Το συγκλονιστικό άκουσμα του εθνικού ύμνου στις 22 Αυγούστου 1944 λίγο πριν αρχίσουν οι εκτελέσεις
Από τις εμβληματικές μορφές που δεσπόζουν στο Ολοκαύτωμα των χωριών του Κέντρους (22 Αυγούστου 1944) ο ηρωικός παπάς Συμεών Δρετουλάκης Ο ατρόμητος ιερέας που η περίπτωσή του ακούμπησε στις παρυφές του θρύλου, καθώς λέγεται ότι δεν τον άγγιζαν οι σφαίρες του αποσπάσματος.
Αυτό δεν αποτελεί παράδοση όπως θα ήθελαν μερικοί. Ήταν ένα γεγονός και το αναβιώνουμε μέσα από έγκυρες αφηγήσεις.
Σύμφωνα με τον Σπύρο Μαρνιέρο, που ασχολήθηκε ενδελεχώς με το θέμα, ο ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκης γεννήθηκε στον Οψιγιά Αμαρίου (1902). Εκεί τελείωσε και το Δημοτικό Σχολείο.
Ο πατέρας του ήτανε προστάτης εντεκαμελούς οικογένειας (εννιά γιους και δυο κόρες). Ο αδελφός του, ο Μιχάλης, γενναίος πολεμιστής, σκοτώθηκε στη Μικρά Ασία πολέμησε επίσης γενναία και ο Συμεών (Σταύρος το βαπτιστικό του) και μετά την επιστροφή του από το Μέτωπο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Ασωμάτων (1926) και κατόπιν ιερομόναχος (1928). Λίγα χρόνια αργότερα (1932) τοποθετήθηκε από την Επισκοπή Λάμπης και Σφακίων εφημέριος στο χωριό Βρύσες (Αμαρίου), τοποθέτηση που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από το χριστεπώνυμο πλήρωμα. Στις Βρύσες τον βρήκε η Γερμανική Κατοχή. Παπά και Αγωνιστή από την πρώτη μέρα της Εθνικής Αντίστασης και στις Βρύσες εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις 22 Αυγούστου 1944.
Ολοζώντανος μεταφέρεται από στόμα σε στόμα στο Κέντρος, ο θρύλος για το μαρτυρικό θάνατο του Συμεών. Είναι βέβαια και ευρύτερα γνωστός από διάφορα δημοσιεύματα. Στις πληροφορίες για το τέλος του τραγικού παπά προστίθεται και μια πολύτιμη επιστολή του Μανόλη Τρουλλινού από το χωριό Μοναστηράκι. Αλλά στην επιστολή του Γ.Τ. εκτός από τα θρυλούμενα για την σφαγή του Συμεών αναφέρεται και σε άλλο περιστατικό, που ξεφεύγει από τη σφαίρα των θρύλων. Πρόκειται για προσωπική συγκλονιστική μαρτυρία. Που διασώζει πως οι τριάντα μελλοθάνατοι των Βρυσών με τον παπά τους αντιμετώπισαν το θάνατο. Υπερήφανα τραγουδώντας ομαδικά πριν από τη μεγάλη θυσία. Τα χαρακτηριστικά και κρίσιμα αποσπάσματα της επιστολής αυτής, που παίρνει τη θέση ντοκουμέντου μεγάλης ιστορικής αξίας, παραθέτουμε.
«Κατά την εκτέλεση (του ιερομόναχου Συμεών Δρετουλάκη στις Βρύσες Αμαρίου) συνέβησαν τα εξής περιστατικά:
Εκείνο τον καιρό (Απρίλη 1944) είχαν απαγάγει (Άγγλοι και Κρητικοί Κομάντος) το στρατηγό Κράιπε. Δεν ήθελαν να τον σκοτώσουν, αλλά να τον φυγαδεύσουν στη Μέση Ανατολή, όπως και τα κατάφεραν. Οι Γερμανοί σαν αντίποινα έκαιγαν και σκότωναν τους κατοίκους από τα χωριά που πέρασαν τον Γερμανό Διοικητή. Ανάμεσα (στα χωριά που υπέστησαν τα αντίποινα των Γερμανών για την απαγωγή του Κράιπε) ήταν και οι Βρύσες Αμαρίου, που εφημέριος ήταν ο πάτερ Συμεών. Συνέλαβαν αρκετά παλικάρια, μέχρι που έφτασαν στο σπίτι του παπά. Τον πήραν βίαια, γιατί ήταν ξενύχτης από μια βάπτιση που είχε κάνει την προηγούμενη μέρα και τον έκλεισαν στο σχολειό μαζί με τους άλλους.
