Η απόκτηση ενός παιδιού «διαφορετικού» ήταν κάποτε κατάρα στο Ρέθυμνο. Εκεί που ξυπνούσε η πολιτεία από το βαθύ σκοτάδι της σκλαβιάς, τα πλάσματα εκείνα που γεννήθηκαν με κάποια φυσική ή πνευματική αδυναμία ήταν το «όνειδος» της οικογένειας.
Ντροπή και μόνο προκαλούσε η ύπαρξή τους. Έκαναν οι γονείς και οι συγγενείς τα πάνδεινα να κρύβουν το πρόβλημα αυτό της οικογένειας λες και από αυτό να εξαρτάτο η εντιμότητα και η καλή φήμη του σπιτιού.
Μεγάλωναν έτσι στη σκιά τα μικρά εκείνα αγριολούλουδα που η φύση είχε σταθεί απέναντί τους σαν μια «κακή» μητριά όπως έλεγε χαρακτηριστικά η σπουδαία εκείνη συμπολίτισσά μας Μαρία Τσιριμονάκη. Μόνο της μάνας η καρδιά δεν έπαυσε να κτυπά για το διαφορετικό παιδί της. Κάποια από τα παιδιά αυτά μεγαλώνοντας έγιναν οι «γραφικοί» τύποι του Ρεθύμνου αλλά και πολλών χωριών στην ενδοχώρα του νομού. Ήταν ο «μπουνταλάς» του χωριού για τους ελαφρότερους στο νου που προσπαθούσαν να καλύψουν τη δική τους συναισθηματική ένδεια περιγελώντας και στήνοντας πλάκες – στα ταλαιπωρημένα από τη ζωή αυτά πλάσματα.
Σε πείσμα όμως των συνθηκών κάποιοι από τους διαφορετικούς της πόλης έμειναν στην ιστορία χάρις στη γραφίδα του Γιώργη Καλομενόπουλου και του Μιχαήλ Μύρωνος Παπαδάκι. Ο δεύτερος από αυτούς μάλιστα σε σειρά χρονογραφημάτων του αναφερόταν σε πολλά από τα πλάσματα αυτά.
Αργότερα τόλμησε ένας από τους σημαντικούς αλλά τόσο σεμνούς συγγραφείς μας ο Χάρης Παπαδάκης, δικηγόρος, να κάνει ιστορική έρευνα πάνω στα πρόσωπα αυτά και να μας δώσει ένα θαυμάσιο βιβλίο επίσης όπως είναι «Οι διαφορετικοί» το ένατο κατά σειρά βιβλίο του, που εκδόθηκε και κυκλοφόρησε στα τέλη του 2014.
Από τον Χάρη Παπαδάκη ήταν αναμενόμενη αυτή η έκδοση γιατί μας έχει συνηθίσει να ασχολείται με σεβασμό και αγάπη σε «περιθωριακές ομάδες» της κοινωνίας μας. Και να μας κάνει με την χαρισματική γραφίδα του να αναθεωρούμε τις σχέσεις μας με ό,τι περιθωριακό, να επισημάνουμε τα λάθη μας και να πάρουμε μια πιο υγιή στάση στην αντιμετώπιση τέτοιων κοινωνικών θεμάτων.
Για να πούμε όμως και τα πράγματα με το όνομά τους, στην όποια συμπεριφορά γονέων μιας άλλης εποχής απέναντι στα παιδιά με ιδιαιτερότητες έπαιξαν ρόλο εκτός από την αμάθεια και η εκκλησία μιας άλλης στείρας νοοτροπίας παρερμηνεύοντας τις αρχές του Ευαγγελίου.
Πόσα αθώα πλάσματα δεν μάτωσαν από το ξύλο για να βγει από μέσα τους το «κακό» δαιμόνιο. Πόσες ψυχικές και ψυχωσικές περιπτώσεις δεν υποτροπίασαν από μια λανθασμένη συμπεριφορά. Και μόνο όπου κυριαρχούσε η αγάπη είχαμε θεαματικά αποτελέσματα έτσι που να μιλάμε για θαύμα.
