«Κορίτσια της χαράς» που δίδασκαν αξιοπρέπεια
Από τις τραγικότερες μοίρες μιας κοπέλας, όπως μου έλεγε η γιαγιά μου η Σμυρνιά, ήταν να «καταλύσει πουκάμισα στα …πρόστυχα».
Γι’ αυτό και τα δρακόντεια μέτρα στην οικογένεια που είχε κορίτσια, για τη διαφύλαξη των ηθών.
Στην εφηβική μου μνήμη, μόνο η λέξη Τρούμπα, χτυπούσε στη συνείδησή μου το καμπανάκι της ηθικής. Έτσι όταν βρέθηκα στο Ρέθυμνο, δεν μου έλεγε τίποτα ο δρομάκος της Χειμάρρας. Και επειδή εκείνα τα χρόνια πρόσεχε καθένας πως μιλούσε μπροστά σε μια κοπέλα, δεν είχα πάρει χαμπάρι που εύρισκαν διέξοδο των φαντασιώσεών τους, οι όμηροι του καθωσπρεπισμού.
Δεν είχε βλέπετε κυκλοφορήσει και το βιβλίο της «Κυρίας Ντορεμί» να πληροφορηθώ, πόσο επικίνδυνο για την υπόληψη των περαστικών ήταν μια βόλτα στο Κάστρο από το επίμαχο στενό.
Μια μέρα κι ενώ είχα βγει για ρεπορτάζ στον Πλάτανο, με σταμάτησε μια κυρία με έντονο μακιγιάζ, να με ρωτήσει για μια οδό. Κι εγώ προθυμοποιήθηκα να βαδίσω λίγο πλάι της για να της δείξω το δρομάκι. Από την απέναντι κατεύθυνση ερχόταν μια από τις κυρίες, τις πραγματικές δέσποινες του Ρεθύμνου, που με συμπαθούσε ιδιαίτερα. Και πάνω που πήγε να με καλοχαιρετίσει το χαμόγελο πάγωσε στα χείλη της όταν είδε τη συντροφιά μου.
Ζήτησε να μου μιλήσει παράμερα κι εκεί μου έβαλε γερή «κατσάδα» για την παρέα μου, απαιτώντας να την παρατήσω αμέσως και να φύγω.
Εγώ που σεβόμουν πολύ εκείνη την κυρία, προσπάθησα με κομψό τρόπο να υπακούσω στο θέλημά της. Γυρίζοντας όμως στο γραφείο, δεν εύρισκα ησυχία. Επιτέλους τι είχε εκείνη η γυναίκα από τη Χειμάρρας και θα ‘πρεπε να αντιμετωπίζεται ως λεπρή;
Και πάνω στον προβληματισμό μου αυτό έγραψα το «Μ. Τρίτης στοχασμοί»
Τη νύχτα τούτη το φανάρι δεν θα ανάψει
κι αυτή πελάτες δεν θα ψάξει στη γωνιά
σκέψεις αγνής ζωής για λίγο θα ξεθάψει
μήπως και διώξει της ψυχής την παγωνιά
Σε μια γωνιά της εκκλησιάς θα πάρει θέση
Δεν θα τη νοιάζουν οι περίεργες ματιές
όπου οι τίμιες κι αυτή θάναι στη μέση
για Κείνον άνθρωποι λογιούνται κι οι κοινές
Κι αν για πολλούς στην εκκλησιά θα είναι η μόνη
που το φιλί της το πουλά στα φανερά
δεν ξεχωρίζει από πολλές κι ας είναι πόρνη
είναι η επίσημη κι αυτή είναι η διαφορά
Ο πρώτος που μου έδωσε τα εύσημα μετά τη δημοσίευση του ποιήματος, ήταν ο αξέχαστος Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκις. Και μαζί με τα σχόλιά του, μου ανέφερε ένα γεγονός που συμμετείχε και που είχε απαθανατίσει αργότερα με τη γλαφυρή πέννα του στον τοπικό τύπο.
Μια πρωτοβουλία που ξάφνιασε πολλούς
Παραμονές Πρωτοχρονιάς του 1937 μια δεκαριά νέοι της εποχής, επιστήμονες, διανοούμενοι, απόλυτα «καθώς πρέπει» κοντολογίς, αποφάσισαν να το «ρίξουν έξω» στο πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν.