Κάποιος αστυνομικός Γερμανός, που ήταν ο φόβος και ο τρόμος της Επαρχίας και υπηρετούσε στο χωριό Φουρφουρά και ακουγόταν σαν «ο Γιαννάκης ο Μουσάτος» διηγήθηκε το εξής περιστατικό μετά την εκτέλεση των Βρυσανών παλικαριών: «Μια ώρα πριν την εκτέλεση ο πάτερ Συμεών ζήτησε την άδεια από τους Γερμανούς να πάει στο Ναό του χωριού. Εκείνοι του έδωσαν άδεια και δυο απ’ αυτούς τον συνόδεψαν μέχρι την εκκλησία. Έβαλε τα επίσημα άμφια, άνοιξε ένα κουτάκι και πήρε τίμιο Ξύλο. Το έθεσε στον κόρφο του, προσευχήθηκε και ακολούθησε τους Γερμανούς, που τον συνόδευαν και γύρισαν ξανά στο μέρος που ήταν συγκεντρωμένοι και οι άλλοι που προοριζόταν για εκτέλεση. Μετά μια ώρα τους εκτέλεσαν. Επειδή όμως ο πάτερ Συμεών κρατούσε μεγάλη δύναμη (Τίμιο Ξύλο) οι σφαίρες δεν τρυπούσαν. Ενώ λοιπόν όλοι σκοτώθηκαν εκείνος ξεπετάχτηκε ολοζώντανος από τη φωτιά! Αφού οι Γερμανοί είδαν ότι δε σκοτωνόταν με σφαίρες του έκοψαν το κεφάλι». Από τότε ο Γερμανός φρούραρχος είπε ότι ποτέ δεν θα ξανασκοτώσει παπά.
Ένα άλλο περιστατικό που συνέβηκε τότε, ήταν το εξής:
«Από τη Σχολή Ασωμάτων οι Γερμανοί είχαν πάρει τέσσερα 17χρονα παιδιά το πρωί της 22ας Αυγούστου, για να συνοδεύσουν τα μουλάρια, που θα φόρτωναν πράγματα από τα καταστραμμένα χωριά και να γυρίσουν πίσω. Μεταξύ αυτών ήμουν κι εγώ, ο Μανόλης Τρουλλινός. Φτάνοντας στις Βρύσες ακούσαμε στο σχολειό να ψάλλουν οι μελλοθάνατοι τον Εθνικό Ύμνο μεγαλόφωνα. Πλησίασα κοντά και βλέπω τον παπά Συμεών μπροστά, οι μισοί άνδρες αριστερά και οι άλλοι δεξιά. Σταμάτησε ο παπάς για μια στιγμή τον Εθνικό Ύμνο και μου φώναξε «νερό-νερό». Μαζί με τ’ άλλα παιδιά φέραμε στάμνες με νερό, καθώς και ποτήρια. Πήγα λοιπόν να προσφέρω νερό στον παπά και στους άλλους, αλλά οι Γερμανοί μου κλώτσησαν τη στάμνα και το ποτήρι, με αποτέλεσμα να σπάσουν και ύστερα με βία με έδιωξαν μακριά.
Ένα μήνα πριν από την εκτέλεση ο πάτερ Συμεών είχε κάνει ένα γάμο. Στεφάνωσε του παπά Δαμβουνέλη το γιο. Μετά τη στέψη στην πλατεία της εκκλησίας έγινε γλέντι. Στο γλέντι παρευρισκόταν και Γερμανοί. Έπιασε πρώτος το χορό και είπε τούτη τη μαντινάδα:
Της λευτεριάς τα σήμαντρα
εδώ κοντά χτυπούνε
πλησίασέ νε ο καιρός
που θα λευτερωθούμε.
Δεν αξιώθηκε να δει ελεύθερη την πατρίδα του ο πάτερ Συμεών. Τον έσφαξαν, όπως λέω παραπάνω οι ναζήδες στις Βρύσες στις 22 Αυγούστου 1944.