Άνθρωποι όπως ο Χάρης Παπαδάκης μας έπεισαν να κοιτάξουμε πιο προσεκτικά στις θολές αυτές προσωπικότητες και να ανακαλύψουμε θησαυρούς συναισθημάτων.
Και να αποδειχθεί πως πραγματικά τρελοί, κουζουλοί, τροζοί ήταν εκείνοι που επέτρεψαν την περιθωριοποίηση κάποιων ατόμων με διαφορετικότητα και το σπουδαιότερο ότι ανάλογα με την συμπεριφορά μιας κοινωνίας απέναντι στα πρόσωπα αυτά μετριέται το επίπεδο του πολιτισμού της.
Με πόση τρυφερότητα αλήθεια ο Μανόλης Καρνιωτάκης παρουσιάζοντας το βιβλίο αυτό του Χάρη Παπαδάκη το 2014, σε ειδική εκδήλωση, με αρκετούς επίσης επιφανείς ομιλητές, δεν είχε αναφερθεί στις μορφές που δέσποζαν στο Ρέθυμνο της νοσταλγίας όπως ήταν ο Μιχάλης το Γάλα, η Ειρήνη η Κακομοίρα, η Σαββάκενα, τον Πίου Πίου Νταν, ο Γαρμπής, ο Κακός Αέρας, ο Ηλίας, ο Καλάκος, ο Κικίνος, η Κονσολίνα,ο Κράου, ο Πωλ, ο Πενταφούτης, ο Μπαλαρής, ο Λασπογιάννης και άλλοι.
Τα βάσανα του Πεντεφούντη
Αχ αυτός ο καημένος ο Πεντεφούντης και τι δεν είχε περάσει, όπως αναφέραμε σε εκτενές αφιέρωμα από τις δικές μας έρευνες. Αρκεί να σας θυμίσουμε το εξής:
Ο Πεντεφούντης ήταν ένας γραφικός τύπος και από τους τελάληδες του Ρεθύμνου.
«Καπαϊδώνη, Πεντεφούντη και το Γιάννη την «Κοιλιά»
Ραδιόφωνο τους είχε το εμπόριο παλιά». μας πληροφορεί ο Γιώργης Καλομενόπουλος.
Το όνομα ήταν Μιχάλης Ψιλλάκης αλλά τον εύρισκες με το παρατσούκλι «Πεντεφούντης».
Ο Πεντεφούντης όμως εκτός από τις ειδήσεις των εφημερίδων που με πολλά φραστικά ευρήματα βροντοφώναζε, αποτελούσε και το βαρόμετρο της πολιτικής κατάστασης. Ο χρωματισμός και η ένταση της φωνής του καθόριζαν τη σοβαρότητα του θέματος. Για παράδειγμα στο κραχ της λίρας με μια φράση έδωσε το γεγονός: «Μπουμ η λίρα». Φαίνεται όμως ότι του άρεσε πολύ η φράση γιατί μετά του «κόλλησε» και την χρησιμοποιούσε σαν επωδό στην κουβέντα του ακόμα και σε άσχετα θέματα μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο Πεντεφούντης δεν δίσταζε ακόμα να εφαρμόσει και …αθέμιτο ανταγωνισμό αρκεί να έφερνε αποτέλεσμα στον πελάτη του. Είχε και το χάρισμα να εφευρίσκει ιδέες για πιο εντυπωσιακό τελάλισμα.
Έτσι πορευόταν και έθρεφε οικογένεια ο Πεντεφούντης.
Ο Μαμαλάκης υποθέτει από τη λέξη «φούντι» που αποτελεί υποδιαίρεση ρώσικης μονάδας μετρήσεως. Εκείνη την εποχή οι Ρώσοι που ζούσαν στο Ρέθυμνο χρησιμοποιούσαν αυτή τη μονάδα μέτρησης. Και το παρατσούκλι του Ψιλλάκη υποδήλωνε την ποσότητα του μυαλού του κατά τους συμπολίτες του που του αναγνώριζαν μόνο πέντε φούντια μυαλό.
