Μακραίωνες οι σχέσεις φιλίας Κύπρου και Κρήτης. Κοινή ιστορική πορεία, πάθος για λευτεριά και εθνική ανεξαρτησία, πλούσιο πολιτιστικό παρελθόν είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που φέρνουν τα δυο νησιά τόσο κοντά συναισθηματικά.
Η μαύρη επέτειος της εισβολής του Αττίλα στη μαρτυρική μεγαλόνησο, μας δημιουργεί την ανάγκη μιας μνημόσυνης αναφοράς σε στιγμές που αναφέρονται στις σχέσεις Ρεθύμνου και Κύπρου.
Επειδή και οι Κύπριοι έζησαν στο «πετσί» τους τη σκλαβιά, όταν ξέσπασε η επανάσταση του 1821, ανταποκρίθηκαν αμέσως με θέρμη.
Ακόμα και οι γόνοι πλουσίων οικογενειών που δεν είχαν κανένα λόγο να αφήσουν τις ανέσεις τους, έσπευσαν στο κάλεσμα της Κρήτης και αρκετοί είχαν και μαρτυρικό θάνατο.Ανάμεσα στους λεβέντες αυτούς και ο Ζωρζής.
Ο Ζωρζής είχε εγκατασταθεί στη Νέα Έφεσο της Μικρά Ασίας, το σημερινό Κουσάντασι, πριν από την έκρηξη της επανάστασης του 1821, όπου ασκούσε το επάγγελμα του εμπόρου. Εδώ γνωρίσθηκε με πολλούς Κρητικούς, που διέμεναν κι αυτοί στην περιοχή και συνδέθηκε μαζί τους με πραγματική φιλία. Μερικοί απ’ αυτούς ήταν ο Παναγής Ζερβουδάκης, ο Γεώργιος Μουριώτης, ο Κωνσταντίνος Μαριδάκης και πολλοί άλλοι.
Στη Νέα Έφεσο μυήθηκε στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας, από τον Ρεθεμνιώτη ήρωα Αντώνιο Μελιδόνη, ο οποίος είχε κατεβεί από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες γι’ αυτό τον σκοπό.
Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση στην Ελλάδα, εξαναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη Μικρά Ασία μαζί με τους Κρητικούς και τους άλλους Κύπριους συμπατριώτες του, που ζούσαν εκεί και να περάσουν όλοι μαζί στα απέναντι παράλια της Σάμου. Κι εδώ βρίσκονταν όταν τον Ιούλιο του 1821 ο Καρά Αλή πασάς επεχείρησε να αποβιβασθεί στο νησί και να το καταλάβει. Αντιστάθηκαν τότε γενναία κατά του επιδρομέα και κατάφεραν να εμποδίσουν την αποβίβαση των τουρκικών στρατευμάτων στη Σάμο. Μετά απ’ αυτό σχημάτισε ισχυρό εθελοντικό σώμα από Κυπρίους συμπατριώτες του και μαζί με άλλους Κρητικούς κατέβηκαν στην Κρήτη και όλοι μαζί αποβιβάσθηκαν στο Λουτρό Σφακιών. Και αμέσως ρίχθηκαν στον αγώνα με ορμή και γενναιότητα.
Εθελοντές και στην επανάσταση του 1866
Έντονη η παρουσία της Κύπρου στην επανάσταση του 1866 με εθελοντές, αλλά και οικονομική στήριξη του αγώνα. Στην άνιση μάχη του Βαφέ τον Οκτώβρη του 1866 ο πρώτος νεκρός είναι ο Κύπριος Γιάγκος Βαρνάβας.
Ανάμεσα στους Κύπριους εθελοντές αναφέρεται και ο Σώζων Αντωνίου Λοϊζου, γιος αγωνιστή του 1821 και πατέρας του Χριστόδουλου Σώζου δημάρχου Λεμεσού στα 1908-1912, βουλευτή (1901-1911), εθελοντή, κι αυτού, του ελληνικού στρατού στους Βαλκανικούς πολέμους, που σκοτώθηκε πολεμώντας στο Μπιζάνι τον Δεκέμβριο 1912.
