Σε καιρούς δύσκολους ξέρουμε ότι τα μοναστήρια ήταν το ασφαλέστερο καταφύγιο των κυνηγημένων. Σ’ αυτά παραχωρούσαν αρκετοί και την περιουσία τους ακόμα για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων. Το ράσο όμως ήταν κι ένα καταφύγιο για κυνηγημένους με ιστορικό παρελθόν. Ας δούμε δυο συγκλονιστικές περιπτώσεις που μας διέσωσε η πένα επιφανών ερευνητών.
Βάζουμε αρχή από τη Μαγδαληνή, μια Λαμπηθιανή μοναχή τιμώντας και τη σημερινή επέτειο του ολοκαυτώματος της εκκλησίας, αλλά και της σφαγής των κατοίκων από τους Τούρκους του Αλμπάν μπέη.
Στο πρώτο ξέσπασμα της επανάστασης του 1821, άρχισε να ακούγεται το όνομα μιας μοναχή, που ήξερε να γιατρεύει πληγές. Σ’ αυτή κατέφευγαν οι πληγωμένοι από τις μάχες για να θεραπευτούν. Η άγια αυτή ψυχή, μόναζε στο μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στα Σφακιά. Το μοναστικό της όνομα ήταν Μαγδαληνή.
Σύμφωνα με τις πληροφορίες αυτές, η Μαγδαληνή αναγκάστηκε να φύγει από τη Λαμπηνή, γιατί την ήθελε για γυναίκα του ο Αχμέτης Αλμπάνης, που κατοικούσε στη Λαμπηνή και ήταν λεπρός. Ο Αχμέτης ήταν αδελφός του Οσμάν Αλμπάνη, του «αιμοβόρου εσπέχη», που κατοικούσε στο Ρέθυμνο.
Η Μαγδαληνή διδάχθηκε τα γράμματα και τις ιατρικές γνώσεις από ένα γέροντα μοναχό, ο οποίος ήταν πρακτικός γιατρός και είχε στην κατοχή του κάποιο ιατροσόφιο, το οποίο μετά τον θάνατό του κληρονόμησε η Μαγδαληνή. Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης, αλλά και μετά απ’ αυτήν, στη Μαγδαληνή κατέφευγαν οι άρρωστοι και οι πληγωμένοι, για να τους θεραπεύσει και να περιποιηθεί τις πληγές τους, καθώς, όπως αναφέρεται, είχε και χειρουργικές γνώσεις.
Με τη Μαγδαληνή συνδέεται και η αποχώρηση των Τούρκων από μια επιδρομή στα Σφακιά, γιατί, όταν οι Τούρκοι τη συνέλαβαν και την επίεζαν να τους υποδείξει σε ποιο μέρος έχουν καταφύγει οι Σφακιανοί επαναστάτες, τους απάντησε παραπλανητικά, ότι πριν από μια μέρα έφυγαν από τα Σφακιά, για να επιτεθούν στο Ρέθυμνο και στις ανατολικές επαρχίες, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να εγκαταλείψουν τα Σφακιά και να γυρίσουν στα μέρη τους, για να προστατεύσουν τα σπίτια τους και τις οικογένειές τους. Η ίδια αναγνώρισε το ακέφαλο πτώμα του Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη και αφού φρόντισε να βρει και το κεφάλι του, που οι Τούρκοι το είχαν μεταφέρει στο Καψοδάσος, το έθαψε στον περίβολο του έρημου σήμερα μοναστηριού.
Με τις αγαθοεργίες της αυτές η Μαγδαληνή τίμησε το ράσο που στάθηκε γι’ αυτήν ασφαλές καταφύγιο όταν προσπαθούσε να ξεφύγει για να γλιτώσει από ένα γάμο που μόνο φρίκη της προκαλούσε.
