Από το μέχρι σήμερα πλήθος εκδόσεων, όλα εκείνα τα κοσμοϊστορικά γεγονότα κατά τη «Μάχη της Κρήτης» είναι λίγο – πολύ γνωστά σε όλες τις πτυχές και σε όλες τις παραμέτρους, καθώς και όλη η επική και εμπεριστατωμένη ιστορία για την επιτυχία της νίκης των Συμμάχων κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ιστορικοί αναφέρουν ότι οι Σοβιετικοί είχαν ανακαλύψει από το 1940 ακόμα, από την κατασκοπία τους, τις προθέσεις του Χίτλερ σχετικά με τη διαταγή του για την προετοιμασία από τότε των ενόπλων δυνάμεων για επίθεση κατά της Ρωσίας. Η διαταγή καθόριζε ως και τα χρονικά όρια της προετοιμασίας (15 Μαΐου 1941) μέσα στα οποία είχε προγραμματίσει την επιχείρηση. Παρόλα αυτά οι ελπίδες του Χίτλερ αποδείχτηκαν φρούδες. Η «Μάχη της Κρήτης» ανέτρεψε και ματαίωσε τα χρονοδιαγράμματα του. Υποχρέωσε τη Γερμανία να αναβάλει την επίθεση και να την καθυστερήσει για πέντε εβδομάδες (22 Ιουνίου 1941). Οι χιτλερικοί έφτασαν στη Μόσχα πολύ αργά (12 Δεκέμβρη) οπότε είχε χιονίσει και είχε αποκοπεί ο ανεφοδιασμός.
Αν όμως αυτά και άλλα ιστορικά γεγονότα της «Μάχης της Κρήτης» είναι γνωστά, τα μετά από αυτήν μένουν κατά πολύ άγνωστα. Στον πολεμιστή αυστραλιανό Irving McKerrow του 2ου τάγματος πολυβόλων είχε κάνει βαθιά εντύπωση η αφειδώλευτη, απλόχερη φιλοξενία του κρητικού λαού κατά τη φυγή των Αυστραλών προς τα νότια παράλια της Κρήτης μετά τη μάχη. Το βιβλίο του αυστραλιανού πολεμιστή συνιστά ένα διθυραμβικό έπαινο στον κρητικό λαό, εκτός των άλλων, γι’ αυτό το έμφυτο, πηγαίο όσο και σπάνιο χάρισμα της φιλοξενίας.
Ο διακεκριμένος συμπολίτης άλλοτε διευθυντής του ΟΤΕ και περινούστατος γλωσσομαθής Αριστείδης Λιαναντωνάκης επιχείρησε και επέτυχε μια πιστή μετάφραση του κειμένου του συγγραφέα από το πρωτότυπο που φέρει τον τίτλο: «Why did it have to be?» (Crete and other memories of War II) που σημαίνει «Γιατί έπρεπε να γίνει αυτό;» υπονοείται το μακελειό (Κρήτη και άλλες αναμνήσεις από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο).
Πρόκειται για ένα τραγικό απολογισμό όλων των δυσβάστακτων συνθηκών και των συναφών γεγονότων τα οποία βίωσαν οι πολεμιστές της Μάχης της Κρήτης μετά από αυτήν.
Σ’ έναν σύντομο πρόλογο – αφιέρωμα ο Α. Λιαναντωνάκης αναφέρει: «Στη μνήμη εκείνων που έλαβαν μέρος στην Μάχη της Κρήτης, θυσίασαν τη ζωή τους ή ευτύχισαν να επιζήσουν πολεμώντας για τα ύψιστα ιδανικά: ελευθερία, Δημοκρατία, και ανθρώπινη αξιοπρέπεια».
Ο Αρ. Λιαναντωνάκης μετά από επίμονη προσπάθεια, επιτυγχάνει μια μετάφραση επιμελημένη, μεθοδική, προσεκτική, αξιέπαινη. Δουλειά με μεράκι αξεπέραστο, που ανταποκρίνεται εύστοχα στην ποιότητα του συγγραφικού έργου.