Η Κρητική Επανάσταση του 1895-97 συγκίνησε βαθύτατα τον Κυπριακό Ελληνισμό, ο οποίος ενθουσιωδώς ετοιμάστηκε για εράνους, εθελοντές και φιλοξενία Κρητών προσφύγων στην Κύπρο.
Πέραν των 500 της Εθελοντικής Φοιτητικής Φάλαγγας των Κυπρίων σπεύδουν στην Κρήτη. Οι εθελοντές πολέμησαν υπό τον Συνταγματάρχη Πεζικού του Ελληνικού Στρατού Τιμολέοντα Βάσσο ενάντια στον οθωμανικό τουρκικό στρατό κατοχής της Κρήτης.
Μερικοί από τους εθελοντές:
1) Στρατιώτης Καραγεωργιάδης του Ιωάννη, εκ Λεμεσού. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό στο Σώμα υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο. Πολέμησε στα Χανιά της Κρήτης τον Φεβρουάριο του 1897.
2) Στρατιώτης Μικελλίδης Νικόλαος, Κύπριος. Κατετάγη στο Σώμα υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο και πολέμησε στην Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1897.
3) Στρατιώτης Στινής Ιωάννης, εκ Λάρνακος. Τοποθετήθηκε στο Σώμα υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο και πολέμησε στην Κρήτη τον Φεβρουάριο του 1897.
4) Στρατιώτης Παπαδόπουλος Γεώργιος του Σάββα, Κύπριος. Υπηρέτησε ως Φρούραρχος Ηρακλείου και ήταν υπεύθυνος οργάνωσης της Κρητικής Πολιτοφυλακής.
5) Ανθυπολοχαγός Πανταζής Φώτιος, εκ Κυθραίας. Ανήκε στο Σώμα υπό τον Συνταγματάρχη Τιμολέοντα Βάσσο και πολέμησε στα Χανιά τον Φεβρουάριο του 1897.
6) Χατζηκυριάκου Ιλαρίων, εκ Λαπήθου. Πολέμησε στην Κρήτη το 1897.
7) Διανέλλος Ιωάννης, εκ Λευκωσίας. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Έλαβε μέρος στη μάχη Αλικιανού της Κρήτης, τον Φεβρουάριο του 1897.
8) Ιωαννίδης Γ. Κωνσταντίνος, εκ Λεμεσού. Μέλος φοιτητικής Φάλαγγας. Έλαβε μέρος στην πολιορκία του Πύργου των Βουκολιών της Κρήτης το 1897.
9) Λοΐζου Λούσης του Ευαγγέλου, εξ Αμμοχώστου. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Έλαβε μέρος στη μάχη στην παραλία Πλατανιάς της Κρήτης, 22 Απριλίου 1897.
10) Μαρκίδης Μενέλαος, εκ Λευκωσίας. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Πολέμησε στο χωριό Νεροκούρα της Κρήτης το 1897.
11) Μυριάνθης Μ. Ιωάννης, εκ Κυθραίας. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Πολέμησε στον Πύργο της Μαλάξας, στην Κρήτη το 1897.
12) Μυριανθόπουλος Κλεόβουλος, εκ Προδρόμου. Πολέμησε στην Παλαιόχωρα της Κρήτης το 1897.
13) Μυριανθόπουλος Σωκράτης, εκ Προδρόμου. Πολέμησε στην Παλαιόχωρα της Κρήτης το 1897.
14) Νικολαΐδης Χαράλαμπος, εκ Λευκωσίας. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Πολέμησε στο Ακρωτήρι της Σούδας και στα Λευκά Όρη της Κρήτης το 1897.
15) Χατζηϊωάννου Ευάγγελος, Κύπριος. Μέλος Φοιτητικής Φάλαγγας. Πολέμησε στο Λάκκο της Κρήτης το 1897.
Ο μεγάλος όρκος δόθηκε στο Αρκάδι
Το Αρκάδι παραμένει σύμβολο αυτοθυσίας και για την Κύπρο και δεν είναι τυχαίο ότι τον ιερό αυτό χώρο επέλεξαν οι αγωνιστές για να δώσουν τον ιερό όρκο του αγώνα, πριν πάνε για εκπαίδευση κοντά στους Μπαντουβάδες έτοιμοι να πεθάνουν για τη λευτεριά.