Μανόλης Τρουλλινός
Μοναστηράκι Αμαρίου
Ιούνιος 1984».
Το πρωτότυπο της επιστολής του Μ.Τ. υπάρχει στη Δημόσια Βιβλιοθήκη Ρεθύμνης, σε φάκελο (531/83) που τηρείται και περιέχει στοιχεία από την Αντίσταση στο Αμάρι.
Με την ευκαιρία να σημειώσουμε ότι στο χωριό Βρύσες το διάστημα 1940-1944 υπήρχε οργανωμένη αντίσταση, στην οποία πήραν μέρος πολλοί κάτοικοί του. Στη διάρκεια της Κατοχής οι άνδρες του χωριού έμεναν στα κοντινά βουνά απ’ όπου κατέβηκαν στο χωριό, τον Αύγουστο του 1944, όταν μαθεύτηκε η οπισθοχώρηση των Γερμανών. Όμως αιφνιδιάστηκαν από την απρόοπτη παρουσία των Γερμανών κατακτητών που βρίσκονταν ακόμα εκεί, οι οποίοι στις 22 Αυγούστου 1944, αφού τους συγκέντρωσαν, τους εκτέλεσαν. Στη συνέχεια άρπαξαν ό,τι αξιόλογο βρήκαν και κατέστρεψαν τελείως το χωριό, που μετά τον πόλεμο το ανοικοδόμησαν οι επιζώντες κάτοικοί του. Τα γυναικόπαιδα με αυστηρή φρουρά οδηγήθηκαν προς το Ρέθυμνο. Στο δρόμο όμως άφησαν τα χωριά Μέρωνα και Αποστόλους.
Τα γεγονότα στο Καρδάκι
Στο Καρδάκι άγνωστο για ποιους λόγους οι εκτελέσεις καθυστέρησαν. Απ’ αυτούς που έστησαν στον τοίχο γλίτωσε ο Εμμ. Βλεπάκης γαμπρός των Καρδακιανών από τον Κεφαλά Αποκορώνου. Ο Βλεπάκης με διαμπερές τραύμα αλλά σε μη καίριο σημείο, κατόρθωσε να επιβιώσει, γιατί ο Γερμανός στρατιώτης, μπορεί και από έλλειψη ψυχραιμίας, δεν τον «φιλοδώρησε» με χαριστική βολή. Λαβωμένος με μοναδική παρέα τους σκοτωμένους συντρόφους του και την τύχη που δεν τον εγκατέλειψε μέχρι που νύχτωσε καλά, για να ξεφύγει από τον κλοιό και ύστερα από δραματική πορεία να φθάσει στο Μοναστηράκι να του παρασχεθούν οι πρώτες βοήθειες, να νοσηλευτεί στη συνέχεια πολλές μέρες από το γιατρό Σκορδίλη και να διασωθεί! Στη δίκη των εγκληματιών πολέμου στρατηγών Μπρόγερ και Μύλλερ ήτανε από τους παραστατικότερους μάρτυρες των γερμανικών ωμοτήτων στο Κέντρος. Οι δυο στρατηγοί που χρημάτισαν διοικητές «Φρουρίου Κρήτης», με θηριωδέστερο το Μύλλερ, καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν στο Χαϊδάρι (Μάη 1947). Έπρεπε να αντικρίσουν το εκτελεστικό απόσπασμα στο Χαϊδάρι της Κρήτης. Στον περίβολο των φυλακών της Αγιάς.
Ο τραγικός Βλεπάκης μας μεταφέρει (όλοι οι ελληνομαθείς Γερμανοί του Ρεθύμνου βρισκόταν στο Κέντρος) τον εξής συγκλονιστικό διάλογο:
– Γερμανοί:
«Σε μισή ώρα θα σας τουφεκίσουμε, γιατί οι Άγγλοι κομάντος επέρασαν τον στρατηγό μας Κράιπε από το χωριό σας και δε μας το εμαρτυρήσατε σύμφωνα με τις διαταγές μας».
– Εμμ. Βλεπάκης:
«Παιδιά, είμαστε θνητοί και μια μέρα θα αποθάνουμε. Ας είναι σήμερα αυτή η μέρα. Ας σταθούμε στο ύψος των προγόνων μας, να δείξουμε στους δολοφόνους, ότι ξέρουμε να αποθαίνουμε».