Μια τυχαία συνάντηση
Ας μείνουμε όμως λίγο ακόμα στα γεγονότα εκείνης της επανάστασης. Στις 19 Μαρτίου 1821, είναι αραγμένο στην Κωνσταντινούπολη ένα μικρό καράβι. Ανήκε στον Μανούσο Δασκαλάκη που μαζί με τον αδελφό του Γεώργιο και τον Ανδρέα Λαδά είχαν πάει στη Βασιλεύουσα για να πουλήσουν λάδια και τυριά. Αυτό ήταν πρόφαση γιατί σκοπός τους ήταν να προμηθευτούν όπλα και πολεμοφόδια για το μεγάλο ξεσηκωμό που ετοιμαζόταν.
Και οι δυο ατρόμητοι Σφακιανοί ήταν εγγονοί του Ιωάννη Βλάχου του θρυλικού Δασκαλογιάννη που είχε βρει τραγικό θάνατο μετά την αποτυχία της επανάστασης του 1770.
Είχαν φτάσει όμως σε κακή στιγμή. Ο Δημήτριος Υψηλάντης από τις 14 Μαρτίου είχε εισβάλει στη Μολδοβλαχία και η επανάσταση ήταν έτοιμη να ξεσπάσει. Ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β’ για να προλάβει είχε αρχίσει τη δοκιμασμένη μέθοδο να καταπνίγει με αίμα κάθε απόπειρα των σκλαβωμένων για λευτεριά.
Αρχικά είχε ξεκινήσει την επιχείρηση εκφοβισμού με συλλήψεις, κατ’ οίκον έρευνες και κάποιες εκτελέσεις «υπόπτων» αλλά όταν κατάλαβε ότι το καζάνι «βράζει» επικίνδυνα αποφάσισε να προβεί σε πιο δραστικά μέτρα. Άφησε ελεύθερο τον όχλο να σφάζει και να λεηλατεί αλλά και να πυροβολεί τα καταστρώματα των καραβιών. Εννοείται ότι είχε απαγορεύσει αυστηρά τον απόπλου.
Χωμένοι κυριολεκτικά στο αμπάρι του πλοίου τους οι Σφακιανοί περίμεναν να περάσει η θύελλα για να αποφασίσουν τι θα κάνουν κι εκεί τους περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ήταν απομεσήμερο της 19ης Μαρτίου όταν μέσα από τα μικρά φιλιστρίνια του πλοίου αντιλήφθηκαν μια καλόγρια να περιεργάζεται το πλοίο αψηφώντας τον κίνδυνο. Ένας Τούρκος τη συνόδευε χωρίς να δείχνει τις προθέσεις του.
Αυτό κίνησε την περιέργεια του Γεωργίου Δασκαλάκη που δεν είχε καιρό για δεύτερες σκέψεις. Με μύριες προφυλάξεις ανέβηκε στο κατάστρωμα και φώναξε στη μοναχή:
– Ε…εσύ Κυρά ίντα θες επαδά και δε πας να χωστείς ποθές μη σε μακελέψουνε οι σκύλοι.
Εκείνη αντί να δείξει φόβο πλησίασε περισσότερο και ρώτησε.
– Από πού είσαι καπετάνιε και που πας;
– Από την Κρήτη είμαι κερά μου μα δε κατέω άνε ξαναγυρίσω.
– Θα γυρίσεις παλικάρι μου αν θέλει ο Θεός. Εάν μάλιστα θελήσεις να με πάρεις μαζί σου θα φύγουμε απόψε κιόλας. Τι λες; Δέχεσαι;
Ο Δασκαλάκης αναθάρρησε στην πρόταση αυτή.
– Α δε με παίζεις κυρά μου, της αποκρίθηκε, κόπιασε κι όι στη Κρήτη να σε πάω μα και στη Τεργέστη α νε θέλεις.
– Τότε ετοιμάσου. Πάω να βγάλω την άδεια και γυρίζω.
Αυτά είπε η παράξενη καλόγρια και χάθηκε μέσα στο πλήθος. Κατάπληκτος ο Γιώργης κατεβαίνει στο αμπάρι κι ενημερώνει τον αδελφό του. Ο άλλος όμως δεν έδειξε να πείθεται.