Μας είχε πει σχετικά η αείμνηστη φίλη μας Κλαίρη Αγγελίδου πρώην υπουργός Παιδείας της Κύπρου.
– Το 1954 είχαμε έρθει φοιτητές σε μια επέτειο του Αρκαδίου. Θέλαμε να είναι σαν ευλογία του αγώνα μας, γιατί μας ενέπνεε ο χώρος και η ιστορία του. Εκεί αρχίσαμε τις επαφές μας για τον αγώνα μας και μετά την ολοκλήρωση του σχεδιασμού, ξεκίνησε η εκπαίδευση από τους Μπαντουβάδες. Εγώ δεν κάθισα πολύ στην Κρήτη. Συνέχισα την εκπαίδευσή μου στην Αθήνα, στο σκοπευτήριο Καισαριανής.
Ξεφυλλίζοντας τον τοπικό τύπο της περιόδου που η Κύπρος αγωνίζεται σκληρά ενάντια στον Άγγλο κατακτητή σε καθημερινή βάση υπάρχουν κείμενα και ειδήσεις με τις κορυφαίες πένες της πόλης, Γιώργη Ανδρουλιδάκη, Πολύβιο Τσάκωνα κ.ά να στηλιτεύουν με αιχμηρά σχόλια τις βιαιότητες των Άγγλων για να αποσπάσουν ομολογίες από τους Κύπριους αγωνιστές.
Οι Ρεθεμνιώτες δεν λείπουν και από καμιά πανελλαδική διαμαρτυρία για το θέμα της Κύπρου. Ακόμα και οι μαθητές παίρνουν μέρος σε διαδηλώσεις, με τους καθηγητές τους που σε άλλη περίπτωση θα τους τιμωρούσαν αυστηρά να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν.
Το Κυπριακό γίνεται προσωπικό θέμα και των Ρεθυμνίων. Και το αποδεικνύουν κάθε στιγμή.
Ο γνωστός μουσικοσυνθέτης Μπάμπης Πραματευτάκης μόλις εγκαταστάθηκε στο Μόναχο και είχε στη διάθεσή του ορχήστρα, έδωσε μια μεγάλη συναυλία με σκοπό την οικονομική ενίσχυση του μαρτυρικού νησιού.
Η σχέση αυτή συνεχίστηκε στη διάρκεια της επταετίας όταν ο Μπάμπης Πραματευτάκης αρνούμενος να συνεργαστεί ως υπεύθυνος του ελληνικού προγράμματος της Ραδιοφωνίας της Βαυαρίας πλάι στον Παύλο Μπακογιάννη, με το καθεστώς της Αθήνας, πήγαινε στην Κύπρο για να πάρει προγράμματα.
Προσκυνήματα Μακαρίου στο Αρκάδι
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος έτρεφε πάντα μεγάλη εκτίμηση στο Ρέθυμνο και είχε έρθει δυο φορές προσκυνητής στο Αρκάδι.
Ήταν ο επίσημος ομιλητής στο μνημόσυνο στη Μονή Αρκαδίου, τόσο τον Νοέμβριο του 1955, λίγους μήνες μετά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, όσο και στους λαμπρούς εορτασμούς της εκατονταετίας του ολοκαυτώματος, το 1966, ως πρόεδρος πια, της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ήταν δύο επισκέψεις που έδωσαν την ευκαιρία στους Κρητικούς να εκφράσουν την αγάπη τους για την Κύπρο, αλλά και στον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο να διατυπώσει τον θαυμασμό των αγωνιζόμενων Κυπρίων προς τους προηγηθέντες αγώνες των Κρητών. «Ευρίσκομαι επί της υψηλοτέρας κορυφής του ελληνικού πατριωτισμού και της ελληνικής αυτοθυσίας» τόνισε ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου στην ιστορική μονή, τον Νοέμβριο του 1955, και συνέχισε: «Η ηρωική παράδοσις του Αρκαδίου αναζή εις την Κύπρον. Από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά αναπηδά ακόμη μίαν φοράν η ελευθερία και με αγώνας και θυσίας προσπαθεί ν’ αγκαλιάση το αλύτρωτον εκείνο τμήμα της μεγάλης πατρίδος».