Σημείο αναφοράς του βιβλίου η κρητική φιλοξενία. Αυτή η εγκάρδια μέχρι και αποθεωτική υποδοχή και περιποίηση επισκεπτών ή ξένων στο νησί και για την οποία φημίζεται να είναι η πατροπαράδοτη αρετή των Κρητών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο συγγραφέας εξεπλάγη από αυτά τα διάχυτα, πηγαία αισθήματα, γι’ αυτήν την αξεπέραστη φιλοξενία του Κρητικού λαού, γι’ αυτό και αναπέμπει ύμνους, επαίνους και ενθουσιώδη εγκώμια για τους υποχρεωτικούς, τους ανέλπιστους ευγενείς κατοίκους. Αλλά και πολλοί άλλοι Αυστραλοί επίσης περιπλανώμενοι μετά τη μάχη, θα αισθάνονται πάντοτε ευγνώμονες για την ευεργεσία που τους έγινε.
Ο Peter ο γιος του συγγραφέα σ’ έναν διαφορετικό πρόλογο αναφέρει: «Ο Κρητικός λαός συντήρησε, φιλοξένησε στα σπίτια του, προστάτεψε τον πατέρα μου και τους συντρόφους του επί δύο μήνες και τους βοήθησε τελικά να διαφύγουν με υποβρύχιο. Επρόσφεραν αυτή τη βοήθεια με πλήρη επίγνωση του κινδύνου με ότι αυτό συνεπάγεται, διότι αν ανακάλυπταν οι Γερμανοί τη σωστική βοήθεια και την ανιδιοτελή φιλοξενία προς τους φυγάδες Αυστραλούς τα χωριά των Κρητικών θα τα είχαν ισοπεδώσει και θα εκτελούσαν όλους τους κατοίκους. Ο ισχυρότατος δεσμός ο οποίος σφυρηλατήθηκε μεταξύ του πατέρα μου και του κρητικού λαού θα μείνει αιώνιος και ακατάλυτος».
«Στις 30 Μαΐου 1941 η κατάληψη της Κρήτης είχε ολοκληρωθεί από το γερμανικό στρατό. Ο Irving Mckerrow αναφέρει στο βιβλίο του:
Στις 30 Μαΐου 1941 ο George Perrin και εγώ με τα προσωπικά μας όπλα, ξεκινήσαμε επίπονη πορεία πενήντα χιλιομέτρων προς τη νότια Κρήτη. Περνούσαμε από ορεινά μονοπάτια και χέρσες εκτάσεις και όχι από δρόμους οι οποίοι θα ήταν πρόσφοροι στους Γερμανούς, να μας ανακαλύψουν. Μετά από πολλές ώρες πεζοπορίας επάνω στα βουνά φτάναμε σε κάποιο χωριό και πάντοτε οι ντόπιοι φιλόξενοι και πρόσχαροι μας προσέφεραν φαγητό. Μετά το γεύμα, μαύρο ψωμί, τυρί τηγανιτές πατάτες και κρασί, ξεκινούσαμε. Αυτή τη φορά, μαζί με οδηγό. Ήταν ένα ηλικιωμένος περίπου 60 ετών, ο οποίος παρ’ όλα αυτά σκαρφάλωνε στα βραχώδη όρη σαν κατσίκα. Φτάσαμε στη Μονή Πρέβελη γύρω στις 4 μμ. Αισθανόμενοι κουρασμένοι μετά τη μακρά πορεία πήγαμε και ξαπλώσαμε σε μια σπηλιά και κοιμηθήκαμε μέχρι την επόμενη ημέρα στις 11 π.μ.» σ.σ. Για ευνόητους λόγους η διαμονή δεν έγινε στο Μοναστήρι. Εξάλλου ο συγγραφέας αναφέρει σε άλλη παράγραφο ότι: «Στη Μονή Πρέβελη κατέφθαναν συχνά γερμανικά περίπολα από 200 έως 250 στρατιώτες».
Στη συνέχεια ο Irving αναφέρει ότι η Μονή τους προσέφερε τρόφιμα με τα οποία επέζησαν. Όταν όμως εγκαταστάθηκε μονίμως μια στρατιωτική μονάδα Γερμανών μέσα στο Μοναστήρι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την περιοχή αυτή για να προχωρήσουν και να μετακινηθούν προς τα ενδότερα του νομού. Περπάτησαν στις όχθες του ποταμού. Όπως είναι εύλογο από τη Λίμνη προς το εσωτερικό.