– Άντε μωρέ Γιώργη, του λέει να το δεις και να μη το πιστέψεις. Αυτή μωρέ θα είναι κιόλας μακαρίτισσα. Δεν κατάλαβες τι γίνεται εκεί όξω;
Ο Γιώργης πικράθηκε με την ειρωνεία του αδελφού του. Εκείνη η άγνωστη γυναίκα μίλησε στην καρδιά του. Είχε απόλυτα πειστεί ότι εννοούσε ό,τι του έταζε. Δεν είχε όμως άλλο δρόμο από την αναμονή. Οι επόμενες ώρες θα αποκάλυπταν ποιος είχε το δίκιο.
Έγερνε ο ήλιος στη δύση του όταν στο βάθος του λιμανιού φάνηκε η καλόγρια, αλλά δεν ήταν μόνη. Ήταν ανάμεσα σε δυο Τούρκους, ο ένας ήταν εκείνος που τη συνόδευε και νωρίτερα και ο άλλος ήταν αξιωματικός του τακτικού στρατού. Τα βλέμματα όμως όλων έπεσαν σε μια κοπέλα που ακολουθούσε την καλόγρια. Ήταν ένα πλάσμα αιθέριο, μια πραγματική καλλονή.
Η καλόγρια φθάνοντας στο καράβι φωνάζει στον καπετάνιο να φανεί, αλλά αυτή τη φορά ακολουθεί και ο Μανούσος με προφυλάξεις γιατί τον είχε κυριεύσει μεγάλη περιέργεια με την αναπάντεχη αυτή συντροφιά. Βγήκε κι αυτός στο κατάστρωμα και περίμενε να δει τι θα ακολουθήσει.
Στη θέα των δυο αδελφών πλησίασε ο Τούρκος αξιωματικός και σε άπταιστα ελληνικά του λέει:
– Ρίξε τη σκάλα καπετάνιε να βγει η Χανούμ Ντεφτεντάρη και κόπιασε να πάρεις την άδεια σου. Κανένας δεν πρόκειται να σε πειράξει.
Έτσι κι έγινε χωρίς κανένας από τους Σφακιανούς να έχει συνέλθει από την έκπληξη. Κι ενώ ο Γιώργης λάμποντας από χαρά πήρε από τα χέρια του αξιωματικού το χαρτί της άδειας, η καλόγρια αποχαιρετούσε με βαθειά συγκίνηση τον άλλο Τούρκο.
– Ο Θεός να σε ανταμείψει Μουσταφά Νταή για τις υπηρεσίες που μου έχεις προσφέρει.
– Στο καλό κυρά μου και όπως είπαμε γιατί κι εγώ σήμερα φεύγω.
Με μια θερμή χειραψία η άγνωστη καλόγρια χαιρέτησε και τον αξιωματικό και στηριζόμενη στον ώμο της κοπέλας ανέβηκε στο πλοίο.
-Άντε παιδιά στην ευχή του Θεού. Φεύγομε.
Η συγκλονιστική αποκάλυψη
Όσο απομακρυνόταν από τον κίνδυνο το πλοίο γύριζε στη θέση της η καρδιά του ανόμοιου πληρώματος. Μόνο οι ανταύγειες από τις πυρπολήσεις και οι μανιασμένες φωνές του λυσσασμένου τουρκικού όχλου τάραζαν την ησυχία του τοπίου.
Όταν πια ανοίχτηκαν για τα καλά τα δυο αδέλφια θυμήθηκαν την καταγωγή και τις παραδόσεις τους και βάλθηκαν να περιποιηθούν όσο γινόταν καλύτερα τις δυο γυναίκες που βρέθηκαν στο καράβι τους. Ο Γιώργης όμως δεν είχε μάτια παρά για την κοπελιά που τον είχε θαμπώσει με την ομορφιά της. Την άλλη μέρα το πρωί όταν η μοναχή με τη συνοδό της ανέβηκαν στο κατάστρωμα, ο Γιώργης έσπευσε να ρωτήσει αν κοιμήθηκαν καλά κι αν χρειάζονται τίποτα.
