτρεξαν προς τα εκεί και σιδηροδέσμιους, χτυπώντας τους ανηλεώς, τους οδήγησαν στα κολαστήρια του Ρεθύμνου. Τα βασανιστήρια κράτησαν μέρες αλλά τα αδέλφια δεν μαρτυρούν…
Η μητέρα τους Γλυκερία, ήταν καθημερινά έξω από τα κρατητήρια και τα γραφεία των Γερμανών και ούρλιαζε ξεσκίζοντας με τα νύχια της την σάρκα του προσώπου της.
Οι βασανιστές όταν είδαν ότι δεν μαρτυρούν τα αδέλφια, τους παρέδωσαν στην Στρατιωτική Αστυνομία για να βγάλουν την απόφαση μεταγωγής τους στις φυλακές Αγυιάς, όπου η τύχη τους ήταν προδιαγεγραμμένη.
Εν τω μεταξύ, ο προδότης Αλεξομανώλης έπαιρνε τα πεσκέσια που ερχόταν από τις Καρίνες δήθεν για να μεσολαβήσει υπέρ των κρατουμένων, αλλά αυτός τα μοιραζόταν με τους Γερμανούς φρουρούς κοροϊδεύοντάς τους…
Κάποια στιγμή έξω από την comandatur, καταφθάνει ένστολος ένας Γερμανός Αξιωματικός που του απέδιδαν τιμές οι σκοποί.
Κοντοστάθηκε στο θέαμα μιας γυναίκας με καταματωμένο πρόσωπο, και η οποία με φωνή ίσα που έβγαινε, παρακαλούσε τους Γερμανούς.
Την απορία του Γερμανού την έλυσε ο πανταχού παρών Αλεξομανώλης, ο οποίος ενημέρωσε τον Γερμανό.
Αυτός γύρισε πίσω, στάθηκε μπροστά από την Γλυκερώ και της λέει:« Δεν με γνωρίζεις; Είμαι ο γιατρός που σε έκανε καλά».
Αμέσως η ΜΑΝΑ, έσκυψε και έπιασε τις μπότες του και τον παρακαλούσε να σώσει τα παιδιά της. Ο Γερμανός είπε: «Παιντιά νάιν σκοτώσει».
Μπήκε μέσα και μετά από λίγο βγήκε ο Αλεξομανώλης και της είπε: «Ετσά που σουρομαδιέσαι (σχίζεις τα ρούχα σου) γλύτωσες τα δύο σου παιδιά» και ουσιαστικά την έβαζαν να διαλέξει…
Μόλις το άκουσε η ηρωική μάνα βρήκε το σθένος και άρχισε να φωνάζει πολύ περισσότερο. Τότε ξαναβγήκε ο Γερμανός γιατρός και πάλι από τον Αλεξομανώλη, πληροφορήθηκε τα γεγονότα. Αναφώνησε πάλι «νάιν, νάιν (όχι, όχι) και ξαναμπήκε στο κτίριο.
Με κίνδυνο δικό του πλέον, εγγυήθηκε για το σύνολο της οικογένειας και μετά από λίγο, όλα τα παιδιά αφέθηκαν ελεύθερα, χάρις στην προσπάθεια της ηρωικής μάνας τους, αλλά και στην ανθρωπιά ενός… εχθρού…
Άξια μάνα, άξια μνημόνευσης για ένα ανέκδοτο γεγονός που πρέπει να αναδειχθεί.
Αιωνία η μνήμη της.