Ήταν 100 άνδρες περίπου αλλά ορισμένοι εγκατέλειψαν την ομάδα για άλλη περιοχή, οι οποίοι αιχμαλωτίστηκαν αργότερα. Οι υπόλοιπο συνέχισαν την πορεία στην κοίτη του ποταμού προς βορρά.
Μετά από περιπετειώδη διαδρομή – κολυμπώντας σε ορισμένο σημείο – ανάμεσα στις βραχώδεις ακτές ενός φαραγγιού (σ.σ. προφανώς πρόκειται για το φαράγγι του Κουρταλιώτη) όταν είχαν περπατήσει 20 χιλιόμετρα συνάντησαν έναν Αυστραλό στρατιώτη, ο οποίος τους έφερε σε επαφή με τον γνωστό αντιστασιακό Μανόλη Βασιλάκη, Ήταν ο μόνος που γνώριζε αγγλικά και τους οδήγησε στο Φραττί.
Στο Φραττί ο Irving συνάντησε και τον Ηγούμενο της Μονής Πρέβελης Αγαθάγγελο, τον Πολιό Περαντωνάκη και τον Αλέκο Πελεκανάκη, οι οποίοι τους προμήθευσαν τρόφιμα και κουβέρτες για να διαμείνουν μέσα στο Κουρτουλιώτικο φαράγγι και εκεί κάτω τους έφερνε ο Αλέκος καθημερινά φαγητό. Για βραδινό φαγητό ανέβαιναν στο χωριό.
Μια εβδομάδα αργότερα ο Βασιλάκης πληροφορεί τον Irving ότι σ’ ένα κοντινό χωριό υπάρχει ασύρματος με τον οποίο θα μπορούσε να επικοινωνήσει με τη Μέση Ανατολή. Μεταμφιεσμένος σε χωρικό και μαζί με άλλους έφυγαν γι’ αυτό το χωριό (σ.σ. ο συγγραφέας δε θυμάται το όνομα του αλλά προφανώς πρόκειται για την Κρύα Βρύση). Αλλά εκεί δεν υπήρχε κανένας ασύρματος και έτσι επέστρεψαν στο Φραττί άπρακτοι.
Στο Φραττί ο Ηγούμενος Αγαθάγγελος τους συμβούλεψε ότι πρέπει να κάνουν σήματα από την ακτή προς τη θάλασσα, για να φανεί από κάποιο αγγλικό υποβρύχιο και να πλησιάσει. Έτσι και έγινε, ώστε κάποτε είδαν χαρούμενοι ν’ έρχεται ένα υποβρύχιο. Ήταν το περίφημο, αξιόμαχο αγγλικό υποβρύχιο Thresher (Θρεχερ) το οποίο σίμωσε στην Ακτή της Λίμνης Πρέβελη και αποβίβασε τον αντιπλοίαρχο F.G. Pool με έναν άλλο αξιωματικό κι έναν πολίτη κρητικό. Το υποβρύχιο αναχώρησε για διατεταγμένη υπηρεσία. Επέστεψε μετά 2 εβδομάδες. Εν τω μεταξύ οι κάτοικοι στο Φραττί είχαν ετοιμάσει ένα γλέντι για να αποχαιρετίσουν τους Αυστραλούς φυγάδες. Έψησαν αρνιά στα κάρβουνα και τα πρόσφεραν με πατάτες, αυγά, τυρί, τομάτες και κρασί. «Ήταν πράγματι ένα βασιλικό συμπόσιο» αναφέρει συγκινημένος ο συγγραφέας «πολλώ μάλλον κάτω από τη Γερμανική Κατοχή με τη στέρηση και την έλλειψη ακόμα και των αναγκαίων αγαθών». Όταν τελείωσε το γλέντι οι ντόπιοι αποχαιρετούσαν τους Αυστραλούς με δάκρυα στα μάτια σαν να ‘ταν στενοί συγγενείς.