– Όλα μια χαρά καπετάνιο μου τον διαβεβαίωσε η μοναχή.
Και χαϊδεύοντας τα κατάξανθα μαλλιά της κοπέλας τη ρώτησε με τρυφερή φωνή.
– Έτσι δεν είναι Ηράκλεια κόρη μου;
– Μάλιστα Οσία Μαρία αποκρίθηκε το κορίτσι. Κοιμήθηκα πολύ καλά.
– Μπράβο κοπελιά μου πήρε τον λόγο ο Γιώργης. Έτσα σε θέλω γω. Αν δε κάνω λάθος πρώτη φορά μπαίνεις σε καίκι;
– Ναι κύριε πρώτη φορά ταξιδεύω, αποκρίθηκε με ντροπαλό ύφος η κοπέλα.
– Κύριο κοπελιά μου να λες μόνο τον Μεγαλοδύναμο. Εμένα θα με λες καπετάν Γιώργη κι άνε θες του λόγου σου να σε λέω Ηράκλεια.
Η πεντάμορφη δεν απάντησε, μόνο κοκκινίζοντας χαμήλωσε το βλέμμα και αναζήτησε να πιάσει το χέρι της Μοναχής. Για να δώσει τροφή στην κουβέντα μπήκε στη μέση και ο Μανούσος. Απευθυνόμενος στην καλογριά ρώτησε σε ποιο μέρος της Κρήτης θα ήθελε να την αφήσουν.
– Νομίζω καπετάνιε μου ότι είναι νωρίς ακόμα για ξεμπαρκαρίσματα. Θα σε παρακαλέσω μόνο αν γίνεται να περάσουμε από την Τήνο να ευχαριστήσω τη Μεγαλόχαρη που μας έσωσε. Θα μου κάνετε αυτή τη χάρη;
– Είπα σου κι οψάργας πως και στη Τεργέστη να μου πεις θα σε πάω, αποκρίθηκε ο Γιώργης.
Όπως είχε ζεσταθεί η κουβέντα έφθασε και η ώρα των αποκαλύψεων. Ο Γιώργης μαζεύοντας επιτέλους το βλέμμα από την Ηράκλεια αποκάλυψε στη μοναχή τον λόγο που βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη και τη ρώτησε πως είναι δυνατόν να φορά το ράσο από τη στιγμή που έδινε την εντύπωση χανούμισσας. Τι ήταν από τα δυο; Με ποια δύναμη μπορούσε να εξασφαλίζει τις άδειες για το μπάρκο; Και το κυριότερο ποια ήταν η κοπελιά που είχε μαζί της;
Η καλόγρια δεν έφερε αντίρρηση να μιλήσει για τον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς είχαν κερδίσει την εμπιστοσύνη της τα δυο αδέλφια από τα Σφακιά. Τι είχε λοιπόν να χάσει;
– Μ΄αρέσει να μιλώ για τα πάθη μου παιδιά μου κι ιδιαίτερα τώρα που πλησιάζω στην πατρίδα μου. Κι άρχισε να ξετυλίγει το κουβάρι του βίου της αφήνοντας άφωνους τους άνδρες που δεν πίστευαν στ’ αυτιά τους.
Ναι ήταν χανούμισσα πριν από μερικά χρόνια όταν ζούσε ο άντρας της ο μεγάλος Τελώνης της Κωνσταντινούπολης. Ήταν καλός άνθρωπος ο συγχωρεμένος και ηθικό στοιχείο. Ποτέ δεν την πίεσε να αλλάξει την πίστη της. Είχε καταφέρει να την κερδίσει με την ευγένεια και τη λεπτότητα που τον διέκρινε. Είχε αποκτήσει αισθήματα γι’ αυτόν ειλικρινούς αγάπης και σεβασμού. Κοντά του είχε πάψει να νοσταλγεί τον τόπο καταγωγής της. Άλλωστε κι εκεί που βρισκόταν ένοιωθε καλά να διαθέτει τα πλούτη της κτίζοντας εκκλησίες και βοηθώντας τους Χριστιανούς. Κι ο άνδρας της το επέτρεπε επειδή ήθελα να τη βλέπει ευτυχισμένη.