Εκείνη την εποχή, υπήρχαν δώδεκα κακόφημα σπίτια στο Ρέθυμνο.
Τρία ήσαν στην οδό Χειμάρρας. Εκεί έμεναν γυναίκες «ελευθερίων ηθών» από μια στο καθένα με την υπηρεσία της.
Η κυρία του «σπιτιού» είχε το δικαίωμα της επιλογής. Δεν δεχόταν τον καθένα. Και η υπηρεσία της είχε αποκλειστικό καθήκον μόνο την καθαριότητα.
Στα άλλα εννιά, υπήρχαν κοπέλες από δυο και πάνω με την διευθύντρια του σπιτιού. Οι κοπέλες δεν είχαν το δικαίωμα επιλογής του «πελάτη». Δούλευαν υποχρεωτικά. Η διευθύντριά τους δεχόταν όταν είχε κέφι. Δεν είχε καμιά υποχρέωση να ασκήσει το «αρχαιότερο επάγγελμα».
Όλα τα σπίτια πάντως είχαν μια πολιτισμένη ατμόσφαιρα και δεν θύμιζαν σε τίποτα καταγώγια. Εξυπηρετούσαν, βλέπετε, καθώς πρέπει κυρίους που είχαν κι αυτοί δικαίωμα στην εφήμερη χαρά του απαγορευμένου. Τυχόν «έκτροπα» ήταν σπανιότατα, καθώς υπήρχε αυστηρότατος έλεγχος από την αστυνομία που είχε την παράδοση από τους Ιταλούς διοργανωτές της Κρητικής Χωροφυλακής. Και η ιατρική επιθεώρηση ήταν καθημερινή ρουτίνα. Απόλυτα προστατευμένοι επομένως οι κύριοι της εποχής απολάμβαναν τις απαγορευμένες τους αποδράσεις.
Στο κλίμα αυτό οι νεαροί της ιστορίας μας, δέκα τον αριθμό, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις άπαντες, και τακτικότατοι επισκέπτες των σπιτιών που προαναφέραμε αποφάσισαν να υποδεχτούν τον νέο χρόνο συντροφιά με μερικές από τις κυρίες που θα είχαν την ευκαιρία να περάσουν και μια βραδιά αλλιώτικη από τις άλλες.
Διάλεξαν ακριβοδίκαια τα πρόσωπα που ήταν ακριβώς εννιά. Οι τρεις ήταν οι κυρίες της οδού Χειμάρρας, άλλες τρεις ήταν «διευθύντριες» και οι υπόλοιπες κοπέλες διαφόρων σπιτιών.
Ο χώρος που επέλεξαν ήταν ένα παλιό εξοχικό, ιδιοκτησία, πασίγνωστου Ρεθεμνιώτη παράγοντα, που ήταν ιδανικό για την περίσταση, λόγω απόστασης από το κέντρο της πόλης. Κανόνισαν να το κλείσουν εγκαίρως χωρίς να αναφερθούν σε περισσότερες λεπτομέρειες. Φρόντισαν επίσης και για τα εδέσματα να είναι εκλεκτά και άφθονα. Η αγωνία να πετύχει η βραδιά δεν άφηνε και τους δέκα οικοδεσπότες να ησυχάσουν.
Από τις οκτώ μαζεύτηκαν όλοι και καθισμένοι τριγύρω από το τεράστιο τραπέζι που ήταν στο κέντρο της αίθουσας, τα «κουτσόπιναν» περισσότερο για να καταλαγιάσουν το άγχος τους. Κάποια στιγμή σταμάτησαν δυο αυτοκίνητα έξω από το σπίτι και σε λίγο έμπαιναν και οι κυρίες η μια πιο εντυπωσιακή από την άλλη. Καμιά σχέση με τις επιμελώς ατημέλητες γυναίκες που υποδέχονται τους νεαρούς άλλες βραδιές.