Ιστορική και η επίσκεψη του Κύπριου Εθνάρχη στην επέτειο των 100 χρόνων από την ανατίναξη της Ιεράς Μονής Αρκαδίου το 1966.
Μετά την πανηγυρική δοξολογία στο Αρκάδι ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στον λόγο του τόνισε μεταξύ άλλων «Εις τον βωμόν του Αρκαδίου προσέρχεται σήμερον και η μαχομένη Κύπρος καταθέτουσα ευλαβώς και τον ιδικόν της φόρον τιμής, προσέρχεται για να αντλήση έμπνευσιν και δύναμιν, πίστην και φως από τη φλόγα του ολοκαυτώματος δια την συνέχισιν του αγώνος της… Εις το παράδειγμα της Κρήτης, παράδειγμα αγώνος και θυσίας, στρέφεται πάντοτε και εμπνέεται η Κύπρος».
Και κατέληξε:
«Η Κύπρος επαναβεβαιοί σήμερον εις το Αρκάδι τους εθνικούς οραματισμούς της, αντλεί δύναμιν από το ολοκαύτωμα του, και σφυρηλατεί την πίστιν της επί την τελικήν δικαίωσιν, την Ένωσιν μετά της Ελλάδος». Πριν αναχωρήσει από το Ρέθυμνο απεύθυνε και το εξής μήνυμα «Προς τον Κρητικόν λαόν διαβιβάζω εγκάρδιον χαιρετισμόν αγάπης και τιμής μετά των εγκαρδίων ευχών μου δια πάσαν πρόοδον».
Μαρτυρίες των βετεράνων στις επιχειρήσεις κατά την εισβολή
Συγκλονιστικές οι εμπειρίες των Ρεθεμνιωτών που είχαν σπεύσει στο μαρτυρικό νησί μετά την εισβολή του Αττίλα.
Ο Προκόπης Προκοπάκης ζει έντονα την επέτειο αυτή καθώς υπήρξε ένας από τους βετεράνους. Λίγο πριν από τη λήξη της θητείας του βρέθηκε με συναδέλφους του από την Α’ Μοίρα Καταδρομών στην πρώτη γραμμή, «προασπιζόμενος τα πάτρια εδάφη της Κύπρου».
Ένα θρίλερ ξεκίνησε γι’ αυτόν το απόγευμα που ήρθε διαταγή να πάνε να καταλάβουν το αεροδρόμιο πριν προλάβουν οι Τούρκοι. Ο ίδιος έζησε από κοντά το θρίαμβο του ήρωα Μπικάκη που με τέσσερις βολές ακινητοποίησε τέσσερα τεθωρακισμένα. Πήρε μέρος και στο πρώτο θερμό επεισόδιο με τους Τούρκους με αρχηγό της αποστολής τον ταγματάρχη Βασίλη Μανουρά από τα Ανώγεια.
Η ομάδα είχε αναλάβει δράση στο Σταυροβούνι υποστηρίζοντας το Γενικό Επιτελείο Εθνικής Προεδρικής Φρουράς Κύπρου με βασικό καθήκον τις αναγνωρίσεις. Άνοιγαν ορύγματα, θέσεις μάχης και το βράδυ κατέβαιναν στη βάση. Αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν για επτά μήνες. Και στο μεταξύ όντας απομονωμένοι από όλους δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι έχουν χαθεί.
Στον Προκόπη Προκοπάκη μάλιστα έκαναν και μνημόσυνα. Αυτό διαπίστωσε ο ίδιος με τρόμο όταν μετά από κοπιώδεις προσπάθειες κατάφερε να επικοινωνήσει με τους δικούς του.