– Και ο τόπος σου; Γιατί δεν ήθελες να γυρίσεις; τη διέκοψε ο Μανούσος.
– Σάμπως έμεινε κανένας δικός μου πίσω; απάντησε η καλόγρια ξεσπώντας σε λυγμούς.
Όταν συνήλθε κάπως από τη συγκίνηση που την είχε κυριεύσει καθώς γύριζε στα παλιά πήρε ανάσα και συνέχισε την ιστορία της.
– Το 1806 πέθανε ο άνδρας της. Κι εκείνη αποφάσισε να γίνει μοναχή αφού τίποτα πια δεν τη συνέδεε με τους Τούρκους.
Όσο για την Ηράκλεια ήταν από τη μεγάλη βυζαντινή οικογένεια των Καρατζάδων. Η καλόγρια την είχε βρει ορφανή και την περιμάζεψε. Ήταν η μόνη της συντροφιά αλλά και μεγάλη παρηγοριά της.
Όσο για τον λόγο που πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω ήταν η ανάγκη να προσφέρει στο νησί της τώρα που ο μεγάλος ξεσηκωμός ζητούσε τη συνδρομή κάθε Ρωμιού άνδρα ή γυναίκας, νέου ή γέροντα. Κανένας δεν περίσσευε στον αγώνα αυτό. Έλειπε βέβαια 50 χρόνια. Οι Τούρκοι την πήραν από το μεγάλο Κάστρο που βρέθηκε μετά την τραγωδία που έζησε.
-Τον πατέρα μου τον έγδαραν, κατέληξε την τραγική της ιστορία η καλόγρια, τους δικούς μου τους έσφαξαν, την αδελφή μου την εξαφάνισαν και τα αδέλφια του πατέρα μου που τότε ζούσαν στα Κύθηρα ίσως κι αυτοί να έχουν πεθάνει.
Συγκλονισμένα άκουγαν τα αδέλφια την ιστορία. Ο Μανούσος έφυγε μια στιγμή και σε λίγο ξαναγύρισε με ένα μεγάλο κύπελλο γεμάτο καφέ.
– Έλα κυρά μου να πιούμε κάτι να στυλωθούμε, της είπε, γιατί όπως κατέεις καλύτερα κανείς δεν είναι που να μην έχει βάσανα. Κι εμάς το σόι μας το ξεκλήρισαν οι Τούρκοι και για κείονα τσι πολεμούμενε ετσά λογιός. Και μας τον παππού μας τονε γδάρανε οι σκύλοι στο Ηράκλειο και εξεκλερήσανε την οικογένειά μας και το σπιτικό μας. Μόνο δεν μας είπες εδά από πού είσαι;
– Από τα Σφακιά παιδιά μου εκεί γεννήθηκα.
– Από τα Σφακιά; Φώναξαν τα δυο αδέλφια με μια φωνή.
– Ναι από τα Σφακιά. Θα έχετε ακούσει για τον πατέρα μου το Δασκαλογιάννη που νομίζοντας πως θα σώσει το χωριό μας καταστράφηκε κι αυτός. Μα γιατί με κοιτάτε έτσι; Δεν με πιστεύετε;
Εκείνοι δεν μπορούσαν να μιλήσουν. Μόνο κοιτούσαν βουρκωμένοι τη γερόντισσα.
– Είσαι κόρη του Δασκαλογιάννη; τη ρώτησε ο Γιώργης όταν βρήκε τη φωνή του, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα.
– Ναι παιδιά μου.