Κάποια φορά που άλλαξε η μόδα, οι γυναίκες έκοψαν τα μαλλιά τους, οι άντρες ψαλίδισαν άγρια το μουστάκι κι ο Πεντεφούντης δεν μπορούσε να αφήσει ασχολίαστο το γεγονός:
«Ήρθε η μόδα Φαραώ
και κόψαν τις πλεξούδες
κι οι άντρες τα μουστάκια τους
και γίνανε μαϊμούδες – μπουμ η λίρα.
Πολλές φορές τους κολλούσε στον τοίχο με τις ατάκες του, όπως «Την υγειά μου να ‘χω ‘γω κι από νου πορεύομαι». Ήμερος σαν αρνί και καλοκάγαθος, δεν θύμωνε, δεν αγρίευε, είχε υποταχθεί στη μοίρα του, παρά τη σφαλιάρα που έπεφτε σύννεφο συχνά από τους ρηχούς, που ήθελαν να διασκεδάσουν.
Ντυμένος με μια φθαρμένη χακί φορεσιά και με γοβάκια που έπλεαν μέσα τα γυμνά του πόδια, βάδιζε γέρνοντας λίγο εμπρός, το μικρό κορμί του με μεγάλες δρασκελιές, ενώ πίσω στο ένα του αυτί είχε στηρίξει ένα κλαδί βασιλικό ή ένα καντιφέ και στο άλλο τσιγάρο. Κρατούσε κάτω από την αριστερή μασχάλη του το δέμα με τις εφημερίδες, ενώ το άλλο χέρι το είχε τεταμένο κουνώντας το ρυθμικά.
Μα αυτό τον τρόπο μπορούσε να χαιρετά βγάζοντας την τραγιάσκα του, όταν συναντούσε αξιοσέβαστα πρόσωπα, ή να την πετά στον αέρα όταν ζητωκραύγαζε.
Μια απάνθρωπη «πλάκα»
Έγινε όμως κάποτε και μια πλάκα σε βάρος του που άφησε εποχή για τη χοντράδα και την απανθρωπιά της.
Κάθε τελευταία Απόκρια ο Πεντεφούντης αποτελούσε μια έξαλλη νότα ευθυμίας και εξωφρενισμών.
Κυκλοφορούσε το πρωί ντυμένος στο χακί με μια μάσκα στο πρόσωπο και στο κεφάλι εκείνο το μαύρο, σκληρό, γυαλιστερό με κάτι σαν μικρό θόλο καπέλο. Του το είχαν χαρίσει και το φορούσε χρονιάρες μέρες και στα μεγάλα του κέφια.
Άρχιζε να πίνει – κερασμένο το κρασί λόγω της μέρας – και μέχρι το βράδυ γινόταν σταφίδα.
Κατά το απόγευμα άρχιζε τις μεταμφιέσεις.
Γινόταν αράπης βάφοντας το μούτρο του με μαύρο βερνίκι.
Μια φορά τις τελευταίες απόκριες ένα βραδάκι του υποσχεθήκαν ένα ολόκληρο τσουβάλι αλεύρι χάσικο αν έβγαινε στον δρόμο – εν αδαμιαία περιβολή.
Σε ζαχαροπλαστείο της οδού Αρκαδίου έγιναν οι διαπραγματεύσεις.
Ο πειρασμός ήταν μεγάλος, γιατί εκείνη την εποχή ο κόσμος κυριολεκτικά έλεγε το ψωμί ψωμάκι.
Αλλά και να γδυθεί; Ντροπή…
Για πρώτη φορά αγρίεψε στη ζωή του.
– Ίντα εντερψίδικα πράματα είναι αυτά; Μα πιωμένοι είστε πατριώτες; Κι ύστερα το χάψι αποκριάτικα δεν το σκέφτεστε; Τσιτσίδι μωρέ στον κόσμο;;;
Μυρίστηκαν την πλάκα και οι άλλοι από γύρα κι άρχισαν να ενισχύουν την πρόταση αγγίζοντας το φουκαρά στις πιο ευαίσθητες χορδές του. Έφεραν μπροστά του και το τσουβάλι για να το βλέπει.
– Μιχάλη έλα στα συγκαλά σου. Φαρίνα μωρέ είναι το βραβείο. Κατέεις πόσους παράδες πιάνει;
Θα στένεις τσικάλι ένα μήνα και θα πέψεις και τα δυο σου κοπέλια στο σχολείο.