Εν συνεχεία ο συγγραφέας, αφού αναφέρει για πολλοστή φορά τα πηγαία, διάχυτα, φιλόξενα αισθήματα των Κρητών, περιγράφει την αναχώρηση των Αυστραλών από τη λίμνη Πρέβελη με το υποβρύχιο Thresher το ταξίδι μέχρι την Αλεξάνδρεια, την άφιξη τους εκεί και την μετεκπαίδευσή τους στην Παλαιστίνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ανέγερση εκκλησίας στην Αυστραλία στην μνήμη του Μανόλη Βασιλάκη ο οποίος συνελήφθη και εξετελέσθη από τους Γερμανούς.
Το 1986 ο συγγραφέας επανέρχεται στην Κρήτη και όλοι οι παλιοί φίλοι στο Φραττί, όσοι ζουν, τον υποδέχονται και τον φιλούν συγκινημένοι. Σημαντικό επίσης ότι στο τέλος του πονήματος περιλαμβάνονται αδιάσειστα ντοκουμέντα, τα οποία αποκαλύπτουν την απάνθρωπη όσο και απερίγραπτη βαρβαρότητα της Γερμανικής Κατοχής, όπως η εν συνεχεία προκήρυξη, η οποία ρίφθηκε από αεροπλάνα σε χιλιάδες αντίτυπα απ’ άκρη σ’ άκρη της Κρήτης «Στρατιώτες του Βρετανικού Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας. Υπάρχουν πολλοί από σας που κρύβονται σε βουνά και σε ωριά. Πρέπει να παρουσιαστείτε αμέσως στους Γερμανούς στρατιώτες. Κάθε αντίσταση σας είναι εντελώς μάταιη, όπως και κάθε προσπάθεια σας να διαφύγετε. Ο χειμώνας που έρχεται θα σας αναγκάσει να εγκαταλείψετε τα βουνά. Μόνο οι στρατιώτες που θα παρουσιαστούν αμέσως είναι βέβαιο, ότι θα τύχουν μιας τιμητικής και σύμφωνα με τους στρατιωτικούς κανονισμούς του πολέμου αιχμαλωσίας. Αντίθετα όποιος βρεθεί με πολιτικά ρούχα, θα θεωρηθεί κατάσκοπος και θα τύχει ανάλογης μεταχείρισης.
Ο στρατηγός Διοικητής Κρήτης».
Σε άλλη προκήρυξη η οποία ρίχτηκε με την αναφερόμενη ταυτοχρόνως, ο διοικητής της Κρήτης μιλά με τρόπο απειλητικό προς τους κατοίκους του νησιού.
«Σε όσους παρέχουν τροφή και βοήθεια στους Βρετανούς φυγάδες, θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο την ίδια τους τη ζωή, αλλά και την ύπαρξη της οικογένειας των ακόμα και ολόκληρου του χωριού των. 26 Ιουλίου 1941.
Ο Στρατηγός Διοικητής Κρήτης».
Πέραν όμως από τις επανειλημμένες επισημάνσεις σε ότι αφορά το βέβαιο, θανάσιμο κίνδυνο, τον οποίο διέτρεξαν εξίσου με τους Άγγλους φυγάδες και οι ντόπιοι, το πόνημα του Irving Mackerrow σε καθηλώνει και σε συγκινεί για τους αφειδώλευτους επαίνους, όσο και δικαιολογημένους, τους οποίους επιδαψιλεύει, όπως και τον ανεπιφύλακτο θαυμασμό του, προς στον Κρητικό λαό. Εξάλλου αποκαλύπτει πλείστα όσα ανεξερεύνητα, συγκλονιστικά στοιχεία, τα οποία έρχονται για πρώτη φορά στο φως της δημοσιότητας, για την εφιαλτική ατμόσφαιρα της εποχής, και τη δεινή περιπέτεια των φυγάδων κατά τις περιπλανήσεις τους. Ο συμπολίτης Αριστείδης Λιαναντωνάκης δικαιούται να υπερηφανεύεται για την επιμελημένη, επιτυχή μετάφραση που είναι από ένα τα πολλαπλά προσόντα του βιβλίου.