Μια από τις πολυπληθέστερες Κρητικές οικογένειες είναι και αυτή των Καλογερήδων-ράκηδων, με το αποτύπωμά της να καταγράφεται στην Κρήτη, από την Ενετοκρατία (1204-1669), δηλαδή πριν την τουρκοκρατία (1669-1898). Πάμπολλοι και οι διθύραμβοι των ιστορικών για τη δράση τους. Η δελφύς (μήτρα) τους ήταν η Κρήτη και η παρουσία τους ήταν και είναι έντονη σ’ όλο το νησί. Στη Σαμαριά των Σφακίων, στα χωριά του Αποκορώνου και του Σελίνου, στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στα χωριά του Αμαρίου, στα χωριά της Μεσσαράς, στο Ηράκλειο στο Λασίθι και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδος. Ένα παγκρήτιο – πανελλαδικό – παγκόσμιο συνέδριό τους, πέρα από την ιστοσελίδα τους, είναι αναγκαίο και επιβεβλημένο και πρέπει να οργανωθεί.
Πολλές οι ονομαστές προσωπικότητές τους. Διακρίνονται στην επιστήμη, στην επιχειρηματικότητα, στην πολιτική, στην έρευνα, στον στρατό, στη διοίκηση. Τρία όμως είναι τα λαμπερά μαργαριτάρια του χρυσού περιδέραιου των γόνων της, οι οποίοι ξεχωρίζουν μέχρι σήμερα για την εθνική προσφορά, τον ηρωισμό, την αγωνιστικότητα και τη θυσία τους και είναι:
1.Ο Ιωάννης Καλογεράκης (Καλογερογιάννης), ονομαστός Χαΐνης της Σαμαριάς Σφακίων. Σκοτώθηκε γύρω στο 1805.
2.Ο αρχηγός Καπετάν Μητροφάνης Καλογεράκης (1797-1829), από τον Άι-Γιάννη Αμαρίου Ρεθύμνης, στην κρητική επανάσταση του 1821. Αποκεφαλίσθηκε τραυματισμένος το 1829.
3.Ο οπλαρχηγός Μακεδονομάχος, Ιωάννης Καλογεράκης από τους Λάκκους Αποκορώνου Χανίων, σκοτώθηκε το 1905, στη Μακεδονία. Εκπληκτικά και πολλά τα κοινά στοιχεία της ζωής και της δράσης και των τριών, όπως αναφέρονται από τους ιστορικούς και τις παραδόσεις.
Για τον θρυλικό Καλογερογιάννη της Σαμαριάς αναφέρει σημαντικά στοιχεία ο ιστορικός Βασ. Ψιλάκης (1829-1918), στο έργο του Ιστορία της Κρήτης τ. Γ’ σ.196-198. Σημειώνει: «Οι Καλογερήδες, συγγενείς και αδερφωκτοί και ιδιαιτέρως ο Καλογερογιάννης εγένοντο περιβόητοι. Κατήγοντο από τη Σαμαριάν Σφακίων, το φοβερόν εκείνο κρησφύγετο στην μυστηριώδη και εκπληκτική φάραγγαν των Λευκών Ορέων. Από τα απρόσιτα αυτά μέρη εξορμούσε ο Καλογερογιάννης και η συντροφιά του κατά των ανθρωπόμορφων και φοβερωτέρων τεράτων του Σελίνου. Εις αυτήν υπήρχε ένα μεγάλο πλήθος εξωμοτών και μουρτάρηδων προπαντώς, οι οποίοι έκαμναν φοβερά εγκλήματα και οργίαζαν ποικιλοτρόπως βασανίζοντες και εξοντώνοντες τον πληθυσμόν αυτής της περιοχής… Προς ένα εξ’ αυτών, τον κατ’ εξοχήν Βέργερην που διέπραττε ακατονόμαστα αίσχη, ο Καλογερογιάννης ηναγκάσθη να γράψει συνιστών εις αυτόν να σταματήση, αφού πλέον εχόρτασε από το αίμα και τα κακουργήματά του, διότι διαφορετικώς και με κάθε τρόπον, θα θέση ο ίδιος τέρμα εις την θηριώδη και κτηνώδη διαγωγήν του. Ο γιαννίτσαρος του εμήνυσε για να τον εγκλωβίσει, να κατέβει από τα βουνά, δια να τον φιλεύση εις το σπίτι του:
Έλα Γιάννη Καλόγερε, κάτω εις το κονάκι,
να σφάξωμε ένα μαρτί, να κάμωμε ζεφτάκι.
Ο Καλογερογιάννης επέρασε μόνος το φαράγγι… εισήλθε εις το Σέλινον, όταν επληροφορήθη ότι ο Βέργερης εξήλθεν εκ του Πύργου και ερήμωνεν τα χωρία της περιοχής και ωργίαζε. Τον παραφύλαξε λοιπόν ενώ έκανε τα όργιά του μεθυσμένος, όπως ήταν η συνήθειά του και μεθυσμένος εις την κραιπάλην τον συνήντησε εις τόπον δασώδη και απομεμακρυσμένον, όπου μετά την συνηθισμένην λογομαχίαν ήρθαν στα χέρια. Ο απαίσιος Γιανίτσαρος αν και μεθυσμένος, αλλά μαχητής φοβερός και σκοπευτής ασυναγώνιστος επλήγωσεν τον Καλογερογιάννην εις τον μηρόν. Τελικώς όμως ενικήθη και έπεσε κάτω, μη δυνηθείς να διαφύγη την μεγάλην επίσης ευθυβολίαν του Σφακιανού και τα χτυπήματα του φοβερού μαχαιριού του. Η εξολώθρευσις όμως του θηρίου εξηρέθισεν τας σφηκοφωλεάς…εκηρύχθη γενική εκστρατεία για τη σύλληψη του Καλογερογιάννη ή καταστροφή των συγγενών του ή του χωρίου Σαμαριάς…. Τον συνήντησαν ενώ έπασχε ακόμη ο ήρως από το τραύμα του μηρού του και τον εφόνευσαν, αφού τον έθεσαν μεταξύ δύο πυρών. Τόσον δε τρόμον τους ενέπνεεν ώστε επί πολύν χρόνον δεν ετόλμησαν να πλησιάσουν, επειδή εφοβούντο ότι δεν είχε φονευθή, αλλ’ υπεκρίνετο. Έτσι έλειψε ένας ακόμη τιμωρός και εκδικητής των λυσσασμένων τιμαριούχων».