Αιθέριες υπάρξεις
Όλες ήταν κομψότατες στα καλοραμμένα ταγιέρ και φορέματα που φορούσαν, με τα ανάλογα κοσμήματα και αξεσουάρ, το προσεγμένο χτένισμα και μακιγιάζ, έτσι που να δημιουργείται η αίσθηση ότι γινόταν σουαρέ σε κοσμικό σαλόνι της υψηλής αριστοκρατίας. Οι οικοδεσπότες ανταποκρίθηκαν ανάλογα. Σεβασμός, χειροφιλήματα, φιλοφρονήσεις έκαναν τις κυρίες να νοιώσουν επιτέλους «Ανθρώπινα Πλάσματα» και όχι κοινωνικά αποβράσματα. Αυτή η αίσθηση είχε σαν αποτέλεσμα να ανταποδώσουν ανάλογα. Συστήθηκαν με τα κανονικά τους ονόματα ξαφνιάζοντας τους πάντες. Ποια η έκπληξη των νεαρών για παράδειγμα όταν έμαθαν πως η «Σάσα» τους ήταν η Ιταλίδα Άννα Τζιοβάνι. Αποδείχτηκε μάλιστα ιδιαίτερα χαρισματική, καθώς φαίνεται πως της είχε ανατεθεί, από τις άλλες, ρόλος συντονίστριας.
Αυτή η κοπέλα είχε δυστυχώς περίεργη τύχη. Παντρεύτηκε αργότερα, λίγο πριν από τον πόλεμο με ένα πλούσιο Εβραίο από τα Χανιά και απέκτησε μάλιστα ένα παιδί. Η ευτυχία της όμως δεν κράτησε. Συνελήφθη από τους Γερμανούς με τον άνδρα της και το παιδί της χωρίς να ξέρει κανένας έκτοτε την τύχη της.
Εκείνο το βράδυ όμως κυριαρχούσε με τη γοητεία της. Πήρε τη θέση της μαζί με τις άλλες στο τραπέζι απέναντι από τους κυρίους και όλοι μαζί απόλαυσαν τους μεζέδες που άρχισαν να καταφθάνουν συνοδευόμενοι με γλυκόπιοτο ανωγειανό κρασί. Η καλή διάθεση δημιούργησε μια ζεστή ατμόσφαιρα με το κέφι να κυριαρχεί και τη διάθεση όλων να συναγωνιστούν σε αναμνήσεις από εορτασμούς περασμένων χρόνων που είχαν έντονο προσωπικό χαρακτήρα. Απολογισμό ζωής έκαναν οι περισσότεροι εκείνο το βράδυ νιώθοντας περίεργα συναισθήματα και κυρίως ελευθερία σκέψης χωρίς το φόβο παραβίασης του κοινωνικού πρωτόκολλου. Στις αφηγήσεις βέβαια «έκλεψαν» την παράσταση οι κυρίες που με τις εμπειρίες τους από τα σπίτια που δούλεψαν είχαν να διηγηθούν αμέτρητες ιστορίες. Απέφευγαν επιμελώς ονόματα αλλά γοήτευσαν τους ακροατές τους με την αφηγηματική τους χάρη. Σχόλια και φιλοσοφικές ερμηνείες που διάνθιζαν το μύθο, έδειχναν πως και οι γυναίκες αυτές είχαν άποψη. Και το δικαίωμα να την υποστηρίξουν.
Γλέντι μέχρι πρωίας
Γλέντι όμως χωρίς μουσική δεν γίνεται. Ακολούθησαν τραγούδια και χοροί από όλη την Ελλάδα με τη λύρα και το λαούτο βέβαια να έχουν την πρωτοκαθεδρία, μια κοπέλα από την Πόλη με το τραγούδι της μετέφερε στην ατμόσφαιρα ανατολίτικο χρώμα και η συνέχεια δόθηκε από ένα γραμμόφωνο που ξεσήκωσε τους πάντες για φοξ ταγκό και βαλς. Κι εδώ οι κυρίες έδωσαν ρεσιτάλ, καθώς είχαν αποκτήσει εξαιρετικές επιδόσεις μαθαίνοντας τους ευρωπαϊκούς χορούς.
Κατά καιρούς σταματούσε το γλέντι για ν’ αδειάσουν μερικές πιατέλες κι ύστερα πάλι χορός. Ήταν μια νύχτα ξεχωριστή για όλους με θρίαμβο της ανθρώπινης επικοινωνίας και απόδραση από τα στερεότυπα μιας κοινωνίας που καταδυνάστευε τα μέλη της προς δόξαν του καθωσπρεπισμού.