– Εμμ. Κυδωνάκης:
«Κουμπάρε, μη νομίζεις ότι εμένα με νοιάζει για τη ζωή μου. Αυτά που είπες τα πιστεύω, μα δε θέλω να αποθάνω άναδρα. Θέλω να πολεμήσω και δεν πρέπει να μείνουμε να μας σφάξουν σαν τα πρόβατα. Εγώ, κουμπάρε, λέω να τωνε χυθούμε. Το ξέρω πως θα μας σκοτώσουν. Θα προλάβουμε όμως να κάνουμε σημάδια στα πρόσωπα των Γερμανών. Πηγαίνοντας στο Ρέθυμνο να δούνε οι δικοί μας και τότε θα καταλάβουν ότι κάποια πάλη έγινε. Να έχει να γράψει η ιστορία κάτι και για μας».
Ο Εμμ. Κυδωνάκης αποφάσισε φαίνεται να κερδίσει την αθανασία με το θάνατο! Σε τούτο στάθηκε τυχερός. Αν έλειπε η διάσωση του Βλεπάκη, ουδέποτε θα μαθαίναμε τι είπε κατάματα με τους άνδρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. «Είστε άνανδροι, δολοφόνοι. Κοιτάξτε, τι ελεεινός λαός ήθελε να γίνει κυρίαρχος του κόσμου. Ζήτω η ελευθερία. Ζητούμε από τους αδερφούς μας Κρητικούς να εκδικηθούν το αίμα που χύνομαι σήμερο». Τα βροντοφώνησε, μ’ όλη τη δύναμή του, σα νάθελε ν’ ακουστεί στα πέρατα της Κρήτης. Να υλοποιηθεί η επιθυμία του, ν’ αλαφρώσει η ψυχή του!
Ευτυχώς όλα αυτά τα γεγονότα με την αυστηρή εποπτεία του Σπύρου Μαρνιέρου αρχειοθετήθηκαν και αποτελούν το φάκελο «Ολοκαυτώματα» που υπάρχει στην ιστοσελίδα «Πολιτιστικό Ρέθυμνο» (politistiko-rethymno.org).
Οι πολύτιμες μαρτυρίες ιδιαίτερα του 17χρονου τότε Εμμανουήλ Τρουλλινού έχουν διασωθεί από το γαμπρό του επιφανή ιστορικό ερευνητή και συγγραφέα κ. Λευτέρη Κρυοβυσανάκη που είχε την πρόβλεψη να μαγνητοφωνήσει τις σημαντικές αυτές μνήμες του πεθερού του. Αυτό το υλικό θα αναδειχθεί στην επόμενη ταινία μας για τις Βρύσσες που θα περιέχει σπάνιες μαρτυρίες από αυτούς που έζησαν τα γεγονότα.
Έκθεση ντοκουμέντων φρίκης
Συγκλονιστικές είναι οι λεπτομέρειες των γεγονότων στα δυο χωριά Βρύσες και Καρδάκι, που μας δίνει η έκθεση του τομεάρχου Περιφερείας Κέδρους, Εμμανουήλ Σ. Κουτάκι, διδασκάλου Ελένων.
Αναφέρει σχετικά και για τις άλλες θηριωδίες που αντίκρισε στην προσπάθεια να ολοκληρώσει την αυτοψία του στα μαρτυρικά χωριά:
«Τύχη σκληρά μ’ επεφύλασσε πρώτος ν’ αντικρίσω το αποτέλεσμα της Γερμανικής θηριωδίας της 22 Αυγούστου 1944. Φοβούμαι ότι δεν θα μπορέσω να βρω τ’ απαιτούμενα χρώματα και τις λέξεις να σκιαγραφήσω την τρομερή και αποτρόπαιη εικόνα, της βαρβάρου και ακατανομάστου θηριωδίας της Ουννικής Επιδρομής, ήτις μετέβαλλε την μαγευτική κοιλάδα του Κέδρους, σε μια σωστή κόλαση του Δάντη. Σ’ ένα σωρό από καπνίζοντα ερείπια, βουβό, και που κάτω απ’ αυτά, καμένα σώματα, βρίσκονται τροφή των ορνέων και των άλλων αρπακτικών ζώων.