Ο άλλος σπουδαίος Κρητικός ιστορικός Ι. Μουρέλος (1886-1963) στο έργο του, Ιστορία της Κρήτης σελ. 289, αφιερώνει κεφάλαιο με τον τίτλο Καλογερήδες και αναφέρει: «Η ιστορία και η παράδοση δυστυχώς κράτησε λίγα ονόματα από τους ιστορικούς Χαΐνηδες, μα μέσα σ’ αυτά εξαιρετική θέση έχουν οι Καλογερήδες και πιο πολύ ο Καλογερογιάννης. Αυτός και οι αδελφοί του είχαν στρέψει όλο το μίσος και την εκδίκησή τους στους αγριότερους και φοβερότερους γενίτσαρους της Κρήτης, τους Σελινιώτες που δεν είχαν κανένα φραγμό στην αγριότητά τους… Γι’ αυτούς ο Καλογερογιάννης αδιαφορώντας για τη ζωή του έτρεχε στους κάμπους για να κτυπήσει κάθε φορά ένα τύραννο. Προτού τους κτυπήσει, σαν παλικάρι που ήταν, θεωρούσε καθήκον του να στείλει πάντα μήνυμα και να συμβουλεύσει τον Αγά να πάψει το κακό που κάνει στους Χριστιανούς. Μια μέρα απάντησε στο δρόμο του ένα φαμέγιο (υπηρέτη) ενός από τους Βεργέρηδες. – Πες του Αγά σου να μην ξαναπειράξει κανένα Χριστιανό γιατί θα κάμω τον τάφο του όπου τονε συντύχω. Αγρίεψε ο Γιανίτσαρος και απάντησε – Σαν είσαι άντρας έλα στο κονάκι μου να κάνωμε ζεύκι-διασκέδαση. Μια μέρα ο Καλογερογιάννης μαθαίνει πως ο Βέργερης βρισκόταν στα χωριά του Λάκκου, και γλεντούσε βασανίζοντας χριστιανούς και χριστιανές. Χωρίς καμιά συντροφιά αφήνει τα λημέρια του και περνά στο Σέλινο. Δεν άργησε να τον πετύχει μοναχό μια μέρα που μεθυσμένος άφηνε ύστερα από όργια ένα χριστιανικό χωριό και εγύριζε στο κονάκι του. Νάμαι Βέργερη ήλθα για να κάνομε το ζεύκι στο κονάκι σου. Μα πρώτα πρέπει να λογαριστούμε. Ο γιανίτσαρος που ήταν ένας από τους πιο ηρωικούς Τούρκους της Κρήτης, δεν έχασε την ψυχραιμία του αλλά χωρίς να απαντήσει πυροβολεί τον Καλογερογιάννη και τον πληγώνει στο μηρό. Και όμως του Χαΐνι το βόλι δεν έσφαλλε. Τον σκότωσε. Πήρε τα άρματά του και φορτώνοντας το πτώμα του πάνω στο άλογό του το βίτσισε δυνατά και αυτό τρέχοντας στο γνωστό δρόμο του σταύλου του έφερε το πτώμα στο κονάκι. Θρήνος από τους γιανιτσάρους μα και θρήνος από τους Χριστιανούς που ήξεραν τι τους περιμένει. Όλοι οι γιανίτσαροι του Σελίνου ορκίστηκαν να τον ξεκάνουν όχι από εκδίκηση που σκότωσε το πρώτο τους παλικάρι, που και αυτοί από ζήλεια μισούσαν, μα από φόβο για τη δική τους ζωή. Δεν ετολμούσαν όμως να μπουν μες στη Σαμαριά γιατί τα Σφακιανά χώματα δεν τους σήκωναν, αλλά οργάνωσαν συστηματικές ενέδρες, ώσπου μια φορά πριν γιατρευτεί η πληγή του τον πέτυχαν κοντά στο φαράγγι και τον σκότωσαν χωρίς να προφθάσει να τους αντιληφθεί. Μα και σκοτωμένο ακόμα δεν ετόλμησε κανένας να τον πλησιάσει από φόβο, ως που κάποιος πιο τολμηρός απ’ όλους πετώντας πέτρες στο κορμί του εβεβαιώθηκε πως δεν ήταν ζωντανός. Έτσι σκοτώθηκε και χάθηκε άλλος ένας ακόμα ηρωικός εκδικητής του χριστιανικού θρήνου».
Οι πέντε αδελφοί του εγκατέλειψαν τη Σαμαριά πηγαίνοντας σε διάφορα μέρη της Κρήτης για να γλιτώσουν το εξολοθρεμό και ένας απ’ αυτούς σύμφωνα με μία παράδοση εγκαταστάθηκε στον Άι-Γιάννη Αμαρίου.
Ας είναι αιωνία η μνήμη αυτών των γενναίων και ηρωικών ανδρών, που θυσιάστηκαν για την ελευθερία και τον περιορισμό των φρικαλεοτήτων των τυράννων.