Προς το ξημέρωμα σερβιρίστηκε κοτόσουπα αυγολέμονο με μπόλικο λεμόνι που όλοι απόλαυσαν, γιατί ήταν, εδώ που τα λέμε, ό, τι έπρεπε για το ταλαιπωρημένο από τις γευστικές υπερβάσεις στομάχι τους.
Επιστροφή στη ρουτίνα
Και λίγο πριν φέξει η πρώτη μέρα του 1937, ήρθαν τα αυτοκίνητα να πάρουν τις κυρίες για τα σπίτια τους. Οι κύριοι έμειναν φυσικά για να τακτοποιήσουν το λογαριασμό.
Και ο Μιχαήλ Μύρ. Παπαδάκις, υπέρμαχος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, σχολίασε κλείνοντας την υπέροχη αφήγησή του «Ποτέ δεν έγινε στο Ρέθεμνος, τόσο εξευγενισμένη ψυχαγωγία. Ήταν μια ευκαιρία για να καταλάβει κάποιος αυστηρά προσκολλημένος στις παραδόσεις ότι και τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα δεν ήταν απόλυτα βούρκος. Οι συμπεριφορές δημιουργούν καταγώγια. Οι άνθρωποι που κρύβονται εκεί ίσως να διαθέτουν ψυχικούς θησαυρούς αλλά η αδυσώπητη μοίρα, οι ανάγκες που παρακολουθούν κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, και θλιβερά γεγονότα είναι συνηθισμένο να τους οδηγούν στο χάος, σε τόπους εντελώς διαφορετικούς από αυτούς που τους προόριζε η θεία πρόνοια…».
Όσα αναφέρει ο Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκις, συμπληρώνει ο εκλεκτός συγγραφέας δικηγόρος κ. Χαρίδημος Παπαδάκης στο βιβλίο του «Οίκοι Ανοχής στην πολιτεία της Ανοχής». Ένα θέμα άκρως τολμηρό και δύσκολο με βιβλιογραφία ελάχιστη, που κατάφερε όμως ο Χάρης με το πείσμα και μεράκι που τον διακρίνει να παρουσιάσει μια θαυμάσια και πληρέστατη εργασία.
Ρεπορτάζ στη Χειμάρρας
Από τους θαυμαστές του ποιήματος της Μ. Τρίτης που είχα γράψει και ο καλός συνάδελφος Δημήτρης Κορωνάκης. Κι όταν συνυπογράφαμε την δημοσιογραφική επιθεώρηση «Ρεθεμνιώτικα Χρονικά» (ήταν και ο Χρήστος Λιονής στην τριάδα) μου πρότεινε να κάνω ένα ρεπορτάζ στη Χειμάρρας ανοίγοντας το φάκελο «Πορνεία».
Οι νεαροί αναγνώστες μου θα απορήσουν που ήταν το περίεργο και το καινοτόμο για την εποχή του. Συμβαίνει όμως το 1983 θέματα σαν κι αυτό να ήθελε αρκετό ρίσκο πολλών λογιών.
Εγώ βέβαια άλλο που δεν ήθελα. Διοικητής Ασφαλείας τότε ήταν ο εξαίρετος σημερινός πολυτάλαντος δημιουργός κ. Γιώργος Καραβιώτης, ο οποίος όταν τον ενημερώσαμε σχετικά προσφέρθηκε μέχρι και να με συνοδεύσει. Και μάλλον έπραξε πάνσοφα, γιατί χρειάστηκε κάποια στιγμή να παρέμβει για να προλάβει μια παρεξήγηση που θα με έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση. Ε μα κι εγώ πήγαινα γυρεύοντας. Παρέλειψα να αναφέρω ότι για τη γειτονιά ήμουν μια κοινωνική λειτουργός.
Όταν όμως συναντήθηκα με την κυρία που με περίμενε, δεν άντεξα και της αποκάλυψα την πραγματική μου ιδιότητα. Εκείνη με άνεση έδειξε πως δεν την νοιάζει και με οδήγησε στα ενδότερα να συζητήσουμε. Βρέθηκα λοιπόν σε μια κρεβατοκάμαρα από ακριβό ξύλο, που όλα έλαμπαν από καθαριότητα. Κι ένα ακριβό άρωμα, παρά την Ιουλιανή ζέστη έκανε πιο ευχάριστη την ατμόσφαιρα. Κάθισα στο σκαμπό της τουαλέτας που ήταν γεμάτη με καλλυντικά.