– Είσαι αδελφή της Ανθούσας; Είσαι κόρη τσι Σγουρομάλλινης; Είσαι η Μαρία;
– Ναι παιδιά μου. Βλέπω και μας ξέρετε καλά.
Με μιας πετάχτηκαν πάνω και οι δυο αδελφοί, αγκάλιασαν τη μοναχή και της φώναζαν μέσα στους λυγμούς που τους συντάραζαν ολόκληρους.
– Θεία μου, θεία Μαρία. Ο Θεός σε έστειλε κοντά μας. Είμαστε τα ανίψια σου.
Πλησίασε και η Ηράκλεια κι άρχισε να κλαίει μαζί τους ενώνοντας τη δική της με τη δικής τους αγκαλιά.
Από τη συγκίνηση τους συνέφερε σε λίγο ο Λαδάς λέγοντας πως δεν ήταν καιρός για κλάματα αλλά για χαρές. Και στο κάτω της γραφής έπρεπε να σκεφτούν την κοπέλα που κόντευε να λιγωθεί από το κλάμα.
Όταν πια συνήλθαν για τα καλά, η μοναχή συμπλήρωσε τα του βίου της για να απαντήσει στις απορίες των ανιψιών της.
Όταν εκείνη τη μαύρη Παρασκευή 17 Ιουνίου του 1771 ο Χασάν Πασάς Τοκμαγαδές έγδαρε τον πατέρα της μπροστά στα μάτια του αδελφού του Χατζή Σγουρομάλλη εκείνη και η αδελφή της ήταν φυλακισμένες. Λίγες μέρες πριν οι Τούρκοι είχαν κρεμάσει και τον θείο των παιδιών Νίκο στα Σφακιά.
Τα άλλα αδέλφια του Δασκαλογιάννη ο Παύλος, ο Μανούσος και ο Γιώργος είχαν προφτάσει και κατέφυγαν στα Κύθηρα. Έτσι κατάφεραν να γλιτώσουν αν και ο πασάς με δόλο προσπάθησε να τους φέρει στο Κάστρο για να τους πιάσει.
Μετά τον τραγικό θάνατο του πατέρα της η μεν αδελφή της χάθηκε, αλλά την ίδια τη χάρισε ο Πασάς στο Ντεφτεντάρη. Ήταν μόλις 18 χρονών. Ευτυχώς ο άνδρας της ήταν καλός. Απέκτησε μαζί του δυο κόρες αλλά τις έχασε νωρίς.
Ο άνδρας της είχε στην υπηρεσία του έναν Τούρκο από τα Κούντουρα της Μεγαρίδας τον Μουσταφά Νταή. Ήταν αυτός που την είχε συνοδεύσει στο πλοίο. Τότε της αποκάλυψε ότι ήταν Χριστιανός και το όνομά του ήταν Νικόλαος Ζερβός.
Η ιστορία μας δεν τελειώνει εδώ Θα τη συνεχίσουμε στο αφιέρωμα για τους μεγάλους έρωτες που θα δημοσιεύσουμε στην εορτή του Αγίου Βαλεντίνου. Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης μεταξύ του Γιώργη και της Ηράκλειας που σίγουρα θα σας συγκλονίσει.
Πηγές:
Λαμπηνή: Το χρονικό της θυσίας.
Γρηγορίου Παπαδοπετράκης («Ιστορία των Σφακίων» (1888 ανατύπωση 1971).
Αρχείο Παύλου Βλαστού.
Νίκου Ψιλάκη «Μοναστήρια και Ερημητήρια της Κρήτης».
Θανάση Απανωμεριτάκη: Από τις εργασίες του για τη Λαμπηνή που αναφέρονται στη Μαγδαληνή τη καλόγρια που ήταν και γιατρός.
Μάρκου Γιουμπάκη: Ιστορικά Σημειώματα Χανούμ Ντεφτεντάρη και Γεώργιος Τσελέπης (διασκευή) (εφημερίδα Βήμα 15- 19 Μαΐου 1958).