Εκεί πια ο Πεντεφούντης λύγισε.
Να μπορέσει λέει να στείλει τα κοπέλια του στο σχολείο. Το να ήταν εφτά και το άλλο δέκα. Να τον επάρει βιβλία να γενούνε ανθρώποι. Χριστέ μου να μη φτάξουνε τα δικά του χάλια τα βασανισμένα.
Έβγαλε συλλογισμένος το καπέλο και ‘ξυσε τη φαλάκρα του.
– Εντάξει μωρέ. Αλλά με μια συμφωνία. Να μου βρείτε φούμο να μαυρίσω το κορμί μου και δεν θα βγω από τη μεγάλη αγορά που δεν πέφτει βελόνα χάμαι από τον κόσμο αλλά από τη μεριά τση προκυμαίας που ‘ναι ο κόσμος λίγος.
Έγιναν δεκτοί οι όροι και εκείνος παρουσιάστηκε σε λίγο ολόγυμνος και μαυρισμένος με φούμο, κοίταξε τουρτουρίζοντας από το κρύο και ντροπιασμένος, δεξά ζερβά κι ύστερα αλαφιασμένος πήρε φόρα βγήκε την προκυμαία και σαν δρομέας έκανε διαδρομή 100 μέτρων και γύρισε στην αφετηρία.
Αφού ντύθηκε ήρθε η ψυχή του στη θέση της.
– Το τσουβάλι μωρέ που είναι; ρώτησε με λαχτάρα.
– Να το Μιχάλη δικό σου είναι.
Αγκάλιασε σαν τρελός από χαρά το τσουβάλι και πήρε δρόμο βροντοφωνάζοντας «μπουμ η λίρα».
Τα ξεχασμένα «σπουργίτια»
Αυτές τις μορφές ύμνησε με το δικό του τρόπο ο Χάρης Παπαδάκης. Και είχε πει για το βιβλίο του χαρακτηριστικά:
«Προσπάθησα να καταγράψω τις ιστορίες των ξεχασμένων σπουργιτιών του Ρεθύμνου, αυτούς που τους αποκαλούσαμε με το άρθρο «το», και το «ταυ» με μικρό, όπως το σπουργίτι, γιατί έτσι τους αποκαλούσαμε όπως: «το» Μπουλιό, «το» Νικολέλι, «το» Γιωργάκι και τους περισσότερους από αυτούς. Για το λόγο αυτό, σημειολογικά, στον τίτλο του βιβλίου μου «οι Διαφορετικοί», το άρθρο «οι» έχει γραφεί με μικρά γράμματα. Κάθε ένα διαφορετικό σπουργίτι έχει τη δικιά του ιστορία, που αν σκύψει πάνω σε αυτή ένας λογοτέχνης, είμαι σίγουρος ότι θα γράψει μυθιστόρημα. Ο σκοπός του βιβλίου δεν ήταν να τους υποτιμήσω. Εξ’ ανάγκης και μόνο σε κομμάτια βιβλίων, που παραπέμπω, η λέξη τρέλα αναφέρεται μόνο τρεις φορές, και η λέξη τρελός μόνο τέσσερεις φορές. Αντίθετα, κατηγορήθηκα ότι τους ηρωοποίησα, ότι αφιέρωσα το βιβλίο μου στο Λασπογιάννη, τον μέντορα των παιδικών μου χρόνων, και όχι σε κάποιο συγγενικό μου πρόσωπο, όπως συνηθίζεται. Στο βιβλίο μου δεν αναφέρθηκα σε αρκετά σπουργίτια του Ρεθύμνου ακούσια, αλλά και εκούσια για διάφορους λόγους».