Απέναντι μου η κυρία με ένα διαφανές νυχτικό, ελαφρά μακιγιαρισμένη, περίμενε τις ερωτήσεις μου. Και η πρώτη φυσικά ήταν για την αφορμή της επιλογής της. Κλασική όμως ήταν η απάντηση. Μετά το Γυμνάσιο έκανε έναν άτυχο γάμο και για να συντηρήσει την κόρη της έπιασε δουλειά σε ένα μπαρ. Εκεί γνώρισε ένα νέο «καλό παιδί», περνούσαν ήσυχα μέχρι που ένας βράδυ σε ένα καυγά αυτός τράβηξε όπλα με αποτέλεσμα να βρεθεί στη φυλακή. Εκεί αρρώστησε και πέθανε. Ο θάνατός του της στοίχισε πολύ. Αποφάσισε να φύγει από την Αθήνα, αφού είχε ήδη το παιδί της εσωτερικό σε ακριβό σχολείο και ήρθε στην Κρήτη. Άνοιξε μπαρ σε γειτονική πόλη, κάλυπτε με το παραπάνω τις ανάγκες της, αλλά οι μηνύσεις από γύρω γύρω δεν την άφηναν να στενάξει.
Έτσι αποφάσισε να κλείσει το μπαρ και να έρθει στο Ρέθυμνο, όπου δεν είχε κανένα παράπονο. Το όνειρό της πλέον ήταν να μαζέψει χρήματα και να κάνει μια δική της επιχείρηση.
Μιλούσε με άνεση και δεν κόμπιασε όταν συνέχισα με πιο αδιάκριτες ερωτήσεις ως προς τα έσοδά της. Κι εδώ δεν δίστασε να μου πει ότι έβγαζε 4.000-5.000 δραχμές τη μέρα (θαρρώ πως ένας μισθός πρέπει να ήταν εκείνη την εποχή γύρω στις 1.500 δραχμές το μήνα αν έκρινα από τα δικά μου έσοδα).
– Μη νομίζεις μου είπε, οι πιο παλιές έβγαζαν τα τριπλάσια, αλλά στην εποχή μας που χαλάρωσαν τα ήθη (σκέψου να ζούσε στη σημερινή) έχει κεσάτια το επάγγελμα.
Γιατί της άρεσε το Ρέθυμνο; Γιατί είχε φιλήσυχους ανθρώπους που σέβονταν τον άνθρωπο. Κι εκείνη ανταπέδιδε με τον δικό της τρόπο, ιδιαίτερα όταν είχε να κάνει με νεοσσούς, που έπρεπε να μυήσει στα άδυτα του έρωτα. Γι’ αυτήν μου τόνισε τα παιδιά εκείνα δεν τα έβλεπε σαν πελάτες. Ξεχνούσε και το χρόνο και φρόντιζε να μην τους αφήσει ψυχολογικό τραύμα.
Κι όταν τη ρώτησα αν αισθάνεται ενοχή για το επάγγελμά της μου απάντησε απλά πως αν κάτι έφθειρε ήταν ο εαυτός της. Δεν πείραζε κανέναν.
Φαντάζεστε την έκπληξή μου, όταν στην πορεία της κουβέντας μου μίλησε για την αγάπη της στο διάβασμα με προτίμηση στο Καζαντζάκη και στον Μπρεχτ (!!!) για την ανάγκη συνδικαλισμού στο επάγγελμα, για την ισοτιμία των φύλων και την υποχρέωση κάθε πολίτη να είναι ενεργός.
Η συζήτηση είχε ανέβη τόσο σε επίπεδο που ειλικρινά ξέχασα που βρισκόμουν.
Φεύγοντας μου είχε πει ότι για δυο-τρία χρόνια θα δούλευε ακόμα και μετά θα κυνηγούσε το όνειρό της. Ελπίζω να τα κατάφερε, γιατί δεν έτυχε ποτέ πια να συναντηθούν οι δρόμοι μας από εκείνη τη μέρα.