Αφηγείται ο ίδιος στον Νίκο Πολιουδάκη:
«Ήταν Κυριακή. Μου λέει ο διοικητής να πάρω το αμάξι να πάμε στην 33η Μοίρα για να συναντήσει τον εκεί διοικητή. Μου λέει «καμιά ώρα θα κάνουμε και μετά θα έρθω να φύγουμε». Εκεί, περιμένοντάς τον κοντά σε ένα δασάκι έτυχε να βρεθώ σε ένα καμουφλαρισμένο τμήμα διαβιβαστών, καθώς από έναν τεράστιο θάμνο/καμουφλάζ ξεπρόβαλε μια κεραία. Πάω, χτυπάω την πόρτα, μου ανοίγουν δύο Κύπριοι στρατιώτες, τους εξηγώ ποιος είμαι και μου λένε «Σειρά έλα κάτσε». Τους ρώτησα τι κάνουν εκεί και μου απαντούν ότι από εκεί δίδουν τα σήματα. Τους λέω λοιπόν: «Λείπω μωρέ 40 μέρες από την Κρήτη και δεν έχω μιλήσει με τους δικούς μου» και μου απαντούν ότι θα δώσουν ένα σήμα στα κεντρικά της Αθήνας και αν τύχει «καλό παιδί» εκεί στις διαβιβάσεις θα μπορέσω να κάνω δουλειά. Βρήκαμε ευτυχώς ένα καλό παιδί, του έδωσα το τηλέφωνο του σπιτιού μου και με σύνδεσε με το σπίτι. Ήταν όλοι εκεί μαζεμένοι, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, μέχρι και η αδερφή μου είχε κατέβει από την Ορεστιάδα γιατί μου έκαναν μνημόσυνο. Με είχαν θεωρήσει νεκρό τόσο καιρό. Ήταν ανάσταση για αυτούς. Ο πατέρας μου συγκεκριμένα, ο θεός να του συγχωρέσει, είχε ζοριστεί πολύ από τη στεναχώριά του. Η μάνα μου δε, που το σήκωσε όταν τους πήρα, όταν με άκουσε στο τηλέφωνο…
Αν και είχα πολλούς ανθρώπους δικούς μου στο στρατό που με έψαχναν, δεν ήταν δυνατό να με βρουν. Ήμασταν αποκομμένοι από επικοινωνίες πάνω στα βουνά στην Κύπρο και το ίδιο πράγμα αντιμετωπίζαμε όλα τα παιδιά. Αργότερα μας επέτρεπαν να βγαίνουμε και επικοινωνούσαμε με τους ανθρώπους μας μέσω της CYTA, τον αντίστοιχο ΟΤΕ της Κύπρου».
Εύστοχος σχολιασμός για το επίμετρο της τραγωδίας
Συγκλονιστικές και οι μαρτυρίες του καθηγητή Χαράλαμπου Αποστολάκη από το Ηράκλειο που είχε υπηρετήσει πολλά χρόνια στην Β/θμια Εκπαίδευση Ρεθύμνου.
Μετά από λεπτομερή καταγραφή όλης της επιχείρησης και των βασικών σταθμών της με πολιτική ανάλυση των γεγονότων καταλήγει:
Στις 30 Νοεμβρίου 1974, μετά από τέσσερεις μήνες παράτασης της θητείας μου ήρθε η διαταγή της απόλυσής μου. Έφυγα τα χαράματα εκείνης της ημέρας με άλλους 10 περίπου απολυόμενους, χωρίς να δω και να χαιρετήσω κανένα.
Ταξιδέψαμε από Λεμεσό για Πειραιά με το πλοίο. Φθάνοντας στον Πειραιά οι εφοριακοί μας έκαναν εξονυχιστικό έλεγχο, για δύο κούτες τσιγάρα που κρατούσαμε. Η απογοήτευσή μας όμως έγινε μεγάλη όταν διαπιστώσαμε ότι δεν υπήρχε ούτε ένας αξιωματικός του Γ.Ε.Ε.Θ.Α για να μας υποδεχθεί. Ήμασταν οι πρώτοι οπού γυρίζαμε πίσω, από την αποστολή αυτοκτονίας των ΝΟΡΑΤΛΑΣ. Την αρχική απογοήτευση διαδέχθηκε η απορία, γιατί δεν ήρθε κανείς; Οι υπόλοιποι παρέμειναν για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Κύπρο. Θεώρησα ύψιστο χρέος μου, ηθικό κα ιστορικό να παρουσιάσω, μετά από 35 χρόνια τα πράγματα όπως τα είδα και τα έζησα με το νου και την ψυχή ου την εποχή εκείνη.
