Στη μνήμη του Β. Καρδάση, ως αντίδοτο στη «βαναυσότητα των ημερών»
Τις θυμάμαι από τα σχολικά μας χρόνια. Αντιγραφή και μίμηση. Δεν ήταν λίγοι από τους συμμαθητές μας όσοι στα διαγωνίσματα αντέγραφαν από τους καλύτερους μαθητές της τάξης· επίσης, αρκετές ήταν οι συμμαθήτριές μας που προσπαθούσαν να μιμηθούν στο χτένισμα και στην εξωτερική εμφάνιση τις πιο όμορφες του σχολείου.
Έχουν περάσει, βέβαια, από τότε πολλά χρόνια. Και ο καθένας από τους συμμαθητές και η καθεμιά από τις συμμαθήτριες πήραν το δικό τους μονοπάτι· το ίδιο και οι πολίτες αυτής της χώρας και η Ελλάδα γενικότερα ακολούθησαν το δικό τους δρόμο, που άλλοτε είναι στενός και άλλοτε πλατύς.
Από την εποχή, λοιπόν, εκείνη θυμάμαι τον εαυτό μου να θαυμάζει τους ιστοριογράφους και τους πεζογράφους, που συναντούσαμε στα σχολικά βιβλία. Ζήλευα τη γραφίδα του Θουκυδίδη και τρελαινόμουν να διαβάζω Παπαδιαμάντη και Καρκαβίτσα. Θεωρούσα αυτούς τους ανθρώπους ως ξεχωριστούς και επιδέξιους «τεχνίτες του λόγου» που, με τα γραψίματά τους, περιέγραφαν τα ήθη και τις πράξεις προσώπων και κοινωνιών αλλοτινών εποχής· αισθανόμουν ολόψυχα ότι τα έφερναν κοντά μας και μας έδιναν με τον τρόπο τους τα ψυχικά και τα πνευματικά εφόδια που θα μας χρειάζονταν, αργά ή γρήγορα, στον καθημερινό αγώνα της δημόσιας και της προσωπικής μας ζωής.
Διαβάζοντας αρχαίους ιστοριογράφους ή γράφοντας όπως αυτοί – το είχα ήδη καταλάβει από την εφηβεία μου – δεν θα γινόταν κανείς ποτέ από εμάς χωρίς κόπο Ξενοφώντας ή Θουκυδίδης· συγγράφοντας όπως οι νεοέλληνες πεζογράφοι δε θα μεταμορφωνόμασταν αυτόματα σε Καρκαβίτσες, Βιζυηνούς, Παπαδιαμάντηδες. Αλλά ο λόγος τους ήταν στα μαθητικά μας μάτια της ψυχής και του σώματος τόσο δυνατός που εκ των υστέρων φρονώ ότι επηρέασε τα χρόνια εκείνα σημαντικά το πώς βλέπαμε τον κόσμο που ζούσαμε και τα επόμενα το πώς θα αγωνιζόμασταν να τον κάνουμε για όλους καλύτερο.
Τον τελευταίο καιρό, όμως, παρατηρώ όλο και περισσότερες «αναρτήσεις» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ιστορικού περιεχομένου και λογοτεχνικού χαρακτήρα με πληθώρα σχολίων να τις συνοδεύουν, συχνά, όμως, ατεκμηρίωτες σε ό,τι αφορά την ιστοριογραφία και άτεχνες μιμήσεις άλλων οι δήθεν λογοτεχνικές. Λες και γίναμε εν μια νυκτί οι περισσότεροι εξ ημών, αρκετοί μάλιστα που στην Ιστορία και στη Λογοτεχνία ως μαθητές δεν έδιναν καμιά προσοχή, ιστορικοί και συγγραφείς!
Χρειάζονται, λοιπόν, μεγάλη προσοχή η προβολή και η κρίση των ιστορικών γεγονότων, γιατί θεωρώ ότι εμείς οι μεταγενέστεροι συχνά πέφτουμε στην παγίδα να τα ελέγχουμε και να τα κρίνουμε ξεκομμένα από το σύνολο της Ιστορίας ή έχοντας υπόψη σύγχρονα σε μας κριτήρια. Και να μην ξεχνάμε ότι και η ιστοριογραφία και η καταγραφή των ιστορικών γεγονότων ενισχύονται από την αναφορά και διασταύρωση των πηγών που χρησιμοποιούνται και εφόσον είμαστε αντικειμενικοί και απροκατάληπτοι στην παρουσίαση προσώπων και γεγονότων.
Επίσης, η πεζογραφία ως λογοτέχνημα έχει ανάγκη το δικό μας ξεχωριστό τρόπο γραφής και ύφος στην αφήγηση και την εξέλιξη της πλοκής· απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια στο πλάσιμο των χαρακτήρων και λεξιλόγιο προσαρμοσμένο στις χωροχρονικές συνθήκες της υπόθεσης. Δεν είναι απλές προτασούλες ή εύηχες λεξούλες στη σειρά ή αβασάνιστη διασκευή – αντιγραφή άλλων κειμένων…
Με άλλα λόγια, στις «βάναυσες ημέρες» που ζούμε, η μεν ιστοριογραφία πιότερο από παλαιότερα θέλει όχι τη στείρα και στεγνή παράθεση των γεγονότων, μα μεγάλη προσοχή ως προς τη διαχείριση του υλικού των πηγών, υπομονή και επιμονή εωσού βρεις την αλήθεια, αλλά και σαφήνεια και ειλικρίνεια στην καταγραφή όλων όσα έγιναν και στην παρουσίαση των κρυφών και των φανερών πρωταγωνιστών και των πραγματικών αιτιών της ιστορίας· η δε λογοτεχνία απαιτεί ευαισθησία στο γράψιμο, ώστε και να αφουγκράζεσαι και να βλέπεις χωρίς ωτασπίδες ή παρωπίδες καθετί που γίνεται στην πραγματική ζωή…