Ήτανε μια ήσυχη σεληνόφωτη καλοκαιρινή νύχτα του Αυγούστου, όταν κατά την 12 (δωδεκάτην) νυχτερινήν ώραν, ολόκληρος η Επαρχία μας συνταράχτηκε από τον θόρυβο των Γερμανικών αυτοκινήτων και άλλα μεν από αυτά κατηυθύνθυσαν προς την Σχολήν Ασωμάτων, άλλα δε προς το χωρίον Μέρωνα. Εξετελείτο διαταγή του αιμοσταγούς Διοικητού Φρουρίου Κρήτης, νεωτέρου Νέρωνος (4), περί καταστροφής τελειωτικής της Περιφερείας του Κέδρους, σφαγής και λεηλασίας, εξανδραποδισμού των κατοίκων. Για λόγους ότι ετροφοδοτούντο οι Άγγλοι κατάσκοποι, οι ανταρτικές Ομάδες και γιατί πέρασε από ’κει ο αρπαγής στρατηγός Γερμανός Κράϊπε (5).
Κατά την 1 (πρώτην) μ.μ. ώραν από τα σταθμεύσαντα αυτοκίνητα εις Μέρωνα (αποβιβάζονται οι Γερμανοί) και πεζοί οι κακούργοι κατευθύνονται προς τον τόπον των μελλοντικών εγκλημάτων των, το Γερακάρι. Τα σταθμεύσαντα εις Σχολήν Ασωμάτων κενούνται και πεζοί στρατιώται κατευθύνονται (εν τμήμα) διά του χωριού Νέφς Αμάρι εις Βρύσες, οι δε άλλοι διά των χωριών Λαμπιώτες – Πετροχώρι, προς το χωρίον Άνω-Μέρος. Άλλοι Γερμανοί στρατιώται, ορμώμενοι εκ Σπήλι Αγίου Βασιλείου, έρχονται προς Γερακάρι ίνα συντελεσθή τελειωτική η κύκλωσις του διαμερίσματος. Ήτο η ώρα 3 (τρίτη) πρωινή, όταν η κύκλωσις είχε συντελεσθή και διά πυροβολισμών παντοίων όπλων εδόθη το σύνθημα και η αρχή της δράσεως (6). Επί 8 (οκτώ) ημέρας εσκόρπισαν τον όλεθρον στα μαγευτικά χωριά και τα όμορφα τοπία της Περιφερείας, εκεί που κατά το τετραετές διάστημα της Σκλαβιάς ήταν τα λημέρια των ανταρτών και της κατασκοπείας και καθενός καταδιωκομένου παρά των Γερμανών.
Την 31 (τριακοστήν πρώτην) του μηνός Αυγούστου, μετά το κόρεσμα της θηριωδίας των κτηνανθρώπων του χιτλερισμού, εγκατέλειψαν το διαμέρισμα του Κέντρους αγνώριστο. Τότε διετάχθην παρά της Επαρχιακής Επιτροπής (Αμαρίου), ής Μέλος τυγχάνω, να μεταβώ δι’ αυτοψίαν ίνα υποβάλω σχετικήν Έκθεσιν.
«Καρδάκι»
Την άλλην ημέραν το πρωί εξηκολούθησα τον δρόμο μου προς τα άλλα χωριά. Μόλις βγήκα έξω από το χωριό Ελένες τράβηξα το δρόμο προς το Καρδάκι μικρό χωριουδάκι μεταξύ Γερακάρι και Βρυσών πιο κάτω από τους Γουργούθους, που καϋμένοι τώρα δεν μπορούν να προσφέρουν καταφύγιο στον Παπού (8), στον Τόμ (9) και στον Κατεχάκη, που κατά την κύκλωσι ήσαν εκεί και μόλις κατόρθωσαν να γλιτώσουν προς το βουνό. Μαύροι καπνίζουν κι οι Γουργούθοι. Στις 8 π.μ. φτάνω στο Καρδάκι. Άλλον τόπον μαρτυρίου. Κανένα σπίτι, καμμιά εκκλησία, κανείς δρόμος. Μόνο χαλάσματα. Μέσα στα ερείπια ακούω κλάματα, φωνές. Πλησιάζω εκεί και μερικές γυναίκες κλαίνε πάνω από τα λείψανα των 19 (δέκα εννέα) δολοφονηθέντων κατά την αυτήν ώραν που εξετελέσθησαν και οι του Γερακαρίου. Δύο (2) μονάχα γλίτωσαν από το χωριό αυτό. Ο Σωτήριος Μοναχογιός και ο Δημήτριος Γιαννακουδάκης (Γιαννουλάκης) ή Κοντύλης, που ξέφυγαν από τον κλοιό. Γλίτωσε και ο Μανώλης Βλεπάκης, από τους είκοσι (20) που κράτησαν, γιατί πετρωμένος από τα πτώματα των άλλων δεν δέχτηκε την χαριστική βολή. Είναι όμως θανάσιμα τραυματισμένος στο στήθος με πολλές σφαίρες και τη νύχτα κρυφά έφυγε γεμάτος αίματα και μυαλά των εκτελεσθέντων. Πέρασε από τα χωριά Αμάρι-Οψιγιά και έφτασε στο Μοναστηράκι. Αυτός έδωσε και την είδηση για τα γεγονότα. Επλησίασα στον τόπο του μαρτυρίου και βλέπω κεφάλια καμένα, μαλλιά, πρόσωπα με ανοιχτά μάτια με έξω τις γλώσσες. Πάνω τους έκλαιε ο Στυλιανός Κυδωνάκης πατέρας δυο λεβέντηδων που εξετελέσθησαν εκεί.