Για το μεγάλο αυτό χρέος προς την ιστορική αλήθεια, θεωρώ ότι πρωτίστως πρέπει να μιλήσουν αρμοδιότεροι, από σεβασμό στον αδερφό Κυπριακό Ελληνισμό για τη μεγάλη καταστροφή και τα δεινά που υπέστη, να πουν γυμνή την αλήθεια και να ζητήσουν όσοι ευθύνονται για τη μεγάλη τραγωδία ταπεινά τουλάχιστον μια μεγάλη «συγγνώμη».
Το ότι η Κύπρος προδόθηκε από συμμάχους Άγγλους και Αμερικάνους και από τους υποτακτικούς τους εντός Ελλάδος είναι πλέον βέβαιο με στοιχεία. Αυτό θα αποτυπωθεί άλλωστε και από τους ιστορικούς.
Δυο ιστορικά δεδομένα είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προδοτικού σχεδιασμού που υπήρξε από πλευράς ηγεσίας της εποχής εκείνης.
1) Η εντολή παράδοσης του Αεροδρομίου Λευκωσίας στις 23 Ιουλίου 1974 στους ΟΗΕδες ένα και μόνοσκοπό εξυπηρετούσε:
Α. Οι Τουρκικές δυνάμεις προσπάθησαν προφανώς να καταλάβουν το αεροδρόμιο μετά τη άφιξή μας για να εμποδίσουν αφενός τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί το αεροδρόμιο για την αποστολή κι άλλων Ελληνικών δυνάμεων, αλλά και για να το χρησιμοποιήσουν αφετέρου για την εξυπηρέτηση των δικών τους στρατιωτικών αποστολών.
Β. Αφού λοιπόν δεν τα κατάφεραν οι Τούρκοι, οι ΟΗΕδες πίεσαν προφανώς κάποιους της πολιτικής ηγεσίας της Ελλάδος να περάσει ο έλεγχος του αεροδρομίου στα χέρια τους ώστε να μπορούν έτσι να εμποδίσου δραστικά άλλες ελληνικές αποστολές για να μην κινδυνεύσει το προδιαγεγραμμένο σχέδιο των Τούρκων και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία μας δέχτηκαν αυτήν την πίεση.
2) Οι πληροφορίες του Προέδρου της Κύπρου Γλαύκου Κληρίδη στο δεύτερο γύρο των επιχειρήσεων ότι οι Τούρκοι πιθανόν να καταλάμβαναν τον οδικό Άξονα Λευκωσίας – Λεμεσού προφανώς ένα στόχο είχε από τη μεριά των Τούρκων. Να αποκόψουν την κίνηση ελληνικών δυνάμεων αν συνέβαινε αυτές να αποβιβάζονταν από τα νότια λιμάνια της Κύπρου και ιδιαίτερα από τη Λεμεσό. Όταν πληροφορήθηκαν οι Τούρκοι ότι η Ελλάδα δεν έστειλε ούτε ένα στρατιώτη δε χρειάστηκε να κάνουν την παραπάνω ενέργεια.
Η υπόσχεση του Ανδρέα Παπανδρέου όταν ήρθε στην εξουσία το 1981, ότι θα άνοιγε τον φάκελο της Κύπρου για να μάθει όλη την αλήθεια ο Ελληνικός λαός και να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, έμεινε ως ανέκδοτο στην πολιτική του διαδρομή ως πρωθυπουργός της χώρας.
Αυτό δείχνει τις πελώριες αθέατες πλευρές της τραγωδίας της Κύπρου και τις τεράστιες πολιτικές και στρατιωτικές ευθύνες που είχαν οι άνθρωποι που χειρίστηκαν τη μεγάλη υπόθεση…».
Η πίκρα αυτή του κ. Αποστολάκη είναι διάχυτη στις μαρτυρίες και άλλων βετεράνων.
Σημασία έχει ότι οι Έλληνες αξιωματικοί και οπλίτες παρά τις «παγίδες» του καθεστώτος έκαναν το καθήκον τους. Κι αυτό μετράει στη συνείδησή τους, παραμερίζοντας και άλλες αδικίες σε βάρος τους που ακολούθησαν. Αλλά ποτέ δεν μιλήσαμε όσο θα έπρεπε γι’ αυτές.