Πως γεννήθηκε η «Αγάπη»
Κάποιες από τις μορφές αυτές ζούσαν όταν βρέθηκα στο Ρέθυμνο το 1972. Δεν ήξερα τις οικογένειές τους. Παρακολουθούσα τη συμπεριφορά τους και προσπαθούσα να καταλάβω γιατί γίνονταν παράδειγμα σε κάποιες περιπτώσεις προς αποφυγή π.χ το παντελόνι έπρεπε να είναι στα σωστά μέτρα για να μη μοιάζεις του «Μανούκου» και γιατί γινόταν πανηγύρι όπου εμφανιζόταν το «Μπουλιώ». Αυτό το τελευταίο ήταν στην καρδιά μου, τόσο καθαρό, τόσο συμπαθητικό που μόνο αισθήματα δημιουργούσε. Έλαμπε από πάστρα και η αξιοθαύμαστη εκείνη αθωότητά του με έκανε να χρησιμοποιώ κι εγώ μέχρι σήμερα τη λέξη «μπουλιώ» για να προσφωνώ αγαπημένα μου πρόσωπα.
Από τις μεγάλες ευλογίες της ζωής μου ήταν και η γνωριμία με την «Αγάπη» από τότε που ξεκίνησε σαν σκέψη και μόνο.
Ήταν μια μέρα, μέσα της δεκαετίας του 80, που όπως κάθε μεσημέρι πήγα να πάρω τη Ρένα μου από το σχολείο. Το κουδούνι δεν είχε χτυπήσει ακόμα κι έτσι κάθισα σε ένα παγκάκι να περιμένω. Και ποια βλέπω δίπλα μου; Μια δέσποινα του Ρεθύμνου, τη Μαρία Τσιριμονάκη.Έδειχνε φορτισμένη κι όπως συνηθίζαμε να τα λέμε, μου εκμυστηρεύτηκε μια νέα πρωτοβουλία για να απαλειφθεί και από το λεξιλόγιο και από την περιθωριοποίησή του ο «μπουνταλάς» του χωριού.
Ονειρευόταν μια δομή υπό την αιγίδα της ΧΕΝ που θα πρόσφερε σε παιδιά με ειδικές ανάγκες τη δυνατότητα μετά από εκπαίδευση φυσικά να μάθουν να αυτοεξυπηρετούνται και να βγουν από το περιθώριο της ζωής.
Επειδή δεν αμφισβήτησα ποτέ τη θαυμάσια αυτή γυναίκα ακόμα και χωρίς να έχω καταλάβει επακριβώς το σκεπτικό της πρωτοβουλίας της περίμενα πως θα είναι κάτι καινοτόμο.
Κάποιο διάστημα αργότερα με κάλεσε να επισκεφθώ στον Τίμιο Σταυρό την πρώτη εκείνη δομή, προάγγελο της «Αγάπης» που θα ακολουθούσε.
Και ομολογώ ότι το θέαμα με προσγείωσε απότομα. Αυτό που αντίκρισα ήταν μερικά παιδιά σε άθλια κατάσταση, ανήμπορα όχι να αυτοεξυπηρετηθούν αλλά και να αντιληφθούν πως έπρεπε να φροντίσουν το πρόσωπό τους για να μην προκαλούν άθελά τους απέχθεια σε όποιον τα έβλεπε. Κατάλαβε πως ένοιωθα η κ. Μαρία. Και με το δικό της γλυκό τρόπο μου είπε πως τώρα θα αφήναμε στον χρόνο να μας δείξει τη δύναμη της θέλησης και της αγάπης.
Είχε δίκιο. Ζήτημα να είχαν περάσει μήνες από την επίσκεψή μου αυτή. Με ξανακάλεσε και πήγα για να μείνω με το στόμα ανοικτό. Αν δεν θυμόμουν τα πρόσωπά τους θα έλεγα ότι ήταν άλλα τα παιδιά που συνάντησα σε κείνη την πρώτη μου επίσκεψη.
Εκείνη τη μέρα πρόσεξα πόσο υπέροχη φωνή είχε ο Άρης και πόσα μπορούσαμε να περιμένουμε και από τα άλλα παιδιά καθένα από τα οποία είχε την ιδιαιτερότητά του.
Η Μαρία Τσιριμονάκη είχε την πρωτοβουλία και στήριξε την προσπάθεια στα πρώτα της βήματα με την εμπειρία της και την πειθώ που την διέκρινε, αλλά η «ψυχή» που έδωσε πνοή στην θεάρεστη αυτή ιδέα ήταν η Ιωάννα Χρυσού
Αυτός ο γλυκύτατος άνθρωπος που μας έμαθε να θεωρούμε τα πάλαι ποτέ περιθωριακά πλάσματα, τα τόσο αδικημένα από τη φύση «δικά μας παιδιά» Και συνεχίζουμε να τα θεωρούμε.