Μνήμη κυρίας Βέτας
Θα πρέπει να συμπληρώσω ότι ενώ η γυναίκα εκείνη μου μιλούσε για τους νεαρούς που μύησε στον έρωτα, ήρθε στο νου μου μια ΚΥΡΙΑ, που θα πρέπει οι σημερινοί άνω των 70 χρόνων συμπολίτες να της οφείλουν τα πρώτα τους φροντιστήρια στον έρωτα. Το όνομά της ήταν Βέτα. Κι όταν το έφερε η τύχη να συναντηθούμε, ομολογώ ότι αισθάνθηκα ένα σεβασμό για τη γυναίκα εκείνη. Δικαίωσα μάλιστα τους κοινούς φίλους, που την ανέφεραν με τόση αγάπη.
Πράγματι ήταν αξιαγάπητη η κυρία Βέτα. Κι όταν κάποτε έπιασε φωτιά το σπίτι της, αυθόρμητα έσπευσαν πολλοί να τη συνδράμουν και να τη βοηθήσουν σε κείνη τη δύσκολη στιγμή.
Όταν τη γνώρισα μου συστήθηκε ως νοσηλεύτρια και φυσικά δεν έδειξα κανένα ξάφνιασμα. Ήξερα πως πρόσφερε στο κοινωνικό σύνολο καλύπτοντας νοσηλευτικές ανάγκες. Μέχρι το τέλος της ζωής της ήθελε να προσφέρει χωρίς ποτέ να βλάψει κανένα.
Λυπήθηκα όταν έμαθα το θάνατό της. Στις λίγες φορές που τη συνάντησα είχα εντυπωσιαστεί με την ευγένεια και την καλλιέργειά της. Πού να ξέρω και άλλες πράξεις της που την κάνουν πραγματικά αξιομνημόνευτη;
Ένα πρωινό όπως κοιτούσα τις αναρτήσεις στο F/B, το βλέμμα μου, έπεσε σε μια του καλού φίλου Νίκου Σκαρβέλη. Αυτές πάντα τις προσέχω, γιατί ο Νίκος έχει μια ενδιαφέρουσα άποψη πάντα κι ας τη διατυπώνει μερικές φορές όπως αισθάνεται. Έγραφε λοιπόν για τη Βέτα ότι τη δεκαετία που τα Μυσσίρια είχαν απλωθεί σαν συνοικία η Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης ανέθεσε στο μακαρίτη δάσκαλο Λευτέρη Μαρκάκη να ψάξει κατάλληλο κτίριο που να μπορεί να στεγάσει το σχολείο. Ο δάσκαλος με τη βοήθεια του πατέρα Σκαρβέλη έψαξαν παντού, αλλά δυστυχώς δεν υπήρχε τίποτα. Όταν το έμαθε η Βέτα, που έμενε στη συνοικία αυτή, πρότεινε να διαθέσει το μεγάλο και ευρύχωρο σπίτι της για τη στέγαση του σχολείου.
Ο δάσκαλος το μετέφερε στη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας, όπου δεν το έκανε δεκτό, λόγω του επαγγέλματος της ιδιοκτήτριας. Η Βέτα δεν είπε τίποτα. Μπαίνει στο σπίτι βρίσκει το τηλέφωνο και παίρνει απευθείας τον υπουργό Παιδείας.
Ο σεβασμός μου στο αναγνωστικό μου κοινό δεν μου επιτρέπει να παραθέσω τη στιχομυθία, όπως ο έκανε ο Νίκος και πολύ καλά μάλιστα. Κανόνες πάντως δεσμεύουν αυτού του είδους τις διατυπώσεις όταν πρόκειται για εφημερίδα.
Σημασία έχει ότι ο υπουργός όπως καταλήγει ο κ. Σκαρβέλης στην ενδιαφέρουσα μαρτυρία του ευχαρίστησε τη Βέτα και πήρε αμέσως τηλέφωνο τη Διεύθυνση για τα περαιτέρω. Έτσι λειτούργησε το σχολείο χωρίς ποτέ η ιδιοκτήτρια να απαιτήσει δεκάρα τσακιστή.
Έχω κάθε λόγο να βασίζομαι στα γραφόμενα του κ. Σκαρβέλη. Ακόμα όμως και χωρίς αυτό το περιστατικό η Βέτα ήταν η γυναίκα της Χειμάρρας που πολλές Κυρίες θα έσκυβαν με σεβασμό στο διάβα της.