Βαρέθηκα πλέον τα μεγάλα και τα βαρύγδουπα. Τα κραυγαλέα και τα κουφά. Τις υπερφίαλες ανακοινώσεις και την ανιστόρητη εγωπάθεια.
Ελάτε σήμερα να υμνήσουμε απλά και ήρεμα το καλοκαιράκι. (Λίγα πράγματα άλλωστε αξίζουν να υμνεί κανείς πλέον). Ελάτε να παλινδρομήσουμε σε κόσμους κρυμμένους βαθιά στο ασυνείδητο, στη τόσο σύντομη χρονικά αλλά αξέχαστη καθώς φαίνεται, ενδομήτρια ζωή.
Ανασαίνει λοιπόν το καλοκαιράκι πάνω στη φουντωμένη κληματαριά, αφήνοντας στους πιο ευαίσθητους των ανθρώπων μιαν υποψία λαμπερής ζωογόνας παραίσθησης.
Χαμόγελο (έστω πικρό), θάλασσα ρυτιδωμένη, χλιαρή, ήλιος καυτός, πόδια γυμνά στην άμμο, ρομαντικές βόλτες τα βράδια, συναυλίες σε μιαν ασπαίρουσα ατμόσφαιρα, τελικά μια ανεξάντλητη λαχτάρα για ζωή.
Φυσούσε ελαφρά και το πέλαγος ήτανε σκούρο μπλε, καθώς ο ήλιος έκαιγε, λιοπύρι πραγματικό.
Εκατομμύρια μαντινάδες που απάγγελλαν οι συντοπίτες μου ανέβαιναν στην ατμόσφαιρα για να καταλήξουν στο πέλαγος το Κρητικό με ομοιοκαταληξίες και παράπονα.
Αλλά και το φεγγάρι και τ’ αστεράκια που αναριγούν τις καλοκαιριάτικες νύχτες, αυτά προπάντων αξίζει να υμνήσουμε. Εκεί γίνεται η μεγάλη γιορτή που θα’ θελες να συνεχίζεται και να διαρκέσει για πάντα. Αναθυμάσαι τον παππού που ονειρευόταν διηγούμενος το παλιό παραμύθι στου ταπεινού σπιτιού το ταρατσάκι, με τους καντιφέδες και το βασιλικό.
Η νύχτα, το φεγγάρι, το ταρατσάκι κι η θάλασσα.
-Θάλασσα πλατειά, σ’ αγαπώ βαθιά. Ότι και να γίνει εγώ θα σας αγαπώ, εσένα και το καλοκαίρι το Ελληνικό, το μαγεμένο, το ασυμβίβαστο. Δεν μπορείς να κρυφτείς από το καλοκαίρι όπως δεν μπορείς να κρυφτείς από τη ζωή. Ο συνδυασμός του καλοκαιριού με τη θάλασσα είναι περίπου μια τρέλα. Και το να παραδίνεσαι στην τρέλα είναι από τα λίγα πράγματα που σε κρατούν τελικά λογικό.
Ο συνοφρυωμένος καπετάνιος δεν με λυγούσε. Τίποτα δεν θα με λυγούσε. Ένας ήλιος από πάνω μου βασανιστικός, συγκεντρωτικός, σχεδόν μεθυσμένος μεσουρανούσε. Σωστός ελληνικός θεός ήταν αυτός ο ήλιος, με εξουσία στους τέσσερις ανέμους, στις τρεις χάριτες και στις εννέα μούσες.
Το ιστιοφόρο συνεχίζει να σχίζει τη θάλασσα. Όλα λικνίζονται ανάμεσα στ’ αφρισμένα κύματα, ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ορίζοντας ανέρχεται, ο ορίζοντας κατέρχεται. Ένα γλαρόνι μας ακολουθεί και μας γνέφει. Μαλλιά και πουκάμισο ανεμίζουν ελεύθερα. Δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Είμαι ένας άνθρωπος άλλος, ένας θαλασσοπόρος που ψάχνει τη Νέα Γη του με απελπισία. Είμαι (όπως ακριβώς κι εσείς) ένας Οδυσσέας που γυρεύει την Ιθάκη του.
Ο ήλιος συνεχίζει ακούραστος να σαρώνει τα καταστρώματα.
-Μη φοβηθείς, μη μετανιώνεις, μη γυρίζεις πίσω. Όρτσα τα πανιά! Ακούσθηκε παράφορη η φωνή του καπετάνιου που στα μάτια μου δεν ήταν πια καπετάνιος. Είχε γίνει τώρα ένας Ποσειδώνας, ένας Νεφελοσυνάχτης Δίας, ένας Αρχάγγελος.