«Βρύσες»
Με σφιγμένη καρδιά και δάκρυα στα μάτια φεύγω για τις Βρύσες. Σε πέντε λεπτά (5′) φτάνω και αντικρίζω σωρούς από ερείπια. Με θρήνους και κλάματα υποδέχονται την άφιξή μου. Φτωχές γυναίκες και γέροι με περικυκλώνουν. Δρόμοι δεν υπάρχουν, εκκλησίες, βρύσες όλα χαλασμένα, όλα καπνίζουν. Ένας από τα απομεινάρια των χωριανών ο Περισσονικολής, μου λέει: «Δάσκαλε που ’ναι οι φίλοι σου που ’ναι οι πιστοί συνεργάτες σου; Τους εδολοφόνησαν οι αναζήσαντες Ούννοι». Μου ομολογεί, ότι την Τρίτη το πρωί (22 Αυγούστου) εκυκλώθη το χωριό, συνελήφθησαν όλοι οι άρρενες και ενεκλείσθησαν στο Σχολείο που τώρα δεν υπάρχει και άρχισε η διαλογή τους. Ξεχώρισαν 30 (τριάντα) και τους κράτησαν κι έστειλαν άλλους 7 (επτά) στο Καρδάκι για να συμπληρωθεί ο αριθμός. Έδιωξαν τα γυναικόπαιδα κατόπιν και κατά την 3 (τρίτην) απογευματινήν εγένετο η Εκτέλεσις εις το σπίτι του Ευάγγελου Χαριτάκη. Τελευταίος οδηγείτο ο ιερομόναχος Συμεών Δρετουλάκης, ο οποίος παρά τας επανειλημμένας ριπάς του πολυβόλου δεν έπιπτεν νεκρός. Λέγουν ότι φορούσε Τίμιο Ξύλο. Μισοσκοτωμένο τον έριξαν με τους άλλους κι έβαλαν φωτιά. Το πρωί της άλλης μέρας εγκρέμισαν με δυναμίτες το σπίτι (11). Δεν υπάρχει ούτε σπίτι όρθιο. Όλα χάμω γκρεμισμένα είναι από τους δυναμίτες και τις εκρηκτικές ουσίες που τους έβαλαν. Όλα τα τρόφιμα, τα ζώα, τα έπιπλα και σκεύη του χωριού εκλάπησαν από τους στυγερούς δολοφόνους και κακούργους. Έφυγα από το χωριό γεμάτος πόνο αλλά και μίσος κατά του κατακτητού».
Αυτά έζησαν τα χωριά του Κέντρους εκείνο τον Αύγουστο του 1944. Και όπως διαπιστώνουμε από πρόσφατες έρευνες ο χρόνος κατάφερε να δικαιώσει την παντοδυναμία του και αυτά τα γεγονότα όπως και τόσα άλλα από το παρελθόν έχουν πια γίνει βορά της λήθης. Και μόνο δράσεις και δημοσιεύματα ανασύρουν κατά καιρούς αυτά που πρέπει να θυμόμαστε για να τιμάμε τους αναίτια νεκρούς.