Σήμερα η «Αγάπη» ως σύλλογος διαπρέπει και με τη στήριξη άλλων φορέων όπως οι υπάλληλοι της «Grecotel» που έχουν καθιερώσει και ετήσιες διοργανώσεις για την οικονομική στήριξη του προγράμματος συνεχίζει με επιτυχία την τεράστια κοινωνική του προσφορά βοηθώντας τόσες οικογένειες με παιδιά με ειδικές ικανότητες.
Και δεν είναι τυχαίο ότι από τη δημιουργία της «Αγάπης» και μετά ευαισθητοποιήθηκε η τοπική κοινωνία και άλλαξε συμπεριφορά απέναντι στα διαφορετικά άτομα, αρχής γενόμενης από τα σχολεία. Φωτισμένοι εκπαιδευτικοί έφεραν τα παιδιά μέσα από εκδηλώσεις σεβασμού και αγάπης κοντά στο κοινωνικό αυτό πρόβλημα και βλέπουμε τα αποτελέσματα. Θεαματικά για ανθρώπους της γενιάς μου που έζησαν άλλες καταστάσεις.
Αυτό πάντως που δεν θα λησμονήσω ποτέ είναι το ρεπορτάζ που είχα κάνει όταν παιδιά από το «Αγάπη» μπήκαν στην αγορά εργασίας.
Δούλευαν με τόσο κέφι και τόσο παραγωγικά. Κι όπως παραδέχονταν οι εργοδότες τους ποτέ δεν είχαν πιο συνεπείς και αποδοτικούς υπαλλήλους.
Για να βλέπει η ψυχή της Μαρίας Τσιριμονάκη όπου βρίσκεται και να αγάλλεται. Να μαθαίνει τις προόδους τους η κυρία Ιωάννα Χρυσού και να χαλαλίζει το μόχθο της όλα αυτά τα χρόνια.
Λένε πως δεν είναι σωστό να κάνεις επώνυμες αναφορές. Θεωρώ όμως πάντα αναγκαίο να επαινώ, να χειροκροτώ και να υποκλίνομαι σε κυρίες της πόλης μας όπως η αείμνηστη Ελένη Καρύδη, η Ζαχαρούλα Σταυρουλάκη, η Ειρήνη Κλάδου, η Ελένη Κυδωνάκη και κάποιες άλλες που δεν μου έρχονται τώρα στο νου που μας απέδειξαν τι εμπειρία ζωής είναι να μπαίνεις σε ένα κυκεώνα ατέλειωτης θυσίας και προσπάθειας και να δρέπεις μεστό καρπό του μόχθου σου με μόνο σου όπλο την «Αγάπη». Πάντα βέβαια και με τη γενναία υποστήριξη του συντρόφου τους.
Μάνες όπως αυτές άνοιξαν δρόμους κι έγιναν προάγγελοι ελπίδας για τις επόμενες που θα έπρεπε να περάσουν μια δοκιμασία ανατρέφοντας ένα «διαφορετικό» παιδί. Ένα παιδί που σήμερα μας έχει εντυπωσιάσει με την πρόοδο και την εξέλιξή του. Μια εξέλιξη και μάλιστα με διακρίσεις που δεν έχουν αποκτήσει ούτε παιδιά χωρίς προβλήματα.
Γι’ αυτό τολμάμε την αναφορά στις μάνες και τα παιδιά αυτά. Για να τονίσουμε πως δεν υπάρχουν διαφορετικά άτομα όσο η «Αγάπη» ανοίγει δρόμους για ψηλότερες κορφές προόδου που δεν είναι απάτητες.
Μιλάμε για τις μάνες αυτές και τα παιδιά δημόσια, γιατί καμαρώνουμε και δεν μπορούμε να το κρύψουμε. Καμαρώνουμε και τις ευγνωμονούμε που μας δίδαξαν και μας διδάσκουν πως τα όρια της ανθρώπινης θέλησης και αντοχής είναι ατέρμονα και πάντα οδηγούν στη δικαίωση.